Spiliotopoulos Panos, «Andreas Laskaratos», Elliniki Dimiourgia, Afieroma 73 (1951)
 
ss. 259-263, Papadimas
 
 
 

ΟΙ ΝΕΟΙ ΓΙΑ ΤΟ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟ

 

(ΜΕΛΕΤΗ)

 

Ο δέκατος, έννατος αιώνας στάθηκε περισσότερο γόνιμος σε καταλυτική δημιουργία παρά σε θετική προσφορά. Λέω γόνιμος, γιατί και η κατάλυση κι' ο χαλασμός όταν συντελούνται από μια βαθύ ιερή αναγκαία και δικαιωμένη παρόρμηση ενάντια σ' αξίες που "σκουλήκιασαν", όπως θάλεγε ο Νίτσε, κι' εμποδίζουν με την βαρεία, αποπνιχτική αποφορά τους την ορθή εκτίμηση, την προωθητική προσπάθεια, την επιτέλεση και τελείωση της Ιστορίας μέσα στα πλαίσια των πραγματικών δυνατοτήτων που περικλείνει, τότε αποβαίνουν πραγματική και γόνιμη δημιουργία. Μα και η ίδια η γνώση, κατά βάθος, δεν είναι ή τουλάχιστον δεν συντελείται και δεν επιτυγχάνεται παρά υστέρα από μια καταλυτική άσκηση πάνω σ' ό,τι εμποδίζει και σκεπάζει ή αλλοιώνει την ουσία της. Γιατί γνώση πάει να πει άρση της πλάνης. Ο Πλάτων, μάλιστα, το λέει καθαρά πως η γνώση είναι "ανάμνηση"· αποδέσμευση δηλαδή της ιδέας από τα υλικά, μέσα στην φαινομενικότητα, ξένα κι’ εχθρικά -υποκειμενικά θάλεγε ο Καντ - στοιχεία που την παραμορφώνουν κι’ ο Leibnix πάλι, που κατά βάθος επανέρχεται στην ίδια θεωρία, Ισχυρίζεται πως η γνώση δεν προσκτάται έξωθεν, παρά προέρχεται απ' την ψυχή, που είναι "μονάδα" και "δίχως παράθυρα". Αφού, λοιπόν, η γνώση δεν δημιουργείται απ' το μηδέν μα απλώς αποκαλύπτεται, υστέρα από μια καταλυτική ενέργεια, πάνω στα στοιχεία που την δεσμεύουν ή την αλλοιώνουν, τότε καταλαβαίνουμε γιατί πολλά, μεγάλα πνεύματα στην ιστορία στάθηκαν πάντα καταλυτικά. Απ' το Χριστό, που είχε συνείδηση της καταλυτικής αποστολής του, ίσαμε τον Γαλιλαίο και τον Νίτσε και τον Τολστόι, ίσαμε τους οίκους μας -μικρότερους, βέβαιο, μα και γιαυτό συμπαθητικώτερους αγωνιστές- όπως είναι ο Λασκαράτος η ιστορία ξετυλίχτηκε πάντα κάτου απ’ το μαστίγωμα της πλάνης και της αμάθειας.

Ωστόσο κάθε εποχή έχει και μια ξεχωριστή πλάνη, μια δική της "φαγούρα". Ο Μεσαίωνας διακρίνεται για την στειρότητα του σχολαστικισμού, για την μυστικοπάθεια και τον παραλογισμό. Μα θάρθει ο Καρτέσιος και θα βάλει τελεία και παύλα. Θα οικοδομήσει μα την καταλυτική αρχή της αμφιβολίας του τον ορθολογισμό και την έλλογη τάξη, προωθώντας δημιουργικά την σκέψη σε μια γονιμότερη αναζήτηση της αλήθειας.

Όμως η αλήθεια δεν καλουπάρεται και δεν παγιώνεται μέσα σε ψυχρές φόρμουλες ετικεταρισμένης γνώσης. Κάτι πάρα πάνω ακόμα. Η αλήθεια δεν είναι παρά μια υπεύθυνα καταξιωμένη θέση απέναντι σε μια δυνατή μορφή ύπαρξης, μια μυστική κοινωνία του είναι με το αιώνιο γίγνεσθαι" μια αστραπιαία και ενορατική προέχταση του παρόντος. Γι' αυτό, εκείνος που θα ζητήσει ν' ανεύρει ή να εμφανίσει αύτη τη σχέση του σήμερα με το αύριο, εκείνος που θα θελήσει να γκρεμίσει ολόκληρη σειρά αγαλμάτων, θα συναντήσει τον χλευασμό και τον πόλεμο, την περιφρόνηση και τον αφορισμό και τις περισσότερες φορές τον σταυρό ή την πυρά. Και όχι από τις αγοραίες συνειδήσεις, μα ακόμα κι' από πνεύματα δυνατά και βαθυστόχαστα, που η καλή τους προαίρεση βρίσκεται έξω από κάθε αμφιβολία. Βιασμός, λοιπόν, είναι, συχνά η γνώση, ανταρσία και πόλεμος, αναστάτωση και χαλασμός τα επακόλουθα.

 

 

Είναι πάρα πολύ επικίνδυνη η άσκηση της γνώσης. Κι' αυτό γιατί στη ζωή όλα καταξιώνονται. Οι αντίρροπες δυνάμεις καταξιώνονται, κάτι πάρα πάνω ακόμα· δεν είναι καν, αντίρροπες Για ν' αρχίσει το παιχνίδι της η ζωή χρειάζεται αντίθετες δυνάμεις. Ο Χριστός και ο Ιούδας, ο Λεωνίδας και ο Εφιάλτης, ο Κάιν και ο Άβελ. Οι αντιθέσεις συνθέτουν την παθητική και ολόθερμη εικόνα της Ζωής. Που βρίσκεται λοιπόν κρυμμένη η Αλήθεια ; Την δημιουργεί ο άνθρωπος. Και είναι η μεγαλύτερη τιμή του. Κάτι που τον ανεβάζει ως τον Δημιουργό.

Υπάρχει μια τάξη πραγμάτων, μια κατηγορηματική προσταγή για την επιτέλεση ενός χρέους, μια ανθρώπινη φωνή που καλεί και παρορμά για την εκπλήρωση του καθήκοντος, αυτής της καθαρά ανθρώπινης νομοτέλειας που υψώνεται σε μεγαλείο ίσαμε την παγκοσμιότητα των φυσικών νόμων. Κι' ο κόσμος γίνηκε καλλίτερος, κάτι περισσότερο : Η ύπαρξη προσδικαιώθηκε εκ των ένδον· πήρε νόημα και αξία. Ξαναγεννήθηκε. Ξαφνικά όλα έλαμψαν Η ανερμάτιστη συνείδηση πήρε μιαν ενότητα, η παράσταση έγινε οντότητα και η απλή διαδοχή αιτιολογημένη συνέπεια. Η γνώση έπαψε νάναι επικίνδυνη. Η επιτέλεση του χρέους στέριωσε τις γέφυρες του σήμερα με το αύριο.

* * *

 

Ο Ανδρέας Λασκαράτος είναι από τους καταλύτες. Όλη κι όλη η δημιουργία του, όλο το προσωπικό του έργο, ολόκληρη, η ατομική συμβολή του στάθηκε απλώς η προβολή του καθήκοντος, η αλύγιστη μαχητικότητα στην εκπλήρωση του ό,τι νόμιζε χρέος του. Έδειξε απλώς πως πρέπει να μάχεται ο καταλύτης της πλάνης, ο αρνητής της ασχήμιας. Αξιολόγηση της μαχητικότητας, προσδικαίωση της επιμονής-και της εμμονής-σε μια Ιδέα, σ' ένα ιδανικό, αυτή είναι η προσφορά του. Η φιλολογική του εργασία είναι συζητήσιμη, η αισθητική της καταξίωση αμφίβολη. Βέβαια, υπάρχουν ωρισμένα κομμάτια- προπάντων στο πεζό του έργο-που περ' απ' την αποστολική τους αξία φανερώνουν κι' ένα δείγμα κάποιας γόνιμης προσπάθειας για αισθητικώτερη αρτίωση, μα δε θα τον κρίνουμε απ' αυτό. Ο Λασκαράτος στάθηκε πρώτα μαχητής και υστέρα καλλιτέχνης· πάρεργα καλλιτέχνης: "Εγώ δε στάθηκα ποτέ ποιητής -λέει ο ίδιος-δεν έκαμα ποίησες. Μια φορά στάθηκα στιχουργός κι' έκαμα στίχους. Μου έλειπε η δύναμη της ευρέσεως· και η υπομονή και η αγάπη, που κάθε ποιητής πρέπει να βάνη στο έργο του, δεν με ακολούθησε έως τέλους εις το δικό μου". Κι' ο βιογράφος του προσθέτει: "Αν τέχνη είναι η δημιουργία του ωραίου, το φανέρωμα του τελείου, το στεφάνωμα του στοχασμού και του αισθήματος, η μετουσίωση της ιδέας στη μουσική του λόγου, τότε ο Λασκαράτος δεν είναι καλλιτέχνης, και το υποστηρίζω χωρίς κανένα δισταγμόν. Αν όμως τέχνη είναι η εκδήλωση ενός χαραχτήρα, το ξετύλιγμα μιας ψυχής, ο καλοπροαίρετος φωτισμός των άλλων από μια δυνατή σκέψη, το ξεγύμνωμα της ιδέας από τ' άνθη του λόγου και τα στολίδια των ρυθμών, τότε ο Λασκαράτος είναι ποιητής. Αλλά και τότε δεν θα μπορέσω να τον πω καλλιτέχνη". Κι' ο Λασκαράτος είναι μόνο το δεύτερο. Η εκδήλωση ενός αδάμαστου, πεισματικού στην εκπλήρωση του καθήκοντος χαρακτήρα και το ξετύλιγμα μιας ωραίας, δίχως συμβιβασμούς, δίχως παρεκλίσεις και κλωθογυρίσματα ψυχής. Αν όλοι οι έλληνες ωμοίαζον τον Λασκαράτο στην τιμιότητα και στην αλήθεια-λέει ο General Whittingham στο βιβλίο του Four years in the Jonian Islands -η γρήγορη αναγέννηση μιας μεγάλης Ελληνικής Αυτοκρατορίας θα ήταν πλέον πιθα αφ' ό,τι τώρα φαίνεται σε ανθρώπους μικρής φαντασίας". Και ο Sady Stangford προσθέτει: "Ο Λασκαράτος είναι απροσωπόληπτος επειδή σπρώχνεται από θείαν οργήν και από ζωηρό αίσθημα δικαιοσύνης σε κάθε του έργο· και κτυπάει δυνατά παντού με την επιθυμία να μεταρρύθμιση και να καλλιτερέψη". Αλλ’ ας τον γνωρίσουμε καλλίτερα μεσ' απ' την ίδια τη ζωή του.

* * *

 

Ο Ανδρέας Λασκαράτος γεννήθηκε την Πρωτομαγιά του 1811 στο Ληξούρι της Κεφαλλονιάς, στην "όμορφη χωροπούλα" όπως λέει κι' ο ίδιος.

που βρέχει στο γιαλό τα ποδαράκια της

με τα βουνά του Αργοστολιού στη μούρη

και πίσωθέ της έχει τα βουνάκια της

Το προηγούμενο βράδυ η μητέρα του είχε συμφωνήσει με τις φιλενάδες της να πάνε στο Μάη, μα το πρωί δεν μπόρεσε να "ς ακολουθήσει γιατί την έπιασαν οι πόνοι και στο γυρισμό εκείνες "έφεραν και μου ρίξανε απάνω μου όλα τ' άνθια όσα είχαν από τον κάμπο". Η οικογένεια του Τυπάλδου-Λασκαράτου ήταν απ' τις πιο αρχοντικές μέσα στο νησί και ήταν γραμμένη στο "Libro d' oro" της Βενετοκρατίας. Ο θείος του, ο Κοντέ Ντελλαντέτσιμα φρόντισε ξεχωριστά για την μόρφωση του μικρού Λασκαράτου-τον έβαλε οικότροφο στο περίφημο Λύκειο του Γκίλφορντ-κι’ υστέρα τον πήρε μαζί του στην Κέρκυρα, οπού τον διόρισε γραφιά της Γερουσίας.

Ο νεαρός Λασκαράτος παρακολουθούσε σύγκαιρα και μαθήματα στην Ιόνιο Ακαδημία, γνωρίστηκε και μαθήτεψε στον Κάλβο και αργότερα συνδέθηκε και με το Σολωμό. Ωστόσο δεν έμεινε πολύ καιρό στην Κέρκυρα. Όταν διαλύθηκε η Γερουσία ξαναγύρισε στην Κεφαλονιά κι’ αργότερα πήγε να σπουδάσει Νομικά στην Ευρώπη. Έμεινε τέσσερα χρόνια στην Ιταλία και στη Γαλλία. Επιστρέφοντας στην Κεφαλονιά, διορίστηκε για λίγο καιρό Ειρηνοδίκης και στην αυτοβιογραφία του καυχέται πως κανείς δεν παραπονέθηκε ποτέ για άδικη απόφαση του, μολονότι ήταν ακόμα ένα αμούστακο παιδί. "Μια άδικη απόφαση χρειάζεται τέχνη και πονηριά· μιαν δίκαιη όμως είναι το ευκολώτερο πράμα του κόσμου" ! Το 1884 πέθανε ο πατέρας του κι' ύστερα από δυο χρόνια παντρέφτηκε την Πηνελόπη Κοργιαλένιου, μια σπάνια και μοναδική γυναίκα, αναθρεμμένη στην Αγγλία, που του συμπαραστάθηκε πιστή και αφοσιωμένη σύντροφος ως το τέλος της ζωής του. Για την ξεχωριστήν αυτήν γυναίκα, όταν κυνηγημένος απ' τους διώχτες του αναγκάστηκε να καταφύγει στο Λονδίνο, σύνθεσε ένα απ' τα καλλίτερα σονέττα του:

Εικόνα αγαπητή της γυναικάς μου.

τώρα έλα καν εσύ στη συντροφιά μου·

κατοίκα πάντα μέσα στην καρδιά μου

και φύλαμε απ' τις πλάνεσες του κόσμου.

Ο Λασκαράτος υπήρξεν ευτυχισμένος σύζυγος γιατί, όπως λέει κι' ο ίδιος, "δεν έλαβε ποτέ αίτια να πικραθεί μέσα στο σπίτι του". Να πως περιγράφει ο Λασκαράτος την ευτυχισμένη και ήσυχη οικογενειακή του ζωή στην περίφημη "αποκρισή" του στον αφορισμό:

 

"Η ιστορία της ζωής μου, δέκα χρόνια τώρα, είναι η ιστορία μιας μου ημέρας καθημερινής επανειλημμένη. Την αυγήν εσηκώθηκα ενωρίς πάντα· εξύπνησα τα παιδιά μου, τους έδωσα ένα φιλί αγαπημένο κι’ έλαβα από αυτά ένα όμοιο. Επιστάτησα να ντυθούνε, τους ετοίμασα εγώ ο ίδιος το πρόγευμά τους, εκάθησα κι' εγώ μαζί τους κι' επρογευμάτισα, βαστώντας την ευταξία, την ησυχία· την αγάπη. Τα ετοίμασα δια το σχολείο τους και βγήκα έπειτα να τους προμηθέψω το γεύμα τους. Αφού έφερα το φαΐ στο σπίτι, παράδωσα τις έγνοιες του σπιτιού στη γυναίκα μου κι' ετραβήχτηκα στο γραφείο μου, όπου πέρασα όλη την επίλοιπην αυγή μόνος μου, με τα βιβλία μου... Όταν τα παιδιά μου εσχολούσανε, ο ερχομός τους μ' εσήκωνε κι' εμέ απ' το γραφείο. Έκαθόμουν στο τραπέζι με τη γυναίκα μου και με τα παιδιά μου, εδούλευα όλους κι’ εχόρταινε η ψυχή μου βλέποντας κύκλω της τραπέζης μου, τώρα υστέρα" έξη αγαπημένα παιδάκια, ως νεόφυτα ελαιών, τα όποια εθεωρούσα ως δοσμένα εις εμέ από τον θεόν ως ανταμοιβήν της χρηστότητας μου και μία γυναίκα που βασίζει και στέφει την ευτυχία μου... Το βράδυ εκαθήσαμε όλοι πάλι στο τσάι μας κι' ευθύς έπειτα επεράσαμε στα μαθήματα των παιδιώνε μας...".

* * *

 

Το πρώτο φιλολογικό έργο του Λασκαράτου είναι το "Ληξούρι εις τους 1836". Ο ίδιος ο ποιητής ομολογεί αργότερα πως είναι απομίμηση και μάλιστα παιδιαρίστικη του ιταλικού "La Specchia Rapita" και το αποκηρύττει σαν άσεμνο και χωρίς καμμιά λογοτεχνική αξία στιχούργημα. Ωστόσο στην πραγματικότητα δεν είναι και τόσο άσχημο· μερικοί μάλιστα στίχοι του έγειναν παροιμίες, όπως :

Ω Μούσα ! στον αιώνα που βρεθήκαμε

ή κοίτα για παράδες ή χαθήκαμε!

Τα "Μυστήρια"-το κυριώτερα έργο του Λασκαράτου-κυκλοφόρησαν το 1856, με τον υπότιτλο "σκέψεις απάνου στην οίκογένεια, στη θρησκεία και στην πολιτική". Ολόκληρο το βιβλίο αποτελείται από εντυπώσεις, είτε δικές του, είτε της γυναίκας του, που ο Λασκαράτος σημείωνε κάθε φορά σ' ένα ημερολόγιο, χωρίς καμμιά σκέψη για δημοσίευση. Όταν, όμως, αργότερα νόμισε πως δημοσιεύοντας αυτό το βιβλίο θα ωφελούσε την πατρίδα και την κοινωνία, επιθεώρησε το υλικό με τη συμπαράσταση της ανεκτίμητης γυναίκας του, το ταχτοποίησε, τούδωσε τη μορφή ενός ολοκληρωμένου έργου και το τύπωσε. Η μπόμπα έσκασε.

Στο βιβλίο αυτό προβάλλει αναγλυφικά και φωτίζεται ολόκληρη η φυσιογνωμία του Λασκαράτου. Ο κοινωνικός παρατηρητής, ο φιλόσοφος, ο ηθικολόγος, ο θρησκευτικός μεταρρυθμιστής, ο καταλύτης της ασχήμιας, αλλά και ο πλάστης, ο δημιουργός, ο δάσκαλος, ο φιλοπρόοδος, ο απολογητής και ο απόστολος του καλού, της τάξης, του νοικοκυριού, της ομορφιάς και της χαράς σε κάθε εκδήλωση της ζωής. Εδώ ο Λασκαράτος δεν γελάει και δεν αστειεύεται-ή πολύ λίγο-όπως στο "Ληξούρι"· γίνεται σοβαρός, αμείλικτος, αρπάζει το μαστίγιο και χτυπάει, σαρκάζει, καταλύει, γκρεμίζει, ξεριζώνει κάθε ασχήμια", κάθε ζιζάνιο. Η Κεφαλωνίτικη οικογένεια της εποχής του δεν του αρέσει Την θέλει αλλοιώς· βασισμένη πάνω στην αγάπη, στην εκτίμηση, στην αρμονική σύγκλιση των ψυχών κι' όχι στο συμφέρον και στην τυραννία του ανδρός. Η γυναίκα θέλει νάναι ισότιμη με τον άνδρα, βοηθός και συμπαραστάτης του συντρόφου της, με δική της πρωτοβουλία, με τα ίδια δικαιώματα στο σπίτι· δείχνει έναν τρόπο νοικοκυριού, οικιακής οικονομίας, ανατροφής των παιδιών, μια οικογένεια που νάναι ο παράδεισος του οικογενειάρχη-όπως ήταν η δική του.

Η θρησκεία, επίσης, όπως έχει καταντήσει, είναι δίχως νόημα, παράλογη, σκληρή. Τυλίγει τον άνθρωπο μέσα στα πλοκάμια της αμάθειας, της δεισιδαιμονίας, που τρέφει και συντηρεί την τύφλωση και την πνευματική κακομοιριά. Εδώ ο Λασκαράτος γίνεται αμείλικτος, "σπρώχνεται από ένθεη οργή" κι' υψώνεται στυγνός τιμωρός, ενάντια σε κάθε βεβήλωση και απολογητής της καθαράς θρησκείας του Ναζωραίου. Η γλώσσα του γίνεται τραχεία, δηκτική, ειρωνική, παράφορη. Ο θυμός του φουσκώνει ολοένα και πιο πολύ, ώσπου κορυφώνεται σε μια έξαλλη, συστροφική, επιληπτική μανία χαλασμού, γκρεμίσματος, ξολοθρεμού. Χτυπάει αλύπητα, ανελέητα, αρχίζοντας απ' τους μικρούς, τους μικρόχαρους, τους. μικροπρεπείς, "εμπόρους θαυματουργών λαδιών, αγίων λειψάνων, δακρύων και ιδρωτών", ίσαμε την ίδια την αρχή. Ξέρει πως η θρησκεία ενός Λαού είναι η ίδια η πηγή της ζωής του, το ιερό νάμα απ' όπου αντλεί τις αξίες και τις προωθητικές δυνάμεις του για τη διατήρηση και την εκπλήρωση της αποστολής του και γι' αυτό κοκκινίζει ολόκληρος από οργή στο θέαμα της νοθείας που ξανοίγεται μπρος απ' την ανελέητη σκαπάνη της έρευνας του.

Ωστόσο γίνεται υπερβολικός και άδικος· απ' τη μερίκεψη, απ' το μεμονωμένο γεγονός, ξεφεύγει σε γενικότητες· πολλές φορές το κριτήριο του θολώνει και παραμορφώνει τ' αντικείμενο. Και τ' αποτελέσματα μιας τέτοιας πολεμικής δεν άργησαν να φανούν. Ολόκληρο το κοινωνικό οικοδόμημα της εποχής του, του τόπου του, και πέρ' απ' τον τόπο του ακόμα, άρχισε να κλονίζεται. Τον κατηγόρησαν, τον αφώρισαν, τον διαπόμπεψαν, τον εξώρισαν, τον έφτυσαν καταπρόσωπο, έκαψαν τα βιβλία του, τον απείλησαν με τη ζωή του, μα στο τέλος οι κατήγοροι του ήρθαν να του ζητήσουν συγγνώμη· κάτι περισσότερο : Αναγνώρισαν για σωστό ένα μέρος της πολεμικής του.

 

Απίστευτη ήταν η εντύπωση που έκαναν τα "Μυστήρια". Ο λαός ξεσηκώθηκε, φουρτούνιασε και ξέσπασε πάνω στον αποτραβηγμένο και φιλέρημο στοχαστή. Ο Δεσπότης της Κεφαλονιά; Σπυρίδων Κοντομίχαλος αφώρισε το "βδέλυγμα της ερημώσεως" Στις 2 του Μάρτη του 1856 απ' το πρωί οι καμπάνες όλων των εκκλησιών χτυπούσαν νεκρικά και κατά το μεσημέρι διαβάστηκε ο αφορισμός με τη συνηθισμένη ιεροτελεστία. Μαύρα άμφια, μαύρα πισσωμένα κεριά. Ο όχλος λύσσαξε και απειλούσε να τον λιντσάρει. Η αστυνομία του παράγγειλε να μείνει κλειδωμένος σπίτι του καμμιά σαρανταριά μέρες, ώσπου να περάσει η έξαψη και να ησυχάσουν τα πνεύματα. Μα σε λίγο τον συμβούλεψε να φύγει ολότελα απ' το νησί. Ο Λασκαράτος συμμορφώθηκε και μια νύχτα μπήκε κλεφτά στο βαπόρι κι’ έφυγε για τη Ζάκυνθο. Αλλά και κει τον περίμεναν τα ίδια. Μόλις πάτησε το ποδάρι του στην αποβάθρα, δυο χαμάληδες του λιμανιού-Κεφαλωνίτες-τον αναγνώρισαν και φιλοτιμήθηκαν να τον φτύσουν καταπρόσωπο. Κι' ενώ, τσακισμένος απ' την κούραση, τράβαγε για το σπίτι κάποιου φίλου του, άκουσε τις καμπάνες να χτυπούν το ίδιο νεκρικές, όπως στο νησί του, κι’ έμαθε πως στις εκκλησίες διαβαζόταν ο δεύτερος αφορισμός του, απ' τον Δεσπότη Ζακύνθου, που ακολούθησε το παράδειγμα του Κεφαλωνίτη συναδέλφου του. Ο Λασκαράτος αναγκάστηκε τότε να καταφύγει στην Αγγλία.

 

"Σε τούτη μου την περίσταση-λέει κάπου στην περίφημη "Απόκριση του στον αφορισμό· - εγνώρισα δια πείρας εκείνο που είχα ακουστά έως τότες ... Εγνώρισα , τη φύση τη θεϊκή της Συνείδησης και την άπειρη δύναμί της. Κατατρεγμένος απ' όλην την κοινωνία, απαρατημένος απ' όλους, δικούς και φίλους, οι όποιοι δεν ετολμούσατε να με σιμώσουνε· αφορεσμένος ολούθες με το σήμασμα της καμπάνας· φτυσμένος εις το πρόσωπο και ξαναφτυσμένος· θεωρημένος απ' όλους ωσάν προδότης· τρυπωμένος μέσα στο σπίτι μου και το σπίτι μου καμωμένο στα μάτια των ανθρώπων αναθεματούρι τα παιδιά μου υβρισμένα και καταραμένα στους δρόμους· βγαλμένος μέσ' απ' τον κόλπο της οικογένειάς μου και διωγμένος από χώρα σε χώρα ..ήμουν απάνω απ' όλα τούτα-και ήμουν ο Κύριος της κοινωνίας εκείνης. Η συνείδηση μου μ' εσήκωνε ψηλά και ψηλάθε μου έδειχνε έναν άνθρωπο ασχημισμένον από τους άλλους ανθρώπους, επειδή έλαβε την γενναιότητα να τους ειπή την Αλήθεια!

Ύστερα από δυο - τρία χρόνια ο Λασκαράτος ξαναγύρισε από την Αγγλία κι' εγκαταστάθηκε με την οίκογένεια του στη Ζάκυνθο. Εκεί, έβγαλε το "Λύχνο", δεκαπενθήμερη εφημερίδα, με σκοπό να "δίνη ωφέλιμες ανάγνωσες εις τις οικογένειες". Το πρώτο φύλλο βγήκε στις 5 του Μάη 1859, μα η εφημερίδα του αφορεσμένου δεν μπορούσε να προκόψει. Παράτησε, λοιπόν, τη Ζάκυνθο κι' έφυγε για την Αθήνα. Εκεί έβγαλε το δεύτερο φύλλο. Το τρίτο και το τέταρτο στην Κεφαλονιά. Το πέμπτο, έκτο και έβδομο στη Ζάκυνθο, οπού ξαναγύρισε για λίγο. Από το όγδοο, όμως ως το τελευταίο το τύπωσε στην Κεφαλονιά, όπου ο πλάνητας αυτό, κατάφερε πια να κατασταλάξει.

Ο Λομπάρδος, ο μεγάλος εχθρός του, αφού τον είχε φυλακήσει "επί εξυβρίσει", βαρέθηκε πια να τον κατατρέχει και να τον πολεμά. Ο παπά -Ζερβός τα βρήκε σκούρα και τον παράτησε. Τα βιβλία που ακολούθησαν στην περίοδο αυτή "Παρατηρήσεις εκ των φυλακών της Κεφαληνίας", "Στιχουργική" και ο "Βίος Ιωάννου του Χρυσοστόμου" μεταφρασμένος από τ' αγγλικά δεν ήταν ικανά να δημιουργήσουν σκάνδαλα και αναστάτωση Λίγο έλειψε βέβαια, να συρθεί ξανά στα δικαστήρια "με την κατηγορία πως σ' ένα ποίημα του στο "Λύχνο" σατύριζε το πρόσωπο του Βασιληά, μα θεωρήθηκε κατόπι πως σατύριζε τον τότε δήμαρχο Αθηναίων κι’ αποσιωπήθηκε το σκάνδαλο. Μια εποχή αποφάσισε ν' αναμιχτεί ενεργά κοι στην πολιτική. Έβαλε υποψηφιότητα, μα δεν πέτυχε στις εκλογές.

Η ζωή κυλούσε τώρα ήσυχα, απελπιστικά ήσυχα. Κι' ο φιλόνικος-αυτός ήταν ο χαρακτηρισμός που τούδωσε η κυρία Julliette Adam και που ο Λασκαράτος τον παραδέχτηκε, έτσι, που στους "ανθρώπινους χαραχτήρες" του, το περίφημο αυτό βιβλίο, έβαλε πρώτο -πρώτο τον τύπο του φιλόνικου σαν δικό του -δεν μπορούσε ν' αντέξει περισσότερο σ' αυτή την ησυχία. Όλως διόλου αναπάντεχα, ζητάει-το 1867-απ' τον Δεσπότη την αδεία να βαφτίσει ένα παιδί.

Κατάπληξη προκάλεσε και ιερή αγανάχτηση μια τέτοια ξεδιαντροπιά του αφορισμένου. Κι ο Λασκαράτος, για εκδίκηση, τύπωσε τότε την περίφημη "απόκριση του στον αφορισμό του κλήρου της Κεφαλονιάς" που την είχε γράψει απ’ το 1856!

Άλλη αναστάτωση πάλι, άλλος χαλασμός κι' αντάρα. Κι’ επειδή δεν μπορούσαν να του κάνουν τίποτα χειρότερο, κατώρθωσαν να ξεσηκώσουν την ίδια την Σύνοδο να τον δικάσει σαν υβριστή του Δεσπότη, του κλήρου, της θρησκείας, του ίδιου του Θεού. Καινούργιες, λοιπόν, καταδρομές και καινούργιες περιπέτειες. Γιατί η δίκη έγινε πραγματικά και μάλιστα έτσι, που να του έχουν αφαίρεση σχεδόν κάθε μέσο υπεράσπισης. Μα η εποχή των "αυστηρών" είχε περάσει πια και τα πνεύματα είχαν αλλάξει από τότε. Το κήρυγμα του Λασκαράτου είχε βρει απήχηση σε πολλών ανθρώπων τις ψυχές και πολλών ανθρώπων τα πνεύματα και τις συνειδήσεις είχε αφυπνίσει. Οι ένορκοι Κεφαλωνίτες, που θα τον κρεμνούσαν ίσως και θα τον σταύρωναν πριν λίγον καιρό, τον αθώωσαν. Κι' από τότε συνομολογήθηκε πια η ειρήνη. Ήσυχα κι' ευτυχισμένα ο γερο ποιητής έζησε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του πλάι στο καλλίτερο, στο τελειότερο δημιούργημα του, την οίκογένεια του. Και σαν επιστέγασμα όλης αυτής της ευτυχίας του ήρθε -λίγους μήνες πριν πεθάνει - η λύση του αφορισμού του, απ' τον καινούργιο Δεσπότη της Κεφαλονιά; τον νεωτεριστή και φιλοπρόοδο ιεράρχη, τον Δόριζα, για "να προληφθεί το σκάνδαλο που θα γενιόταν, αν συνωδεύετο εις τον τάφον άνευ θρησκευτικής πομπής ο ένδοξος γέρων, ο αγαθώτερος, ο χρηστότερος, ο χριστιανικώτερος των ανθρώπων"!            

* * *

 

Τέτοια ήταν η ζωή του Λασκαράτου και τέτοιον χαλασμό και αναστάτωση έφερε το κήρυγμα του. Η προσωπικότητα του ολόκληρη εξαντλείται με τον αγώνα και φωτίζεται μόνο σε συνάρτηση μ’ αυτόν. Τίποτε περισσότερο. Το πνεύμα του γίνεται οξύ, διεισδιτικό, χλευαστικό μόνο όταν φουρτουνιάζει από έξαψη κι' οργή, μέσα στις έριδες και τις μάχες· απαλλοιώς, ξεφτίζει και χάνεται σε μια θάλασσα ανούσιων στίχων, χωρίς καμμιά απήχηση στην ψυχή μας. Δυστυχώς ο Λασκαράτος δεν είχε το ταλέντο ενός δημιουργού για να μπορέσει να υψώσει ίσαμε τη σφαίρα της τέχνης, μετουσιώνοντας σ' αισθητικά επιτεύγματα, την σφοδρότητα και το πάθος της ψυχής του. Δεν ήταν ούτε Ντάντε, ούτε Τολστόι. Ήταν απλώς ένας φανατισμένος λιβελλογράφος και μόνο σαν τέτοιο πρέπει να τον κρίνουμε. Όμως υπάρχουν εποχές που ο λίβελλος είναι το μόνο κατ' αξίαν αισθητικό και καλλιτεχνικό μέσο έκφρασης. Τα γραφτά του Μιραμπώ, του Νταντών, του Μαρά είναι πραγματικά καλλιτεχνήματα στο είδος τους, γιατί μόνο αυτά εκφράζουν και την αισθητική της ανταριασμένης εκείνης εποχής. Κάθε ουσιαστικώτερη αρτίωση ήταν περιττή κι' ως ένα βαθμό ύποπτη.