Tonnet Henri, Istoria tou ellinikou mythistorimatos
 
metafrasi Marina Karamanou, Athina 1999, Patakis. Ss. 243-246
 
 
 

Ο Καραγάτσης, η libido και το ένστικτο του θανάτου

 

Τα πρόσωπα του Τερζάκη είναι αντι-ήρωες που αντιστοιχούν, στον κόσμο των μικροαστών, με τους λαϊκούς αντι-ήρωες του Βουτυρά. Ο Καραγάτσης, αντίθετα, αποκαθιστά όλη την τραγική αξιοπρέπεια του ήρωα.

Ο Μ. Καραγάτσης, το πραγματικό όνομα του οποίου ήταν Δημήτρης Ροδόπουλος (1908-1960), προέρχεται από οικογένεια μεγαλοαστών της Πελοποννήσου που διέπρεψε στην πολιτική. Μαζί με τους άλλους πεζογράφους της γενιάς του που αντιδρούν ενάντια στα βιβλία της δεκαετίας 1910-1920, όπου τίποτα το μυθιστορηματικό δε συνέβαινε, ανακαλύπτει πάλι τη γοητεία της ίντριγκας. Παράλληλα, με τον Κίτρινο φάκελο (1956) θα εισαγάγει το αστυνομικό μυστήριο στη «σοβαρή» λογοτεχνία.

Σύμφωνα με τον Καραγάτση, ο ήρωας είναι ένα πλάσμα που προχωρά ως το τέρμα του πάθους και κατευθύνεται απότομα προς το θάνατό του. Το αρχαιοελληνικό τραγικό στοιχείο ανανεώνεται από τις νατουραλιστικές θεωρίες και από ορισμένα απλοϊκά στοιχεία ψυχανάλυσης. Ο Καραγάτσης επαναλαμβάνει το παλαιό θέμα του έρωτα, που βρίσκεται στη βάση του μυθιστορήματος, τοποθετώντας στο προσκήνιο όχι πια τα συναισθήματα αλλά την ακατανίκητη σαρκική έλξη. Αυτό ακριβώς το στοιχείο, που τότε προκαλούσε σκάνδαλο, εξασφάλισε κατά ένα μέρος την επιτυχία του έργου του.

Στον Καραγάτση η libido αντικαθιστά τη θεϊκή κατάρα. Αυτή η θεματική εμφανίζεται λίγο πολύ σε όλα τα μυθιστορήματά του –είναι πολλά και συχνά αρκετά κακογραμμένα-, και ιδιαίτερα στο πιο επιτυχημένο απ' αυτά, στο Συνταγματάρη Λιάπκιν(1933). Ο Λιάπκιν είναι πρώην αξιωματικός του τσαρικού στρατού που εγκαθίσταται στην Ελλάδα μετά την ήττα του λευκού στρατού. Είναι κοσμικός και καλοντυμένος, αλλά κατά βάθος είναι ανήθικος και αγαπά τις απολαύσεις. Για να ζήσει πρέπει να ασχοληθεί με κάτι και αναλαμβάνει να περιποιείται τα άλογα της Γεωργικής Σχολής της Λάρισας. Η

γοητεία του θα αναστατώσει την κοντόφθαλμη μικροαστική κοινωνία αυτής της επαρχίας. Όλα όμως θα αποκατασταθούν, γιατί το αλκοόλ θα καταστρέψει την υγεία του και θα πεθάνει με άθλιο τρόπο.

Δεν ξέρουμε αν ο Καραγάτσης θέλει πραγματικά να εξυμνήσει τον τραγικό του «ήρωα» ή να κανονίσει περισσότερο τους λογαριασμούς του με την ασχήμια και τη μετριότητα της ελληνικής κοινωνίας. Είναι εύκολο να δούμε στο πρόσωπο του Λιάπκιν, που έρχεται από το Βορρά, μια μετενσάρκωση του μουσικού Ορφέα, για τον οποίο ο Βιργίλιος γράφει ότι μάγευε τις τίγρεις (mulcentem tigres), ή του Απόλλωνα, που εισάγει την αρμονία σε μια άσχημη και ηλίθια κοινωνία. Για μια ακόμη φορά, η σύγχρονη λογοτεχνία «επανεπεξεργάζεται» τους παλιούς ελληνικούς μύθους. Η ακόλουθη σκηνή, όπου ο Καραγάτσης ξετυλίγει όλη την περιγραφική του δεινότητα και τα θέλγητρα του ύφους του, διαδραματίζεται στη Γεωργική Σχολή της Λάρισας, τη νύχτα της 31ης Δεκεμβρίου, ενώ οι Έλληνες καθηγητές και ο Λιάπκιν γλεντούν και μεθούν:

 

 «το γύρισαν στο τραγούδι -ο Θεός να το κάνη τραγούδι. Ήταν ένα παράφωνο μούγκρισμα, δίχως ήχο συστάμενο, χωρίς λόγια, συνέχεια και συνέπεια κάτι που ικανοποιούσε το πρωτόγονο ένστιχτο της μεθυσμένης ψυχής τους. […] Τα μάτια τους είχαν χάσει κάθε έκφραση γίνηκαν μάτια κατώτερου βιολογικού ζώου. […] Κόκκινοι, αναμαλλιασμένοι, με τις φλέβες του λαιμού πεταμένες, σχημάτιζαν ένα σύνολο αξιοθαύμαστης αρμονικής ασχήμιας. […] Και τότε αντήχησε μια αρμονία. Ήταν ο Λιάπκιν, που έπαιζε μπαλαλάικα. […] και σιγανά, σα μαγεμένοι, μαζώχτηκαν ολόγυρα στο Λιάπκιν. […] Η μπαλαλάικα του Λιάπκιν τους ξανάκανε ανθρώπους… […] Το φως της λάμπας χαμήλωσε, πήγαινε να σβήση. Από τ’   ανοιχτά παράθυρα πρόβαλε περίλαμπρη η λευκή συμφωνία του χιονιού και της σελήνης. Ο Θεσσαλικός κάμπος απλωνόταν προς το νοτιά ισόπεδος, άδεντρος, ατέλειωτος, ασημένιος∙ ο ουρανός έλαμπε σε πελώριους απανωτούς κύκλους, με το στερνό -τον πιο πλατύ- στολισμένο στα ριζά με μύρια λιγόθυμα αστεράκια».

(σσ. 53-54)

 

Βέβαια, αυτές οι πληροφορίες δεν εξαντλούν -πολύ απέχουν απ' αυτό- τον πλούτο της μυθιστορηματικής παραγωγής της Γενιάς του '30. Αρκούν όμως για να δείξουν την ανανέωση που οι παραδοσιακοί μυθιστοριογράφοι, σύγχρονοι του Θεοτοκά, είχαν φέρει τις παραμονές του πολέμου.

 

Πριν τον πόλεμο του 1940 οι συγγραφείς της Θεσσαλονίκης και άλλων περιοχών είχαν εκφραστεί με πιο επαναστατικό μυθιστοθηματικό τρόπο. Επειδή αυτοί οι συγγραφείς θα συνεχίσουν να γράφουν και μετά την έναρξη του πολέμου και επειδή γι' αυτούς η πραγματική εκτίμηση και αναγνώριση θα έρθει την επόμενη περίοδο, προτιμήσαμε να τους εξετάσουμε σ' ένα ειδικό κεφάλαιο, αφιερωμένο στο «νεοτερικό μυθιστόρημα» της Ελλάδας.