Karvelis Takis, Defteri anagnosi. Kritika keimena. «I katochi kai ta mythistorimatika prosopa tou Andrea Fragkia»
 
Tom. V΄, Athina 1991, Sokolis. ss. 145-147
 
 
 

Στο Λοιμό, βέβαια, εγκαταλείποντας την έως τώρα γραμμή ενός ποιητικού ρεαλισμού - προτιμώ τον όρο ποιητικός αντί λυρικός, γιατί αποδίδει καλύτερα το λυρισμό που βγαίνει όχι τόσο από τις λέξεις αλλά περισσότερο από την όλη ατμόσφαιρα και πιο συγκεκριμένα τη συναισθηματική υγρότητα και εσωτερικότητα των διαλογισμών και των καταστάσεων - ο συγγραφέας καταφεύγει στη συμβολοποίηση προσώπων, πραγμάτων και καταστάσεων. Τα πρόσωπα που δρουν είναι ακριβή ομοιώματα της πολύ πρόσφατης μετακατοχικής μας ιστορίας, που ανήκουν σε δυο βασικά κατηγορίες: στους νικητές, που κινούν τα νήματα, ορατοί ή αόρατοι, των καταπιεστικών μηχανισμών, και στους ηττημένους, τα θύματα, που διαπαιδαγωγούνται με όλες τις μεθόδους των ολοκληρωτικών καθεστώτων. Οι θύτες αυτοί και τα θύματα, παρ' όλες τις οποιεσδήποτε προεκτάσεις που ο αναγνώστης νομιμοποιείται να δώσει στα διαδραματιζόμενα, οφείλουν τα αναγνωρίσιμα στοιχεία τους (ομιλίες μετανοούντων, δηλώσεις μετανοίας, καταδόσεις, αποκηρύξεις, βασανισμοί κ.τ.λ.) στο κατοχικό και μετακατοχικό τους παρελθόν, θα επιχειρήσω να επισημάνω κάποιες από τις ορατές ιδιότητες αυτού του παρελθόντος:

1. Οι φράσεις "Δεν μας χρειάζεται η ιστορία. Φέρνει πάντοτε μπελάδες και δυστυχία... Οι άσκοπες μάχες χάνονται πάντοτε..." (σελ. 51) ή "Γράψε απλώς ότι παρασύρθηκα κατά την ανώμαλη εκείνη περίοδο..." (σελ. 217), φανερώνουν ότι τα κρίματα αυτών των ανθρώπων έχουν σχέση όχι με ένα απώτερο ιστορικό παρελθόν, αλλά με το πιο πρόσφατο, εφόσον σ' αυτό εγγράφεται η ατομική τους πείρα. Εκτός αυτού, η φράση, που η δισκία της είναι φανερή, "Οι άσκοπες μάχες χάνονται πάντοτε" (παραπέμπει, μέσω του παρόντος, στο πρόσφατο ιστορικό παρελθόν) και κατ' εξοχήν το "γράψε απλώς παρασύρθηκα κατά την ανώμαλη εκείνη περίοδο..." οδηγούν τα νήματα προς το εμφυλιακό κλίμα και, μέσω αυτού, προς την Κατοχή, τη βασική μήτρα όσων επακολούθησαν.

2. Οι καταστάσεις και οι ιδιότητες, που υπαινίσσονται οι προσωνυμίες τους (ζητωκραυγαστής, παρακολουθητής, ομιλιογράφος, καταστροφέας κτλ.). Θα επιμείνω σε δυο από τις βασικότερες, του περιδεούς και του εκκρεμούς. Αν οι πρώτες αντιστοιχούν προς το βαθμό της συμμετοχής τους ή μη στο αναδημιουργικό έργο της υπέρτατης αρχής, οι δυο αυτές ιδιότητες αντανακλούν την ατομική περιπέτεια του μέσου Έλληνα, που κάποτε μπλέχτηκε στα γρανάζια της Ιστορίας και τώρα πληρώνει πολλαπλάσια. Αντικατοπτρίζουν πιο συγκεκριμένα την ατμόσφαιρα του διαρκούς φόβου και της αμφιβολίας- φόβου, για κάθε επικρεμάμενο κίνδυνο και αμφιβολίας, για την ακριβή αντιμετώπιση του καθενός από την εξουσία. Είναι, φυσικά, πασίδηλο σε ποιο παρελθόν παραπέμπει αυτή η ατμόσφαιρα.

3. Μια δράκα απ' αυτούς τους ανθρώπους, που τόσο βάναυσα βασανίζονται και εξανδραποδίζονται, έχει την ηθική και σωματική δύναμη να αντέξει. Με το συμβολικό αυτό τέλος ο αφηγητής παραπέμπει κατευθείαν στην αλήθεια της ιστορίας. Αν δεν υπήρχε πίσω τους το εκπληκτικό παρελθόν της Κατοχής και του Εμφύλιου, οι άνθρωποι αυτοί δεν θα είχαν το ηθικό σθένος να επιβιώσουν. Ο αφηγητής, δίνοντας αυτή την αισιόδοξη νότα, δεν εκφράζει τόσο την επιθυμία του, αλλά αντιγράφει την ιστορία:

 

"Οι επιχειρήσεις συνεχίστηκαν για τους παλιούς και τους καινούργιους. Και τότε εφαρμόστηκε μια πρωτότυπη μέθοδος. Κατέβασαν από τα αγκαθωτά κλουβιά τον άνθρωπο που νίκησε τα θηρία και τα κύματα, φέρανε τον αυτόχειρα που κάποτε σφηνώθηκε με το κεφάλι στα βράχια κι αργότερα φώναξε ότι αρνείται να γίνει δήμιος, τον κυνηγό, κάποιον επιεική και αρκετούς άλλους από διάφορα απομονωτήρια. Ξεδιάλεξαν γρήγορα και μερικούς καινούργιους. Τους οδήγησαν όλους στην παραλία.

                Εκεί φέρανε και τα κασόνια με τις αγριόγατες που μάζεψαν στο βουνό. Έβαλαν τον καθένα σ' ένα σακί και ρίξανε μέσα του και μια γάτα. Δέσανε σφιχτά το σακί με χοντρό σκοινί κι άρχισαν να χτυπούν τη γάτα. Ύστερα βούτηξαν το σακί στη θάλασσα. Το τράβηξαν. Το βουτούσαν και το ξανατραβούσαν πολλές φορές.

                Ακούστηκαν πολλά γι' αυτές τις επιχειρήσεις. Έγιναν κάπως κρυφά και διαδόθηκαν πολλές εκδοχές. Η αλήθεια όμως είναι ότι σι εκπληκτικοί αυτοί άνθρωποι έζησαν"

(σελ. 251-252).

 

Αν και το δράμα των ανθρώπων αυτών απεκδύεται άνετα οποιαδήποτε συγκεκριμένη ιστορική αναφορά και εστιάζει τη σκόπευση του στη λειτουργία των πάσης φύσεως και αποχρώσεως καταπιεστικών μηχανισμών, που στο όνομα μεγαλεπήβολων στόχων εξευτελίζουν τον άνθρωπο και εξαγιάζουν τα μέσα, οφείλει τη λογοτεχνική του μετουσίωση και την φαντασιακή του μεγέθυνση σε εμπειρίες και βιώματα, με τα οποία η μεταπολεμική πραγματικότητα άφθονα μας τροφοδότησε.