Kagialis Takis, «Patridognosia, xenotropia kai istoria. Kalligas kai Ragkavis
 
Meletes gia tin pezografia tis periodou 1830 – 1880, epimeleia Nasos Vagenas, [Institouto Mesogeiakon Spoudon – Idryma Goulandri – Chorn], Irakleio 1997, Panepistimiakes Ekdoseis Kritis. Ss. 119-126
 
 
 

 

Ι.

 

Είναι γνωστό ότι τα τελευταία χρόνια η εικόνα της μετεπαναστατικής πεζογραφίας μας έχει αρχίσει να αλλάζει. Η διαδικασία αυτή ξεκίνησε με την ανατροπή της πεποίθησης ότι κατά τα πρώτα πενήντα χρόνια από την ίδρυση του κράτους και με μοναδική σχεδόν εξαίρεση τον Θάνο Βλέκα του Παύλου Καλλιγά (1855), η ελληνική πεζογραφία κυριαρχείται από το ιστορικό μυθιστόρημα και αποφεύγει να αναφερθεί στην κοινωνική πραγματικότητα της εποχής της. Αμφισβητώντας αυτήν την παγιωμένη άποψη, ο Νάσος Βαγε­νάς υποστήριξε ότι τα ιστορικά μυθιστορήματα είναι λιγότερα από ό,τι νομίζαμε και ότι η παλαιότερη πεζογραφική παραγωγή «παρουσιάζει σημαντικές ρεαλιστικές αναζητήσεις» - πρόταση που δικαιώνεται από την έρευνα που έχει γίνει στο μεταξύ και η οποία, φυσικά, βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη.

Καθώς ανακαλύπτουμε έργα που μας ήταν ολότελα άγνωστα ή ξαναδιαβάζουμε άλλα, τα οποία δεν είχαμε προσέξει όσο έπρεπε, διαπιστώνουμε ότι οι εντυπώσεις που έχουμε κληρονομήσει γύρω από τα ενδιαφέροντα και τις αναζητήσεις των πρώτων πεζογράφων μας είναι σε μεγάλο βαθμό αβάσιμες.

Καθώς ωστόσο προχωρούμε προς μια συνολική επανεκτίμηση της ελληνικής πεζογραφίας της περιόδου 1830-1880, χρήσιμο είναι να θυμόμαστε ότι η κριτική παράδοση μας έχει κληροδοτήσει, εκτός από αφερέγγυα γραμματολογικά δεδομένα, και ένα πλαίσιο θεωρητικών αντιλήψεων, οι οποίες εξακολουθούν να κατευθύνουν την ερμηνεία και την αξιολόγηση του πεζογραφικού παρελθόντος. Νομίζω ότι προκειμένου να διαμορφώσουμε μιαν ακριβέστερη θεώρηση της μετεπαναστατικής πεζογραφίας είναι απαραίτητο, παράλληλα με τη γραμματολογική και βιβλιογραφική έρευνα, να προχωρήσουμε σε επανεξέταση των θεωρητικών μας υποθέσεων γύρω από τη φύση και τη λειτουργία της να προβληματιστούμε εντονότερα για τους όρους γραφής και ανάγνωσης, για τις προθέσεις και τις προσδοκίες που την ενεργοποιούν να αναρωτηθούμε, μεταξύ άλλων, με πόσους και με ποιους τρόπους σχετίζεται αυτή η πεζογραφία με την πραγματικότητα της εποχής της και τι κομίζει σ' αυτήν.

Μια ισχυρότατη αντίληψη, από την οποία δεν έχουμε ακόμη αποδεσμευτεί, είναι εκείνη που προβάλλει ως μέτρο για την αξιολόγηση της παλαιότερης πεζογραφίας ένα ιδεώδες «πατριδογνωσίας». Η θέση αυτή, που εμφανίζεται στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και διατηρείται ακμαία ως τις μέρες μας, υποστηρίζει ότι αξιόλογα έργα είναι εκείνα που ανακλούν, με τρόπο λίγο-πολύ αξιόπιστο, την κοινωνική πραγματικότητα του καιρού τους και αποκαλύπτουν στον αναγνώστη την «πραγματική κατάσταση» της πατρίδας του. Σύμφωνα με την ίδια αντίληψη, η ιστορική και, πολύ περισσότερο, η «ξενότροπη» πεζογραφία (τα κείμενα που γράφονται ή διασκευάζονται από Έλληνες συγγραφείς και απευθύνονται σε Έλληνες αναγνώστες, αλλά τοποθετούνται σε ξένους τόπους και πλαισιώνονται από αλλοδαπούς χαρακτήρες) απωθούν αυτήν την πραγματικότητα και παραπλανούν τον αναγνώστη συνεπώς έχουν αξία μικρότερη (τα ιστορικά) ή μηδαμινή (τα ξενόθεμα). Τα κεντρικά παραδείγματα στα οποία στηρίζεται αυτή η ανθεκτική θεωρία παραμένουν σταθερά εδώ και πολλές δεκαετίες: είναι, από τη μια μεριά, ο Θάνος Βλεκας και, από την άλλη, Ο Αυθέντης τον Μορέως (1850) και τα ξενόθεμα διηγήματα του Ρα­γκαβή.

Πιστεύω ότι η διαζευκτική αυτή θεώρηση εισάγεται στη νεοελληνική κριτική από τη γενιά του 1880, η οποία, κρίνοντας το πεζογραφικό παρελθόν βάσει των δικών της ιδεολογικών και αισθητικών προτεραιοτήτων (οι οποίες κλίνουν περισσότερο προς τον λαογραφισμό παρά προς τον ιστορισμό), επι­τυγχάνει να εξαλείψει κάθε ενδιαφέρον για την παλαιότερη παραγωγή (εξαι­ρουμένου του μοναχικού και απόμακρου Θάνου Βλέκα) και να εμφανίσει τον εαυτό της ως τον πραγματικό ιδρυτή της νεοελληνικής πεζογραφίας. Όπως και να έχει το πράγμα, η διάκριση αυτή, περιβεβλημένη με το κύρος του αυτονόητου, εγκαταστάθηκε στην κριτική, με αποτέλεσμα ο Θάνος Βλέκας να παρουσιάζεται ως «ηθογραφικό», «κοινωνικό», «ρεαλιστικό» ή «νατουραλιστικό» έργο και να επαινείται ως «το πρώτο καθαρά ελληνικό» μυθιστόρημα, «ένα εξαίρετο δοκουμέντο για τη μελέτη και την κατανόηση των ηθών, της νοοτροπίας και της γενικότερης κατάστασης της νεοελληνικής κοινωνίας της πρώτης μετεπαναστατικής εποχής» τα ξενόθεμα πεζά να απορρίπτονται ως προϊόντα «δουλικής μίμησης των ξένων προτύπων» που «δεν έχουν καμιά σχέση με τον τόπο, όπου εβλάστησαν», ως κείμενα που περιέχουν «ελάχιστη εμπειρία και παρατήρηση» ή ως «έργα που θα μπορούσαν να είχαν γραφτή και από έναν ξένο συγγραφέα» και τα ιστορικά μυθιστορήματα να παρουσιάζονται ως εύκολη λύση για τους άπειρους πεζογράφους, ως έργα που στερούνται λογοτεχνικής αυθεντικότητας, αφού βασίζονται σε ιστορικές μελέτες και όχι στην εμπειρία, ή ως ιδεολογικώς ύποπτες αναχωρήσεις από τα κοινωνικά προβλήματα του παρόντος. Σε αντίθεση με τον Καλλιγά, που «είχε το θάρρος να κοιτάξει αδίστακτα τις πληγές της πατρίδας του», ο Ραγκαβής (και οι περισσότεροι άλλοι πεζογράφοι της περιόδου) εμφανίζονται να επιλέγουν την εφησυχαστική περιπλάνηση στις λεωφόρους της εξωτικής φαντασμαγορίας ή του παλαιότερου εθνικού μεγαλείου. Τα κείμενα που αναφέρονται στο πρόσφατο ή απόμακρο ιστορικό παρελθόν και, πολύ περισσότερο, εκείνα που μιλούν για τον εξωελληνικό σύγχρονο κόσμο (της Δύσης ή της Ανατολής) αποφεύγουν την πραγματικότητα. Σύμφωνα με τον Ι.Μ. Παναγιωτόπουλο, «όλη αυτή η βιβλιοθήκη των μυθιστορημάτων του δέκατου ένατου αιώνα ίσαμε τη δημοτικιστική αναγέννηση είν’ ένας ψεύτικος κόσμος».

Δεν έχω εδώ τη δυνατότητα να παρακολουθήσω αναλυτικά την πορεία που διαγράφει αυτή η αντίληψη στη νεοελληνική κριτική. Θα περιοριστώ σε μία παρατήρηση, σχετικά με τα ιδεολογικά αίτια στα οποία αποδίδεται το φαινόμενο, όταν φυσικά δεν αντιμετωπίζεται ως ανεξήγητο μυστήριο. Τι ήταν εκείνο που, όπως συνηθίσαμε να πιστεύουμε, επέβαλλε επί πενήντα σχεδόν χρόνια στους πεζογράφους μας (εξαιρουμένου του Καλλιγά) να απωθούν το νεοελληνικό παρόν από το έργο τους; Σύμφωνα με ορισμένους κριτικούς, η «αναχωρητική» επιλογή μαρτυρά την αδιαφορία ή την περιφρόνηση της ξιπασμένης πνευματικής ηγεσίας για την πραγματική κατάσταση του τόπου. Ο Άγγελος Τερζάκης, π.χ., υποστηρίζει ότι «η ελληνική κοινωνία [...] έπεφτε θύμα καθοδηγητών ξενότροπων, ανθρώπων που λέγονταν Έλληνες εθνολογικά μα έρχονταν από το εξωτερικό, σκέπτονταν ξενικά, ελάχιστα την ήξεραν, υπερβολικά δογμάτιζαν και βαθύτατα την περιφρονούσαν»· αυτοί οι «ξενοφερμένοι καθοδηγητές» υπαγορεύουν στο λαό «προσταγές, οδηγίες αυθαίρετες, ξεσηκώνουν, αντιγράφουν, εφαρμόζουν αυτούσια, αλλά και πλαστογραφημένα, τους νόμους, τα ήθη, τις εκφράσεις, το πνεύμα, τον πολιτισμό λαών και ψυχών ξένων» και βέβαια εκφράζουν «μια υποσυνείδητη επιθυμία φυγής από το αποκαρδιωτικό παρόν». Ανάλογη (μολονότι ηπιότερα διατυπωμένη) είναι η άποψη του Απόστολου Σαχίνη, ο οποίος, αναφερόμενος στον Ραγκαβή, τον Ξένο, τον Ροΐδη, τον Ζαμπέλιο και τον Βικέλα, υποστηρίζει ότι «για όλους αυτούς σίγουρα η ζωή στο νέο ελληνικό κράτος δεν θα παρουσίαζε κανένα ενδιαφέρον η ευρωπαϊκή παιδεία τους και οι ευρωπαϊκές τους συνήθειες θα τους έκαναν χωρίς αμφιβολία ν' αντικρίζουν την ανεξέλικτη ζωή στην Ελλάδα με πολ­λή συγκατάβαση». Ο Καλλιγάς, αντιθέτως, εμφανίζεται ως «μακρινός πρόγονος» των αυτοχθόνων λογοτεχνών του 1880, οι οποίοι «εγκαταλείπουν την Ιστορία, αντικρίζουν και αντλούν από τη γύρω τους ανεξέλικτη ζωή και αποκτούν τη συνείδηση του γεωγραφικού και του φυλετικού τους περιβάλλοντος», ακριβώς επειδή «δεν ταξίδεψαν στο εξωτερικό, δεν ξιπάστηκαν ούτε θαμπώθηκαν από την εξέλιξη της Δύσης, κι έτσι αναγκαστικά ζήτησαν να εκμεταλλευτούν πεζογραφικά τα θέματα της απλής νεοελληνικής ζωής, της ζωής των ανεπιτήδευτων ανθρώπων του υπαίθρου, που γι' αυτούς είχαν μεγάλη σημασία». Σύμφωνα με αυτήν την προσέγγιση, ο Ραγκαβής και οι άλλοι πεζογράφοι της περιόδου είδαν το έθνος με μάτια Ευρωπαίου και αδιαφόρησαν για την κατάσταση του, ενώ ο Καλλιγάς, που «ήταν μακριά από κάθε ξενική επίδραση», έγραψε «ένα μυθιστόρημα ολότελα ελληνικό»· μια «εθνική μυθιστορία».

Διατηρώντας το διαζευκτικό σχήμα ακέραιο, αλλά αντιστρέφοντας τους χαρακτηρισμούς, ο Mario Vitti προβάλλει τη διάκριση του ιστορικού και ξενόθεμου Ραγκαβή από τον ρεαλιστή Καλλιγά ως «σύγκρουση ανάμεσα σε άγονο εθνικισμό και ουσιαστικά φιλοπρόοδες πεποιθήσεις». Σύμφωνα με αυτήν την πρόταση, ο Καλλιγάς «προσγειωμένος στοργικά στα ελληνικά προβλήματα, καταγγέλλει την επίσημη πολιτική» με ένα θαραλλέο έργο «κοινωνικής υπευθυνότητας», στο οποίο τολμά «να ξεσκεπάσει τις παγίδες της Μεγάλης Ιδέας και να κοιτάξει δίχως αυταπάτες την ωμή πραγματικότητα του μικρού κράτους», ενώ ο Ραγκαβής με τον Αυθέντη του Μορέως, που είναι «το λογοτεχνικό αντίστοιχο, σε μυθιστοριογραφικά μέτρα, της Μεγάλης Ιδέας», είτε με ξενόθεμες «φανταστικές περιπέτειες», έκρυψε «τη θέα προς μια ταραγμένη και αγχώδη κοινωνία βάζοντας στην προσοχή του αναγνώστη προκαλύμματα που να καθησυχάζουν και να ικανοποιούν» και «χρησιμοποίησε την αφηγηματική του ικανότητα για την εξυπηρέτηση της εθνικιστικής πολιτικής».

Παρατηρούμε ότι βασισμένοι σε κοινά παραδείγματα διαφορετικοί κριτικοί παρουσιάζουν την "εξωτική" ή ιστορική απόδραση από τη νεοελληνική πραγματικότητα ως προϊόν διαμετρικά αντίθετων ιδεολογικών αιτίων: της κοσμοπολίτικης ξενομανίας ή του μεγαλοϊδεατικού εθνικισμού. Το σχήμα παρουσιάζεται, από ερμηνευτική άποψη, εξαιρετικά ελαστικό γι' αυτό ίσως έχει αποδειχθεί και τόσο ανθεκτικό. Στην πραγματικότητα όμως η διάκριση της μετεπαναστατική ς πεζογραφίας σε κεντρομόλο και σε φυγόκεντρη, σύμφωνα με την υποτιθέμενη ροπή των κειμένων προς το κοινωνικό παρόν ή έξω από αυτό, στηρίζεται σε ανακριβή περιγραφικά και ερμηνευτικά δεδομένα. Όπως θα υποστηρίξω στη συνέχεια, ο Θάνος Βλέκας, Ο Αυθέντης του Μορέως και τα ξενόθεμα διηγήματα του Ραγκαβή διαφέρουν μόνο στη θεματική και σκηνοθετική τους επιφάνεια από ιδεολογική άποψη, πρόκειται για κείμενα ομόλογα, συναφή και συμπληρωματικά. Θα αρχίσω με ορισμένες παρατηρήσεις γύρω από το μυθιστόρημα του Καλλιγά.

 

 

II.

Η κριτική παρουσίαση του Θάνου Βλέκα στηρίζεται σε ένα ζεύγος αβάσιμων υποθέσεων: α) ότι το μυθιστόρημα αναφέρεται σε καταστάσεις και προβλήματα του άμεσου παρόντος· και β) ότι ο Καλλιγάς παρατήρησε προσεκτικά πραγματικούς χαρακτήρες και καταστάσεις της εποχής του και απεικόνισε ό,τι είδε με όρους φωτογραφικής πιστότητας. Σχετικά με την πρώτη υπόθεση, πρέπει να υπενθυμίσω ότι η ιστορία του Θάνου Βλέκα εκτυλίσσεται στην περίοδο 1837-1838, δηλαδή σχεδόν είκοσι χρόνια πριν από την εποχή της δημοσίευσης του έργου. Τα κοινωνικά δεδομένα όμως του 1855 διαφέρουν σημαντικά από εκείνα του 1838. Ενώ, π.χ., στον Θάνο Βλέκα οι ληστές δρουν ανενόχλητοι και παραμένουν ασύλληπτοι, τον καιρό που εμφανίζεται το μυθιστόρημα η ληστεία διώκεται με εντυπωσιακά αποτελέσματα, τα δικαστήρια επιβάλλουν βαρύτατες ποινές και αναπτύσσεται η ελπίδα «εντός ολίγου να εξαλειφθή από τον τόπον το τόσον αποτρόπαιον τούτον έγκλημα». Επομένως, η επικαιρική σημασία των αναφορών του Καλλιγά στη ληστεία είναι διαφορετική από ό,τι συνήθως υποθέτουμε. Ο συγγραφέας δεν έχει πρόθεση να "φωτογραφίσει", να "καθρεφτίσει " ή να "καταγγείλει" την κατάσταση που επικρατεί στο παρόν, αλλά να υπενθυμίσει ένα εξαιρετικά δυσάρεστο πρόσφατο παρελθόν, υποστηρίζοντας μ' αυτόν τον τρόπο τις συντονισμένες προσπάθειες που καταβάλλονται το 1855 για την οριστική εξάλειψη της ληστείας (το γεγονός ότι οι προσπάθειες αυτές τελικά δεν ευοδώθηκαν ίσως συνέβαλε στην μεταγενέστερη παρανάγνωση του έργου ως επικαιρικού).

Εξίσου ανακριβής είναι η δεύτερη υπόθεση, που παρουσιάζει τους χαρακτήρες και τις καταστάσεις του μυθιστορήματος ως προϊόντα αυτοψίας του συγγραφέα. Στην πραγματικότητα, το έργο του Καλλιγά δεν παρουσιάζει οποιασδήποτε μορφής "ρεαλιστική" καινοτομία. Και οι τρεις κοινωνικοί χώροι που διαπλέκονται στον Θάνο Βλέκα, η αστική κοινωνία ("εξευρωπαϊσμένη" και μη), οι ληστές και ο καταδυναστευόμενος λαός της υπαίθρου, απεικονίζονται μέσω προδιαμορφωμένων λογοτεχνικών προτύπων. Με άλλα λόγια, οι χαρακτήρες, οι καταστάσεις και η περιγραφή των ηθών (αστικών, αγροτικών και ληστρικών) στο μυθιστόρημα του Καλλιγά βασίζονται σε τυπολογία που είχε εδραιωθεί στη νεοελλληνική πεζογραφία πολύ πριν από το 1855. Ο διαθέσιμος χώρος δεν μου επιτρέπει να παραθέσω εδώ αποδεικτικό υλικό γι' αυτήν την πρόταση. Θα παρατηρήσω μονό ότι τα πρότυπα μεσώ των οποίων αναγνωρίζεται, και μάλιστα με τρόπο "ρεαλιστικό", η νεοελληνική πραγματικότητα δεν είναι αναγκαστικά ιθαγενή. Στο επεισόδιο της πειρατείας στον Θάνο Βλέκα π.χ. (κεφ. ΣΤ), οι συνθήκες κράτησης στο αμπάρι του τουρκικού πλοίου, το τραγούδι των κρατουμένων και η περιγραφή της εξέργερσής τους είναι δάνεια από το ξενόθεμο διήγημα του Ραγκαβή «Η Ναϊάς» (1848), το οποίο με τη σειρά του είναι διασκευή του διηγήματος του Prosper Merimee «Tamango» (που δημοσιεύτηκε στην Ελλάδα, μεταφρασμένο από τον Νικόλαο Δραγούμη, δέκα μήνες μετά τη «Ναϊάδα»). Διαπιστώνουμε επομένως ότι οι "φωτογραφίες" της ελληνικής πραγματικότητας που, σύμφωνα με την κριτική, προσφέρει ο Θάνος Βλέκας, όχι μόνο δεν έχουν τον χαρακτήρα εμπειρικής "μαρτυρίας", αλλά και ενίοτε είναι εξωτικής προελεύσεως. Στο συγκεκριμένο παράδειγμα, ο Καλλιγάς περιγράφει τη μεταφορά Ελλήνων υποδίκων από τον Βόλο στην Κωνσταντινούπολη βάσει μιας αφήγησης που αναφέρεται στη μεταφορά μαύρων, σε δουλεμπορικό πλοίο, από την Αφρική στη Βόρεια Αμερική.

Υποστηρίζω λοιπόν ότι ο Θάνος Βλέκας δεν αναφέρεται στην άμεση κοινωνική πραγματικότητα, ούτε βεβαίως απεικονίζει υπό τύπον μαρτυρίας «ό,τι έβλεπε γύρω του» ο συγγραφέας (και ο αναγνώστης) του βιβλίου. Ο Καλλι­γάς γράφει για το πρόσφατο παρελθόν, και "βλέπει" την πραγματικότητα μέσω κοινόχρηστων λογοτεχνικών τύπων (οι χαρακτήρες π.χ., του Ηφαιστίδη και του Λέοντος Ιαπετού έχουν μεγάλη ιστορία στην πεζογραφία μας, ήδη από τη δεκαετία του 1830). Σκοπός του συγγραφέα, εξάλλου, δεν είναι να ενημερώσει, να ασκήσει κοινωνική κριτική ή να καταγγείλει, αλλά να υποδείξει λύσεις. Υπ' αυτήν την έννοια, ο Θάνος Βλέκας είναι περισσότερο πολιτικό, παρά κοινωνικό μυθιστόρημα.

Ας θυμηθούμε λίγο τον ήρωα αυτής της ιστορίας. Ο Θάνος «καθ' όλα είχε τι ανώτερον των ανθρώπων της τάξεως του», μας ειδοποιεί εγκαίρως ο Καλλιγάς, «και ηγάπα πολύ την καθαριότητα, ώστε δεν εφαίνετο ότι είναι γεωργός» (ΘΒ 68). Η συνείδηση του θυμίζει περισσότερο νεαρό διανοούμενο, έμπλεο ρομαντικής μελαγχολίας, παρά αγρότη. Ο Θάνος ασφαλώς δεν είναι «αγροίκος» η διαφορά του όμως από τους υπόλοιπους αγρότες δεν περιορίζεται στην καθαριότητα του σώματος και στην καθαρότητα της ψυχής. Υπάρχει και ένα άλλο στοιχείο, εντελώς απροσδόκητο. Οι κάτοικοι των Τριβών, όπως και η μάνα του Θάνου, είναι όλοι αναλφάβητοι. Τι κάνει όμως ο επίμορτος γεωργός μας μόλις φτάνει στο χωριό; Αρχίζει να γράφει φλογερές επιστολές, πιστεύοντας ότι μ' αυτόν τον τρόπο θα ευαισθητοποιήσει τον σκληρόκαρδο αδελφό του και θα τον πείσει ν' αλλάξει στάση απέναντι στους αγρότες.

Ο Θάνος Βλέκας είναι ο μόνος αγρότης σ' αυτό το μυθιστόρημα που ξέρει να γράφει. Και επειδή ξέρει να γράφει, μπορεί να κάνει ακριβώς εκείνο που η κριτική παρουσιάζει ως συγγραφική πρόθεση του Καλλιγά: πιστεύοντας ότι ο αδελφός του «ήθελε συγκινηθή αναγινώσκων τας περί των χωρικών περιγραφάς του» (ΘΒ 227), ο Θάνος συνειδητοποιεί, καταγγέλλει, ενημερώνει και ελπίζει. Στις επιστολές του αναδύονται «περιπαθείς εικόνες της οικτρός καταστάσεως των χωρικών, η περιγραφή της εσχάτης ένδειας των, στερημένων και αυτών των απαραιτήτως αναγκαίων διά να σπείρουν, η απόγνωσίς των» κ.ο.κ. Μόνο που, όπως τονίζει ο Καλλιγάς, «όλα ταύτα ομού επέφεραν το εναντίον αποτέλεσμα» (ΘΒ 225). Η φιλανθρωπική καταγγελία ισοδυναμεί με πολιτική αφέλεια η οποία, σ' αυτό τουλάχιστον το μυθιστόρημα, δεν συγχωρείται. Ο Θάνος Βλέκας, όπως γράφει ο Καλλιγάς, «έπασχεν ό,τι συμβαίνει εις τους νομίζοντας να συμβιβάσουν τ’ ασυμβίβαστα, και επειδή ουδείς μέσος όρος είναι ενδεχόμενος, υποσχόμενους εκατέρωθεν τα ενάντια»· «εις μεν τον Σκιάν εφαίνετο μωρός και γελοίος [...] εις δε τους χωρικούς απατεών και πλάνος» (ΘΒ 241). Όταν ο Πάρεδρος διαμαρτύρεται για τον άδικο φόνο του, ένας χωριάτης απαντά: «Σε ήρεσαν τα γλυκά λόγια του... τα παραμυθάκια;» ( 246) - και ομολογουμένως έχει κάποιο δίκιο. Ο Θάνος Βλέκας πράγματι δείχνει «ότι οι καλές προθέσεις και η ηθική ακεραιότητα δεν είναι αρκετές για να επανορθώσουν τις κοινωνικές αδικίες». Αυτό ωστόσο δεν σημαίνει ότι ο Καλλιγάς θρηνεί τη χαμένη τιμή της ηθικής· αντιθέτως, αποκαλύπτει τα τραγικά αποτελέσματα στα οποία οδηγούν οι αγαθές προθέσεις, όταν δεν συνοδεύονται από ρεαλιστικές πολιτικές εκτιμήσεις.

Ο Θάνος Βλέκας παίζει διπλό ρόλο στο μυθιστόρημα του Καλλιγά: σ' ένα πρώτο στάδιο, απεικονίζει τον ιδανικό αγρότη, που είναι φιλήσυχος, ευαίσθητος, έντιμος, καθαρός, εγγράμματος. Πρόκειται φυσικά για εικόνα κατασκευασμένη, μια αστική φαντασίωση για το πώς πρέπει να γίνει ο αγρότης του έθνους. Όσο ο Θάνος παίζει αυτόν τον ρόλο, η «αγαθότητα του αγνού χαρακτήρος» του (ΘΒ 110) πράγματι παρουσιάζεται ως αξία. Στην πορεία όμως του μυθιστορήματος, ο ιδεώδης αυτός εκπρόσωπος του λαού συναντά έναν εξίσου ιδανικό μεγαλοκτηματία, συνδέεται μαζί του με δεσμούς φιλίας και με την κόρη του με αγνό έρωτα, και μεταμορφώνεται σε ενάρετο, αλλά αδύναμο και αφελή, αστό. Στον δεύτερο αυτό ρόλο, ο Θάνος εμφανίζεται «εις το Χωρίον [ταξικών] Τριβών» και αναλαμβάνει τη διαχείριση του τσιφλικιού του αδελφού του τότε όμως η ανοχύρωτη ηθική του αποδεικνύεται καταστροφική.

Η μεταμόρφωση του ήρωα επιτρέπει στον Καλλιγά να διακρίνει τρεις τύπους πολιτικής διαχείρισης:

α) τον Θάνο, φορέα της ανερμάτιστης, ατελέσφορης και, τελικά, επικίνδυνης ρομαντικής φιλανθρωπίας·

β)τον αδίστακτο εκμεταλλευτή Τάσο Βλέκα, που πιστεύει ότι οι χωρικοί «όταν παύσουν να ονειρεύωνται άλλην κατάστασιν, θέλουν κλίνει τον αυχένα υπό τον ζυγόν και θέλουν γίνει πρόθυμοι εργάται, αναλόγως της επιμελείας των περιμένοντες την αμοιβήν των κόπων των, και περί ουδεμίαν άλλην πλάνην βοσκόμενοι» (ΘΒ 226)· και

γ) τον υποδειγματικό γαιοκτήμονα Αϋφαντή, μέσω του οποίου ο Καλλιγάς διατυπώνει την πολιτική του πρόταση, με δύο κεντρικά σημεία: α) παράδοση τμήματος της κτηματικής περιουσίας «εις τελείαν ιδιοκτησίαν των χωρικών», έτσι ώστε οι αγρότες να αποκτήσουν συνείδηση μικροϊδιοκτήτη και «τα συμφέροντα των χωρικών και του κυρίου της γης [...] να συνταυτισθούν»· και β) ειλικρινής φροντίδας για την υγεία και την ευημερία των αγροτών, έτσι ώστε να δημιουργηθεί «ηθικός δεσμός μεταξύ κυρίου της γης και χωρικού» (ΘΒ 190). Ο Αϋφαντής, σημειωτέον, αντιλαμβάνεται (και προειδοποιεί) ότι αν δεν αλλάξουν στάση προς τους αγρότες «οι ανάξιοι μεγαλοκτήμονες θέλουν στερηθή παντός δικαιώματος επί της γης προς όφελος εκείνων, οίτινες αποδίδουν τα τροφεία εις την τεκούσαν» και ότι «τοιαύτη μετατροπή δεν δύναται να γίνη ειρηνικώς και ανωδύνως» (ΘΒ 189-190).

Με αυτούς τους όρους, η ιστορία του Θάνου Βλέκα παρουσιάζεται περισσότερο ως πολιτικό δράμα, παρά ως κοινωνική καταγγελία. Ο Καλλιγάς τονίζει την ανάγκη βελτίωσης των συνθηκών ζωής του εξαθλιωμένου αγροτικού πληθυσμού, δείχνει τις θεσμικές αλλαγές που επιβάλλεται να γίνουν, ενώ ταυτοχρόνως περιγράφει και τις δομές και τις αντιλήψεις που λειτουργούν ανασταλτικά. Η άποψη ωστόσο ότι ο συγγραφέας «δεν ανησυχεί για την ευημερία των πολιτισμένων αστών, αλλά για την προκοπή των εγκαταλειμμένων στην τύχη τους χωρικών» δεν ευσταθεί. Αντιθέτως ο Καλλιγάς ανησυχεί, και προειδοποιεί τους αναγνώστες του, για τις συνέπειες που θα έχει τελικώς η εγκατάλειψη των λαϊκών στρωμάτων για τη δική τους τάξη. Στον Θάνο Βλέκα, ο λαός της υπαίθρου μοιράζεται σε δύο κομμάτια: άγριοι ληστές (στα ορεινά), που ενίοτε αναβαθμίζονται σε αδίστακτους "επιχειρηματίες" της πόλης, και ανόητοι γεωργοί (στα πεδινά) που, όταν πιέζονται πέραν του δέοντος, εκδηλώνουν ανεξέλεγκτα καταστροφικά ένστικτα. Υπενθυμίζω ότι οι λαϊκές συγκεντρώσεις, τόσο στην Αθήνα όσο και στην αγροτική ύπαιθρο, παρουσιάζονται στο μυθιστόρημα του Καλλιγά ως συναθροίσεις αλαλάζοντος όχλου. Αυτός ο ετερόκλητος και άναρχος πληθυσμός πρέπει να γίνει έθνος να βγει από τον κύκλο της καταπίεσης, να εκπολιτιστεί και να αποκτήσει «ηθικούς δεσμούς» με τα ηγετικά στρώματα της κοινωνίας. «Η ιδέα εδώ του αιώνος είναι ο λαός ως εθνική ενότης αδιάσπαστος», έλεγε σε μια κοινοβουλευτική αγόρευση ο Καλλιγάς. Για να δημιουργηθεί όμως αυτή η «εθνική ενότης» πρέπει πρώτα να την φανταστούμε, κατόπιν να την παραστήσουμε και ύστερα να την προβάλουμε στον λαό ως πρότυπο προς μίμηση. Η «ελληνική πολιτεία», που «είναι χίλια κομμάτια και κανέν δεν συμφωνεί με τ' άλλο» (ΘΒ 87), θα οργανωθεί σε αρμονικό εθνικό σύνολο πρώτα στη (μυθοπλαστική) φαντασία και ύστερα στην (πολιτική) πράξη. Όπως έγραφε στο πρώτο του πολιτικό φυλλάδιο ο συγγραφέας του Θάνου Βλέκα: «Ενόσω δεν παριστάνεται εις τον λαόν η ιδία του συνείδησις, η ιδία του ιστορία, τα παθήματα του και αι τύχαι του, πώς θέλομεν συναπαντηθή μετ' αυτού, πώς θέλομεν συνταυτισθή, ώστε ν' ανάθεση εις ημάς την πλήρη του εμπιστοσύνην;»