Galanaki Rea
O vios tou Ismail Ferik pasa
 
 
O vios tou Ismail Ferik Pasa, Maison d'édition Agra 1989, Pg.13-162, Première Publication:1989
 
 
Κεφαλαίο πρώτο
Τo αγόρι σκέφτηκε πως το κλειδί θα μπορούσε να ξαναγυρίσει στην κλειδαριά, ορίζοντας μ' έναν ήπιο μεταλλικό φθόγγο τη ζωή σαν αλληλουχία. Μέτρησε τις προϋποθέσεις στα δάχτυλα. Αν Τούρκοι κι Αιγύπτιοι δεν έκαιγαν το χωριό. Αν το ιππικό τους μαζευόταν απ’ όλο το οροπέδιο κι έφευγε από το ίδιο πέρασμα, που βρήκε αφύλαχτο και όρμησε στον δυσμάχητο τόπο. Αν ο Χριστός δεν ελογάριαζε τα αφανέρωτα μαζί με τα φανερωμένα κρίματα, ακούγοντας τις παρακλήσεις. Αν, τέλος, δαίμονες και νεράιδες των σπηλαίων εδέονταν μαζί με τους άγιους των εκκλησιών.
Άκουσε τη μάνα του να του φωνάζει από την είσοδο της σπηλιάς. Το φως έτεμνε το σώμα της, τραβώντας μια λοξή γραμμή από το γαλάζιο του αέρα μέχρι το πράσινο των βρύων, που σκέπαζαν τα βράχια κοντά στην είσοδο. Ένιωσε τη φωνή της σαν μια λοξή επίσης γραμμή, χλοερή και ουράνια, που αποσπάστηκε από το σώμα της και κατέβηκε να σταθεί πλάι του, εκεί που άρχιζε το σκοτάδι. Ήταν πιο μαύρο από τα κούτσουρα, που είχαν μείνει στην παραστιά του σπιτιού. Μέσα στο μαύρο δεν υπήρχε καμιά κίνηση? το χέρι στ' αδράχτι αρνιόταν να στρίψει τα δάχτυλα, το χέρι στο χαλινάρι αρνιόταν να λυγίσει τον καρπό, το χέρι του μεγάλου αδερφού καρφώθηκε πάνω στα μήλα. Εδώ η μυρωδιά των μήλων χάθηκε. Δεν ακουγόταν θρόισμα δέντρου η φωνή ζώου. Ούτε αλαλαγμός εχθρού. Το ίδιο μαύρο κατάπιε και το κλειδί του σπιτιού.
Άκουσε πάλι τη φωνή της. Το μέχρι τότε αβασάνιστο νερό των ήμερων του άρχισε ν' αντανακλά σκόρπιες και γρήγορες εικόνες. Και η φωνή της σκορπιζόταν, σαν να κυλούσε μαζί με το νερό.
Δεν θα γύριζε κοντά της. Ήθελε να γνωρίσει το σκοτάδι της σπηλιάς.
Μπήκε στις αίθουσες που είναι χτισμένες χωρίς μαστόρους. Εκεί κολόνες ατελείωτες στάζουν από την αγωνία του τελειωμένου σχήματος? γι' αυτό λαβαίνουν οποία μνήμη τους αποδοθεί. Το αγόρι φώτισε με το κερί τα ακίνητα χέρια πάνω στ' αδράχτι, στο χαλινάρι και στα μήλα. Σκέφτηκε πως αν είχε πιο πολλά κεριά, θα μπορούσε να φωτίσει τους ήχους και τις μυρωδιές του σπιτιού. Προχώρησε αργά ανάμεσα στους σταλαγμίτες, που γρηγορούσαν περιμένοντας το άγγιγμα του σταλακτίτη. Η κίνηση του ιχνογραφήθηκε αμυδρά πάνω στο σαν από κερήθρα μέλισσας χρώμα των πετρωμάτων. Άγγιξε ένα βράχο κι ένιωσε τη δροσιά του λάχανου πολύ πρωί στα περιβόλια. Σκέφτηκε πως, αφού μπορούσε ακόμη να στηρίζεται στα περιβόλια, δεν ήταν μόνο μάγια γύρω του. Πάλι δεν ήταν ό,τι γνώριζε. Φοβήθηκε μήπως οι μεγάλοι είχαν δίκιο όταν δεν άφηναν μικρά παιδιά να μπαίνουν στη σπηλιά. Κι αυτός υπάκουε με την αμίλητη υπακοή της προσμονής.
Έκανε κρύο. Άκουγε βαριές σταγόνες να πέφτουν γύρω του. Ο ήχος τους πολλαπλασιαζόταν σε βόμβο μελισσών. Θυμήθηκε κουβέντες, πως η σπηλιά ήταν κάποτε γεμάτη μέλισσες, άλλα ποτέ κανένας δεν τις είχε δει. Είπε μήπως ο βόμβος προερχόταν από τις αφύσικα μεγεθυσμένες ομιλίες όσων στριμώχνονταν στην είσοδο της σπηλιάς, για τον φόβο του Οθωμανού. Οι άντρες είχαν βγει στα βουνά, που έζωναν το οροπέδιο, και στην είσοδο βρίσκονταν μόνο γυναικόπαιδα, ανήμποροι και λίγα ζωντανά. Δεν προχωρούσαν όμως στη σπηλιά, γιατί το σκοτάδι τους φόβιζε όσο και ο εχθρός. Απ' τους παλιότερους είχαν κληρονομήσει κάποιαν αγωνία, μήπως όλα που άκουσαν και τα φαντάστηκαν μετά σαν μυστική ζωή της γης, παραβιάζονταν από την είσοδο του αμαρτωλού τους σώματος στη σπηλιά, κι έπαιρναν ξάφνου την είδη της κόλασης. Με τέτοιο μαύρο είχαν ζωγραφίσει στα εικονίσματα το σκοτάδι της κόλασης εκείνοι που δεν είπαν όνομα, μήπως ακόμη και αυτό κριθεί σαν παραβίαση. Κι ό,τι συνέβαινε πάνω στο σκοτάδι μπορούσε τώρα ν' ασκηθεί απ’ τον εχθρό.
Το αγόρι χάθηκε μέσα στα ανεικονικά και απαγορευμένα σχήματα, που μεγάλος πια θα τα θυμόταν σαν μια βάσανο του νου, κυριαρχημένη όμως από την ηδονή της περιέργειας. Πολλές φορές τη μέτρησε σαν την πιο δυνατή ανάμνηση της πριν απ’ την αιχμαλωσία ζωής του, ύστερα όμως την απέρριπτε, αφού δεν μπορούσε να συμπληρώσει τα μισοξεχασμένα πρόσωπα των δικών του για ν' απαλύνει την αναπόφευκτη λήθη. Θυμόταν πάντως ότι, μπαίνοντας στη σπηλιά, σκέφτηκε πως δεν έπρεπε να φοβηθεί. Αργότερα θα δικαιολογούσε, αφού αυτός ο φόβος φούσκωνε κάθε άνοιξη τα μήλα στο οροπέδιο. Και θα ανίχνευε τον φόβο σε όσα άγνωστα δεν είχε δει ποτέ ζωγραφισμένα, μοιάζοντας έτσι με αμαρτία δίχως σώματα. Τι άλλο ήταν η σκουριασμένη πράσινη λεπίδα, που βρήκε τότε στα σκοτάδια της σπηλιάς; Το σχήμα της δεν του θύμιζε κανένα γνωστό είδος χριστιανικού ή αραβικού μαχαιριού. Ο ίδιος δεν έβγαλε ποτέ τη λεπίδα από τα κεντημένα ρούχα του Οθωμανού πασά, πιστεύοντας πως ήταν μάλλον η ρομφαία ενός ανεξίθρησκου αγγέλου, που όρισε τη ζωή του στην τροχιά των μαχαιριών. Γιατί τα μετέπειτα γεγονότα συνέβησαν τόσο ξαφνικά και βίαια, που δεν θα μπορούσαν ν' αποτυπωθούν σε διαφορετικό τεκμήριο.
Άκουσε από τη μεριά της εισόδου τις ιαχές των εχθρών και τις κραυγές των γυναικών. Του φάνηκε πως όλες οι κραυγές έβγαιναν από το στήθος της μάνας του, κι όρμησε να χωθεί σε εκείνο και μόνο το στήθος. Σκόνταψε κι έχασε το κερί. Προσπάθησε να βρει τον δρόμο του στο σκοτάδι. Κάπου είδε μια κόκκινη ανταύγεια και φοβήθηκε ότι έμπαινε στην σπηλιά αντί να βγαίνει. Θυμήθηκε άλλες ιστορίες για μιαν άλικη μαρμαρυγή στα βάθη της σπηλιάς και τις εξηγήσεις για κοκκινάδια παμπάλαιου τοκετού, αίμα λεχώνας και φωτιά για το ζεστό νερό στους λέβητες. Έκανε τον σταυρό του για να διώξει το δαιμονικό βρέφος και συνέχισε να βαδίζει προς την ανταύγεια. Είδε πως ήταν από τη φωτιά που είχαν βάλει οι εχθροί στην είσοδο. Μέσα απ’ τις φλόγες αναδύθηκε η μάνα του με σκισμένα ρούχα και λυτά μαλλιά, τραβώντας τον πιο μεγάλο του αδερφό από το μπράτσο. Το τρελό της μάτι προχώρησε πίσω από το πρόσωπο του μικρότερου και σκόνταψε στο στέρεο σκοτάδι. Εκεί πάνω τον είδε να ζωγραφίζεται κάτασπρος και τον αναγνώρισε. Φώναξε τ' όνομά του δυο φορές κι έτρεξε να τον αγκαλιάσει.
Ο Ισμαήλ Φερίκ πασάς θυμόταν αργότερα πως το διπλό κάλεσμα της μάνας του ακούστηκε χάλκινο, επειδή σήμαινε το σιωπητήριο της πρώτης του ζωής και την έναρξη της δεύτερης, κάτι που ήταν πολύ πιο πρόωρο και πιο σκληρό από μιαν ενηλικίωση. Κι έλεγε ακόμη ότι το παιδί που λιποθύμησε στην αγκαλιά της αλλόφρονης μάνας, κοιμήθηκε αυτόν τον έξοχο θάνατο, που μόνο τα παιδιά μπορούν ν' απολαύσουν. Και πως η ίδια η μάνα του υψώθηκε πάνω απ’ τον κύκλο των ανθρώπων και διαμιάς ξανασυνέλαβε, κύησε, γέννησε και ανέθρεψε τον δεύτερο της γιο. Πως βγήκε από τη σπηλιά δεμένος πισθάγκωνα και άρχισε μια καινούργια ζωή σαν αιχμάλωτος. Ίσως δεν θα μπορούσε διαφορετικά ν' αντέξει τη δοκιμασία, παρά συναισθανόμενος πως είναι ήδη νεκρός. Τη λογική του συλλογισμού του ενίσχυε το γεγονός πως ήταν αγόρι, άρα μικρός άντρας, και η φυσική του θέση ήταν στην πλατεία, ανάμεσα στα κουφάρια των σφαγμένων άντρων και ακριβώς δίπλα στου πατέρα του. Και πως, τέλος, δεν ήταν ολότελα τυχαίο που προκάλεσε τη μοίρα του μπαίνοντας την πιο κρίσιμη ώρα στην απαγορευμένη σπηλιά.
Η πρώτη εικόνα που αντίκρισε σαν νεογέννητος ήταν το οροπέδιο? και, παρόλο που η εικόνα ήταν παλιά όσο και η μνήμη του, του είχε φανεί ταυτόχρονα και γνώριμη και καινούργια. Ψηλοί πρίνοι και μια μεγάλη συκιά πλαισίωσαν τα δεμένα χέρια και τα ελεύθερα μάτια του. Είδε μπροστά του τη μικρή χαράδρα και το αναδίπλωμα της απέναντι ράχης, που έκρυβε την είσοδο της σπηλιάς. Είδε πόσο μάταια οχύρωσε η φύση το πατημένο σπήλαιο και πόσο σοφά οι παλιοί με τις φαντασίες τους. Δυο γύπες πέταξαν κοντά στον αιχμάλωτο και χύθηκαν περιμένοντας στον κάμπο. Το βλέμμα του τους ακολούθησε κατεβαίνοντας στον στρογγυλό δίσκο του οροπεδίου. Οι βενετσιάνικες αρδευτικές λίνιες, που χώριζαν με αυλάκια νερού τη γη σε μεγάλα καφέ τετράγωνα, έδειξαν την τάξη των φθινοπωρινών αναίμακτων εργασιών αρμονική, σαν άγγελο θανάτου. Οι σπόροι δεν φαίνονταν στ' αυλάκια, μα τα μήλα κρέμονταν από τις ευθυγραμμισμένες μηλιές λιτανεύοντας σταγόνες αίμα. Το πέτρινο στεφάνι των βουνών μαλακώνοντας τις πλαγιές του έσφιγγε τον οριζόντιο κάμπο. Είδε τα χωριά, σκορπισμένα εκεί που έσμιγε η περιφέρεια του οροπεδίου με τις ρίζες των βουνών, και για μια στιγμή τα αντίκρισε ακριβώς όπως τα γνώριζε. Αμέσως μετά αντίκρισε τις φλόγες, που τύλιξαν τα σπίτια και τα δέντρα μετατρέποντας την εικόνα σε ήττα. Είδε τους σφαγμένους στην πλατεία και μέτρησε τους αιχμαλώτους πάνω από τετρακόσιους, γυναίκες, παιδιά και απόλεμους άντρες. Χώρια τα αιχμαλωτισμένα ζώα και τα λάφυρα.
Τράβηξε το βλέμμα του από τις φλόγες και κοίταξε τη γη μπροστά στα πόδια του. Βράχια και λίγο ξερό χώμα. Ο Χασάν πασάς, κατακτητής του οροπεδίου και γαμπρός του αντιβασιλέα της Αιγύπτου Μωχάμετ Άλη, διέσχιζε το ξερό χώμα επιστρέφοντας στον Χάνδακα νικητής. Το μέγεθος άλογου και αναβάτη δεν ξεπερνούσε το περίγραμμα της πεταλούδας που πετά. Είδε το άλογο ν' αφηνιάζει και να ρίχνει καταγής τον ιππέα. Το αγόρι σήκωσε τον σκοτωμένο ιππέα πιάνοντας τον προσεκτικά από τα φτερά των κόκκινων ρούχων, κι αμέσως τον πέταξε πέρα φοβισμένο? το πρόσωπο του κατακτητή έμοιαζε στο δικό του.
Λίγες μέρες αργότερα οι Οθωμανοί σήκωσαν από τη γη το πτώμα του Χασάν πασά, που σκοτώθηκε πέφτοντας από το αφηνιασμένο του άλογο ενώ ξεκινούσε για την πόλη, και το κουβάλησαν κρυφά στον Χάνδακα από τον φόβο μήπως ο θάνατός του ενθαρρύνει τους νικημένους.
Κεφάλαιο δεύτερο
Ο Ισμαήλ Φερίκ πασάς σκεφτόταν αργότερα στην Αίγυπτο πως ίσως είναι, στη φύση του μόλις πεθαμένου και του μόλις γεννημένου να ζει τα αισθήματα εκείνης της ώρας με τον πιο καθαρό τρόπο. Για πολλά χρόνια κράτησε τη στάχτη από το τελευταίο αγκάλιασμα της μάνας του και την εντύπωσή του πως, σφίγγοντάς την, ενώθηκε με το κέντρο της γης, που εδραζόταν στην καρδιά της. Δεν ήταν μόνο ένα είδος όρκου, ούτε η υπόσχεση του παλμού για επαύριο. Η ανάμνηση στάθηκε στη ζωή του η αφορμή μιας μοναξιάς, σκληρότερης κι από τον πιο πιστό άγγελο σε προσκέφαλο βρέφους. Ακόμη και πολύ αργότερα, όταν πληροφορήθηκε τις τρεις διαφορετικές εκδοχές για την τύχη της μάνας του, δεν μπόρεσε να συμφιλιωθεί με την ξαφνική της απώλεια. Το ανέκφραστο πένθος τάραζε συχνά τις νύχτες του. Έβγαινε τότε στην περίστυλη αυλή του μεγάλου του σπιτιού και δοκίμαζε ν' απαλύνει τη θλίψη του συγκεντρωμένος στον ήχο του νερού, που έπεφτε στο πολυγωνικό σιντριβάνι. Ανέθετε στην επανάληψη των μικρών συλλαβών του νερού την παραμυθητική ιδέα για τον κύκλο της ζωής, που κρατούσε μυστική. Και συχνά προτιμούσε τον στοχασμό της υδάτινης μουσικής από τον θρίαμβο των νικητήριων τυμπάνων του στρατού του.
Έμαθε για τη μάνα του μόλις άρχισε να γερνά, κι έτσι ενωνόταν, έλεγε, η τελευταία σελίδα του παιδιού με την πρώτη γκρίζα της ηλικίας. Ή μάλλον, ολοζώντανο το κοιμισμένο παιδί της σπηλιάς ερχόταν και χαμογελούσε στο άλλο παιδί, που θα συνέχιζε να ζει στην Αίγυπτο, μπορεί κι ως τα βαθιά γεράματα.



Εκτενέστερο απόσπασμα του παραπάνω έργου θα είναι διαθέσιμο στις ιστοσελίδες του ΠΟΘΕΓ αμέσως μετά την ολοκλήρωση της νομικής διαδικασίας εκχώρησης στο ΙΕΛ των σχετικών δικαιωμάτων χρήσης από τους κατόχους των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί του συγκεκριμένου έργου.