Aggelatos D., "Question d'éthique poétique: suggestion d'interprétations à propos de Montis"
 
 
I lexi (Rétrospective) 1999, Pg.408-412
 
 
1. Θα ήθελα να ξεκινήσω με μια διευκρίνηση για τους όρους που συνθέτουν το παρόν κείμενο και δηλώνονται στον τίτλο του· αναφέρομαι κυρίως στην ποιητική ηθική, όρο που συνηθίσαμε να συνδέουμε με το γνωστό βιβλίο του Δ.Ν. Μαρωνίτη για τον Άρη Αλεξάνδρου, τον Μανόλη Αναγνωστάκη και
τον Τίτο Πατρίκιο.
Ασφαλώς και δεν με απασχολεί αν ο ποιητής Κώστας Μάντης, ή γενικότερα κάθε ποιητής, έχει «χρηστή» κοινωνική συμπεριφορά (αυτό συνήθως επιβάλλεται σε καιρούς εξαναγκασμού), και φρόνιμα, την κάνει παντιέρα της ποίησής του, για να «διαπαιδαγωγήσει», σωστότερα: να κατευθύνει το κοινό του. Η ηθική στην αντίληψη που διατρέχει το παρόν κείμενο, αφορά στον τρόπο με τον όποιο η ανθρώπινη σοφία συσσωρεύεται εκρηκτικά στους στίχους της ποίησης· στον τρόπο δηλαδή με τον όποιο οι στίχοι αναδεικνύουν σχεδόν εξ επαφής το βάθος των ανθρώπινων πραγμάτων, χωρίς να χρειάζεται να εξηγήσουν ή να πείσουν γι' αυτό τον αναγνώστη, μιας και με την απρόσμενη (κάποτε φαινομενικά παράδοξη) εμφάνιση τους, του δίνουν κλονίζοντας τις αναμονές και τις βεβαιότητες, το περιθώριο να φέρει στην επιφάνεια και να επαναδραστηριοποιήσει ξεχασμένες ή απωθημένες σημασίες και αξίες λέξεων, να βαθύνει το πεδίο όρασης και δράσης του.
Η ποίηση και οι διατυπώσεις της παίρνουν έτσι άλλο χαρακτήρα· διανοίγουν μια ηθολογική, μοραλιστική προοπτική και ο ποιητής τέμνοντας με μια κίνηση (ένας, δύο στίχοι) τη δική του εποχή, το δικό του χρόνο, αποκαλύπτει τα βαθιά νήματα που συνέχουν από καταβολής κόσμου τη ζωή και τα ανθρώπινα: «(Έρση που είναι τα παιδιά;)». Αυτό το ποίημα (Αγνώστω ανθρώπω, 1968) μπορεί να αποτελείται από μιαν απλή ερώτηση, την απλούστερη ίσως ερώτηση που απευθύνει ένας πατέρας (:ο ομιλητής) στη σύντροφό του (το όνομα της μητέρας), θέλοντας να μάθει που πράγματι βρίσκονται τα παιδιά (εδώ / τώρα / στο σπίτι /έξω)· μπορεί όμως την ίδια στιγμή η ερώτηση να φτάσει να γίνει η βαθύτερη αγωνία για το τι είναι ικανά να κάνουν τα παιδιά (αργότερα / αλλού / μόνα τους / με τους γονείς / για τους γονείς), όλα τα παιδιά.
Η ποίηση αυτού του είδους αποκτά ένα ανθρωπολογικό και ανθρωπογνωστικό βάρος, ευθέως δυσανάλογο με τη φόρμα της· όλα θα ειπωθούν για εκείνους που θα θελήσουν μετά την αιφνιδιαστική είσοδο τέτοιων ποιημάτων στη ζωή τους, να πάνε για τα βαθιά, ή όπως το θεματοποιεί το δίστιχο του Μόντη: «Δε σηκώνονται αυτά απ' το πάτωμα, αυτά πρέπει να γονατίσεις για να τα διαβάσεις» (ο.π.). Η ανθρώπινη σοφία λοιπόν, οι τύποι λόγου της (από τη μικρο-διήγηση, την ερώτηση και το οιονεί σύνθημα μέχρι το απόφθεγμα) και η διείσδυση της στην ποίηση· ναι, με ποιαν όμως μορφή; με τη μορφή των μονόστιχων και δίστιχων κυρίως ποιημάτων, είδος το οποίο γίνεται η αιχμή του δόρατος της ποιητικής τέχνης του Κώστα Μόντη, από τις Στιγμές του 1958 και μετά, η οποία τον φέρνει σε ανάλογο δρόμο με σημαντικούς μεταπολεμικούς ποιητές, όπως, για να μείνω σ' ένα μόνο παράδειγμα, του Μανόλη Αναγνωστάκη.

2. «Όταν χαμογελά / η αυγή ξεχνά το σάνταλό της», «Ποιος θα μας ξαναδώσει εκείνο το Σαββατόβραδο / πούχε μπροστά του την Κυριακή;», «Εμείς δε ζούμε τη ζωή, παιδιά, / την περιηγόμαστε», «Το σκοτάδι είν' η βάση», «Το σκοτάδι είν' αυτόφωτο, / το φως δεν είναι» (Ποίηση Κώστα Μόντη, 1962), «Ο ουρανός αποχρωματιζόταν / για ν' αντιγράψει τα μάτια της» (Γράμμα στη Μητέρα κι άλλοι στίχοι, 1965), «Πώς γίνεται ακόμα και τα ένστιχτα ν' απελπίστηκαν μαζί μας;», «Ήταν μια απρόσεχτη άνοιξη / που άφηνε όπου τύχαινε τα πράγματά της», «Περίεργο πράγμα η καρδιά. / Όσο τη σπαταλάς τόσο περισσότερη έχεις» (Αγνώστω ανθρώπω, 1968), «Μην αφήνετε τα όνειρα να μονιμοποιούνται», «Όταν η θάλασσα ξαναβρεί τον εαυτό της» (Εξ ιμερτής Κύπρου, 1969), «Υπερασπιστές των σκιών, λοιπόν;» (Εν Λευκωσία τη..., 1970), «Δεν κρατάν νερό για τον εαυτό τους οι κορφές», «Διπλοφορεμένη, τριπλοφορεμένη ζωή» (Και τοτ' εν ειναλίη Κύπρω..., 1974).
Στίχοι που αιφνιδιάζουν θα 'λεγε κανείς με την ακεραιότητά τους, ίσως σωστότερα: με την ακεραιότητα και τη γυμνότητά τους, γιατί τι άλλο προσφέρουν στον αναγνώστη (ας τον υποθέσουμε σημερινό και «ειδοποιημένο») παρά μια έννοια συμπαγή, που δεν χρειάζεται δηλαδή αυτή καθεαυτή ως ποιητική ενότητα άλλα συμπληρώματα, επιπλέον, ας πούμε λέξεις ή στίχους; Έννοιες λοιπόν με αυτάρκεια, η ανάπτυξη των οποίων σε περισσότερους στίχους, σε κατά το μάλλον ή ήττον «κανονικά» (εντός συμβατικών εισαγωγικών βεβαίως, για να συνεννοούμαστε) ποιήματα, θα οδηγούσε ενδεχομένως σε συνθετικότερες μορφικές και αφηγηματικές κατακτήσεις, θα χανόταν ωστόσο το ιδιαίτερο στίγμα τους και μαζί η ιδιαίτερη αναγνωστική επενέργεια τους.
Οι στίχοι αυτοί κομματιάζουν το χώρο και το χρόνο του ανθρώπινου βίου, όχι για να τον αποδώσουν αργότερα σε κάποια τυποποιημένη, αφυδατωμένη εκδοχή (παλαιότερα και σήμερα αυτό λεγόταν και λέγεται μεταφυσική), αλλά για να αποκαλύψουν μέσα από τα περιστατικά, τα συμβεβηκότα, τις Στιγμές, που τους συνιστούν, βαθύτερους αρμούς μιας πολύ οδυνηρά ξανακερδισμένης ενότητας· ακριβώς: της ενότητας που μόνο αυτές οι στιγμές προσπορίζουν, αφού μόνον έτσι, μέσα από το μερικό, το λίγο που κινδυνεύει ανά πάσα. στιγμή να χαθεί ως περιττό και να ξεχαστεί, κερδίζεται ο άνθρωπος (αυτή την ενότητα αποφασίζει να κερδίσει ποιητικά ο Μόντης με τις Στιγμές του και έκτοτε συνεχίζει): «Ποιος μας κομμάτιασε τη συνέχεια / ποιος μας τεμάχισε τις ώρες, ποιος μας διέσπασε τις στιγμές;» και «Αυτές οι στιγμές που μόλις τελειώσουν τις παίρνει ένα χέρι και τις πετά / χιλιάδες μίλια μακριά« (Στιγμές, 1958).
Έτσι κερδίζεται το ανθρώπινο πρόσωπο που απειλείται να χάσει ο, τι το συνιστά, την τριβή δηλαδή με τους άλλους, την τριβή των στιγμών («Και γύρω σου οι άνθρωποι χωρίς ανθρώπους», ο.π.), πόσο μάλλον αφού όλα, αρχής γενομένης από τη γραμματική εστιάζονται στο πρώτο πρόσωπο: «Φτιάξαμε τα ρήματα ν' αρχίζουν με το πρώτο πρόσωπο, / φτιάξαμε τις γραμματικές ν' αρχίζουν με τις προσωπικές αντωνυμίες» (Ποίηση του Κώστα Μόντη, 1962), το όποιο μένει εξακολουθητικά αδιερεύνητο: «Τελειώσαμε. Από εδώ και πέρα αρχίζει ο άνθρωπος. // Σύμφωνοι, μ' από που αρχίζει ο εαυτός μας; / Τα συγχίσαμε» (ο.π.).
3. Ας δούμε όμως πρώτα το ζήτημα των μορφών και μετά της λειτουργίας των παραδειγμάτων στίχων-ποιημάτων, που απομονώσαμε (αυθαίρετα και εκλεκτικά, είναι αλήθεια) λίγο παραπάνω. Έχουμε: α) μικρό-διηγήσεις (εστίαση στο επιμέρους, ανεξάρτητα από το τι θα υπήρχε πριν και τι μετά σε μιαν αφηγηματική ενότητα· δεν ενδιαφέρει συνεπώς γιατί ήταν απρόσεχτη η άνοιξη ή που θα κατέληγαν τα πράγματα της που άφηνε εδώ κι εκεί, όπως δεν ενδιαφέρει τι θα γινόταν το σάνταλο της αυγής, ή ακόμα τι πράγματι θα γινόταν όταν η θάλασσα θα ξανάβρισκε τον εαυτό της)· β) ερωτήσεις εις εαυτόν, που προϋποθέτουν συλλογικές στάσεις, γι' αυτό και διατυπώνονται σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο· γ) αποτρεπτικές απευθύνσεις που παίρνουν τη μορφή του συνθήματος, έτσι όπως θα μπορούσε αίφνης κανείς να τις ακούσει κοφτά και ρυθμικά τη μια μετά την άλλη, από τα μεγάφωνα μιας διαδήλωσης ή να τις διαβάσει στους τοίχους ενός εξεγερμένου πανεπιστημίου· δ) αποφθεγματικός τύπος λόγου.
Διατυπώσεις, θα λέγαμε επιγραμματικά, που διεκδικούν με την οικονομία των μέσων τους να γίνουν δυναμικές εκφορές, να συμπεριλάβουν δηλαδή (και να εκφράσουν, εννοείται) τα κάθε φορά ομιλιακά, χωρο-χρονικά συμφραζόμενα, να είναι μ' άλλα λόγια συνεχώς εν ενεργεία, ή, για να χρησιμοποιήσω ορούς της θεωρίας της λογοτεχνίας, που διεκδικούν εκτός από γραφή να είναι και φωνή, να μπορούν έτσι να «απαντούν» κάθε φορά που θα τους τίθεται η νέα ερώτηση, και να «απαντούν» σοφά, δεδομένου ότι οι λέξεις καθώς διατρέχουν το χώρο και το χρόνο, όντας διατοπικές και διαχρονικές (όχι αιώνιες· υπάρχει μεγάλη διαφορά), φέρουν μέσα τους δυνάμει (όποιος είναι αρκετός μπορεί να «γονατίσει» και να διαβάσει - ο Σολωμός έλεγε «να υψωθεί κατακόρυφα») όλες τις απαντήσεις που δόθηκαν ως τη στιγμή που κάποιος θα ξαναρωτήσει.
Η ακαριαία, γυμνή διατύπωση δείχνει αποτελεσματικότερα σε κάθε νέα χρήση της, σε κάθε νέα ανάγνωση της το βάθος πεδίου της, τις συσσωρευμένες σημασίες και αξίες όλων των προηγούμενων χρήσεων του λεκτικού της υλικού· αποτελεσματικότερα: λόγω της οικονομίας των μέσων και του κοινού τους, αναγνωρίσιμου τύπου (του πρωτογενούς, σωστότερα, ειδολογικού τους περιεχομένου), παράγοντες δημιουργίας ενός κλίματος οικειότητας μεταξύ αυτών και των δυνάμει αναγνωστών τους.
Αυτή η ζώνη επαφής όμως θα δοκιμαστεί από την ανοίκεια αύρα των πολυχρησιμοποιημένων λέξεων, από την έκπληξη και τον αιφνιδιασμό του αναγνώστη, που ξέρει αίφνης καλά τον τύπο της ερώτησης (ένα πρωτογενές είδος λόγου) και καλύτερα τι σημαίνει το Σάββατο και η Κυριακή (τις ζει και έχει διαβάσει ποιήματα γι' αυτές τις αμφίπλευρες και εκρηκτικές στην ποιητική μυθολογία μέρες), δεν έχει όμως αντιμετωπίσει εκείνο ειδικά το Σαββατόβραδο που είχε μπροστά του την Κυριακή: «Ποιος θα μας ξαναδώσει, εκείνο το Σαββατόβραδο / πούχε μπροστά του την Κυριακή;»· εκείνο λοιπόν το συγκεκριμένο χαμένο Σαββατόβραδο, κομμάτι, ή μάλλον στιγμή της ζωής, εκδιπλώνει για τον αναγνώστη που θα το «ρωτήσει» αθέατες εκ πρώτης όψεως περιοχές, σημασίες, τρόπους θέασης και αντίληψης του κόσμου, μιαν ενότητα ζωής και αξίες, αφού άλλο πράγμα είναι το Σαββατόβραδο που το ακολουθεί η Κυριακή, και άλλο το Σαββατόβραδο που έχει μπροστά του την Κυριακή (τό πρώτο πιθανόν και να μην χάθηκε, ίσως γιατί δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, με το δεύτερο όμως τα πράγματα αλλάζουν δραματικά - επί της ουσίας δραματικά, εννοείται).
Η διελκυστίνδα οικειότητας - έκπληξης για τον αναγνώστη λειτουργεί σε ποικίλα πεδία· θα αναφερθώ παραδειγματικά και μόνο στους στίχους που, ακέραια ποιήματα το κάθε ένα, εντάσσονται σε μια ενότητα με τον τίτλο «Θέματα για περιγραφές» (Γράμμα στη Μητέρα κι άλλοι στίχοι, 1965). Παραθέτω: «Η θάλασσα άνθιζε μέρα», «Ο ουρανός έπεφτε μπρούμυτα στην άσφαλτο», «Μυρίζεις εικοσιτετράωρο», «Είχαμε έναν ανήφορο βοδιού», «Η άνοιξη μελετούσε τη διαρρύθμιση του χώρου, / την κατανομή των στίχων της», «Κ' η καμπάνα να ψιχαλίζει Χριστό», «Την ώρα της στάχτης». Θα έλεγα λίγο πιο τολμηρά ότι αυτές οι «περίγραψες» είναι μάλλον τίτλοι ποιημάτων, που καλούμαστε να διαβάσουμε σαν ένα ακέραιο γυμνό ποίημα-γεγονός, που δεν είναι δυνατόν να οριστικοποιηθεί αναπτυσσόμενο σε σύνθεση στίχων, που είναι συνεχώς υπό διαμόρφωση, εν προόδω: ο αναγνώστης δεν έχει παρά να ρωτήσει.

4. Μια οικεία ζωή (:«Διπλοφορεμένη, τριπλοφορεμένη ζωή») με οικεία διατύπωση αποκαλύπτει αθέατες ζώνες, βαθύτερες όψεις, προσφέρει τη σοφία της, αναστατώνοντας ταυτόχρονα τον καταστατικό χάρτη των ποιητικών ειδών: τα μονόστιχα και δίστιχα ποιήματα του Μόντη, ώριμος καρπός της καρυωτατικής «ταπεινής τέχνης χωρίς ύφος», αναδεικνύουν εκείνο το νέο είδος ποίησης (τό όνομά του εκκρεμεί) που διακρίνουμε στα ποιήματα του Μανόλη Αναγνωστάκη (με την εμβληματική λειτουργία του «Όλο και πιο γυμνά...» στη Συνέχεια 3) και θεματοποιείται στο Περιθώριο '68-'69 με τη φράση: «Οι τίτλοι στα "Περιεχόμενα" άμα τους διάβαζες στη σειρά, φτιάχναν ένα καινούριο ποίημα, το πιο όμορφο ποίημα, χωρίς λόγια περιττά, χωρίς φιλολογία, χωρίς φτιασίδια».
Το ΥΓ καθίστα ευκρινή την υφολογική γραμμή που ενώνει τον Καρυωτάκη, τον Μόντη και τον Αναγνωστάκη: την ταπεινή τέχνη χωρίς ύφος και το ηθολογικό βάθος πεδίου της.