Laskaratos Andreas. Apanta, (Ekdotiki epimeleia Al. Papageorgiou kai A. Moschovaki, Prologos Grigoriou Xenopoulou)
 
tom. 1-3, Athina 1959. Ss. iz-ith
 
 
 
Τα «Μυστήρια» φάνηκαν το 1856. Έχουν υπότιτλο «σκέψες απάνου στην οικογένεια, στη θρησκεία και στην πολιτική» κι’ ειν’ ένα βιβλίο που και σήμερ’ ακόμα, σε πολλά του μέρη, μπορεί να θεωρηθή νεωτεριστικό, αλλά που για την εποχή του ήταν μια αληθινή επανάσταση. Αποτελείται από εντυπώσεις και παρατηρήσεις, δικές του ή της γυναίκας του, που κάθε φορά τις σημείωνε ο Λασκαράτος, έτσι όπως κρατεί κανείς ένα Ημερολόγιο, χωρίς σκοπό στην αρχή να τις δημοσίευση. Έπειτα, όταν ενόμισε πως η δημοσίευση θάταν ωφέλιμη στην κοινωνία της πατρίδας του, επιθεώρησε τα διάφορα αυτά άρθρα, — πάντα μαζί με την Κα Λασκαράτου, — τα τακτοποίησε, τα συναρμολόγησε, άρχισε σιγά-σιγά να τα τυπώνη· κι’ επιτέλους το περίφημο βιβλίο βγήκε, —ή καλύτερα, η μπόμπα έσκασε.
Εδώ ο Λασκαράτος δεν είναι πια ο φαιδρός σατυριστής του «Ληξουριού». Γελά ακόμα, αστειεύεται, σαρκάζει, γιατί αυτό είναι το φυσικό του, «να λέη την αλήθεια γελώντας»· αλλά και σοβαρεύεται, και λογικεύεται, και νουθετεί, και συμβουλεύει, και θυμώνει, και χτυπά, και καυτηριάζει. Είναι ο κοινωνικός παρατηρητής, ο φιλόσοφος, ο ηθικολόγος, ο θρησκευτικός μεταρρυθμιστής. Η κεφαλλονίτικη Οικογένεια του καιρού του δεν του αρέσει· θέλει μιαν άλλη, βασισμένη στην αγάπη, στην αρμονία των ψυχών κι’ όχι στο συμφέρο, στη βία και την τυραννία του αντρός. Θέλει το γάμο μόνο από αμοιβαία εκτίμηση και κλίση, με τη γυναίκα ισότιμη του αντρός, βοηθό με την ίδια πρωτοβουλία και με τα ίδια δικαιώματα στο σπίτι· δείχνει τρόπο οικιακής οικονομίας κι’ ανατροφής παιδιών· και παρουσιάζει ένα πρότυπο οικογένειας, «παράδεισο του οικογενειάρχη», τόσο σπάνιο το 1850 όσο και σήμερα, —όπως ήταν η δική του, η μοναδική.
Δεν του αρέσει επίσης η θρησκεία όπως την είχαν καταντήσει στις ημέρες του οι παπάδες, εκμεταλλευόμενοι την αμάθεια, τη δεισιδαιμονία και την τύφλωση του λαού. Και θέλει μια νέα θρησκεία, αγία, αγνή, καθαρή σαν την παλιά, την αληθινή χριστιανική θρησκεία, χωρίς προλήψεις, χωρίς είδωλα, χωρίς νηστείες, χωρίς θαύματα εικόνων και λαδιών απ’ τα καντήλια... Την ίδια τέλος ειλικρίνεια κι’ αγνότητα ζητεί κι’ από την Πολιτική, που πρέπει να επιδιώκη το γενικό, το αληθινό συμφέρο του τόπου και όχι το ατομικό των πολιτευομένων και των φίλων τους, όπως η ψευτοπολιτική του καιρού του —μόνο;—με τις δημοκοπίες και τις «φιλελευθερίες» διαφόρων αγυρτών.
Ο Λασκαράτος με τα «Μυστήρια» κρημνίζει και κτίζει. Αλλά είναι έξοχος προπάντων όταν κάνη το πρώτο. Η εικόνα του κεφαλλονίτη οικογενειάρχη, του άρχοντα όπως ήταν κατά τα μέσα ακόμα του περασμένου αιώνα· η φαιδρότατη αποκάλυψη των άλλου είδους «θρησκευτικών μυστηρίων» που έκαναν οι τότε παπάδες για να χρηματίζουνται και, τέλος, η γελοιογραφία του δημαγωγού Ριζοσπάστη και του αγγλοκόλακα Καταχθόνιου,—των δυο αντίθετων κομμάτων, που σε κανένα δεν εδούλευε ο Λασκαράτος,—αποτελούν ηθοσατυρικές σελίδες θαυμάσιες, που και σήμερα διαβάζουνται και θα διαβάζουνται πάντα με την ίδια απόλαυση. Μόνο στη γλώσσα, ακανόνιστη καθώς είπαμε κι’ ανακατωμένη, υστερεί αυτό το πεζογράφημα. Έχει όμως την αιώνια σφραγίδα ενός δυνατού, παρατηρητικού, φιλοσοφικού, σαρκαστικού πνεύματος, που με κάθε τρόπο ζητεί την αλήθεια. Σε κάθε εποχή, η αλήθεια είναι η ίδια και για την αλήθεια αγωνίστηκε ο Λασκαράτος εναντίον της ψευτιάς. Τα πρόσωπα, οι περιστάσεις περνούν· η ουσία, η Ιδέα μένει.
Απερίγραπτη είναι η εντύπωση που έκαμε η δημοσίευση των «Μυστηρίων». Περισσότερο από τους «δημαγωγούς» πολιτευόμενους, αγανάκτησαν και ξεσηκώθηκαν οι «παπάδες και οι παπαδανθρώποι» που κινδύνευε σοβαρά το εμπόριο τους. Αυτοί έκαμαν να πιστευθή πως ο συγγραφέας κυπά την ίδια τη θρησκεία του Χριστού, εξερέθισαν επικίνδυνα εναντίον του τον όχλο κι’ έπεισαν το Δεσπότη της Κεφαλληνίας, Σπυρίδωνα τον Κοντομίχαλο, ν’ αφορέση το «βδέλυγμα της ερημώσεως». Η 2 του Μάρτη, του 1856 είναι ημέρα ιστορική στη ζωή του Ανδρέα Λασκαράτου. Από το πρωί, οι καμπάνες όλων των εκκλησιών του νησιού κτυπούσαν νεκρικά και, κατά το μεσημέρι, διαβάστηκε ο αφορισμός με τη συνηθισμένη πομπή και παράταξη (μαύρα άμφια, μαύρα πισσωμένα κεριά κλπ.).
Ο όχλος αγρίεψε σε τέτοιο βαθμό, ώστ’ εκινδύνευε πια κι’ αυτή η ζωή του αφορεσμένου. Πού να ξεμυτίση έξω, αφού και πρωτύτερα κάποιος «παπαδάνθρωπος» τον είχε φτύσει κατά πρόσωπο στη μέση της αγοράς! Μα κι’ η Αστυνομία του παρήγγειλε να μείνη κλεισμένος στο σπίτι τον καμμιά σαρανταριά ημέρες, ως να κατευναστούν τα εξημμένα πνεύματα. Τότε ήταν που κινδύνεψε να πεθάνη της πείνας, με όλη του την οικογένεια, καθώς είπαμε αλλού. Σε λίγο, η ίδια Αρχή τον συμβούλεψε να εγκαταλείψη ολωσδιόλου την Κεφαλληνία. Ο Λασκαράτος συμμορφώθηκε· και τη νύχτα της 15 του Μάρτη, με τη βάρκα του Τοποτηρητή μπήκε στο βαπόρι που έφευγε για τη Ζάκυνθο.
Ύστερ’ από τρικυμισμένο ταξίδι, έφτασ’ εκεί ένα πρωί Κυριακής, την ώρα της λειτουργίας. Αλλά τα βάσανα του δεν είχαν τελειώσει. Μόλις ξεμπαρκαρίστηκε, δυο βαστάζοι κεφαλλονίτες που εγνώρισαν τον αφορεσμένο, έκριναν κι’ αυτοί χριστιανικά τους χρέος να τον φτύσουν. Κι’ ενώ μισοπεθαμένο απ’ τον κόπο και τον πόνο, τον οδηγούσαν στο φιλικό σπίτι όπου θα καθόταν, στις Ζακυνθινές εκκλησίες διαβαζόνταν δεύτερος αφορεσμός εναντίον του, αυτός απ’ το Δεσπότη Ζακύνθου, που, εθεώρησε καλό να σεγοντάρη τον κεφαλλονίτη συνάδελφό του. Ούτε στη Ζάκυνθο λοιπόν δεν μπόρεσε να μείνη! Κι’ ύστερ’ από πολλές μάταιες ενέργειες για να λυθή ο ζακυνθινός τουλάχιστο αφορεσμός, ο Λασκαράτος αναγκάστηκε να ζήτηση καταφύγιο στην Αγγλία και στις 9 του Απρίλη έφθασε στο Λονδίνο.
«Σε τούτη μου την περίσταση, —λέει σε μια από τις πιο εξαίσιες σελίδες της «Απόκρισης του στον Αφορεσμό»,—εγνώρισα δια πείρας εκείνο που είχα ακουστά έως τότες...εγνώρισα τη φύση τη θεϊκή της Συνείδησης και την άπειρη δύναμί της. Κατατρεγμένος απ’ όλην την κοινωνία, απαρατημένος απ’ όλους, δικούς και φίλους, οι οποίοι δεν ετολμούσανε να με σιμώσουνε αφορεσμένος ολούθες με το σήμασμα της καμπάνας· φτυσμένος εις το πρόσωπο και ξαναφτυσμένος, θεωρημένος απ’ όλους ωσάν προδότης· τρυπωμένος μέσα στο σπίτι μου και το σπίτι μου καμωμένο στα μάτια των ανθρώπων αναθεματούρι· τα παιδιά μου υβρισμένα και καταραμένα στους δρόμους· βγαλμένος μέσ’ από τον κόλπο της οικογένειάς μου και διωγμένος από χώρα σε χώρα...ήμουν απάνω απ’ όλα τούτα—και ήμουν ο Κύριος της κοινωνίας εκείνης. Η συνείδησή μου μ’ εσήκωνε ψηλά και ψηλάθε μου έδειχνε έναν άνθρωπον ασχημισμένον από τους άλλους ανθρώπους, επειδή έλαβε την γενναιότητα να τους ειπή την Αλήθεια!»
Η πεποίθηση πως ήταν και αυτός ένας από τους ευγενικούς μάρτυρες της Αλήθειας, τον έκανε να μη φοβάται τις καταδρομές, απεναντίας μάλιστα να τις θεωρή σαν κάτι αναπόφευκτο, απαραίτητο, συντελεστικό στην επικράτηση της αληθινής Ιδέας και να τις επιζητή. (Άλλως τε, καθώς θα ιδούμε παρακάτω, αυτός ήταν κι’ ο χαρακτήρας του). «Η αλήθεια χρειάζεται καταδρομές, —γράφει κάπου στο «Λύχνο» του, —όπως η ζωγραφιά χρειάζεται ίσκιους. Η Καταδρομή είναι ο δείχτης της Αλήθειας. Αλήθεια χωρίς καταδρομή είναι δύναμη χωρίς ώθηση· είναι πράγμα που μένει άνεργο, αμελημένο και γρήγορα λησμονιέται». Μπορούμε να προσθέσωμε πως δεν είναι ίσως ούτε Αλήθεια η καινούργια ιδέα που δεν εξεγείρει εναντίον της τον κόσμο και δεν αναγκάζεται να κάνη ένα δεινό αγώνα για να νικήση και να επιβληθή.