Zoras Georgios, O ellinikos romantismos kai oi Fanariotai
 
Athina 1975, sel. 287 - 289
 
 
 

                Ο Γεώργιος Ζαλοκώστας εγεννήθη εις το Συρράκον της Ηπείρου τω 1805, όταν εδέσποζεν ακόμη εις την περιοχών αυτήν ο Αλή Πάσας. Ο πατήρ του Χριστόδουλος αρνηθείς να καταβάλη εις τον τύραννον τους αυθαιρέτως υπ’ αυτού ορισθέντας φόρους, υπέπεσεν εις την δυσμένειαν αυτού, υπέστη δήμευσιν της περιουσίας του και ηναγκάσθη να εκπατρισθή (1814) εις το Λιβόρνον της Ιταλίας μετά, της συζύγου του και των τέκνων του Νικολάου και Γεωργίου. Eκεί ο Γεώργιος μετά το πέρας των εγκυκλίων μαθημάτων ήρχισε να σπουδάζη την ιατρικήν, ασχολούμενος παραλλήλως και με την ζωγραφικήν. Με την έκρηξιν της Ελληνικής Επαναστάσεως η οικογένεια Χρ. Ζαλοκώστα επανήλθεν εις την Ελλάδα και εγκατεστάθη εις τον Πύργον της Ηλείας, εκείθεν δε οι δύο αδελφοί μετά τον θάνατον των γονέων των φλεγόμενοι από τον πόθον της ελευθερίας έλαβον τα όπλα ανά χείρας και έσπευσαν εις το κινδυνεύον Μεσολόγγιον, όπου επολέμησαν γενναίως εις όλας τας κατά του Ιμβραήμ μάχας μετασχόντες και της ηρωικής εξόδου. Μετά την εθνικήν παλιγγενεσίαν ο Γεώργιος διωρίσθη (1830) γραμματεύς του Παπασταθοπούλου, ο οποίος είχεν αναλάβει την γενικήν επιθεώρησιν των στρατευμάτων της δυτικής Ελλάδος τω 1833 διωρίσθη λογιστής του εν Πόρω Ναυτικού Διευθυντηρίου, τω 1836 προβιβασθείς εις καταλυματίαν (βαθμός οικονομικού αξιωματικού) ετοποθετήθη εις το Ναύπλιον, τω 1845 προήχθη εις τον βαθμόν του επικαταλυματίου και τω 1847 μετετέθη οριστικώς εις τας Αθήνας, όπου από του 1853 ανέλαβε μετά του Κ. Πωπ και την διεύθυνσιν του λογοτεχνικού περιοδικού «Ευτέρπη». Τω 184θ ενυμφεύθη την συμπατριώτιδά του Αικ. Ν. Παπανικόλα, εκ της οποίας απέκτησεν εννέα τέκνα, άλλ' η οικογενειακή του ζωή υπήρξε θλιβερά, διότι επτά εκ των τέκνων του απέθανον αλληλοδιαδόχως και εν νεαρωτάτη ηλικία, γεγονός το οποίον επέδρασεν πολύ επί της ποιήσεώς του. Ο θάνατος εύρε τον Ζαλοκωσταν εν Αθήναις την 15 Ιουλίου 1858

                Το λογοτεχνικόν έργον του Ζαλοκώστα είναι καθαρώς ποιητικόν. Από μορφολογικής απόψεως φέρει την επίδρασιν του ιταλικού Νεοκλασσικισμού (Μόντι, Αλφιέρι, Λεοπάρντι), της Δημοτικής ποιήσεως και της Ρομαντικής σχολής∙ ούτως από τους Ιταλούς ποιητάς παρέλαβε τον ρυθμόν, την πλοκήν του στίχου, την αρμονικότητα και τον πλούτον της ομοιοκαταληξίας, από την Δημοτικήν ποίησιν κυρίως την δημοτικήν γλώσσαν και τινά στοιχεία της δημώδους τεχνοτροπίας και από την Ρομαντικήν σχολήν των Αθηνών την καθαρεύουσαν γλώσσαν και τινά στοιχεία ύφους (π.χ. ρητορείαν και στόμφον), τα οποία εχρησιμοποίησε κυρίως εις τα πατριωτικά ποιήματά του· Από απόψεως περιεχομένου, βασικά θέματα της ποιήσεως του Ζαλοκώστα είναι η αγάπη προς την πατρίδα, η οποία εκδηλούται κυρίως δια της περιγραφής επεισοδίων και σκηνών του Ιερού Αγώνος και δια της εξάρσεως της Μεγάλης Ιδέας και η πατρική θλίψις δια τον θάνατον των τέκνων του∙ ο έρως απησχόλησεν ελάχιστα τον ποιητήν. Από απόψεως ποιητικού χαρακτήρος το έργον του Ζαλοκώστα διακρίνεται εις επικολυρικόν και εις καθαρώς λυρικόν, εκείνο δε το οποίον επέζησε μέχρι σήμερον και θα επιζήση είναι το λυρικόν και μάλιστα εξ αυτού όσα ποιήματα οφείλονται εις τον διωγμόν της τύχης του, εις τα οποία, πλην της χρήσεως της δημοτικής γλώσσης, κυριαρχούν η τρυφερότης, η απλότης και ο πηγαίος αυθορμητισμός.

                Τα σπουδαιότερα επικολυρικά ποιήματα του Ζαλοκώστα είναι: «Αι Σκιαί του Φαλήρου», εις καθαρεύουσαν, εις το οποίον ο ποιητής επικρίνει με πικρίαν των υπό των Βαυαρών γενομένην (1844) άστοχον διάκρισιν των Ελλήνων εις «αυτόχθονας» δηλ. καταγομένους εκ της ελευθερωθείσης Ελλάδος, και εις «ετερόχθονας», δηλ. προερχομένους από τα εισέτι υπόδουλα τμήματα, επικαλούμενος εις ενίσχυσιν των απόψεών του τας σκιάς των Ηρώων όλης της Ελλάδος, έκαστη των οποίων ιστορεί τας θυσίας της δια την ελευθερίαν∙ «Το Μεσολόγγιον», δια του οποίου εγένετο γνωστός ως ποιητής μετά την βράβευσίν του (1851) εις τον Ράλλειον ποιητικόν διαγωνισμόν και εις το οποίον ο ποιητής, κρυπτόμενος υπό το όνομα του Δήμου, δίδει την εικόνα του ως πολεμιστού, εις καθαρεύουσαν∙ «Τ ο χάνι της Γραβιάς» (1847), «Η Κλείσοβα», «Το στόμιον της Πρεβέζης» (1852) και «Αρματωλοί και κλέπται» (1853), εις τα οποία ο ποιητής περιγράφει σκηνάς του Αγώνος, και εκφράζει τον ενθουσιασμόν του δια την ωραίαν εικόνα της αναγεννηθείσης Ελλάδος∙ «Ο Φώτος και η Φρόσω» εις ωραίαν και γνησίαν δημοτικήν γλώσσαν και «Το Σπαθί και η Κορώνα», εις αμιγή δημοτικήν, εις το οποίον ο ποιητής περιγράφει την πτώσιν της Κωνσταντινουπόλεως και τον θάνατον του τελευταίου Αυτοκράτορα και καταλήγει εις την Μεγάλην Ιδέαν:

 

Άψυχο, νεκρό τον γδένει

η Τουρκιά και την στολή του,

που ήταν όλη αετωμένη,

την εύρηκε∙ μοναχά

δεν ευρέθη το σπαθί του

κι η κορώνα πουθενά

 

 Το Σπαθί το κρύψαν μοίρες

εις τον Ιλισό εκεί πέρα,

την Κορώνα εσύ την πήρες

ταξιάρχη τ’ Ουρανού,

για να ζώσης μιαν ήμερα

το κεφάλι ενός Ξανθού.

 

                Άλλα πατριωτικά του ποιήματα είναι: ο «Βότσαρης» (1850) «Άδικος πάλη» και «Χριστομάχοι της Δύσεως»« εις τα οποία ο ποιητής εκφράζει την αγανάκτησιν του δια την βεβήλωσιν του ελληνικού εδάφους από τους ξένους κατά την κατοχήν του 1854, επίσης τα της αυτής εποχής «Δάκρυα» και «Η τελευταία νυξ», όπου θρηνεί δια την καταστροφήν των Αθηνών από την χολέραν και κατακρίνει τους ξένους, κ.α.

                Από τα λυρικά ποιήματά του καλύτερα και γνωστότερα είναι: «Ο Βορηάς που τ' αρνάκια παγώνει», «Η χαροκαμένη», «Εις την αποδημούσαν ψυχήν του», «Εις το φεγγάρι», «Η μητρική στοργή» «Το συναπάντημα», «Το δένδρον, όλα ελεγεία βαθυτάτου πατρικού πόνου, «Η πέρδικα» εις το αυτό μοτίβον της θλίψεως, αλλά συμβολικώτερον και συγγενέστερον προς την δημοτικήν ποίησιν, και τα ερωτικά «Ο ποιητής»« «Το φίλημα» (Μια βοσκοπούλα αγάπησα…» και «Η αναχώρησίς της» (Ξυπνώ και μου είπαν έφυγε η κόρη που αγαπούσα…).

                Συμπλήρωμα της προσφοράς του Ζαλοκώστα εις την λογοτεχνίαν μας αποτελούν αι αξιόλογοι μεταφράσεις του εκ της γαλλικής, κυρίως όμως εκ της ιταλικής φιλολογίας, εκ της οποίας έχει μεταφράσει ποιήματα των Μάρκου Κανίνη, Ιωσήφ Ρεγκάλδη, του Τάσσου, του Φωσκόλου κ.α.

                Το λογοτεχνικόν έργον του Ζαλοκώστα κατεκρίθη υπό πολλών άλλ' οι επαινέσαντες αυτό υπήρξαν πολύ περισσότεροι. Γενικώς η ποίησίς του παρουσιάζει αρκετά ελαττώματα (ποιητικάς εκτροχιάσεις, ακυριολεξία, στόμφον ενίοτε και ρητορείαν κλπ.) αλλά τα προτερήματα (απλότης, ειλικρίνεια, παλμός, χρώμα, πηγαίος λυρισμός, στίχοι ρυθμικοί, μελωδικοί, συγκινητικοί κλπ. ). Είναι απείρως πολυαριθμότερα και ασφαλώς ο Ζαλοκώστας θα κατέκτα μιαν σημαίνουσαν θέσιν εις την νεοελληνικήν ποίησιν, εάν η εποχή του δεν ήτο ιδεολογικώς πενιχρά και αποστειρωτική των υψηλών εμπνεύσεων.