Vitti Mario, Ideologiki leitourgia tis ellinikis ithografias
 
Athina 1991, Kedros. Ss. 29-36
 
 
 

                  O Παύλος Καλλιγάς στο μυθιστόρημά του Θάνος Βλέκας κρατά μια στάση εντελώς αντίθετη απ του Ραγκαβή. Δεν έχει καμιά πρόθεση να ξεγελάσει τον αναγνώστη με ιστορίες του παρελθόντος, ούτε να τον καθησυχάσει για ό,τι αφορά τη δικαιοσύνη. Αντίθετα, τον βάζει αντιμέτωπο με τα πράγματα για να τον κάνει να δει ότι στη χώρα του δεν υπάρχει δικαιοσύνη. Η καταγγελία του γίνεται ακόμα πι έντονη, όταν αγγίζει θέματα καφτά, όπως είναι η ληστεία. Ο Ραγκαβς, που είχε παρακολουθήσει τη Στρατιωτική Ακαδημία στο Μόναχο και που στα 1842, υπ την ιδιότητα του συμβούλου στο Υπουργείο Εσωτερικών, είχε οργανώσει την Εθνοφυλακή για να καταπολεμήσει τη ληστεία, στα λογοτεχνικά του έργα τηρεί την πιο απόλυτη σιωπή σχετικά με το πρόβλημα αυτό. Ο Καλλιγάς, αντίθετα, αναλύει το φαινόμενο με τον πιό ανησυχητικό τρόπο και απ την πιο δυσάρεστη πλευρά του, που την κατάγγειλε κι ο Αbout: των σχέσεων των ληστών με τους έγκυρους κύκλους της Αθήνας.

                 Το σχήμα του αφηγήματος πού χει για τίτλο το όνομα του πρωταγωνιστή, παρ την κάποια συσσώρευση της περιπέτειας στο κεντρικό μέρος, είναι απλό μέχρις αφελείας κυρίως εξαιτίας του σαφούς διαχωρισμού μεταξύ καλών και κακών. Όμως αυτή η αδυναμία του και κάποια σημεία διδακτισμού δεν εμποδίζουν την αφηγηματική αναπαράσταση να πραγματώνεται με σκηνές σφιχτοδεμένες και πειστικές.  O Θάνος Βλέκας είναι ένας τίμιος αγρότης, εργατικός και ταπεινός.  Ο αδελφός του Τάσος λιποτακτεί και γίνεται ληστής, προς μεγάλη ικανοποίηση της μητέρας του που τον βλέπει κιόλας γεμάτο πλούτη και τιμές.  Η χωροφυλακή τον καταδιώκει, τους καίει το σπίτι κι ο Θάνος αναγκάζεται να περάσει τα σύνορα και να καταφύγει στη Θεσσαλία, τουρκική ακόμα, από το φόβο των αντιποίνων. Εκεί μπαίνει κάτω από την προστασία του Αυφαντή, πού χει μια κόρη όμορφη και σεμνή, την Ευφροσύνη, και στου οποίου το χτήμα δουλεύει ευχαριστημένος. Στο μεταξύ ο Τάσος, στην Αθήνα, έχοντας κερδίσει και αμνηστία και προαγωγή σε υπολοχαγό, κάνει κοσμική ζωή και ασχολείται με υποθέσεις.  Ο Θάνος, καθώς βρίσκεται έξω από το Βασίλειο και δεν έχει υποβάλει αίτηση, δεν έχει αμνηστευθεί. Έτσι «ο μεν ληστής ατιμώρητος και βραβευόμενος, ο δε παθών ως εκ του ληστρικού βίου εκείνου και απολέσας την περιουσίαν του καταδιωκόμενος ένεκα ληστείας και μη δυνάμενος καν να δικασθή»  (εκδ. 1962, σ. 76). Στο δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος πληροφορούμαστε με ποιό τρόπο ο Τάσος πάει να τυλίξει και να ξεγελάσει τους καλλιεργητές ενός ευφορότατου χωριού και, με τη συνενοχή ισχυρών φίλων στην Αθήνα, να γίνει αποκλειστικός του κύριος. Ο Τάσος βάζει αντιπρόσωπο του εκεί τον αδελφό του που, τελικά, ύστερα από πολλές περιπέτειες επέστρεψε στην  Ελλάδα και που αγνοεί τις παλιανθρωπιές του. Οι αγρότες όμως, όταν αντιλαμβάνονται την τρομερή απάτη και καταντούν χειρότερα από πρώτα, ρίχνουν την ευθύνη στον Θάνο απελπισμένοι, ξεσηκώνονται και σε μια συμπλοκή τον σκοτώνουν με μια τουφεκιά.

                Οι καταστάσεις που ο Καλλιγάς επισημαίνει στο μυθιστόρημα με την πρόθεση να παρουσιάσει «εν σμικρογραφία σκιαγράφημα των καθ' ημάς» δεν είναι μοναχά εκείνες, που προκύπτουν από τη ληστεία και τους δεσμούς της με την άρχουσα τάξη· καταγγέλλει τη διπροσωπία των ισχυρών της επαρχίας, τη βραδύτητα των δικαστηρίων, το φορολογικό σύστημα, την αμορφωσιά του ορθόδοξου κλήρου, την έλλειψη οδικού δικτύου και τον συνακόλουθο μαρασμό του εμπορίου, το μίσος των αγροτών για τη στρατιωτική θητεία, κι επιμένει στα ελαττώματα του τρόπου διανομής των γαιών στους αγωνιστές (εκμεταλλευόμενος τις ελλείψεις αυτού του νόμου ο Τάσος εγκληματεί εις βάρος των χωρικών). Μετά την αφηγηματική ένταση που κατορθώνει ο Καλλιγάς να κρατήσει γύρω απ' ορισμένα απ' αυτά τα θέματα, εμπνευσμένος από αληθινή αγάπη για τη χώρα και το λαό, κάνει κατανοητό στον αναγνώστη και το απελπισμένο μίσος των κολίγων προς τους αφέντες, τη χοντροκοπιά τους και την ανικανότητα τους να εκφραστούν (« Ο ιερεύς και ο πάρεδρος κατά μικρόν απήντων εις τας ερωτήσεις ταύτας [του προεστού], ως περί πραγμάτων τοις πάσι γνωστών, των οποίων εθεώρουν φορτικήν την επανάληψιν, αν και  πολλά δεν ήτο δυνατόν να γνωρίζουν άλλοι των παθοντων», σ. 159). Άλλωστε κι ο ήρωας του μυθιστορήματος ακόμη, ο Θάνος, και πλάι η αγαπημένη του Ευφροσύνη, πρόσωπα ταπεινά και υποτακτικά δίνουν επανειλημμένα δείγματα των διανοητικών τους ορίων.  Ό,τι δεν μπορούν να αντιληφθούν είναι κυρίως η κακία κι η σκληρότητα του κόσμου· αλλά, γενικά, ακόμη και το νόημα των κοινών γεγονότων διαφεύγει από τα ταπεινά αυτά πρόσωπα. Δεν υπάρχει αμφιβολία: αν ο Καλλιγάς αναδεικνύει ως ήρωες του μυθιστορήματος του δύο πρόσωπα που κινούνται ανάμεσα σε γεγονότα μεγαλύτερά τους, που ξεπερνούν δηλαδή τις ικανότητές του να τα καταλάβουν, είναι γιατί τα γεγονότα βαραίνουν για το μυθιστοριογράφο πολύ περισσότερο από τα ίδια τα πρόσωπα, που χρησιμεύουν μονάχα σαν πρόφαση μιας αφηγηματικής πλοκής.

                Η επέμβαση του Καλλιγά μ' ένα μυθιστόρημα που θίγει στην ουσία το ζήτημα της δημοσίας τάξεως στην Ελλάδα είναι κάτι το απρόσμενο για τους αναγνώστες της Πανδώρας, το 1855.  Η χρονιά όμως της δημοσίευσης δε μοιάζει τυχαία, αν λάβει κανείς υπόψη του τα ελληνικά πολιτικά συμβάντα και το ρόλο που έπαιξε ο Καλλιγάς.  Η φιλολογική προσποίηση της υπογραμμένης από τον Καλλιγά επιστολής-αφιέρωσης προς το διευθυντή του περιοδικού, σύμφωνα με την οποία ο συγγραφέας της ιστορίας αυτής πέθανε στη διάρκεια της χολέρας, που επιδημούσε στην Ευρώπη στα χρόνια του Κριμαϊκού πολέμου, και την οποία στην  Ελλάδα την είχαν φέρει οι Αγγλογάλλοι σύμμαχοι κατά τη διάρκεια της κατοχής- της Αθήνας, εκτός του ότι αποτελεί έναν υπαινιγμό σε μια πολιτική εμπειρία αρνητική για την  Ελλάδα, πρέπει να θεωρηθεί και σαν μια δήλωση του Καλλιγά με την οποία παραιτείται από το να δώσει συνέχεια στο αφηγηματικό του έργο – όπως πράγματι και συνέβη. Επιπλέον η 2 Οκτωβρίου 1855, ημερομηνία της αφιέρωσης, είναι και μία ημερομηνία που μας θυμίζει τη χρεωκοπία της μετριοπαθούς και εποικοδομητικής πολιτικής της κυβέρνησης Μαυροκορδάτου, που έπεσε τον Σεπτέμβριο, δηλαδή λίγες μέρες πριν· κυβέρνησης στην οποία συμμετείχε κι ο ίδιος ο Καλλιγάς σαν υπουργός Δικαιοσύνης. Το μυθιστόρημα ανάγεται, κατά πάσα πιθανότητα, σε μια περίοδο που προηγείται από την κυβέρνηση του Μαυροκορδάτου, ο οποίος είχε δεχτεί να παρέμβει το 1854 για να σώσει ό,τι μπορούσε να σωθεί μετά την καταστροφή που προκάλεσε η απερίσκεπτη και βιαστική πρωτοβουλία του Όθωνα υπέρ της Ρωσίας και εναντίον των Τούρκων, που τους υποστήριζαν εκείνη τη στιγμή οι σύμμαχοι.

                Το 1845 ο πρωθυπουργός Κωλέττης απομάκρυνε τον Καλλιγά από την έδρα της  Ιστορίας του Φυσικού Δικαίου θέλοντας έτσι να τον τιμωρήσει για την εκλογική υποστήριξη στον Μαυροκορδάτο. Μα κι αν ακόμη ο Καλλιγάς έγραψε τον Θάνο Βλέκα σ' αυτήν την περίοδο της έντονης διαφωνίας του με την πολιτική γραμμή του Όθωνα (1845-1854), το μυθιστόρημα δεν είναι απλώς μια χειρονομία παροδικής αγανάκτησης, γιατί βρίσκεται σε απόλυτη συνέπεια με την πολιτική και ηθική στάση του Καλλιγά, στην οποία παρέμεινε συνεπής από τα νιάτα του μέχρι την πολιτική δραστηριότητα των ώριμων χρόνων, όταν δηλαδή βρέθηκε στο πλευρό του μεγάλου μεταρρυθμιστή Χαριλάου Τρικούπη, κάθε φορά που αυτός κατόρθωνε να παίρνει την κυβέρνηση νικώντας τους εθνικιστές της Μεγάλης Ιδέας.

                Η θυελλώδης περίοδος μέσα στην οποία ο Όθων ανοίγει το δρόμο για την πολιτική της Μεγάλης Ιδέας, μετά τη φάρσα του Συντάγματος, είναι μαζί και η περίοδος μέσα στην οποία ο Καλλιγάς διαμορφώνει συγκεκριμένα τη στάση του απέναντι στην ελληνική κατάσταση. Όταν σπούδαζε στη Γερμανία είχε παρακολουθήσει την εγελιανή σχολή και υπήρξε μαθητής του F. Κ. νοn Savigny: η διδασκαλία του Γερμανού νομομαθούς θα τον οδηγήσει στην έρευνα της σύγκρουσης του δικαίου που επιβάλλει ο νομοθέτης με το εθιμικό δίκαιο που εφαρμόζει ο λαός. Στην αιχμή της κρίσης (εκείνης που θα κατέληγε στο Σύνταγμα), το 1842, αποπειράται μια εξέταση της ελληνικής πολιτικής κάνοντας μιαν ανάλυση των κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων. Κατά τη γνώμη του «τρεις μεγάλαι ιδέαι» εμπνέουν τα τρία κόμματα που συνδέονται με τις τρεις μεγάλες δυνάμεις της εποχής (Ρωσία, Γαλλία, Αγγλία) και βρίσκει πως το κόμμα το αγκιστρωμένο στη βυζαντινή θρησκεία (και κατά συνέπεια υποταγμένο στη ρωσική πολιτική) είναι το πλέον εστερημένον ιδεών». Μ’ αυτήν τη διαπίστωση καταδικάζει από την αρχή εκείνη την ιδέα, που έχοντας γίνει, τον καιρό που ο Κωλέττης κυνηγούσε τη δόξα, η Μεγάλη Ιδέα, θα σημαδεύει την τραγική μοίρα της  Ελλάδας για τρία τέταρτα του αιώνα. Παράλληλα θα διατυπώσει μιαν αρχή, που μπορούμε να την ονομάσουμε του ορίου της δεκτικότητας του λαού, στην οποία θα μείνει πιστός σ' όλη τη μετέπειτα εξέλιξη της πολιτικής του σκέψης. Περιμένοντας το Σύνταγμα, που το επιδιώκουν όσοι αποκλείστηκαν από την κυβέρνηση του Όθωνα, υποστηρίζει (και η κατοπινή εξέλιξη των πραγμάτων θα τον δικαιώσει και σ' αυτήν την περίπτωση) πως ένα Σύνταγμα δοσμένο σ' ένα λαό που δεν αντιλαμβάνεται τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί δεν είναι παρά εμπαιγμός: «Σύνταγμα χωρίς λαόν το οποίον κατασκευάζουν με της γραμματικής την στάθμην δεν είναι περισσότερον του γραμματικού θέματος και δια τούτο κανείς δεν δίδει προσοχήν. Το δράμα της ιστορίας, εις το οποίον δεν συναγωνίζεται ο λαός είναι κωμωδία» (σ. 495). Πριν καταλήξει σ' ένα συμπέρασμα, διακηρύσσει πως προϋπόθεση για να ικανοποιηθούν οι πνευματικές απαιτήσεις της χώρας είναι η κοινή ευημερία, η «ανάπτυξις της οικονομικής καταστάσεως» (σ. 499). Λίγο αργότερα επανέρχεται στην έννοια του ορίου της δεκτικότητας: οι Έλληνες, έχοντας επιτέλους φτάσει στην ανεξαρτησία και έχοντας μπει ξαφνικά στην ίδια σειρά με τους πιο εξελιγμένους λαούς, μπορούν, χωρίς τον κίνδυνο να περιπέσουν εις «αντιφατικήν» με τον εαυτό τους «κατάστασιν» να επωφεληθούν από τα αγαθά του πολιτισμού. Αρκούν αυτές οι θέσεις για να κατανοηθεί η συνέπεια που υπάρχει ανάμεσα στις ιδέες που κυκλοφορούν στο Θάνο Βλέκα και τις πεποιθήσεις οικονομικοκοινωνικής φύσης που εμπνέουν την πολιτική σκέψη του Καλλιγά. Ακόμη και μέσα απ' αυτές τις γρήγορες αναφορές στην ιδεολογία του και στις περιστάσεις της καριέρας του σαν πολιτικού και μελετητή μπορούμε να διακρίνουμε τις πιο βαθιές αφορμές που οδήγησαν τον Καλλιγά να ξεσκεπάσει τις παγίδες της Μεγάλης Ιδέας και να κοιτάξει δίχως αυταπάτες την ωμή πραγματικότητα του μικρού κράτους· αυτό έπρεπε να εξυγιανθεί και να προσαρμοστεί σταδιακά στα δυτικά ήθη, αρχίζοντας από την κατασκευή δρόμων και την απελευθέρωση των δουλοπάροικων από το φόβο και από τους τοκογλύφους, για να φτάσει στην πραγμάτωση μιας αληθινής κοινωνικής δικαιοσύνης. Μια τέτοια ρεαλιστική όραση για την αντιμετώπιση της εσωτερικής πολιτικής κατάστασης αυθόρμητα οδήγησε σε μια ρεαλιστική όραση της τέχνης.

                Η παράλληλη περίπτωση δύο συνομηλίκων πολιτικών ανδρών που άφησαν και στη λογοτεχνική ιστορία της χώρας τους διαρκή και δημιουργικά ίχνη στα ίδια χρόνια, μέσα σε μια στιγμή πάρα πολύ κρίσιμη για τη διαμόρφωση των πολιτικών και πνευματικών ρευμάτων της χώρας, και που έδωσαν λύσεις καλλιτεχνικές αντίθετες, είναι ασφαλώς σπάνια στην ελληνική ιστορία. Ακριβώς χάρη στην εξαιρετικότητα των αφηγηματικών έργων τους, αυτά δεν τα διαδέχτηκαν άλλα παρόμοια παρά με κάποια σχετική αναστολή. Πράγματι η πεζογραφία δυσκολεύεται να ανακαλύψει τη ρεαλιστική μέθοδο στην  Ελλάδα· εδώ η μέθοδος αυτή ξαπλώνεται αποκτώντας οντότητα, ποσοτικά και ποιοτικά, όχι πριν το 1880. Όσον αφορά το ιστορικό μυθιστόρημα, συγκεκριμένα, εκείνοι που το καλλιεργούν προσφεύγουν σε υποκατάστατο της πραγματικής ιστορίας, προτιμώντας δηλαδή να αναπολούν την πρόσφατη Επανάσταση που χάρισε στη χώρα την ανεξαρτησία. Αυτό το είδος πεζογραφίας, που μονάχα χάρη σε μια επέκταση του όρου «ιστορικό μυθιστόρημα» μπορεί να συγκαταλέγεται σ' αυτήν την κατηγορία, γεννιέται, στα μέσα του περασμένου αιώνα, από ένα συναίσθημα απόλυτα ευεξήγητο: σε καιρούς, δηλαδή, βαθιάς ανικανοποίησης, όσοι συγγραφείς δε διαθέτουν ούτε τη δύναμη να κοιτάξουν κατάματα την αποκαρδιωτική κατάσταση, ούτε είναι εξοπλισμένοι για να οικοδομήσουν μυθιστορήματα πραγματικά ιστορικά, βρίσκουν φυσικό να ανατρέχουν στο πρόσφατο παρελθόν: η Επανάσταση αντιπροσωπεύει γι' αυτούς, όπως και για μια μεγάλη μερίδα της ελληνικής κοινωνίας, μια εμπειρία γνησιότητας, μια παρηγορητική και ενθαρρυντική αλήθεια, με την οποία μπορούν να καταπολεμήσουν τα κάθε άλλο παρά γνήσια και αληθινά χρόνια τους, στη διάρκεια των οποίων τα επαναστατικά ιδεώδη είχαν παραποιηθεί και υποστεί χίλιους συμβιβασμούς μπρος στις πιο δυσμενείς και απρόβλεπτες συγκυρίες.