Ο Παύλος Καλλιγάς (1814-1896) καταγόταν από τη Σμύρνη, αλλά όπως οι περισσότεροι Αθηναίοι λόγιοι του καιρού του είχε σπουδάσει στη δυτική Ευρώπη, και συγκεκριμένα στη Γερμανία. Ο Θάνος Βλέκας είναι το μοναδικό του μυθιστόρημα. Ο ομώνυμος ήρωας είναι ένας από δύο αδελφούς, ο οποίος στην αρχή της ιστορίας είναι μικροκαλλιεργητής καλοκάγαθος και χωρίς φιλοδοξίες. Ο αδελφός του, ο Τάσος, συγκεντρώνει όλα τα κοινωνικά και ορισμένα από τα πολιτικά κακά της εποχής, καθώς  αλλάζει ρόλους προκειμένου να αποκομίσει προσωπικά οφέλη: από ληστής γίνεται θεσιθήρας και επιδιώκει εκβιαστικά να αποκτήσει χωράφια και εκμεταλλεύσιμη γη. Στην πορεία των πραγμάτων, ο αθώος Θάνος ‘πληρώνει’ για τα παραπτώματα του αδελφού του, χάνοντας πρώτα τη γη του, κατόπιν την ελευθερία του και τελικά (μελοδραματικά) ακόμα και τη ζωή του. Στην πορεία των αναγκαστικών περιπλανήσεων συναντά την όμορφη Ευφροσύνη, ο πατέρας της οποίας τον παίρνει υπό την προστασία του και ο οποίος αντιπροσωπεύει στο βιβλίο τον μόνο επιτυχημένο μεσολαβητή (και το ενδιάμεσο σημείο) ανάμεσα στο καλό και το κακό. Προτού όμως οι δυό τους καταφέρουν να παντρευτούν, ο Θάνος σκοτώνεται σε μια προσπάθεια να αποτρέψει έναν τοπικό ξεσηκωμό εναντίον της τυραννικής κατάχρησης εξουσίας του αδελφού του, και η κοπέλα, αφού φτάνει με τον πατέρα της λίγα μόνο λεπτά αργότερα, δεν κατορθώνει να αποτρέψει το κακό και πέφτει άψυχη πάνω στο πτώμα του.

                Η αφήγηση είναι έντεχνη, αλλά με υψιπετές ρητορικό ύφος και πάμπολλες παρεκβάσεις, οι οποίες θυμίζουν τα αρχαία ελληνιστικά μυθιστορήματα. Ο Καλλιγάς επαινέθηκε για την ευθύτητα με την οποία αποτυπώνει τις κοινωνικές αδικίες καθώς και για την έλλειψη, Ρομαντικής υπερβολής. Εντούτοις, η περιγραφή του πρωταγωνιστή, για παράδειγμα, δείχνει ότι το έργο αντλεί περισσότερο από τις λογοτεχνικές συμβάσεις παρά από τη ζωή, και η εξιδανίκευση των κλασικών ή νεοκλασικών προτύπων της υγείας, της ευγενικής καταγωγής και της καθαριότητας, απηχεί τον ίδιο τύπο ρομαντισμού που διαπιστώσαμε στην ποίηση και την αρχιτεκτονική της περιόδου, με την αναβίωση των κλασικών τύπων, ως μέρος της ρομαντικής αναζήτησης των παραδόσεων του λαού:

 

     «Ο Θάνος ήτο νέος ευειδής περίπου εικοσιτεσσάρων ετών του σώματός του η ανάπτυξις ήτον εύρυθμος και ευπρεπής, το πρόσωπόν του ευγενές και σεμνόν και οι χαρακτήρες του εν γένει εύγραμμοι, απεικονίζοντες υπό την γλυκύτητα του ήθους φιλότιμόν τι και αξιοπρεπές. Καθ’ όλα είχε τι ανώτερον των ανθρώπων  της τάξεως του και ηγάπα πολύ την καθαριότητα, ώστε δεν εφαίνετο ότι είναι γεωργός».

 

                Με το έργο αυτό, ο Καλλιγάς χωρίς αμφιβολία προσπάθησε να ελκύσει την προσοχή του κοινού στις πραγματικές κοινωνικές αδικίες που παρουσιάζονται στο μυθιστόρημα, ελπίζοντας ότι έτσι θα κατάφερνε να τις μετριάσει. Ο στόχος αυτός, όπως και μερικές άλλες πτυχές του μυθιστορήματος, μας επιτρέπουν να συγκρίνουμε τον Καλλιγά με τον Ντίκενς. Αλλά στην Ελλάδα πριν από τη δεκαετία του 1880 δεν υπήρχε βέβαια κανένας επαγγελματίας συγγραφέας όπως ήταν στην Αγγλία ο Ντίκενς, και παρ' όλο τον πλούτο των περιστατικών και τη γοργότητα της αφήγησης του Θάνου Βλέκα, το εσκεμμένα περίτεχνο ύφος μαζί με την αρχαΐζουσα γλώσσα, που τη χρησιμοποιούσαν ευρέως κατά την κατά την περίοδο αυτή, στάθηκαν εμπόδια στη μαζική πρόσληψη χάρη στην οποία ο Ντίκενς πολλές φορές κατόρθωσε να μετριάσει τα κοινωνικά δεινά που παρουσίαζε στα βιβλία του.