Zoras Georgios, O Ellinikos Romantismos kai oi Fanariotai
 
Athina 1975. Ss.172-176
 
 
 

δ) Ποιήματα ερωτικά-βακχικά

Ως όλοι οι ανήκοντες εις την Ρομαντικήν Σχολήν, τοιουτοτρόπως και ο Παν. Σούτσος έγραψεν πολλά ποιήματα ερωτικού και βακχικού περιεχομένου υπό την επίδρασιν του Χριστοπούλου, εις τον οποίον μάλιστα αφιέρωσε και μιαν ωδήν. Εις τα ποιήματα αυτά ο Παν. Σούτσος μιμείται τόσον πολύ την ποίησιν του Χριστοπούλου, ώστε δυνάμεθα να ομιλώμεν μάλλον περί διασκευές των ποιημάτων του τελευταίου.

Εις την ωδήν προς τον Αθανάσιον Χριστόπουλον, την οποίαν έγραψεν ο Σούτσος, όταν ο Χριστόπουλος απαγοητευμένος εκ της κρατούσης καταστάσεως εγκατέλειψε την Ελλάδα, ο ποιητής δικαιολογεί την αναχώρησιν αυτού, εκφράζει την λύπην του διότι η πατρίς θα στερηθή ενός τόσον μεγάλου ποιητού και διατυπώνει την ελπίδα ότι ο Χριστόπουλος θα επηρεάζη και μα­κρόθεν τα Ελληνικά Γράμματα.

Εις τα ερωτικά και βακχικά ποιήματα του ο Παν. Σούτσος, φαιδρός χαριτολόγος, ελαφρός, κομψός, υμνεί τον Έρωτα και τον Βάκχον και υπογραμμίζει την χαράν της ζωής. Τα χαρακτηριστικότερα εκ των ποιημάτων του είδους αυτού είναι ο «Ύμνος εις τον Έρωτα», «Η μονομαχία», «Η ποιητική φαιδρότης μου» και «Η αφροντισιά μου».

 

ε) Ποιήματα διαλογικά

Το σπουδαιότερον ποίημα της κατηγορίας αυτής είναι ο «Οδοιπόρος». Ως προς την μορφήν ο ποιητής θεωρεί τον Οδοιπόρον δράμα εις πράξεις πέντε. Εις την πραγματικότητα «Ο Οδοιπόρος» δεν είναι καθαρώς θεατρικόν έργον∙ μάλλον ως ποίημα διαλογικόν δύναται να θεωρηθή με μορφήν δραματικήν, αλλά χωρίς σκηνικήν πρόθεσιν. Δια τούτο ουδέποτε παρεστάθη, ούτε είναι δυνατόν να διδαχή ποτέ από σκηνής· Είναι ποίημα λυρικόν πλήρες πηγαίου λυρισμού, τον οποίον όμως πολλάκις καταπνίγει η απαισιόδοξος διάθεσις και ο ρομαντικός φόρτος.

Το θέμα είναι απλούστατον, στρέφεται δε περί τον έρωτα δυο νέων. Ως προς τον τρόπον αναπτύξεως ακολουθεί ο Παν. Σούτσος συνήθειαν της εποχής, κατά την οποίαν οι συγγραφείς και οι ποιηταί εν τη αναπτύξει ενός απλού ερωτικού θέματος εύρισκον την ευκαιρίαν να παρεμβάλουν εις το ποίημα ή το μυθιστόρημα τας σκέψεις των επί των σημαντικωτέρων εκδηλώσεων του πνεύματος, της θρησκείας, της τέχνης, της φιλοσοφίας, της επιστήμης, της πολιτικής κλπ. Εις τον «Οδοιπόρον» όμως υπάρχει η εξής διαφορά: η βάσις της τραγωδίας είναι αυτό τούτο το ερωτικόν στοιχείον, ο συγγραφεύς δηλ. δεν χρησιμοποιεί τον έρωτα ως βοηθητικόν μέσον δια να έκφραση κάτι βαθύτερον ή υψηλότερον, αλλά τον καθιστά κεντρικήν ιδέαν του ποιήματός του.

Τα πρόσωπα του έργου είναι πέντε: Ο Οδοιπόρος, του οποίου το όνομα είναι συμβολικόν σχετιζόμενον με την απαισιόδοξο περί ζωής αντίληψιν, καθ' ην ο άνθρωπος είναι «Οδοιπόρος εις το πανδοχείον της ζωής», η Ραλού, η αγαπημένη του Οδοιπόρου, η Ευφροσύνη, τροφός και σύντροφος της Ραλούς, πρόσωπον σύνηθες εις την αρχαίαν και μεσαιωνικήν τραγωδίαν (τροφός-νένα-βάγια), και δύο μοναχοί, ο Θεοδόσιος και ο Παΐσιος, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν τρόπον τινά την κοινήν γνώμην. Τόπος εξελίξεως του δράματος το Άγιον Όρος. Η υπόθεσις εν ολίγοις έχει ως εξής: Δυο νέοι ερωτευομένοι και ορκισθέντες αιωνίαν πίστιν, ο Οδοιπόρος και η Ραλού, αναγκάζονται να χωρίσουν μετά την έκρηξιν της Ελληνικής Επαναστάσεως, διότι ο Οδοιπόρος εθεώρησε ανώτερον το προς την πατρίδα χρέος από το χρέος της μνηστείας. Μετά το τέλος του πολέμου από μίαν ψευδή πληροφορίαν μανθάνει ότι η Ραλού απέθανε, και πλήρης θλίψεως ταξιδεύει εις πολλά μέρη δια να κατάληξη τελικώς εις το Άγιον Όρος, όπου αποφασίζει να μονάση. Εν τω μεταξύ η Ραλού ζη με την ανάμνησιν του αγαπημένου της, πιστεύουσα ότι την ελησμόνησεν. Εις την ψυχήν της παλεύει διαρκώς ο πόθος της εκδικήσεως δια την εγκατάλειψιν και ο άσβηστος έρως της δι' αυτόν. Μεταβαίνει και αυτή εν τη απελπισία της εις το Άγιον Όρος και γίνεται μοναχή. Ο Οδοιπόρος, όταν συναντήθηκαν, δεν αναγνωρίζει την Ραλούν, αλλά νομίζει ότι πρόκειται δια μιαν νέαν, η οποία ομοιάζει πολύ προς την αγαπημένην του. Η Ραλού, αντιθέτως, αναγνωρίζει αυτόν αμέσως και, πιστεύουσα ότι προσπαθεί να την αποφυγή, προσποιούμενος ότι δεν την γνωρίζει, αποφασίζει να εκδικηθή. Εμφανίζεται έμπροσθεν του ως φάντασμα της δήθεν νεκρής Ραλούς, του ομιλεί δια την αγάπην των και τελικώς τον κατηγορεί δια την αστάθειάν του και την προδοσίαν του έρωτος των. Ο Οδοιπόρος νομίζων ότι κάποια ανωτέρα δύναμις τον καταδιώκει, τρελλαίνεται και αυτοκτονεί, η δε Ραλού, συγκινηθείσα από την πίστιν και την αφοσίωσίν του, ακολουθεί αυτόν εις τον θάνατον.

Ως βλέπομεν, το θέμα είναι καθαρώς ρομαντικόν. Ευρίσκομεν εις αυτό συνυφασμένα όλα τα συνήθη ρομαντικά θέματα, τον πόθον της ερημίας, το πάθος της φυγής, την ερωτικήν θλίψιν, την αγάπην προς την πατρίδα και τον Θεόν κ.λπ. Ακόμη ρομαντικώτεραι είναι αι εικόνες του ποιήματος: νυκτεριναί συναντήσεις, μελαγχολικά ημίφωτα και σεληνόφωτα, θύελλαι και τρικυμίαι, εκκλησίαι, θλιβερά κωδωνοστάσια, απαισιόδοξοι παρομοιώσεις της ζωής προς πράγματα εντελώς πρόσκαιρα και άνευ σκοπού κ.λπ. Γενικώς, όχι μόνον το περιεχόμενον είναι ρομαντικής νοοτροπίας, αλλά και το ύφος του ποιήματος έχει όλα τα χαρακτηριστικά της ρομαντικής τεχνοτροπίας, περί των οποίων ήδη ωμιλήσαμεν , κατά κόρον χρήσιν θαυμαστικών και αποσιωπητικών, πάμπολλα αντίθετα, κουραστικάς επαναλήψεις εικόνων και νοημάτων, στόμφον και ρητορείαν, πλατυασμούς κ.λπ. τα οποία ψυχραίνουν την σχετικήν συγκίνησιν, την οποίαν θα ηδύνατο να προκαλέσει το ποίημα τούτο εις τον αναγνώστην. Ως προς την γλωσσικήν μορφήν του «Οδοιπόρου» παρατηρούμεν, ότι αυτή κατά τας διαφόρους εκδόσεις του ποιήματος (πρώτη τω 1831, ην ήκολούθησαν αι του 1842, 1851 , 1864) εξελίσσεται παραλλήλως προς την εξέλιξιν των γλωσσικών πεποιθήσεων του Παν. Σούτσου∙ αρχικώς είναι σχετικώς απλή, διατηρούσα ακόμη κάπως την επαφήν της προς την ομιλουμένην, βαθμηδόν δε μετατρέπεται εις αρχαΐζουσαν. Παραλλήλως ο Σούτσος, προσπαθών να πλησίαση όσον το δυνατόν περισσότερον τας κορυφάς του ιδεατού Παρνασσού, επιμελείται και της ποιητικής μορφής του «Οδοιπόρου», προσπαθεί να τον καταστήση ποιητικώτερον και εις πολλά σημεία το επιτυγχάνει.

Παρά τα πολλά ελαττώματά του το ποίημα αυτό εγνώρισε την μεγαλυτέραν από απόψεως αναγνωστικού κοινού επιτυχίαν εξ όλων των ελληνικών φιλολογικών έργων. Πάμπολλοι στίχοι του «Οδοιπόρου» έζησαν και μετεδίδοντο από γενεάς εις γενεάν , εγράφοντο εις τα λευκώματα, εμελοποιούντο εις μουσικήν μελοδραμάτων της εποχής εκείνης. Πάντως δεν δυνάμεθα να θεωρήσωμεν ως σημαντικήν την καλλιτεχνικήν αξίαν αυτού εκ της μεγάλης διαδόσεώς του. Αλλά δεν δυνάμεθα παραλλήλως να αρνηθώμεν, ότι υπάρχουν εις το ποίημα αυτό ωρισμένα μέρη, τα οποία αντέχουν εις την κριτικήν και τα οποία δεικνύουν την ύπαρξιν γνησίου ποιητικού ταλάντου εις τον Παν. Σούτσον. Αν είχεν άλλο ύφος, πολλοί στίχοι του ίσως θα ήσαν υπόδειγμα εις την Νεοελληνικήν Ποίησιν. Ωραία είναι π.χ. η κατά την ρομαντικήν νοοτροπίαν παρουσίασίς της ζωής του Οδοιπόρου:

Αυτό βλέπεις το ποτάμι

όπου τρέχει θολωμένο;

αυτό βλέπεις το καλάμι

το ξερό και κυρτωμένο;

Εγώ είμαι το καλάμι,

το ποτάμι είν'η ζωή μου

και το μέλλον μου οι άμμοι

της ξηράς αυτής έρημου.

Πολύ ωραία, ίσως η ωραιοτέρα εις την νεοελληνικήν ποίησιν, είναι και η περιγραφή του μεγαλείου του Αγίου Όρους:

Κρυσταλλωμένε Άθωνα. το ύψος σου θαυμάζω,

και βλέπων σε την δεξιάν του πλάστου σου δοξάζω.

Το φως λαμβάνει τ'ουρανού η κορυφή σου πρώτη

και εις του Άδου φθάνουσιν οι πόδες σου τα σκότη.

Διάδημ' άδαμάντινον το μέτωπον σου στέφει∙

τα δάση έχεις ζώνην σου και κόμην σου τα νέφη.

Καθώς ο πρώτος άνθρωπος της κτίσεως αρχαίος

συ πρώτος έλαβες ζωήν και θέλεις τελευταίος

προσφέρει τον αυχένα σου στον αιμοβόρον χρόνον.

Να τρέχη βλέπεις υπό σε η κόνις των αιώνων∙

κατακλυσμός δεν έλουσε το μέγα μέτωπό σου∙

ασπάζεται η θάλασσα τας άκρας των ποδών σου·

Γενικώς η ποίησις του Παν. Σούτσου εις τον «Οδοιπόρον», όταν ευρίσκεται μακράν του τραγικού, εμφανίζει σημαντικήν αξίαν∙ όταν όμως επιζητή την τραγικότητα, τότε καταντά εις το γελοίον. Λέγει π.χ. η Ραλού αποσπωμένη από του νεκρού του αγαπημένου της:

Το φως μου εσβύσθη,

το παν εσκοτίσθη∙

σηκώσατέ με,

βαστάξατέ με.

Η λύπη κόπτει τα ήπατά μου∙

με φέρει φλόγας το φόρεμά μου

επάρατέ το…

αφήσατέ το…

Φαιδρούς θέλω τόπους,

σκληροί, άφετέ με…

Τι κάμνετ'; ελάτε,

πού πάτε; πού πάτε;

Λαλείτε, λαλείτε,

θρηνείτε, θρηνείτε…

Σιγάτε! Σιγάτε!

κλαυθμούς, μ' αποσπάτε…

Δια πολλών άλλων αναλόγων σφοδρών συγκρούσεων αντιθέτων ψυχικών καταστάσεων και δια των επαναλήψεων προσπαθεί ο ποιητής να εντυπωσιάση τον αναγνώστην, άλλα δυστυχώς εις τα περισσότερα μέρη η αισθητική απόλαυσις είναι πολύ μικρά.

Ο «Οδοιπόρος» τελειώνει με τους εξής χαρακτηριστικούς της ρομαντικής νοοτροπίας στίχους, υπό των μοναχών μετά τον θάνατον των πρωταγωνιστών λεγομένους, οι οποίοι κατέστησαν πασίγνωστοι, ζουν ακόμη και σήμερον:

Το άνθος μαραίνεται,

το φύλλον ξηραίνεται,

ο κόσμος περνά,

και μόνον ο θάνατος

επλάσθη αθάνατος

αυτός δεν γερνά.