Stathatos Nikos, «I gynaika tou Laskaratou», Elliniki Dimiourgia, Afieroma 73 (1951)
 
ss. 265-266, Papadimas
 
 
 

                Αν σοβαρό κριτήριο για την ανωτερότητα του ανδρός είναι οι ιδέες του για τη γυναίκα, ο Λασκαράτος κατέχει την ανώτατη βαθμίδα στη σχετική κλίμακα. Παρά τις αντιλήψεις της εποχής του ανυψώνει τη γυναίκα σε «κέντρο λατρείας», όπως την ελάτρευσε ο ιπποτισμός και την έπλασε η Γοτθική τέχνη. «Η γυναίκα, γράφει ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του, στάθηκε πάντα έμφυτα για με, υποκείμενο, όχι μόνο υψίστης σπουδαιότητας, αλλ’ ακόμα και απολυτώτατης ανάγκης». Και αυτή ακριβώς «η ψηλή ιδέα» του Λασκαράτου για τη Γυναίκα ήταν η αιτία που σε ηλικία τριάντα-πέντε χρονών δεν είχε ακόμα παντρευτεί. Δεν τον συγκινούσε ό,τι κάθε άλλο στην παρόμοια περίπτωση ούτε ακόμη αν εγνώριζε ν’ απαγγέλλει στίχους ομηρικούς, καθώς εζήτησε ο Σλίμαν από την υποψήφια γυναίκα του, «Εκείνο, μας λέει στην αυτοβιογραφία του, που αισθανόμουνα την ανάγκη του, ήταν μια γυναίκα που να με νιώθη, που να ημπορώ να τη νοιώσω· έναν σύντροφο, που μαζύ του θα είχα ενότητα ιδεών και συμπάθειας». Ζητούσε για τη ζωή του έναν πραγματικό σύντροφο, που θα συνδύαζε, καθώς θέλει η Κυρία Στάελ «τη σωματική ομορφιά με την πνευματική καλλιέργεια και την ψυχική ανωτερότητα». Δε θάκαιγε μπροστά της «πλούσιο λιβανωτό σε λόγια», αλλά βαθύτατη εκτίμηση, ψυχόρμητη αφοσίωση, αληθινό σεβασμό, πίστη, αγάπη και λατρεία. Και στο σημείο αυτό ο Λασκαράτος υπήρξε τυχερός. Θάταν πραγματικά θλιβερό αν ο άνθρωπος, που θέλησε την οικογένεια «επίγειο παράδεισο» αποτύχαινε στο γάμο του κι’ η ανεξερεύνητη σύμπτωση, που λέγεται Τύχη τούφερνε στη ζωή του μια γυναίκα, που αντί να τον καταλάβει, θα τον κατέβαζε στο πνευματικό και ψυχικό της επίπεδο για να την συναντήσει.

                Η Πηνελόπη Λασκαράτου, ήταν κόρη του Δημήτρη Κοργιαλένια, ναυτικού κι’ εμπόρου στη Μάλτα, μέλους της Φιλικής Εταιρίας, που βοήθησε και τον αγώνα του 21. Είχε αναστηθή στην Αγγλία και γυναίκα απλά, δωρικού ρυθμού, σοβαρή, σεμνή, επιβλητική, συνδύαζε βαθειά ευγένεια ψυχής και γλυκύτητα χαρακτήρος με υπέροχη ευψυχία και σπάνια ευθυκρισία. Γι’ αυτό ο Λασκαράτος, ενώ αρχικά είχε ζητήσει έξη μήνες διορία να σκεφθεί για τον γάμο, το αποφάσισε γρήγορα έπειτα από δέκα πέντε μέρες.

                Κι’ η θαυμαστή σύζυγος δεν διέψευσε τις «ιδιότητες» που ο Λασκαράτος νόμισε, ότι αποκάλυψε στη μνηστή του και στάθηκε έτσι στο πλευρό του, ώστε κατ’ αντιστροφή του νομικού αξιώματος αυτή έφερε τα βάρη του γάμου στην κατατρεγμένη ζωή του Λασκαράτου. Μέσα στο σπίτι λαβαίνει τη θέση της «ηγεμονίδα του οίκου», όπως θέλησε την Ελληνίδα ο αείμνηστος Πέτρος Θηβαίος, ανατρέφει και μορφώνει τα παιδιά της με παιδαγωγική πρωτοτυπία, εξυψώνει, παρά τις οργιάζουσες λιμπροντοριανές αντιλήψεις, τη σπιτική και εξωσπιτική εργασία, ώστε σε μια οικονομική στεναχώρια – το 1863 – να εργασθεί κι’ η ίδια διευθύντρια ενός σχολείου κοριτσιών και παράλληλα αποτυπώνει αδρά τα ίχνη της στην προσωπικότητα του Λασκαράτου. «Εξευγενίζει τον αδιάλλαχτο και σκληρό χαρακτήρα του», ασκεί επάνω του μια «ευεργετική επίδραση», τον παρατηρεί» για την βοκκάκιο ελευθεροστομία του και συνεργάζεται ακόμη στο πολύκροτο βιβλίο, που τον έκαμε πασίγνωστο. Ο ίδιος ο Λασκαράτος μιλώντας στην αυτοβιογραφία του πως έγραψε τα «Μυστήρια» μας λέει, ότι είχε με τη γυναίκα του «μακρές συνομιλίες» και ότι «πολλές απ’ αυτές τις σκέψεις του εμπνεόταν από της γυναίκα του». Αλλ’ αν ο Λασκαράτος με τη συνεργασία της γυναίκας του ήθελε να βάλει μόνος του χαλινό στην εωσφορική σατιρική του οξύτητα «η γυναίκα του…έβλεπεν…με τα μάτια του Λασκαράτου» κι’ όταν το 1856 δημοσιεύθηκαν «Τα Μυστήρια της Κεφαλονιάς», εξέσπασε το γνωστό πανδαιμόνιο με τους δυο αφορεσμούς. Και τότε, στο πλευρό του κατάφτυστου και αποδιοπομπαίου Λασκαράτου, η υπέροχη Γυναίκα τον ποτίζει το νέκταρ, π’ αναβλύζει απ’ την Κασταλία της γυναικείας ψυχής κι’ όταν οι αχρείοι μικράνθρωποι του προτείνουν ν’ αποκηρύξει τις ιδέες του, του λέει αποφασιστικά πως αν δεχθεί μια τέτοια «δωροδοκία» θα τον χωρισθεί.

                Τέτοια υπήρξε η Γυναίκα του αφορεσμένου Λασκαράτου. Ο ακαδημαϊκός Ξενόπουλος, στον πρόλογο του βιβλίου του Λασκαράτου «Ήθη, έθιμα και Δοξασίες της Κεφαλονιάς», τη χαρακτηρίζει «μια σπάνια αληθινά, μοναδική γυναίκα… που στάθηκε το στήριγμα, η παρηγοριά κι’ η ευτυχία της ζωής του όλης». Και παρακάτου μιλώντας για τον ίδιο το Λασκαράτο, μας λέει και για τη γυναίκα του. «Ένας Ίψεν μπορούσε να τον πάρη και να τον υψώση σε σύμβολο. Αλλ’ από το Ιψενικό αυτό δράμα δε θάλειπε κι’ η ηρωίδα: Θάταν αυτή η δυνατή γυναίκα». Εξ’ άλλου ο μεταφραστής της Αυτοβιογραφίας του Χαρ. Αντωνάτος γράφει γι’ αυτή πως, «με την μεγάλην μόρφωσιν, εβοήθησε σοβαρώς εις όλη την λογοτεχνική του εργασίαν και τον εστήριξεν εις τας κρισίμους περιστάσεις του αληθώς πολυκύμαντου βίου του, φανείσαι αντάξια καθ’ όλα του μεγάλου τούτου ανδρός». Αλλά κι’ ο ίδιος ο Λασκαράτος, στην περίφημη «Απόκριση» του, που τύπωσε το χίλια οκτακόσια εξήντα εφτά, όταν ο Δεσπότης τούδωσε την άδεια για τη Γυναίκα του λιγόλογα και χαρακτηριστικά, περιγράφοντας την όλη ήσυχη κι’ ευτυχισμένη οικογενειακή του ζωή. «Μου έδωσε ο Θεός έξη παιδιά και μια γυναίκα που βασίζει και στέφει την ευτυχία μου¨. Και πραγματικά έστεψε την τρικυμισμένη ζωή του γιατί δεν ήταν μόνο «γυναίκα-κόσμημα», αλλά «γυναίκα-θησαυρός», κατά τη διάκριση του Σααδή, που γεμίζοντας κάθε σπιτικό γαλήνη δίνει, μας λέει ο Γκαίτε, την ευτυχία στον Βασιλιά και στο χωριάτη.

                Το 1896 γιορτάσανε τους Χρυσούς Γάμους. Έπειτα από μια τέτοια ζωή, ο Λασκαράτος, στην ιερή μέθη της σεμνής εκείνης γιορτής, της απαγγέλλει το τρίστιχο, που ο Ξενόπουλος θεωρεί «απλό και παιχνιδιάρικο αυτοσχεδίασμα».

 

«Σε πήρα νέα κι’ ωραία

Στην αγκαλιά μου γέρασες

Και σ’ αγαπώ και γραία».

 

* * *

Η ζωή όμως προχωρούσε. Η θλιβερή μέρα – 23 Ιουλίου 1901 – επλησίαζε. Με τη σατιρική διάθεση που είχε δει άλλη φορά τη γέννηση του, έβλεπε τώρα ο ίδιος – ο αδιόρθωτος – Λασκαράτος και το τέλος του…. Έτσι λίγο πρωτύτερα αποχαιρετούσε τη Μούσα του με μια παρωδία των γνωστών στίχων του Σολωμού:

 

«Τέλος πάντων θάρθη η ώρα

όπου θα σπαρθή στη χώρα,

πως πεθαίνει ο Λασκαράτος

των κατεργαρέων ο γάτος».

 

Την ίδια εποχή όμως έκανε και έναν άλλον αποχαιρετισμό. Ποιον αποχαιρετούσε είναι περιττό να πούμε. Άφηνε πίσω του την ευγενικιά και πολυαγαπημένη ύπαρξη, που περισσότερο από μισόν αιώνα του κράτησε πιστότατη συντροφιά και του γέμισε τη ζωή…

                Λίγα χρόνια πριν από τον τελευταίο πόλεμο μια αθηναϊκή εφημερίδα εδημοσίευσε το εξής ανέκδοτο:

                «Ο περίφημος Κεφαλλήν σατιρικός ποιητής Λασκαράτος, ο οποίος πολύ ολίγον επίστευσεν εις τα θεία, κάποτε βαρειά άρρωστος επείσθη να δεχθή πνευματικόν.

                - Μήπως επεθύμησες ποτέ τη γυναίκα του πλησίον σου; Τον ρώτησε ο αιδεσιμώτατος.

                - Εγώ την γυναίκα του πλησίον μου! Τι λες παπά μου, θα του έδιδα ευχαρίστως και τη δική μου!»

                Το αστείο αυτό, όσο κι’ αν φαίνεται νόστιμο, είναι γιομάτο από ανακρίβειες. Πρώτα πρώτα ο Λασκαράτος επίστευεν στον αληθινό Θεόν κι’ επίστευε χριστιανικώτατα. Ανεξάρτητα όμως απ’ αυτό, έπειτα απ’ όσα γράψαμε πάρα πάνου, φαίνεται καθαρά πως το ανέκδοτο αυτό δεν ταιριάζει καθόλου στη συζυγική ζωή του Λασκαράτου. Είχε πολύ δίκιο μάλιστα η εγγονή του, Ελένη Λαμπίρη, να διαμαρτυρηθεί:

                «Ο Νόννος μου, έγραψε στο «Παγκεφαλληνιακόν Ημερολόγιον» 1937, έζησε όλη του τη ζωή στους αιθέρας. Έζησε μαζύ με τη Νόννα μου σ’ ένα όνειρο, υπερκοσμίου αγάπης και ευτυχίας από το οποίον ούτε η φτώχεια δεν κατώρθωσε να τους ξυπνήση – σ’ ένα όνειρο που ίσως τώρα έγινε πραγματικότης και που δεν θα τελειώση ποτέ…»

                Σύγχρονα όμως με τη διαμαρτυρία της αυτή μας έδινε και τις ακόλουθες πληροφορίες, που επισφραγίζουν, όσα είπαμε παραπάνου για το Λασκαράτο και τη Γυναίκα του:

                «Όταν εγώ γεννήθηκα, γράφει, η Νόννα μου ήλθε στας Αθήνας κι’ επειδή εν τω μεταξύ η Μαμά μου αρρώστησε, υποχρεώθηκε να μείνη κάμποσους μήνες. Ήλθε και το καλοκαίρι, (όταν γεννήθηκα ήταν Φεβρουάριος) η εποχή που, όπως κάθε χρόνο θα πήγαιναν οι δυο τους μόνοι στα Ριτσάτα, και η Νόννα μου ακόμη δεν είχε γυρίσει στην Κεφαλλονιά. Και τότε άρχισαν τα’ απελπισμένα γράμματα: «Τώρα βλέπω, της έγραφε, πως εκείνο που στην αρχή μας φάνηκε μια μεγάλη ευτυχία (η γέννησις του πρώτου εγγονιού) δεν ήταν άλλο παρά ένα δυστύχημα». Και στη Μαμά μου έγραφε: «…μα δεν το καταλαβαίνεις πως χωρίς τη Μάνα σου δεν μπορώ να ζήσω;» Και στο τέλος, όταν η σταφίδα ήταν κιόλας στ’ αλώνια, έγραφε της Νόννας μου: «Αν δεν έλθης αμέσως, τα αφήνω όλα σύξυλα κι’ έρχομαι μαζύ σου…»