Chrysanthakopoulos Michalis, «O Nikos Engonopoulos kai o ypokeimenismos tis ellinikotitas»
 
periodiko Poiisi, tefch. 5, Anoixi 1995, ss. 123-138. Ss. 135-138
 
 
 

Η ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ: ΑΝΑΛΥΣΗ Ή ΣΥΝΘΕΣΗ;

 

Ενώ θεωρείται δεδομένο ότι ο Νίκος Εγγονόπουλος είναι «ζωγράφος το επάγγελμα». Ο ίδιος, όταν αναφέρει στο σώμα της ποίησης του «d’ ailleurs, je suis poète», προς στιγμήν αποπροσανατολίζει και συσκοτίζει τη διαπλοκή λόγου και εικόνας. Ας σημειωθεί ότι στη νέα έκδοσή του ο παρατονισμένος Μπολιβάρ συνοδεύτηκε όχι μόνο από σημειώσεις, αλλά και από οκτώ εκτός κειμένου ενυπόγραφους και χρονολογημένους πίνακες του ζωγράφου Εγγονόπουλου. Συγκεκριμένα, το Δεκέμβριο του 1962 τυπώνεται σε δεύτερη και τον Οκτώβριο του 1968 σε τρίτη έκδοση από τις εκδόσεις «Ίκαρος»∙ οι πίνακες παραλείπονται στη δίτομη έκδοση «Ποιήματα Α΄» (Ιούλιος 1977) και «Ποιήματα Β΄» (Νοέμβριος 1977).

     Η εκ παραλλήλου ανάγνωση του κειμένου, των εκτός του κειμένου πινάκων και των σημειώσεων μπορεί να αποβεί διαφωτιστική για πολλά, και ιδίως για το ποιητικό υποκείμενο. Εδώ δεν θα αναλύσω τον εικονικό λόγο, αλλά θα σταθώ στις εγγραφές μέσα στους πίνακες: υπογραφή, χρονολόγηση, τόπος. Ο πρώτος πίνακας, η προμετωπίδα, στα αριστερά του ονόματος του ποιητή, του τίτλου και των λοιπών στοιχείων, έχει τρεις ενδείξεις: «Ν. Εγγονόπουλος, Ύδρα, 40». Δηλαδή η τονιζόμενη συλλαβή του ονόματος του Ν. Εγγονόπουλου παραλείπεται και στην ουσία ο τόνος αναβιβάζεται. Παραδρομή του πινέλου, με το οποίο υπέγραψε; Ίσως, αλλά δεν είναι δυνατόν να μην συναγνωσθεί η παραδρομή αυτή με τον απέναντι παρατονισμό του Μπολιβάρ, χωρίς άλλο συνειδητό, μια και τα κεφαλαία δεν τονίζονται, και δεν είναι δυνατό να μην αναγνώσουμε ένα περίεργο, φραγκικο «εγγό» ή, ίσως, «εγκώ». Ας σημειωθεί επίσης ότι ο πίνακας είναι ο μόνος από τους οκτώ που φέρει την ένδειξη του τόπου της κατασκευής του, «Ύδρα» δηλαδή. Επιπλέον, η χρονολογική ένδειξη που ακολουθεί την τοπωνυμία δηλώνει ότι ο πίνακας συντέθηκε το 1940, πριν από τη συγγραφή του ποιήματος (1942-43). Πρόκειται μάλιστα για τον μόνο πίνακα που χρονολογείται πριν από το ποίημα, ενώ ο τελευταίος από τους οκτώ, ενυπόγραφος μόνο και χωρίς χρονολογία, καταγράφεται στα στοιχεία με τις διαστάσεις, τα υλικά και τους τίτλους, ως πίνακας του 1959. τέλος, πρέπει να προσθέσουμε ότι ο πρώτος πίνακας είναι ο μόνος που επιγράφεται με τον γενικό τίτλο ΣΥΝΘΕΣΙΣ, χαρακτηρισμός φυσικά που αρμόζει και στους άλλους επτά, που φέρουν συγκεκριμένους τίτλους.

     Αν προς στιγμήν σταθούμε στον πίνακα που επέχει θέση προμετωπίδας θα παρατηρήσουμε ότι συμπλέκονται τρεις μορφές στο πρώτο πλάνο, ενώ πιο πίσω, αριστερά παρατηρούμε ένα καβαλέτο με έναν πίνακα που απεικονίζει ένα γυναικείο μπούστο και δεξιά μια νεκρή φύση∙ πίσω από αυτά και από ένα κάγκελο εκτείνεται η θάλασσα. Το επιχείρημα μου είναι ότι αυτή η ζωγραφική σύνθεση αναπτύσσεται στο ποίημα Μπολιβάρ∙ τουλάχιστον οι τρεις μορφές του πρώτου πλάνου. Πρόκειται «για τις μορφές, τις αυστηρές και τις υπέροχες, του Οδυσσέα Ανδρούτσου και του Σίμωνος Μπολιβάρ», καθώς και για το πρώτο ενικό πρόσωπο που εκφέρει το λόγο, το ποιητικό υποκείμενο, δηλαδή. Και οι μορφές αυτές συμπλέκονται σε μια κίνηση που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε χορευτική, ιδίως αν μας ήταν άγνωστα τα βήματα του χορού που χορεύουν.

     Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι προγενέστερος της ποιητικής συλλογής πίνακας της προμετωπίδας, «παίζει» με τον τίτλο της συλλογής προτείνοντας έναν άλλο παρατονισμό, του ονόματος του ζωγράφου. Έτσι, καθώς αντικρύζει ο αναγνώστης τις δύο σελίδες της συλλογής με την προμετωπίδα αριστερά και τον τίτλο δεξιά, διαβάζει δυο διαφορετικά ονόματα: Εγγονόπουλος ο ζωγράφος. Εγγονόπουλος ο συγγραφέας. Αυτή η διαφοροποίηση, βέβαια, αναιρείται από ορισμένα στοιχεία, όπως το κρυπτόμενο φράγκικο [ego], την Ύδρα και τα γαλλικά της τελευταίας από τις σημειώσεις που έπονται του ποιήματος και εξηγούν την τελευταία, με αραιά γράμματα και συνοδευόμενη από μουσικές, τραγούδια και χορούς, στροφή:

 

«στρατηγέ

τί ζητούσες στη Λάρισα

σύ

ένας

Ύδραίος;»

 

     Πράγμα που σημαίνει ότι η διαφοροποίηση είναι προσωρινή, ότι ο αναγνώστης καλείται να συμπλέξει ποιητή και ζωγράφο, αφηγητή και αφηγούμενος, Μπολιβάρ και Ανδρούτσο, για να κατασκευάσει τη δική του σύνθεση. Πράγμα που σημαίνει, επίσης, ότι το υποκειμενικό στοιχείο διατυμπανίζεται, ότι αν μπορεί να μεταβάλλεται το σημαίνον των κυρίων ονομάτων (Εγγονόπουλος, Μπολιβάρ), ακόμα περισσότερο μπορεί να μεταβάλλεται το σημαινόμενο των επιθέτων (ελληνικό). Ο ύμνος αυτός στον Μπολιβάρ και η υπόσχεση ενός μελλοντικού ύμνου, στον Ανδρούτσο, είναι και ύμνος στο ποιητικό υποκείμενο, στις επιλογές του, στην απόλυτη εξουσία του∙ ύμνος, δηλαδή, στην υποκειμενικότητα, ύμνος στην προσωπική κατασκευή της έννοιας της παράδοσης και στην ατομική της ερμηνεία. Ύμνος με μια έννοια στον τολμούντα «να μεταφέρει» Αλβανούς, Οθωμανούς, Φράγκους, τον Ρήγα Φερραίο, τον Πασβαντζόγλου και τον Ροβεσπιέρο και να τους ενώσει σε ένα χορό- μείγμα πολλών παραδόσεων και χωρίς να περιορίζεται από προκαθορισμένη χορογραφία. Ύμνος στην υπερρεαλιστική ελευθερία, της οποίας υπήρξε κοινωνός ο Εγγονόπουλος και η οποία του επιτρέπει να αναθεωρεί τον παγκόσμιο χάρτη, αλλά και την χαρτογράφηση της παράδοσης, και να συντάσσει νεόυς.