Maronitis D. N., Poiitiki kai politiki ithiki. Proti metapolemiki genia. Alexandrou – Anagnostakis – Patrikios
 
Athina 1976, Kedros. Ss. 38-44
 
 
 

Η λειτουργία του χρόνου: «Εποχές» και «Συνέχειες»

Αν πρέπει να εντοπιστεί η δραματικότερη ακμή της ηθικής του Αναγνωστάκη, πρόσφορη είναι η θέση του «Δείπνου». Το ποίημα αυτό, τρίτο κατά σειρά στην πρώτη «Συνεχεία» (1953-1954), βρίσκεται στη μέση περίπου της γόνιμης τριακονταετίας του ποιητή (1941-1971) και διαιρεί ακριβώς το σώμα των ογδόντα επτά ποιημάτων του, αφού έχει αύξοντα αριθμό σαράντα τρία. Μεταφράζοντας εξάλλου το «Δείπνο» το γνωστό θέμα της Καινής Διαθήκης σε πολιτική αλληγορία (με το άλλοθι της προδοσίας σκηνοθετείται, σε τελετουργικό πλαίσιο, ο εξοντωτικός αποσχηματισμός κομματικού στελέχους) κρυσταλλώνει ποιητικά και με σπάνια ευστοχία την οδυνηρότερη, ίσως, εμπειρία του Αναγνωστάκη, ο οποίος, λίγο πριν από τη δική του (1949), διαγράφεται από το κόμμα, δίχως να ομολογεί στο στρατοδικείο τη διαγραφή αυτή, που ασφαλώς θα απέτρεπε την καταδίκη του σε θάνατο. Πρόκειται, λοιπόν, για αποφασιστική καμπή που συναιρεί την πολιτική και ηθική κρίση του ποιητή και της γενιάς του - της πρώτης μεταπολεμικής ποιητικής γενιάς.

Την ανάγνωση του «Δείπνου» την αφήνω στον αναγνώστη. Εδώ χρησιμοποιώ μόνο το σκοτεινό

του στίγμα, ως κέντρο για τον περίγυρο χώρο. Γιατί τα προηγούμενα της κρίσης που υπόκειται στο «Δείπνο», τόσο στον τομέα της κομματικής πράξης όσο και στο στίβο της ποιητικής έκφρασης, συνθέτουν την ατμοσφαιρική πίεση των «Εποχών». Τα επόμενα της, τη μολυσμένη και βαριά ατμόσφαιρα που σκοτεινιάζει τις «Συνέχειες».

Συνεκτικός άξονας των δυο αυτών βασικών ποιητικών κύκλων είναι η αντίσταση του Αναγνωστάκη στο χρόνο και στις ευτελιστικές αλλοιώσεις που συνεπιφέρει η πρόοδός του. Και μόνο οι τίτλοι των έξη συλλογών (τρεις «Εποχές»- τρεις «Συνέχειες») στιγματίζουν αυτή την επώδυνη διαδρομή, που μέσα στην ποίηση γίνεται αναδρομή.

Ο χρόνος κάθε «Εποχής» και της «Συνέχειάς» της δεν είναι τόσο και μόνο η μήτρα των νέων εμπειριών που γεννά είναι κυρίως η φαγάνα των εμπειριών της προηγούμενης εποχής: τις ξοδεύει ή τις ξευτελίζει. Η ροπή του Αναγνωστάκη τείνει ακριβώς στο να καθηλώσει και να συντηρήσει μέσα στις ποιητικές του «Εποχές» και στις «Συνέχειές» τους ό,τι η πρόοδος του χρόνου ζητά να αναλώσει, να εξαγοράσει ή να ευτελίσει: δημιουργούνται έτσι συνεχή φράγματα στη ροή του χρόνου, στερεοποιώντας κρίσιμες παρωχημένες εποχές, και προβάλλονται αργότερα τα ρημαγμένα τους πια είδωλα συνεχώς και επίμονα στο ποιητικό παρόν.

Ο διάλογος ωστόσο αυτός του Αναγνωστάκη με το χρόνο δεν είναι μεταφυσικός: η σύγκρουσή του με το χρόνο γίνεται συγκεκριμένη, ένυλη και προπαντός μετωπική. Δεν υπάρχει στην ποίηση του Αναγνωστάκη καμιά προσπάθεια για διαχρονική κατοχύρωση του περιστατικού χρόνου. Και οπωσδήποτε, η ανάλωση και ο εξευτελισμός των προσωπικών εμπειριών μέσα στον ρέοντα χρόνο δεν αντιμετωπίζονται από τον Αναγνωστάκη ως αυτονόητο ή φυσικό γεγονός· αποδίδονται κυρίως στην ένοχη δειλία ή την υποκριτική σκοπιμότητα των ανθρώπων, που η δεν αντέχουν ή δεν δέχονται να συντηρήσουν ενεργές τις προσωπικές μνήμες τους.

Η σύγκρουση αυτή του Αναγνωστάκη με το χρόνο πραγματοποιείται θα έλεγα σε τρία επίπεδα - με τρόπο διαζευκτικό ή προσθετικό: σε επίπεδο προσωπικό, σε επίπεδο συντροφικό και σε επίπεδο συλλογικό. Το περιεχόμενο εξάλλου του διαλυτικού χρόνου (η σύγχρονη του ποιητή πολιτική ιστορία) μικροσκοπείται στο έργο του Αναγνωστάκη με τρία κυρίως φίλτρα: το τοπικό φίλτρο είναι η Θεσσαλονίκη των «Εποχών» το χρονικό φίλτρο το έχουν πλέξει κυρίως τα χρόνια της κατοχικής αντίστασης το ανθρώπινο, τέλος, φίλτρο το αποτελούν το μάτι του ίδιου του ποιητή και η ματιά της στενής συντροφιάς του, που τη συνθέτουν συγκεκριμένα πρόσωπα, επώνυμοι φίλοι, οι οποίοι με τις τύχες τους σημάδεψαν την κρίσιμη δεκαετία 1940-1950, και με το θάνατο ή την τραυματική επιβίωσή τους δυναστεύουν και τα επόμενα χρόνια του ποιητή.

Στη συγκεκριμένη, λοιπόν, περίπτωση του Αναγνωστάκη επιβεβαιώνεται, νομίζω, η βασική λειτουργία της ποίησης: η αντιπαράθεση δηλαδή της ποιητικής μικροσκοπικής κλίμακας στην απρόσωπη μακροσκοπική κλίμακα της ιστορίας. Τα χαρακτηριστικά της μικροσκοπικής ποιητικής κλίμακας είναι: η εμμονή στον περιστατικό, εμπειρικό και, κατά κανόνα, παθολογικό χαρακτήρα της πραγματικότητας. Τα χαρακτηριστικά της μακροσκοπικής ιστορικής κλίμακας είναι η απάλειψη των δραματικών λεπτομερειών για χάρη μιας νηφάλιας και αντικειμενικής, σύνολης εικόνας της πραγματικότητας, η οποία οφείλει να ενταχθεί στην αλυσίδα παρελθόν-παρόν-μέλλον, υπακούοντας σε κάποια αξιολογικά αιτήματα που αλλάζουν, αλλάζοντας και οι εποχές.

Η μέθοδος ωστόσο της ποίησης δεν είναι να αντιδικεί καλά και σώνει με την ιστορία, αλλά να ελέγχει την αφαιρετική όρεξη του ιστορικού (και προπαντός: του ψευδοϊστορικού), επαναφέροντας στο προσκήνιο τη μοριακή προσωπική εμπειρία και επιμένοντας στις συγκρίσεις που προκύπτουν από την παραβολή της προς την ιστορική ή ψευδοϊστορική της αντιγραφή.

Αυτόν το ρόλο νομίζω αναλαμβάνουν και οι «Εποχές» και οι «Συνέχειες», διαπιστώνοντας τη βιασμένη ή σκόπιμη ασυνέχεια της βιωμένης από τα συγκεκριμένα πρόσωπα πραγματικότητας προς τη σφετεριστική, μακροσκοπική δήθεν, πολιτική της απορρόφηση. Έτσι εξηγείται και ο σταθερά απαισιόδοξος τόνος στην ποίηση του Αναγνωστάκη, που παραμένει ωστόσο πάντοτε αιχμηρός και διδακτικός: κριτικός ή αυτοκριτικός, σατιρικός ή σαρκαστικός.

Ως εδώ προσπάθησα να κεφαλοποιήσω το κοινό υλικό της πολιτικής ηθικής του Αναγνωστάκη, όπως αυτή αναγνωρίζεται στο σύνολο της ποιητικής του παραγωγής. Επισημαίνω, τώρα, τις διακριτικές αλλαγές από τις « Εποχές» στις «Συνέχειες» και από τις «Συνέχειες» στο «Στόχο».

Οι «Εποχές», σχεδόν στο σύνολο τους, συνιστούν τον ποιητικά πραγματοποιημένο αντίλογο του Αναγνωστάκη προς αντίπαλες πολιτικές συνθήκες, που τείνουν συστηματικά να ακυρώσουν τις βαριές εμπειρίες της δεκαετίας 1940-1950. Οι «Συνέχειες», σχεδόν στο σύνολο τους, αντιστέκονται στην εξαγορά αυτών των εμπειριών από τα εναλλασσόμενα επιτελεία της αριστεράς κατά τη δεκαετία 1950-1960.

Στον κύκλο των «Εποχών» η σύγκρουση του ποιητή είναι κυρίως σύγκρουση με τον αντίπαλο πολιτικό περίγυρο. Στις «Συνέχειες» η σύγκρουση αυτή μεταφέρεται στο εσωτερικό της καταρχήν σύμμαχης μεταπολεμικής αριστεράς. Οι «Εποχές» παρακολουθούνται από την κομματική σύμπραξη του ποιητή. Οι «Συνέχειες» κοχλιώνονται στο τέλμα μιας αναγκαστικής αργίας που επιβάλλει στον Αναγνωστάκη το επίσημο κόμμα.

Ο επιλογικός εξάλλου «Στόχος», συνθεμένος στα πρώτα χρόνια της δικτατορίας, επαναφέρει τον Αναγνωστάκη στην τροχιά της πολιτικής σύμπραξης, κάτω από κορυφαίες συνθήκες. Τα δεκατρία ποιήματα αυτής της συλλογής σπάζουν όψιμα τον κομματικό κλοιό και επιχειρούν μια μορφή αγωνιστικής εξόδου, όπου συντηρείται ωστόσο ολόκληρη η πικρή πείρα του δεύτερου κυρίως παραγωγικού κύκλου και μεταφράζεται σε έσχατη διδαχή.

Οι διαιρέσεις που έκαμα στους δυο κλειστούς κύκλους του Αναγνωστάκη («Εποχές» και «Συνέχειες») και στο βέλος του «Στόχου» κινδυνεύει να παραπλανήσουν, αν παραγνωρίσει κανείς τη συνεχή ρευστοποίησή τους από ποίημα σε ποίημα, από συλλογή σε συλλογή και από κύκλο σε κύκλο. Παρά ταύτα, ομοιότητες και διαιρέσεις πιστεύω ότι ορίζουν με σχετική ακρίβεια τη σύσταση της πολιτικής και ποιητικής ηθικής του Αναγνωστάκη, που τις λαβές της προσπάθησα να δείξω. Υπολείπονται άλλα θέματα, μορφολογίας και λειτουργίας της ηθικής αυτής, που πέφτουν έξω από τα όρια των επιφυλλίδων.

Σταματώ, λοιπόν, αυθαίρετα εδώ το διάλογό μου με τον Αναγνωστάκη, για να περάσω, την επόμενη φορά στο τρίστρατο του Άρη Αλεξάνδρου. Στο μεταξύ θα πέσει η Πασχαλιά.