Kazantzis Tolis, I pezografia tis Thessalonikis 1912-1983, Meletimata 1966-1991, «Giorgos Ioannou. Poiitis – pezografos – filologos»
 
Thessaloniki 1991, Vanias, ss. 232-234
 
 
 

Συγγραφέας με έντονη κοινωνική συνείδηση, αλλά και με έντονη προσωπική ιδιοτυπία, συνειδητοποιεί σχετικά γρήγορα πως η πεζογραφία μας, από το 1940 ως το 1960, με τις λαμπρές αλλά μεμονωμένες της εξαιρέσεις, αφήνει ουσιαστικά ακατάγραφτη τη θλιβερή, μα και άκρως καθοριστική για τα πεπρωμένα του τόπου, αυτή περίοδο.  Αντίθετα, η ποίηση, που κι αυτή, βέβαια, κατακλύζεται από νέες αισθητικές και ιδεολογικές θέσεις, καταφέρνει -υπαινικτική καθώς είναι- να δώσει μια πρωτοείσακτη ποίηση, καθώς οι νέοι βάδισαν την κυκλική, ρομαντική διακύμανση της ελπίδας, του αγώνα και της διάψευσης.

Η αιτία της σιωπής της πεζογραφίας σ' αυτό το διάστημα είναι προφανής· γιατί η πεζογραφία δεν είναι, όπως η ποίηση, "ο καλύτερος τοίχος να κρύψουμε το πρόσωπο μας", όπως λέει ο Αναγνωστάκης, άλλα αντίθετα· ο τοίχος στον οποίο απεικονίζεται το πρόσωπο μας. Ο τοίχος, που είναι, επιπλέον, χτισμένος με υλικά που προμηθευτήκαμε απ' την ίδια την πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα, που κάθε απόπειρα καταγραφής της ισοδυναμούσε, την εποχή αυτή, με την υπογραφή μιας ομολογίας, μιας αυτοκαταδίκης, δηλαδή, του ίδιου του συγγραφέα.

 Η προσωρινή, μα τόσο ακριβοπληρωμένη εκ των υστέρων, υποψία μιας επερχόμενης Άνοιξης, που αρχίζει γύρω στο 1960, θα καταδείξει, πως όλα αυτά τα χρόνια η πεζογραφία δεν εξαφανίστηκε, αλλά αντίθετα· γρηγορούσε και ανδρώνονταν. Οι πεζογράφοι ανακαλούσαν μνήμες πικρές κι ερεθίζονταν απ' αυτή την πολυφωνική αδικία. Κι αυτά γίνονταν τα κυρίαρχα συναισθήματα στους νέους πεζογράφους, οι όποιοι επιχειρούν παράλληλα, με πολύ μεγάλη επιτυχία, τη σύνδεση τους με την πραγματική κι όχι την πλαστογραφημένη μας παράδοση ανανεώνοντας ταυτόχρονα και τους εκφραστικούς τους τρόπους.

Ανάμεσα σ' αυτούς κι ο Γιώργος Ιωάννου, συγγραφέας με ταξική, μα όχι κομματικοποιημένη συνείδηση, πρωτοεμφανίζεται το 1954 με μια ποιητική πλακέτα, τα α Ηλιοτρόπια". Η καθιέρωση του, όμως, στα γράμματα μας, θα γίνει αργότερα, 1958-1964, από το περιοδικό "Διαγώνιος", που εξέδιδε στη Θεσσαλονίκη ο Ντίνος Χριστιανόπουλος κι οπού ο Ιωάννου ήταν βασικός συνεργάτης. Στη "Διαγώνιο" πρωτοδημοσιεύει μεγάλο μέρος των ποιημάτων του, που το 1963 κυκλοφορούν σε μια ποιητική συλλογή με τίτλο, "Τα χίλια δέντρα". Στο ίδιο περιοδικό πραγματοποιείται και ο πεζογραφικός μετασχηματισμός της ποίησης του, που αργότερα, το 1964, πραγματώνεται με μια σειρά από πεζογραφήματα, που εκδίδονται κι αυτά από τις εκδόσεις "Διαγωνίου" με τίτλο, "Για ένα φιλότιμο". Εντούτοις, ο Ιωάννου δε μπορούμε να πούμε πως είναι αποκλειστικά ποιητής ή πεζογράφος. Είναι απλούστατα και τα δύο. Δε δείχνει, όπως ο Αναγνωστάκης "τα ανάπηρα χέρια του", δεν απεικονίζει δελεαστικά κάποια πραγματικότητα -υπαρκτή ή κατασκευασμένη- αλλά την διαπερνά μέσα από τον ιδιαίτερο του ψυχισμό κι έτσι την αποδίδει μετασχηματισμένη, για ν' αναμοχλεύει τις μνήμες του, την πληγωμένη κι εξαπατημένη του ευαισθησία, την περιφρονημένη και πεπλανημένη του νοημοσύνη. Από δω ξεπηδούν, με απόλυτη φυσικότητα, το χιούμορ, η ειρωνεία, ο σαρκασμός, ο αυτοσαρκασμός, η οργή του.

Απ' αυτή την άποψη κι όχι μόνον από τις θεματολογικές ή τις τοπικές (Θεσσαλονίκη) συμπτώσεις, θα πρέπει να ιδούμε την πεζογραφία του Ιωάννου σα συνέχεια και συνέπεια της αρχικής ποιητικής του διάθεσης. Κι η επαλήθευση αυτής της ταυτότητας του λόγου του, όπου και στις δύο περιπτώσεις συνταιριάζεται η Δωρική σοβαρότητα και η Ιωνική αλαφράδα κι όπου διαπιστώνουμε ένα κράμα Αριστοφανικής σκοπτικότητας και αρχαίας τραγωδίας, μια συνύπαρξη λαϊκής ζεστασιάς και δασκαλίστικης ευρυμάθειας και διδακτισμού.

Στα τελευταία του έργα, ο Ιωάννου, άτομο ουσιαστικά μονήρες (παρά την ευρύτατη δημοσιότητα που επεφύλαξε ο ίδιος στο έργο του και στον εαυτό του) ακούει μέσα στη μοναξιά του τον πολύβουο κόσμο γύρω του, δέχεται κάποιες επιθέσεις της πραγματικότητας (πώς αλλιώς;), τις υπερεκτιμά, πολλές φορές, τις μεγαλοποιεί με τη φαντασία του και αντεπιτίθεται υπερβαίνοντας τα επιτρεπόμενα όρια άμυνας. Μια υπέρβαση, που χωρίς τη λεγόμενη ποιητική άδεια, αυτή που ενδεχομένως να θεωρούνταν σαν ελαφρυντικό στην περίπτωση του, θεωρήθηκε από πολλούς σαν αυτοτελής άδικη πράξη.

Ο πρόωρος και αδόκητος θάνατος του συγγραφέα άφησε πίσω του ένα πολύ σημαντικό έργο, που προοιώνιζε μια βέβαιη εξέλιξη.