Maronitis D. N., Piso bros. Protaseis kai ypotheseis gia tin neoelliniki poiisi kai pezografia
 
Athina 1986, Stigmi. Ss. 153-162
 
 
 

Η ΤΙΜΗ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΚΑΙ Η ΤΙΜΗ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ

Είναι σχεδόν ακατόρθωτο να μιλήσει κάποιος για το βίο και το έργο του Γιάννη Ρίτσου, όχι μόνον αν έχει στη διάθεσή του, όπως εγώ, είκοσι λεπτά, αλλά και με πολύ μεγαλύτερη άνεση χρόνου. Ένα τέτοιο επιχείρημα θα αποδεικνυόταν στην πράξη σχεδόν βλάσφημο. Οι λόγοι είναι πολλοί· θα σημειώσω, κατά τη γνώμη μου, τον βασικότερο.

Στην περίπτωση του Γιάννη Ρίτσου βίος και ποιητικό έργο όχι μόνο συνεχώς αυξάνονται, αλλά και διαρκώς ανανεώνονται. Δυνατότητα πάντως να γίνει οποιαδήποτε διάκριση ανάμεσα στην οικονομία του βίου και στην οικονομία του έργου εδώ δεν υπάρχει. Κι αν ο όγκος της ποιητικής παραγωγής του Ρίτσου φέρνει συχνά τον σύγχρονο αναγνώστη σε πραγματική αμηχανία, ο όγκος του βίου του τον κάνει εντέλει να ντρέπεται για την αμηχανία του αυτή. Όταν λέω “βίος”, εννοώ ταυτόχρονα τη δημόσια και την ιδιωτική ζωή του Γιάννη Ρίτσου: την πολιτεία του αν θέλετε περισσότερο από το βίο του.

Μίλησα για ανάλωση του βίου που αντιστοιχεί στην ανάλωση του έργου. Θα εξηγήσω κάπως τι θέλω να πω. Ο Ρίτσος φαίνεται να πιστεύει ότι ο πολιτικός ποιητής της εποχής μας όχι μόνο δεν επιτρέπεται να γίνει ιδιοκτήτης του βίου του, αλλά δεν είναι ορθό και νόμιμο να αποδείχνεται ιδιοκτήτης μήτε και της έκφρασής του. Με δυο λόγια: ο ποιητής πρέπει να μείνει και στην ποίηση ακτήμων όσο και ο άνθρωπος στη ζωή του.

Σύμφωνα με την άποψη αυτή, η ποίηση (δηλαδή ο ποιητικός λόγος) οφείλει όχι μόνο να λαμβάνει υπόψη, αλλά και να ξοδεύει αμέσως την ατομική και συλλογική μοίρα του ανθρώπου. Αλλιώς ο ποιητής κινδυνεύει να γίνει σαράφης (στη χειρότερη περίπτωση: τοκογλύφος) της ίδιας του της ζωής και της ζωής των συνανθρώπων του, προκειμένου να ασφαλίσει πρώτα και να εκμεταλλευτεί ύστερα από τη ζωή αυτή, για χάρη της ποίησης, ό,τι κατά κανόνα ονομάζουμε: πολύτιμα στοιχεία της. Γιατί η ποίηση, σύμφωνα με ένα άλλο μοντέλο ποιητικής, επιλέγει τόσο στο χώρο της εμπειρίας όσο και στο χώρο της έκφρασης μόνο τα πολύτιμα μέταλλα: ό,τι πολυτιμότερο δηλαδή ζούμε και μεταδίδουμε.

Αυτός είναι, πιστεύω, ο βασικός λόγος πού χρυσός και άργυρος γειτονεύουν, στο βίο και στο έργο του Ρίτσου, με τις πέτρες και τον πηλό. Όπως δηλαδή κανένα πολύτιμο αγαθό της ζωής δεν πρέπει να κατακρατηθεί και να αυτονομηθεί, το ίδιο και στην ποιητική έκφραση: όλα πρέπει να προσφερθούν αμέσως και δίχως φειδώ - αστόχαστα, όπως ισχυρίζονται οι αρνητές του Ρίτσου.

Αν έχω δίκιο σ' αυτή την εκτίμησή μου, τότε η ποιητική του Ρίτσου εφαρμόζει τις οικονομικές αρχές της πολιτικής του απόφασης. Φυσικά με τα κριτήρια οποιασδήποτε άλλης πολιτικής επιλογής η ποιητική αυτή δραστηριότητα φαίνεται αντιοικονομική και σπάταλη. Πάντως και ως πείραμα να δει κάποιος αυτό το εγχείρημα του Ρίτσου, παρουσιάζει τεράστιο ενδιαφέρον, καθώς τον διακρίνει σαφώς τόσο από τους λεγόμενους αστούς Έλληνες ποιητές, όσο κι από εκείνους τους μαρξιστές ποιητές, οι οποίοι στο σημείο αυτό δεν συμμερίζονται την αμείωτη αισιοδοξία του Ρίτσου και εκτιμούν διαφορετικά το πρόβλημα της οικονομίας στην ποίηση από ό,τι στην πολιτική ζωή. Δεν πιστεύουν δηλαδή ότι η ποίηση μπορεί και πρέπει να υποταχτεί στην οικονομία της κοινοκτημοσύνης, καταργώντας έτσι και στο επίπεδο της γλώσσας οποιαδήποτε έννοια συντεχνιακής ιδιοκτησίας. Η λύση στο περίπλοκο αυτό πρόβλημα εξαρτάται μάλλον από την απάντηση που δίνει καθένας στο ερώτημα αν είναι το ίδιο μας το σώμα (ως όριο και όρος της ποιητικής έκφρασης) κοινόκτητο, ιδιόκτητο ή μεικτό.

Ας σημειωθεί ωστόσο ότι θα μπορούσε ο Ρίτσος να επικαλεστεί ως συμμάχους στην ποιητική αυτή και πολιτική του απόφαση όχι μόνο ποιητές σαν τον Νερούντα (με πληθωρικό έργο και αδιαίρετο ως προς τα πολύτιμα και ευτελή στοιχεία του), αλλά ακόμη και τον τόσο διαφορετικό σ’ άλλα σημεία Μαγιακόβσκη, που πολύ νωρίς και με επαναστατικό οίστρο άφησε τα ποιήματα του έκθετα στην καθημερινή ευτέλεια, στην πολιτική διδαχή και στην κομματική προπαγάνδα. Ανάλογη πίστη φαίνεται να έχει και ο Ρίτσος για την αντοχή της ποιητικής κεραίας, όταν η κεραία αυτή τοποθετείται προγραμματικά και αποφασισμένα στο κέντρο του δημοσίου χώρου και της πολιτικής επικαιρότητας.

Τι συνεπάγεται για την ποιητική πράξη μια τέτοιου είδους πολιτική απόφαση, το δείχνει ξεκάθαρα, νομίζω, ένα ποίημα του Ρίτσου από τη συλλογή Άνθρωποι και τοπία με τον ενδεικτικό τίτλο «Το χρέος των ποιητών». Δυστυχώς δεν με παίρνει ο χρόνος να το διαβάσω ολόκληρο. Απομονώνω λοιπόν τις στροφές εκείνες που είναι κατά τη γνώμη μου για το θέμα μας οι σημαντικότερες:

Πολλά ποιήματα είναι ποτάμια.

Άλλα είναι χαμολούλουδα σε βραδινό κάμπο.

Άλλα είναι σαν πέτρες που δεν χτίζουν τίποτα.

Πολλοί στίχοι είναι σα στρατιώτες έτοιμοι για τη μάχη.

Άλλοι σα λιποτάχτες κρυμμένοι πίσω απ’ τ’ ανθισμένα δέντρα.

Άλλοι σαν άγνωστοι στρατιώτες που δεν έχουν πρόσωπο.

Πολλά ποιήματα φωνάζουν δυνατά χωρίς ν’ ακούγονται.

Άλλα σωπαίνουνε με σταυρωμένα χέρια.

Άλλα σταυρώνονται και μιλούν σταυρωμένα.

..............................................................................................

Πολλά ποιήματα είναι σα δέντρα

άλλα σαν κυπαρίσσια σ’ ένα λιόγερμα θλίψης

άλλα σα δέντρα οπωροφόρα σ’ ένα κολχόζ.

..............................................................................................

Πολλά ποιήματα βουλιάζουν μες στην ίδια τους τη λάμψη,

περήφανα ποιήματα· δεν καταδέχονται τίποτα να πουν.

Ξέρω πολλά ποιήματα που πνίγηκαν στο χρυσό πηγάδι της σελήνης.

..............................................................................................

Το νου σας, σύντροφοι ποιητές, μη και βουλιάξουμε μέσα στο τραγούδι μας

 μη και μας εύρει ανέτοιμους η μεγάλη ώρα,

 - ένας ποιητής δίνει παρών στο πρώτο κάλεσμα της εποχής του.

Αλλιώς θα μείνουν τα τραγούδια μας πάνω απ’ τις σκάλες των αιώνων

ταριχευμένα, ωραία κι ανώφελα πουλιά (…)

..............................................................................................

με τα μάτια δυο μάταιες στρογγυλές απορίες κάτω απ’ τα κόκκινα φρύδια τους.

Το νου σας, σύντροφοι ποιητές, - ένας ποιητής

είναι ένας εργάτης στο πόστο του, ένας στρατιώτης στη βάρδια του,

ένας υπεύθυνος αρχηγός μπροστά στις δημοκρατικές στρατιές των στίχων του.

(Τα Επικαιρικά)

Τούτο το ποίημα ομολογεί, νομίζω, δίχως περιστροφές τις οικονομικές αρχές της ποίησης του Γιάννη Ρίτσου. Θα ήταν λάθος να νομίσουμε ότι εδώ ο Ρίτσος διακρίνει τη δική του ποίηση από την ποίηση των άλλων. Πολύ περισσότερο, πιστεύω, ορίζει τα γένη και τα είδη της δικής του σύνθετης ποιητικής πράξης: τα εναλλασσόμενα δηλαδή θέματα και την εναλλασσόμενη έκταση των ποιημάτων του· τις διαφορές στον τόνο τους· το πέρασμα από το ρεμβασμό στην εγρήγορση· την έξοδο από το ιδιωτικό πάθος στη δημόσια δήλωση· από την εσωστρέφεια στην εξωστρέφεια, από τον διεγερτικό υπαινιγμό στην απερίφραστη μπροσούρα. Η ίδια μάλιστα η γλώσσα σ’ αυτό το ποίημα, με το ευρύτατο φάσμα της, δείχνει την άποψη του Ρίτσου για το πώς δικαιούται να αντιδρά η ποιητική έκφραση στα μηνύματα της εποχής: στους ψιθύρους απαντά με ψίθυρο και στην κραυγή με κραυγές· στην ωμή υλική ανάγκη με παρήγορη αισιοδοξία· στην περήφανη πνευματική πολυτέλεια των ολίγων με την ταπεινή αισθησιακή ευτέλεια των πολλών - στην υψηλή τιμή του χρυσού με τη χαμηλή τιμή της πέτρας. Έτσι όλες οι διακρίσεις της γλώσσας τείνουν σ’ αυτό το εργοτάξιο του ποιήματος να καταργηθούν, και ο ποιητής φιλοδοξεί να γίνει εργάτης καθιστώντας τον εργάτη ποιητή. Θα μας πήγαινε πολύ μακριά να συζητήσουμε εδώ και τώρα αν το αισιόδοξο αυτό μοντέλο της ποίησης παραμένει αντιρρεαλιστικό όραμα ή αν συμβάλλει σε μια δυνατή πραγματικότητα. Όσο πάντως τα προβλήματα της κοινωνικής ισότητας δεν έχουν ακόμη προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση οριστικά λυθεί, η ποιητική απόφαση του Ρίτσου δικαιούται αν όχι το θαυμασμό μας τουλάχιστον το σεβασμό μας - κι εδώ θα ήθελα να κλείσω το γενικό μέρος της σύστασης πού ανέλαβα, και να προχωρήσω σε κάτι πιο ειδικό και συγκεκριμένο.

Μίλησα για ευτέλεια στην ποίηση του Ρίτσου με κίνδυνο να παρεξηγηθώ. Εννοούσα κυρίως ότι η ποίησή του καθιερώνει οτιδήποτε κοινό και ασήμαντο τρίβεται με την καθημερινότητά μας, δίχως να διεκδικεί υψηλή αγοραστική αξία στην ποίηση και στη γλώσσα.

Ένας ενδεικτικός κατάλογος από αυτά τα ευτελή σύνεργα της καθημερινότητας θα διαλύσει, υποθέτω, κάθε παρεξήγηση και θα βοηθήσει να καταλάβουμε τι εννοώ όταν μιλώ για την τιμή της πέτρας που αντιστέκεται στην τιμή του χρυσού: μικρές κάμαρες και λιγνές καμπάνες· κλονισμένες σκάλες και παστρικές κουζίνες· γλόμποι και τσαντήρια εξορίας· ξεχασμένα φαρμακεία, φτιάρια και γκασμάδες· βρώμικες κάλτσες και πλυμένα παντελόνια· κριθαρένιο ψωμί, τρώγλες λυγμού και μπλούζες εργατών· τραγιάσκες και κουβάρια ολόμαυρα· αγορές συνοικίας και σοκάκια· κατσαρίδες, και μπαούλα της νύχτας· βρακιά, παπούτσια, καροτσάκια παιδιών και γκαζόζες· αμπέχονα, παγούρια, ιδρωμένες στάμνες και σανιδένια παραπήγματα· μπαμπάκια κι αποφάγια· λαδοφάναρα και κοινοί διάδρομοι· η φανέλα του αρρώστου και γραμμένοι αριθμοί σε βρώμικα τζάμια· σπασμένες καρέκλες και ξεδοντιασμένα ούλα· σπίρτα, φιτίλια, κουμπότρυπες και μπούτια αγοριών· μαυρισμένα δάχτυλα και πολλά τσιγάρα· μυγοφτυσμένες κορνίζες και στρίποδα κρεβατιού· κουβάδες και κλειδιά· άπλυτες καραβάνες και πλυμένες σκάφες· καθρεφτάκι της τσέπης και ψαλιδισμένο μουστάκι· το αθλητικό φανελάκι του εκτελεσμένου· η απλή και οικεία χειρονομία της γυναίκας που διορθώνει τη γραβάτα του άντρα· χέρια που ρόζιασαν από το πολύ σφίξιμο παλάμη με παλάμη· οι σκοτωμένοι που λιάζονται ανάσκελα στον ήλιο.

Ο κατάλογος αυτός θα μπορούσε να συνεχιστεί επί ώρες, σχεδόν επ’ άπειρον, γιατί όλα αυτά τα σύνεργα της καθημερινής ευτέλειας κάνουν ήδη την πρώτη τους δειλή εμφάνιση στα Τρακτέρ και τις Πυραμίδες, πληθαίνουν ύστερα στον Επιτάφιο και στο Εμβατήριο του ωκεανού και από τη Δοκιμασία και πέρα σαρκώνουν πια την ποίηση και τα ποιήματα του Ρίτσου.

Τι κάνει ο ποιητής με το μικρόκοσμό του αυτόν, το λέει ένα ποίημα από τις Μαρτυρίες, Β’ με τον τίτλο «Περίπου»:

Παράταιρα πράγματα παίρνει στα χέρια του - μια πέτρα,

ένα σπασμένο κεραμίδι, δυο καμένα σπίρτα,

το σκουριασμένο καρφί στον απέναντι τοίχο,

το φύλλο που μπήκε απ’ το παράθυρο, τις στάλες

που πέφτουν απ’ τις ποτισμένες γλάστρες, τ’ άχυρο εκείνο

πούφερε χτες ο αέρας στα μαλλιά σου, - το παίρνει

κι. εκεί στην αυλή του χτίζει περίπου ένα δέντρο.

Σ’ αυτό το «περίπου» κάθεται η ποίηση. Τη βλέπεις;

Στον κόσμο, λοιπόν, της καθημερινής αυτής ευτέλειας κάθεται η ποίηση του Γιάννη Ρίτσου: είναι ο πηλός και ο χυμός της.

Σε ποια σχέση βρίσκονται αυτά τα σύνεργα της καθημερινής έγνοιας με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και τις ομολογημένες επαναστατικές ιδέες, οι οποίες διεκδικούν στην ποίηση του Ρίτσου (όπως και στην πολιτική του πίστη) μια απόλυτη σχεδόν τιμή, το ομολογεί ένα άλλο ποίημα, ακριβέστερα κάποιοι σημαδιακοί στίχοι από τη μεγάλη σύνθεση Γέφυρα, γραμμένοι τον Ιούνιο του 1959:

Δε μας εξευτελίζουν οι μικρές ανάγκες μας·

αυτές μας σώζουν μάλιστα· μας δίνουν

ένα έδαφος πάλι να πατήσουμε, να μείνουμε όρθιοι, να δουλέψουμε,

κι η γνώση τους κι η αποδοχή τους είναι η νέα αδελφοσύνη μας,

είναι η αρχή της βαθειάς ελευθερίας μας,

είναι η άγια εκείνη ειλικρίνεια

η πρώτη και ύστατη του ανθρώπου, τόσο που κάποτε

μπορείς να κλάψεις από τρυφερότητα

γι’ αυτή σου την ομολογία, γι’ αυτή σου την ταπεινοσύνη

(Ποιήματα, Γ’)

Δεν είμαι ο πρώτος που παρατηρώ ότι το έδαφος πάνω στο οποίο πατά η ποίηση του Ρίτσου είναι τελικά αυτός ο μικρόκοσμος της εργατικής και μικροαστικής μιζέριας και ψυχαγωγίας. Εκείνο όμως που θέλω να προτείνω είναι: κάποτε -και σύντομα- ο μικρόκοσμος αυτός να μελετηθεί προσεχτικά και να εκτιμηθεί ακριβέστερα μέσα στο γενικότερο σύστημα της ποιητικής οικονομίας του Ρίτσου, για την οποία μίλησα στο πρώτο μέρος της εισήγησής μου.

Αισθάνομαι, και το λέω ως υπόθεση εργασίας, ότι τρεις είναι οι διαδοχικές πηγές που τροφοδοτούν και ποτίζουν αυτή την καθημερινότητα στην ποίηση του Ρίτσου.

α) Ο καταγωγικός ομφαλός της Μονεμβασιάς.

β) Η συνοικιακή Αθήνα και το αποκλεισμένο περιβάλλον του Σανατορίου.

γ) Οι κλειστοί τόποι της εξορίας.

Πάντως πλάι και παράλληλα προς κάποιες ιδέες που μόνιμα κυβερνούν την ποίηση του Ρίτσου -κάποτε μάλιστα με το στανιό- κυλά αυτός ο ταπεινός ποταμός πραγμάτων, τοπογραφικών σημείων, χειρονομιών, στάσεων και κινήσεων του απλού ανθρώπου. Θα έλεγα ότι ο μικρόκοσμος αυτός συνθέτει τις νέες πρώτες ύλες μιας ποίησης που αποστρέφεται την πολυτέλεια και δεν αυτονομεί τα πολύτιμα μέταλλα.

Υπάρχει πάντα ένα κρίσιμο πρόβλημα τι εννοεί ο καθένας μας όταν μιλάει για λαό: αυτό που είναι και κάνει ο απλός κόσμος στην καθημερινή του ζωή; ή τα λόγια του και τα συνθήματα του, με τα οποία ντύνει τις πολιτικές ελπίδες του και τις πολιτικές του διαψεύσεις; Τα πρώτα παραμένουν σχεδόν πάντοτε δικά του και τον χαρακτηρίζουν· τα δεύτερα συνήθως του τα δανείζουμε εμείς με τη διδασκαλία και την καθοδήγηση. Αν ο Ρίτσος είναι εντέλει ποιητής λαϊκός και θα μείνει ως ποιητής του λαού στη νεοελληνική ποίηση, το χρωστά, κατά τη γνώμη μου, σ’ αυτή την ποιητική καθιέρωση που πέτυχε για τα σύνεργα του καθημερινού μας βίου. κάτι που ασφαλώς δεν ισχύει στην περίπτωση του Σεφέρη ή του Ελύτη. Οπωσδήποτε, αν οι πολιτικές ιδέες είναι το δοσμένο διδακτικό αντικείμενο στην ποίηση του Ρίτσου, ο καθημερινός μικρόκοσμός του είναι θα έλεγα: το άδηλο συμπαθητικό υποκείμενο των ποιημάτων του· αυτό δηλαδή που ο ποιητής εμπειρικά συμπαθεί, συμπάσχει και τείνει να ταυτιστεί μαζί του.

Ότι δεν προδίδω ολότελα τις προθέσεις του Ρίτσου το δείχνει, πιστεύω, ένα ποίημα του 1956-57 με τον καθαρό τίτλο “Αναγκαία εξήγηση”. Μ’ αυτούς τους στίχους θα ήθελα να κλείσω τη συστατική ομιλία μου.

ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΕΞΗΓΗΣΗ

Είναι ορισμένοι στίχοι -κάποτε ολόκληρα ποιήματα-

που μήτε εγώ δεν ξέρω τι σημαίνουν. Αυτό που δεν ξέρω

ακόμη με κρατάει. Κι εσύ έχεις δίκιο να ρωτάς. Μη με ρωτάς. Δεν ξέρω σου λέω.

Δυο παράλληλα φώτα

απ’ το ίδιο κέντρο. Ο ήχος του νερού

που πέφτει, το χειμώνα, απ’ το ξεχειλισμένο λούκι

ή ο ήχος μιας σταγόνας καθώς πέφτει

απόνα τριαντάφυλλο στον ποτισμένο κήπο

αργά-αργά ένα ανοιξιάτικο απόβραδο

σαν το λυγμό ενός πουλιού. Δεν ξέρω

τι σημαίνει αυτός ο ήχος· ωστόσο εγώ τον παραδέχομαι.

Τ’ άλλα που ξέρω σ’ τα εξηγώ. Δεν το αμελώ.

Όμως κι αυτά προσθέτουν στη ζωή μας. Κοιτούσα,

όπως κοιμότανε, το γόνατό της να γωνιάζει το σεντόνι -

Δεν είταν μόνο ο έρωτας. Αυτή η γωνία

είταν η κορυφογραμμή της τρυφερότητας, και το άρωμα

του σεντονιού, της πάστρας και της άνοιξης συμπλήρωναν

εκείνο το ανεξήγητο που ζήτησα, άσκοπα και πάλι, να σ’ το εξηγήσω.

(«Ασκήσεις», Ποιήματα, Γ’)