Mitsakis Karolos, Neoelliniki pezografia. I genia tou ’30
 
1977, Athina, Elliniki Paideia. Ss. 41-44
 
 
 

ΣΤΡΑΤΗΣ ΔΟΥΚΑΣ (1895)

 

Αιβαλιώτης είναι ακόμη κι ο Στρατής Δούκας. Ο Δούκας, πιο συγκεκριμένα, κατάγεται από το Μοσχονήσι, το μεγάλο εκείνο νησί που σαν πιστό σκυλί κοιμάται κουλουριασμένο στο κα­τώφλι του Αιβαλιοΰ.

Είναι όμοιος σε πολλά κι ωστόσο διαφορετικός σε πολλά από τον Φώτη Κόντογλου, με τον όποιο ήταν συμμαθητές στο Γυμνάσιο. Ζωγράφος και πεζογράφος κι αυτός. Ο Απόστολος Παύλος λέει: «ού δε το πνεύμα Κυρίου, ελευθερία» (2. Κορ. 3.17). Ο Κόντογλου πραγματοποίησε την έφεση της ψυχής του και τις παρορμήσεις της τέχνης του για ελευθερία μέσα στο πνεύμα του Κυρίου, όπως αυτό το συνέλαβε και το αποκρυστάλλωσε η βυζαντινή παράδοση. Ο Δούκας έθρεψε την ψυχή του και την τέχνη του   με  την  πολιτιστική   κληρονομιά  της   ορθόδοξης  Ανατολής, αλλά παράλληλα τον ερέθιζε και ο πνευματικός αναβρασμός της Δύσης. Δέχτηκε τα μηνύματα των νέων καιρών που έρχονταν από τη Δύση, τ' αποκρυπτογράφησε και προχώρησε σε μια σύνθεση, πιο προσωπική, του οράματος του κόσμου, που έφερνε μέσα του. Τούτο το βλέπουμε σήμερα τόσο στο ζωγραφικό του όσο και το πεζογραφικό του έργο. Και για το πρώτο, βέβαια, δεν μπορεί να γίνει λόγος εδώ, γιατί δεν είναι της δικής μου αρμοδιότητας. Το τελευταίο όμως πρέπει να μας απασχολήσει στο βαθμό που η εσωτερική του άξια μας υποχρεώνει.

Στο σημείο αυτό θα ήταν μεγάλη παράλειψη να αποσιωπηθεί το γεγονός ότι ο Στρατής Δούκας υπήρξε και ο έκδοτης του πρωτοποριακού περιοδικού το Τρίτο Μάτι (1935-7), που για την πνευματική μας ζωή στην εποχή του μεσοπολέμου ήταν ο,τι για τα μεταπολεμικά χρόνια το περιοδικό της Θεσσαλονίκης Κοχλίας (1945-7): η γέφυρα, από την οποία πέρασαν στον ελλαδικό χώρο ανησυχίες, ρεύματα και ιδεολογίες του έξω κόσμου.

Το καθαρά δημιουργικό έργο του Δούκα ως πεζογράφου είναι περιορισμένο σ' έκταση, όμως μικρή η μεγάλη έκταση δεν αποτελεί στοιχείο προσδιοριστικό της ποιότητας. Το 1929, μέσα δηλαδή στην ίδια χρονιά με το Νούμερο 31328 του Βενέζη, κυκλοφόρησε «Η ιστορία ενός αιχμαλώτου».Η αφήγηση στο έργο αυτό γίνεται στο πρώτο πρόσωπο και αφηγητής είναι ο Νικό­λας Κοζάκογλου, πρόσφυγας από το Αιδίνι. Ο Δούκας αποσύρεται διακριτικά στο περιθώριο κι εμφανίζεται να παίζει ένα ρολό βοηθητικό, το ρολό του ανθρώπου που κινείται από ένα αίσθημα ευθύνης απέναντι στην ιστορία και τους ανθρώπους κι επιχειρεί να καταγράψει μια μαρτυρία· τη συγκλονιστική περιπέτεια που έζησε ένα ακόμη από τα αναρίθμητα θύματα της μικρασιατικής καταστροφής. Στο τέλος, σα να πρόκειται για νομικό έγγραφο, του οποίου η αξιοπιστία πρέπει να επικυρωθεί, ο Δούκας βάζει το λαϊκό αφηγητή να βεβαιώσει με την υπογραφή του τη γνησιότητα της κατάθεσης του:

«Σαν τελείωσε να μου διηγείται, του είπα· βάλε την υπογραφή σου. Κι  εκείνος έγραψε Νικόλας Κοζάκογλου».

Αυτός ο Νικόλας   Κοζάκογλου   πιάστηκε,   μαζί με πολλούς άλλους   Έλληνες,   αιχμάλωτος   απ’   τους   Τούρκους. Η   πορεία των αιχμαλώτων από τη Σμύρνη στη Μαγνήσια κι από κει στο Αχμετλί θυμίζει την αντίστοιχη πορεία στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας που περιγράφει ο Βενέζης. Το σκηνικό της κτηνωδίας και βαρβαρότητας είναι το ίδιο. Η διαφορά βρίσκεται μονό στις εξωτερικές λεπτομέρειες: πείνα, δίψα, κακουχίες, βασανισμοί, εξευτελισμοί στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, που ανεβάζουν τα θύματα στην χορεία των αγίων και κατεβάζουν τους θύτες στο επίπεδο του ζώου.   Ο λαός όμως λέει ότι η ψυχή του ανθρώπου είναι χωμένη πολύ βαθιά, σ’ αυτές τις ρίζες της ύπαρξης. Δε βγαίνει εύκολα. Ο  αναγνώστης παρακολουθεί με συγκίνηση τον αγώνα των δυστυχισμένων εκείνων ανθρώπων να κρατηθούν με τα δόντια

στην επιφάνεια, όσο ακόμη φέγγει μέσα τους κάποια ελπίδα ζωής.

Ο  Κοζάκογλου  δραπετεύει από  ένα τουρκοχώρι, όπου τον παρέδωσαν,  αυτόν και  μερικούς συντρόφους του,  στο  μουχτάρι γι'  αγγαρείες.   Μήνες  ολόκληρους  ζει  σαν  τρωγλοδύτης   κρυμμένος σε σπηλιές και τρεφόμενος με χόρτα και πλιάτσικο. Κάποτε όμως η αντοχή του αρχίζει να κάμπτεται. Και τότε αποφασίζει να παρουσιασθεί ως Τούρκος και να ζητήσει δουλειά. Ρογιάζεται ως Μπεχτσέτ, πρόσφυγας από τη Μακεδονία, στη δούλεψη ενός πλουσίου και αγαθού Τούρκου κεχαγιά, του Χατζημεμέτη. Κι όταν υστέρα από καιρό βρίσκει την ευκαιρία, ταξιδεύει με ψεύτικα χαρτιά για την Πόλη, αλλά, μόλις το καράβι φτάνει στη Μυτιλήνη, παρουσιάζεται στον καπετάνιο, αποκαλύπτει την πραγματική του ταυτότητα και παραδίνεται στις ελληνικές αργές. Ένα μικρό πικρό επεισόδιο μιας πολύ μεγάλης  τραγωδίας. Η Ιστορία ενός αιχμαλώτου του Δούκα  είναι ένα απλό, σύντομο, πυκνό και γεμάτο νεύρο κείμενο. Πουθενά η λαϊκή ψυχή του αφηγητή δεν αφήνει χαραμάδες,  μέσα από τις οποίες να τρυπώνουν λογία στοιχεία, αντιλογοτεχνικά. Πουθενά η  αφήγηση  δε χαλαρώνει. Έχει όλη τη δύναμη και την αλήθεια του λαϊκού λόγου, που μόνο αυτός ξέρει με τη σοφία του ένστικτου να βρίσκει την ουσία των πραγμάτων. Και μόνο με το έργο αυτό ο Στρατής Δούκας εξασφάλισε μια σταθερή θέση στην ιστορία των νεοελληνικών γραμμάτων.

Τ' άλλα κείμενα του Δούκα, όταν δεν είναι τεχνοκριτικά, η έχουν το χαρακτήρα βιογραφίας (Η Ζωή ενός Αγίου) ή τη μορφή οδοιπορικού (Οδοιπορικό). Παράλληλα όμως καλλιεργεί, όχι με συνέπεια, και το σύντομο αφήγημα, με το όποιο βρίσκεται στην πρωτοπορία της πεζογραφίας μας· και από την άποψη αυτή μπορεί να θεωρηθεί πρόδρομος πολλών συγγραφέων της γενιάς του '60. Χωρίς το Στρατή Δούκα λ.χ. ο Γιώργος Ιωάννου δε θα έφτανε τόσο γρήγορα στη σημερινή του ωριμότητα.

Τ’ αφηγήματα αυτά, γραμμένα σ' ένα λόγο ελλειπτικό και σ' ένα είδος λυρικού εσωτερικού μονολόγου, έχουν συχνά όλη τη δραματικότητα που παρουσιάζει το παραμιλητό ενός ανθρώπου παγιδεμένου σε μια γκρεμισμένη γαλαρία, οπού δε φτάνει το φως της μέρας και όπου ο αέρας από στιγμή σε στιγμή γίνεται και πιο λιγοστός. Θάνατος από ασφυξία.

«Μέσα στην κόλαση μου», μονολογεί ο συγγραφέας στο πεζογράφημα που έχει τον τίτλο «Το σκοτάδι του Ιωνά», («δε βρίσκω ησυχία. Παραπατώ σα μεθυσμένος. Χτυπώ στους τοίχους που αντηχούν μέσα στους άδειους θόλους. Τα μάτια μου μεγάλωσαν απ’ το φόβο. Ψίθυροι και κρότοι με τρομάζουν. Από που να γυρέψω βοήθεια. Κάνεις δε φτάνει εδώ από πουθενά, καμιά φωνή. Ποιος πειρασμός μ’ έκλεισε στο σκοτεινό αδιέξοδο, ποιος δαίμονας, που με κρατά σαν μπαίγνιο στη δύναμη του; Ο νους μου παραλύνει. Μάταια παλεύω. Όλα στο τέλος θα βουλιάξουν».

Τ’ αφηγήματα αυτά αντιπροσωπεύουν χρονικά διαφορετικά στίγματα της εσωτερικής πορείας του Δούκα ως συγγραφέα και ως ανθρώπινης συνείδησης και γι’ αυτό είναι πολύ άνισα μεταξύ τους. Η γλυκερή και ηθογραφική λ.χ. «Εαρινή Συμφωνία» ηχεί τόσο παράφωνα στ5 αυτιά μας, που ως τη στιγμή εκείνη έχουν συνηθίσει ν' ακούν άλλους, πιο δραματικούς, τόνους. Συγκεντρωμένα σ’ ένα τόμο, με τον τίτλο Ενώτια (1974), είναι σήμερα προσιτά στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό.

Η απόσταση που διανύθηκε από την  Ιστορία  ενός αιχμαλώτου ως τα μικρά πεζογραφήματα της συλλογής Ενώτια είναι τεράστια. Και η διαφορά τούτη αποδεικνύει ότι η τέχνη (και η τεχνική) του Δούκα δεν υπήρξε στατική. Κινήθηκε επάνω σ' ένα τεντωμένο τόξο που η μια του άκρη εδράζεται στα στέρεα παραδοσιακά σχήματα, ενώ η άλλη άκρη του χάνεται μέσα στα ρευστά όρια της σύγχρονης εκφραστικής. Η διαφορά τούτη αποδεικνύει ακόμη τη νεανική ικμάδα της ψυχής του συγγραφέα, που τον κρατάει διαρκώς στην πρώτη γραμμή· στην πρώτη γραμμή του πυρός, όπου δίνεις μάχες και ή τις χάνεις ή τις κερδίζεις, και οπού παίζεις τη ζωή σου κορόνα γράμματα την κάθε στιγμή.