Beaton Roderick, Eisagogi sti neoteri elliniki logotechnia
 
metafrasi Evangelia Zourgou – Marianna Spanaki, Athina 1996, Nefeli. Ss.161-165, 229-232
 
 
 

Ο Καζαντζάκης ήταν συγγραφέας με τεράστιες πραγματικά φιλοδοξίες. Κριτικοί με θετική και αρνητική διάθεση απέναντι στο έργο του συνηθίζουν να παίρνουν κατά γράμμα τις δηλώσεις του ίδιου και κατατάσσουν στη χορεία των μεγάλων δασκάλων του τον Όμηρο, τον Δάντη και τον Μπερξόν ή, όπου επικαλείται στο ρόλο αυτό, τον Χριστό, τον Βούδα, τον Λένιν, τον Νίτσε και έναν Έλληνα εργάτη ονόματι Γιώργο Ζορμπά. Οι πνευματικές οφειλές σε αυτούς και σε άλλους δασκάλους έχουν διερευνηθεί πλήρως από την κριτική. Λιγότερη όμως προσοχή έχει δοθεί στη θέση του Καζαντζάκη στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας, που είναι και ο χώρος στον οποίο τελικά ανήκει, παρ’ όλη την αμοιβαία περιφρόνηση που, για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, τον κράτησε μακριά από τους λογοτέχνες του τόπου του.

 Τα πρώτα κείμενα του Καζαντζάκη και τα πολλά σχόλια που άφησε σχετικά με την ποιητική του αποκαλύπτουν ένα μόνιμο πάθος για σύνθεση που τον τοποθετεί στην ίδια χορεία με τον Παλαμά. Ευθυγραμμισμένος με τις απόψεις του Παλαμά είναι και ο ενθουσιασμός του Καζαντζάκη για τις ‘κορυφές’ της παγκόσμιας λογοτεχνίας, καθώς επίσης και η φιλοδοξία του να τους ανταγωνιστεί με το δικό του έργο. Η συνύπαρξη των ιδεών του Νίτσε, του αισθητικού ιδεαλισμού, μιας ισχυρής αίσθησης του σύγχρονου Ελληνισμού με τις ρίζες του στη λαϊκή παράδοση και ενός θαυμασμού για την εν δυνάμει ζωτικότητα του προλεταριάτου, ένας θαυμασμός που παραμένει ωστόσο ξεχωριστός από την πολιτική δέσμευση στο σοσιαλισμό, βρίσκονται από κοινού στα μεγαλύτερα ποιήματα του Παλαμά της πρώτης δεκαετίας του αιώνα και σε πολλά από τα κείμενα του Καζαντζάκη. Ο Καζαντζάκης φυσικά προσθέτει επιπλέον συστατικά: Βουδισμό, μπερξονικό Βιταλισμό, λενινιστικό Κομμουνισμό (για ένα διάστημα ερωτοτροπούσε ακόμη με το φασισμό του Μουσσολίνι και του Φράνκο) και το θρησκευτικό μυστικισμό του Σικελιανού. Όλα αυτά πλαταίνουν κατά μία έννοια την πορεία που είχε καθιερώσει ο Παλαμάς. Η σύνθεση του αεικίνητου Καζαντζάκη επρόκειτο να είναι πιο φιλόδοξη, πιο παγκόσμια και λιγότερο ελληνοκεντρική από αυτήν του ακίνητου Παλαμά.

 Οι δεσμοί ανάμεσα στον Καζαντζάκη και στο σύγχρονό του Σικελιανό είναι εμφανείς και υπάρχουν και σχετικές πληροφορίες. Κατά τη διάρκεια του 1914 και του 1915, οι δυο τους έγιναν στενοί φίλοι και έκαναν μαζί ταξίδια στο Άγιον Όρος και στην Πελοπόννησο. Φαίνεται πως από αυτήν την περίοδο ο Καζαντζάκης απέκτησε αυτό το έντονο και πάντοτε αμφιλεγόμενο ενδιαφέρον για την πνευματικότητα και τον ασκητισμό, που στις αρχές του 1920 τον οδήγησε να μελετήσει τον Βουδισμό. Δεν υπάρχει λόγος να αμφισβητεί κανείς τη συμβολή του ιδιότυπου και ενθουσιώδους μυστικισμού του Σικελιανού σ’ αυτό το σημείο. Κατά τη διάρκεια της επίσκεψης στο Άγιον Όρος με τον Σικελιανό, ο Καζαντζάκης διαμόρφωσε για πρώτη φορά ένα αξίωμα, το οποίο επρόκειτο να διατυπώσει ξανά και ξανά στη διάρκεια της σταδιοδρομίας του: ότι σκοπός της ανθρώπινης ζωής είναι «η μετουσίωση της ύλης σε πνέμα».

 Η διανοητική βάση αυτής της ιδέας θεωρείται ότι προέρχεται από τη θεωρία του élan vital του Μπερξόν. Και τούτο δεν υπάρχει λόγος να αμφισβητηθεί, εφόσον ο Καζαντζάκης σπούδασε κοντά στον Μπερξόν στο Παρίσι, το 1908, και υπήρξε μάλιστα ο εισηγητής των απόψεων του Γάλλου φιλοσόφου στην Ελλάδα, με μία διάλεξή του το 1912. Αλλά η πορεία από την ύλη στο πνεύμα δεν απέχει πολύ από την πορεία από τον ορατό κόσμο σε εκείνον της αθέατης ιδέας, που υπήρξε κεντρική στην ποιητική των Γάλλων Συμβολιστών και έπαιξε κάποιο ρόλο, όπως είδαμε, και στην ποίηση του Παλαμά αλλά και στο έργο άλλων συγχρόνων του, όπως και στην ποίηση του Σικελιανού και του νεαρού Βάρναλη. Όχι λιγότερο σημαντικός από τον Μπερξόν, για τη διαμόρφωση των ιδεών του Καζαντζάκη, είναι ο Σικελιανός, ο οποίος ακριβώς την εποχή της φιλίας τους άρχισε να επεξεργάζεται το θέμα της σωτηρίας της ψυχής ή τη ‘λύτρωση’, μια αγαπημένη ήδη από τότε λέξη του Καζαντζάκη.

 Η σταδιοδρομία του Καζαντζάκη μας επιτρέπει να την παραλληλίσουμε με εκείνη του Βάρναλη. Παρ’ όλο που ο Καζαντζάκης δεν ήταν ποτέ ορθόδοξος μαρξιστής, η απότομη μεταστροφή του από το ένα ιδεολογικό άκρο στο άλλο προκαλεί τη σύγκριση με το σύγχρονό του μαρξιστή ποιητή. Η μεταστροφή του Βάρναλη από τον ασυμβίβαστο πατριωτικό ιδεαλισμό του Προσκυνητή συνέβη στη Γαλλία το 1919, και ο  Καζαντζάκης, μετά από μια δεκαετία εθνικιστικής ζέσης, που έφτασε στο αποκορύφωμά της με τη συμμετοχή του στον επαναπατρισμό Ελλήνων θυμάτων του Μπολσεβικισμού από τον Καύκασο, φαίνεται πως σκέφτηκε να γίνει κομμουνιστής στο Παρίσι στα τέλη του 1920, και έγραψε το ‘μετακομμουνιστικό’ του Πιστεύω, που είναι γνωστό ως Ασκητική: Salvatores Dei, μεταξύ 1922-3. Επιπλέον, η μορφή του Λένιν και η ρητορική της λύτρωσης διά της βίας από έναν διεφθαρμένο κόσμο, τράβηξαν το ενδιαφέρον και των δύο αυτών ποιητών περισσότερο από την οικονομική, φιλοσοφία του Μαρξ και του Ένγκελς. Στο έργο και των δύο μπορεί κανείς να δει τον επαναστατικό κομμουνισμό στο πλαίσιο άλλων, παράλληλων, λιγότερο ή περισσότερο δραστικών, εκφράσεων της απογοήτευσης από την κοινωνική και εθνική ζωή της εποχής.

 Χαρακτηριστικά, στην Ασκητική ο Καζαντζάκης προβάλλει τη δική του εκδοχή της δικτατορίας του προλεταριάτου με όρους που οφείλουν ελάχιστα στην οικονομική θεωρία του Μαρξ αλλά μοιράζονται πολλά με τη ρητορική και τα οράματα του Παλαμά και του Βάρναλη:

 

 «Σήμερα ο Θεός είναι αργάτης, αγριεμένος από τον κάματο, από την οργή κι από την πείνα. Μυρίζει καπνό, κρασί κι ιδρώτα. Βλαστημάει, πεινάει, γεννάει παιδιά, δεν μπορεί να κοιμηθεί, φωνάζει στ’ ανώγια και στα κατώγια της γης και φοβερίζει».

 

Η λογοτεχνική σταδιοδρομία του Καζαντζάκη άρχισε το 1906 με τη δημοσίευση του μυθιστορήματος Όφις και Κρίνος και τη συγγραφή του πρώτου από τα πολλά θεατρικά έργα του Ξημερώνει (η παράσταση έγινε το 1907). Το μυθιστόρημα αντλεί, σε μεγάλο βαθμό, από τις αισθητικές υπερβολές του τέλους του αιώνα, όπως έγιναν αισθητές στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης· απέτυχε όμως να βρει μια θέση στο ταχύτατα αναπτυσσόμενο μυθιστόρημα της εποχής. Το θεατρικό έργο οφείλει πολλά στον Ίψεν, του οποίου η επίδραση στην Αθήνα υπήρξε σημαντική κατά τα πρώτα χρόνια του αιώνα. Κατόπιν, στα 1909, ο Καζαντζάκης έγραψε ένα άλλο θεατρικό έργο, τον Πρωτομάστορα. Ο τίτλος του παραπέμπει όχι τόσο στο ομώνυμο έργο του Ίψεν όσο στο γνωστό δημοτικό τραγούδι, «Το γιοφύρι της Άρτας», όπου η σύζυγος του πρωτομάστορα θάβεται ζωντανή στα θεμέλια για να «στεριώσει» το έργο του άνδρα της. Στο έργο αυτό ο Καζαντζάκης, έκανε το πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση του ηθογραφικού ρεαλισμού, ο οποίος άρχιζε τότε να υποχωρεί ένα βήμα, που μετά από τριάντα χρόνια θα έβρισκε τη συνέχειά του στα μυθιστορήματά του της δεκαετίας του 1940. Όμως, το έργο αυτό δεν παραστάθηκε, και τα περισσότερα από τα επόμενα δραματικά έργα του Καζαντζάκη δεν γράφτηκαν για τη σκηνή.

 Κατά τη διάρκεια του μεγαλύτερου μέρους της ζωής του Καζαντζάκης ζούσε από τη δημοσιογραφία, περιγράφοντας τα μακρινά ταξίδια του, και κυρίως από το εισόδημα που εξασφάλιζε μεταφράζοντας έργα της παγκόσμιας κλασικής λογοτεχνίας στα ελληνικά.

 

***

 

Από τα μυθιστορήματα που συναποτελούν αυτή την ομάδα κανένα δε γνώρισε τη, φήμη ούτε διαβάστηκε περισσότερο στο εξωτερικό, αν όχι και στην Ελλάδα από το έργο του Καζαντζάκη Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά. Το μυθιστόρημα ολοκληρώθηκε στα 1943 κατά τη διάρκεια της Κατοχής, αν και το μεγαλύτερο μέρος του γράφτηκε το χειμώνα του 1941-2, και δημοσιεύτηκε το 1946. Με το μυθιστόρημα αυτό ο Καζαντζάκης, που ήταν πλέον πενήντα οκτώ ετών, επέστρεψε  στο προσκήνιο της ελληνικής λογοτεχνίας, μετά το λογοτεχνικό «αδιέξοδο» που ήταν η Οδύσσειά του, η οποία εξετάστηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο, και έκανε την πρώτη του εμφάνιση στο διεθνή λογοτεχνικό χώρο. Ο Ζορμπάς ήταν το πρώτο από τα επτά (αν προσμετρηθεί και η αυτοβιογραφική Αναφορά στον Γκρέκο) μυθιστορήματα που έγραψε ο Καζαντζάκης τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Όπως και η υπόλοιπη ελληνική πεζογραφική παραγωγή των χρόνων του μεταξικού καθεστώτος και της Κατοχής, τα περισσότερα από αυτά εκτυλίσσονται στο παρελθόν, είτε το προσωπικό παρελθόν του συγγραφέα είτε το ιστορικό. Το σκηνικό όλων είναι οι μικρές αγροτικές κοινότητες, που προτιμούσε ο ‘ηθογραφικός ρεαλισμός’ του τέλους του 19ου αιώνα και οι σύγχρονοι διάδοχοί του. Τα μυθιστορήματα του Καζαντζάκη, βέβαια, περιέχουν μεγαλύτερη του μέσου όρου δόση φιλοσοφικής ή θεολογικής θεώρησης· τέτοιες ιδέες όμως είχαν κάνει ήδη την εμφάνισή τους στην ελληνική πεζογραφία με το έργο των αστών μυθιστοριογράφων, όπως ο Θεοτοκάς, ο Καραγάτσης και ο Κοσμάς Πολίτης στις αρχές της δεκαετίας του ’30.

 Αυτό αξίζει να υπογραμμιστεί, γιατί η επιρροή του Καζαντζάκη έξω από την Ελλάδα, σε συνδυασμό με την αποφασιστικότητά του να απευθυνθεί στο ευρύτερο κοινό, πέρα από τους στενούς ορίζοντες της χώρας του, οδήγησαν συχνά στην ανάγνωση του έργου του έξω από τα λογοτεχνικά συμφραζόμενα της εποχής. Στην πραγματικότητα, παρ’ όλη τη δήθεν περιφρόνηση του Καζαντζάκη για το μυθιστόρημα ως είδος και για τους συναδέλφους του στην Ελλάδα, θα ήταν αρκετά αυθαίρετο να απομονωθεί αυτή η νέα, όψιμη φάση της πορείας του από το σώμα της πεζογραφικής παραγωγής του τέλους της δεκαετίας του ’30, που και αυτό στρέφει το βλέμμα πίσω, στις ιδέες και την εποχή τη νεότητας του Καζαντζάκη.

 Ο Ζορμπάς από πολλές πλευρές ανήκει σ’ αυτή την παράδοση: ο δραματικός χρόνος του μυθιστορήματος προηγείται κατά είκοσι χρόνια της συγγραφής του και η υπόθεσή του διαδραματίζεται σε μια αγροτική κοινότητα της Κρήτης, από όπου και καταγόταν ο συγγραφέας. Είναι σαφές, σε αρκετά σημεία του Ζορμπά, ότι ο Καζαντζάκης ακολούθησε το παράδειγμα του συμπατριώτη του Πρεβελάκη στο Χρονικό μιας πολιτείας. Όπως και άλλοι συγγραφείς αυτής της παράδοσης, και όπως οι καλύτεροι από τους πεζογράφους του τέλους του 19ου αιώνα, ο Καζαντζάκης εκμεταλλεύτηκε ένα παραδοσιακό ελληνικό περιβάλλον για σκοπούς που ξεφεύγουν από τα όρια του περιβάλλοντος αυτού. Η εξέταση του μυθιστορήματος συνήθως επικεντρώνεται στις φιλοσοφικές ιδέες του και στο χαρακτήρα του Ζορμπά, που υπερβαίνει τα ανθρώπινα όρια. Με τη λαϊκή σοφία και τη ζωτικότητά του, οξυμένη και από την εμπειρία, καταφέρνει να αποσπάσει από τα βιβλία και τους αφηρημένους συλλογισμούς το συνεσταλμένο εργοδότη του, που είναι και ο αφηγητής του μυθιστορήματος.

 Ο ήρωας του μυθιστορήματος Αλέξης Ζορμπάς βασίζεται, σε γενικές γραμμές βέβαια, σε ένα πραγματικό πρόσωπο, τον εργάτη Γιώργο Ζορμπά, με τον οποίο ο Καζαντζάκης το 1915, όπως ακριβώς ο αφηγητής του μυθιστορήματος, είχε ανοίξει λιγνιτωρυχείο (που όμως βρισκόταν στην Πελοπόννησο και όχι στην Κρήτη). Στο χαρακτήρα αυτό ο Καζαντζάκης πρόσθεσε πολλές από τις ιδιότητες και τα στοιχεία που διέκρινε στον παραδοσιακό Έλληνα αγρότη. Προβάλλονται οι πρωτόγονες τεχνικές εργασίας και η κάπως ωμή σκληρότητα της παραδοσιακής κρητικής ζωής. Θα πρέπει ακόμη να επισημανθεί ότι, σε αυτό το μυθιστόρημα, οι προβληματισμοί αλλοιώνουν το ηθογραφικό στοιχείο, με τρόπο εμφανέστερο από οποιοδήποτε άλλο μυθιστόρημα της περιόδου, αν και η τάση αυτή είναι ενδημική σε όλη την ηθογραφική πεζογραφία. Ο Καζαντζάκης, όμως, με το μυθιστόρημά του κατηύθυνε τη γενική αναζήτηση των παραδοσιακών στοιχείων σε απροσδόκητα περίπλοκους δρόμους. Όπως εξηγεί ο αφηγητής στον πρόλογο, η ιστορία της ζωής του εργάτη Ζορμπά μοιάζει με αγιογραφία, της οποίας ο λαϊκότερος τρόπος είναι το συναξάριο. Το είδος αυτό, πολλές φορές με τίτλους όπως Βίος και πολιτεία τού... ήταν το πιο διαδεδομένο είδος πεζής αφήγησης στη διάρκεια όχι μόνο των μεσαιωνικών χρόνων αλλά και παλαιότερα. Το συναξάρι ήταν η ζωή ενός σημαντικού προσώπου. Ήταν ακόμη το υπόδειγμα μιας χρηστής ζωής και συγχρόνως αντιπροσώπευε ένα σημαντικό νήμα λαϊκής προφορικής αφήγησης για τον ελληνόφωνο κόσμο. Ο Καζαντζάκης επιχειρεί, με τον τίτλο και κάποια στοιχεία της μορφής του μυθιστορήματός του, να δημιουργήσει ένα σύγχρονο συναξάρι. Ο ήρωάς του Ζορμπάς παρουσιάζεται ως σύγχρονος κοσμικός άγιος και ταυτόχρονα επαναφέρει ένα είδος της ελληνικής αφηγηματικής παράδοσης πολύ παλαιότερο από το σύγχρονο μυθιστόρημα.

 Η σχέση του μυθιστορήματος με την παράδοση δε σταματά όμως εδώ. Δεν έχει, από όσο μπορώ να ελέγξω, μέχρι τώρα επισημανθεί ότι οι πρώτες φράσεις του: «Τον πρωτογνώρισα στον Πειραιά. Είχα κατέβει στο λιμάνι...», αποτελούν πιστή αντανάκλαση της περίφημης εισαγωγικής πρότασης από την Πολιτεία του Πλάτωνα: «Κατέβην χθες εις Πειραιά...». Από τη στιγμή που αυτή η ομοιότητα διαπιστωθεί, γίνεται πλέον σαφές γιατί ο Καζαντζάκης απέρριψε τον αρχικό τίτλο του βιβλίου, που ήταν Το συναξάρι του Ζορμπά, για χάρη ενός τίτλου που θα περιλάμβανε στοιχεία από τη ζωή του αγίου (Βίος και πολιτεία), αλλά και τη λέξη πολιτεία, την οποία χρησιμοποίησε ο Πλάτωνας για να περιγράψει το ιδανικό του κράτος. Ο πλατωνικός φιλοσοφικός διάλογος ξεκινάει, κατά το συνήθη τρόπο, με μια ρεαλιστική, περιγραφή της καθημερινής τάχα ζωής. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο ο Καζαντζάκης, χρησιμοποιώντας ακόμη και τις ίδιες λέξεις με τον Πλάτωνα, ξεκίνησε μιαν αφήγηση, ολόκληρο το μυθιστόρημα δηλαδή, που προβάλλεται ως το σύγχρονο αντίστοιχο ενός πλατωνικού διαλόγου. Έχοντας αυτό υπόψη, κατανοούνται και δικαιολογούνται οι ατελείωτες συζητήσεις του Ζορμπά με το ‘αφεντικό’ του αφηγητή, σχετικά με σοβαρότατα θέματα. Το μυθιστόρημα, εκτός από σύγχρονο συναξάρι είναι και ένας σύγχρονος πλατωνικός διάλογος. Και όπως οι περισσότεροι διάλογοι του Πλάτωνα, τελειώνει χωρίς να αποδίδει σε καμία πλευρά το ‘νικητήριο’ επιχείρημα. Καταφέρνει, λοιπόν, ο Καζαντζάκης να διαπλέξει στο μυθιστόρημα αυτό στοιχεία της λογοτεχνικής, φιλοσοφικής, θρησκευτικής και λαϊκής παράδοσης της ελληνικής γλώσσας από όλη την περίοδο της ιστορίας της. Μια τέτοια ανάγνωση του Ζορμπά αποδεικνύει ότι το μυθιστόρημα είναι, από άποψη μορφής και τεχνικής, πολύ περισσότερο επιτηδευμένο, ακόμη και πειραματικό, από όσο το είχαν εκτιμήσει οι περισσότεροι κριτικοί, αφού το αντιμετώπιζαν συμβατικά ως ‘ρεαλιστικό’ μυθιστόρημα, που όμως δεν κατάφερνε να είναι και πολύ ρεαλιστικό. Αν και η τακτική της αναδρομής στην ελληνική παράδοση αποτελούσε κοινό τόπο για το μεγαλύτερο μέρος της πεζογραφίας που γράφτηκε εκείνα τα χρόνια, αντλώντας από τις πνευματικές αναζητήσεις της δεκαετίας του ’30, θα πρέπει να αναγνωρισθεί ότι η μέθοδος του Καζαντζάκη είναι εντελώς προσωπική. Και μια τελευταία παρατήρηση: στον Ζορμπά η αναζήτηση της παράδοσης, χαρακτηριστική του τέλους της δεκαετίας του ’30 και των αρχών της επομένης, πλησιάζει, όσο σε κανένα άλλο πεζογραφικό έργο, τη σύνθεση του παρελθόντος που επιχείρησε ο Παλαμάς στα πρώτα χρόνια του αιώνα.