Terzakis Aggelos, Constantinos Theotokis
 
 
Bibliothèque de base No 31, Maison d'édition Zacharopoulos, Athènes 1955, Pg.20-22
 
 
Πάνω από τον «Κατάδικο»—το ένα από τα δυο ωριμότερα δηγήματα του Θεοτόκη — πλανιέται, αόριστα, μια κατηγορία : Πως το έργο τούτο, στη βάση του, δεν έχει γνησιότητα, πως απηχεί ξένες, και συγκεκριμένα τολστοϊκές αντιλήψεις, τη «μη αντίσταση στο κακό» κλπ. Το γενικό του πνεύμα, πραγματικά, φαίνεται να δικαιολογεί μια τέτοιαν υποψία. Ο συγγραφέας, εδώ, δεν κρατάει πια την ενεργητική εκείνη κοινωνική στάση που του γνωρίσαμε άλλου. Η καταγγελία που διατυπώνει έμμεσα με το μύθο του και με την ψυχολογία των προσώπων, δεν άφορα μιαν ορισμένη κοινωνική τάξη ή ένα ορισμένο καθεστώς. Είναι μια διαμαρτυρία διάχυτη και φιλοσοφική, που βάφεται από την απαισιοδοξία ενός σκεπτικισμού περιώδυνου. Ο Τουρκόγιαννος, πλάσμα αγαθό και άκακο, θετικά καλό, συντρίβεται από την κτηνώδη αντίδραση της ζωής, που, αυτή, υπακούει σ' άλλους, ενεργητικούς νόμους. Η αγιοσύνη, το χριστιανικό πνεύμα, βρίσκονται έξω από το νόημα της, και, κατά συνέπεια, αποτελούν μιαν αντινομία. Και είναι μεν αλήθεια πως η ανώτερη ηθική του Τουρκόγιαννου εκδηλώνεται με τρόπο υπερβολικά παθητικό,
σχεδόν νοσηρό, έτσι που να τον καταδικάζει προκαταβολικά κι' αυτονόητα να βγει νικημένος, το κοσμοθεωρητικό Όμως συμπέρασμα του συγγραφέα, — όπως διαφαίνεται τουλάχιστον δίνει την εντύπωση να είναι διάφορο. Ο «Κατάδικος» απομένει έργο συνειδητά απαισιόδοξο, κι' από την άποψη τούτη ο τίτλος του κρύβει μια γενικότητα δηλωτική. Δεν είναι ο συμπτωματικά καταδικασμένος, σε μιαν ειδική περίπτωση δικαστικής πλάνης άτυχος άνθρωπος. Είναι ο καταδικασμένος μοιραία από τη ζωή, ο παρίας της, σύμφωνα με μιαν αναγκαιότητα αναπόδραστη, αδυσώπητη, κι' αδιάφορη προς κάθε ηθική προσταγή, αφού κι' εκείνη, με τη σειρά της, βρίσκεται έξω από τους σκληρούς ζωικούς νόμους.
Το κεντρικό πρόσωπο του έργου, τον Τουρκόγιαννο, ο συγγραφέας το έχει πλάσει με ζωηρή αναπαραστατική δύναμη. Μας τον επιβάλλει με την ψυχολογία του περισσότερο, την ιδιότυπη, παρά με την εξωτερική του στάση. Έτσι μοιάζει να τον συνέλαβε κι' ό ίδιος, σα μια ψυχή παράδοξα σεραφική, σχεδόν έξω του κόσμου τούτου. Για το λόγο τούτο, η παρατήρηση του κ. Τ. Αθανασιάδη, πως ο τύπος αυτός μας έχει δοθεί μ' εξωτερικές ασυνέπειες, προτού ακόμα περάσει από το συνθετικό χωνευτήρι, διατηρεί την κριτική της αξία, άσχετα με το αν δεν γίνεται αντιληπτή από τον κοινό αναγνώστη. Την ψυχολογική ιδιοτυπία του κεντρικού του ήρωα ο Θεοτόκης μας τη δικαιολόγησε προκαταβολικά με τρόπο δεξιότατο : Ο Τουρκόγιαννος: δεν είναι τύπος συνηθισμένος του ελληνικού χωριάτικου περίγυρου. Δεν αποτελεί ηθογραφικήν αξία. Είναι ό γιός μιας χριστιανής αρβανίτισσας, κοινωνικά διασυρμένης κι' ενός Τούρκου, — ψυχή ξένη, παράδοξη, μυστική. Κάτι σαν κληρονομικό στίγμα, η διασταύρωση παράταιρων αιμάτων, μοιάζει να του προκαθορίζει τη μοίρα του και να τον παρακολουθεί παντού. Η καταγωγή αυτή του Τουρκόγιαννου παίζει εδώ το ρόλο περίπου της επιληψίας στον πρίγκηπα Μίσκιν. (Ντοστογιέφσκη : «Ο Ηλίθιος»). Τον τοποθετεί έξω από το κοινό μέτρο, χωρίς και να του κόβει ουσιαστικά τους ανθρώπινους δεσμούς. Ο κατάδικος αυτός έχει το προνόμιο να κάνει πράξεις και να έχει σκέψεις που θα έμοιαζαν απίθανες αν είχαν για υποκείμενο οποιονδήποτε άλλον έξω από αυτόν τον ίδιο.
Οι άλλοι χαρακτήρες του έργου, ο Αράθυμος, ο Πέπονας, η. Μαργαρίτα, δεν προορίζονται από το συγγραφέα για αξίες αυτοτελείς. Συντρέχουν στον ποικίλο φωτισμό του κεντρικού ήρωα, που εκφράζει το δράμα. Έχουν πειστικότητα και συνεπεία, προσγειώνουν το θέμα, τα συνδέουν με τη ζωική αλλά και την ιδιαίτερα τοπική πραγματικότητα. Στην όλη αυτή διαβάθμιση των αξιών, στις φωτοσκιάσεις τους, στο ξετύλιγμα και τη δραματική κίνηση του μύθου, ο Θεοτόκης έχει δειχτεί τεχνίτης όχι συνηθισμένος. Υπάρχει μια ισορρόπηση των αρχιτεκτονικών όγκων στον «Κατάδικο», μια ενάργεια στην αφήγηση, ένας χρωματικός πλούτος, αλλά και σύγκαιρα μια λιτότητα μέσων, που προδίνουν αμέσως τον αυθεντικό πεζογράφο. Οι αδυναμίες του βρίσκονται άλλου, προπάντων άμα τον συγκρίνει κανένας με τον «Καραβέλα». Είναι οι αντίχτυποι της ιδιοτυπίας που χαρακτηρίζει την αρχική σύλληψη : Τα γονατίσματα των προσώπων αναμεταξύ τους, οι απότομες κι' όχι πάντα δικαιωμένες πειστικά μεταπτώσεις τους, κάτι το ηθελημένο και το «φιλολογικό». Την αδυναμία τούτη αποκορυφώνει η μεταστροφή του Πέτρου Πέπονα στο τελευταίο κεφάλαιο του έργου. Ή κάθαρση, εδώ, δεν υπαγορεύεται τόσο από την ψυχολογική αναγκαιότητα, όσο από την ηθικολογική τάση του συγγραφέα. Στον «Κατάδικο», την έφεση προς τη ζωική αλήθεια την καταβάλλει, συνολικά, ή ιδεοκρατική πρόθεση του λογοτέχνη. Η άμεση κι' αδρή αίσθηση της πραγματικότητας υποχωρεί ή κρύβεται κάτω από το μανδύα ενός προσχηματικού ρεαλισμού. Ο «Κατάδικος» είναι η ρεαλιστική εκτέλεση μιας ρωμαντικής σύλληψης.
Κι' έτσι όμως, και με τα ελαττώματα του, το διήγημα αυτό μένει ένα από τα κορυφαία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Το νύχι του λιονταριού έχει αποτυπωθεί σε πολλά του σημεία. Ο Τουρκόγιαννος ζει, όχι βέβαια σαν τύπος αντιπροσωπευτικός, αλλά σαν τύπος λογοτεχνικός, εμφορημένος από όλη τη θέρμη μιας ψυχής που ενσάρκωσε σ' αυτόν ένα ανθρώπινο δράμα. Είναι μια συνείδηση. Ή παρουσία του εμπλούτισε το φτωχό μας πάνθεο χι' ενέγραψε μια νίκη.