Iliskagia Sonia, I moira mias genias. Symvoli sti meleti tis metapolemikis poiisis stin Ellada
 
Metf. Epimeleia Mitsos Alexandropoulos, Athina 1986, Kedros. Ss. 140-143
 
 
 

 

                Το 1960 κυκλοφόρησε κι η "Καντάτα για τρία δισεκατομμύρια φωνές" του Τ. Λειβαδίτη, επίσης πολύστιχο ποίημα μνημειακής επικολυρικής υφής. Ο ποιητικός λόγος παίρνει κι εδώ  διαστάσεις σχεδ6ν κοσμογονικές και συνέχεται από το πάθος της κατάφασης στην ανεξάντλητη ψυχική υγεία της ζωής. Όπως και στο προηγούμενο ποίημα, ο σημερινός χρόνος τοποθετείται, σαν μια φάση, πάνω στον ιστορικό δρόμο που διανύει η Ανθρωπότητα στην αδιάκοπη κίνηση προς καλύτερες μέρες. Η πολύ σημαντική διαφορά είναι πως ο Ελύτης αποσπάται από το ειδικό και το ατομικό, αποφεύγει τη συμμετοχή σ' ό,τι σημαδεύεται από τη διάλυση και την πτώση. Πάνω απ' τα διεξοδικά συγκεκριμένα της κοινωνικής πραγματικότητας, προσηλώνεται σ' ένα μεγαλειώδες και συνοπτικό   διάγραμμα της ιστορικής κίνησης. Στο Λειβαδίτη, αντίθετα, το συγκεκριμένο δεν εμπεριέχεται μόνο στη συνοπτική εικόνα,  η κίνηση αρχίζει ακριβώς από κει. Μία προς μία περιέρχεται  πολλές τύχες, τις πιο διαφορετικές πλευρές της ζωής και πυκνώνει σ' ένα εμπεριστατωμένο όραμα που σφιχτά και ζωντανά δένεται με το χτες και. το αύριο.

                Στο ποίημα τούτο έχουν γόνιμα υλοποιηθεί οι οδυνηρές αναζητήσεις των τελευταίων χρόνων, μέσα από τις οποίες ο ποιητικός λόγος βγήκε ικανός για τόσο μεγάλες συνθετικές προσπάθειες, όπως η «Καντάτα». Έχουμε μιλήσει για την ιδιαίτερη κλίση του Λειβαδίτη στη δραματουργική λύση των θεμάτων του. Στο καινούργιο ποίημα η τάση αυτή είναι πολύ προωθημένη. Η δραματική διάταξη του ποιητικού υλικού, που φέρνει τα πρόσωπα σε απευθείας επικοινωνία με το κοινό, τοποθετεί ειδολογικά το έργο μεταξύ ποιήματος και δράματος, ωστόσο η δράση αναπτύσσεται κυρίως με μέσα επικά και λυρικά. Έχουμε μια σύνθεση μνημειακή από κοινά κι ατομικά κομμάτια, η επική αφήγηση εναλλάσσεται με το στοχασμό και τη λυρική εξομολόγηση. Κάθε εκτελεστής έχει να πει κάτι δικό του, προσκομίζει στην κοινή ιστορία τη μικρή του τύχη. Τα πιο κοινά και κρίσιμα εισάγονται απ' τον Ποιητή και το Χορό.

                Η δράση ξετυλίγεται σε μια εργατική συνοικία, όπου μένουν οι ήρωες της ιστορίας: ο Χορός γυναικών και αντρών, ο Ποιητής, ο Άνθρωπος με το κασκέτο, διάφοροι περαστικοί που φαίνονται στιγμές στιγμές στο δρόμο, «άπειροι τύποι σαν την άμμο της θάλασσας και σαν τ' άστρα τ' ουρανού. Και σαν τα σκιρτήματα της ψυχής άπειροι». Τσακισμένοι από τις έγνοιες και τους καημούς της ζωής, ζητώντας μια διέξοδο, κατέχονται σαν άνθρωποι από τη δίψα να ζήσουν κι από μια ασυναίσθητη ή συνειδητοποιημένη θέληση στο καλό και στο όμορφο που ακόμα και στις πιο ζοφερές στιγμές μπορούν να δώσουν βλαστούς, να θρέψουν όνειρα και επιδιώξεις. Η κίνηση της ζωής, που δεν είναι δυνατό να σταματήσει, συμπυκνώνεται στην ιστορία που αφηγείται ένα από τα πρόσωπα του έργου, ο Άνθρωπος με το κασκέτο, «μια ιστορία παλιά όσο κι ο Κόσμος», αφιερωμένη σ' έναν ανώνυμο ήρωα που τα ’δωσε όλα, μέχρι και τη ζωή του, θυσία στην αυριανή μέρα. Ο βιβλικός τόνος δίνει στο κεφάλαιο αυτό ιδιαίτερη βαρύτητα, επική άπλα, υποβλητικότητα και συμβολισμό και οι φανεροί παραλληλισμοί του ήρωα της ιστορίας με το Χριστό, υπέρμαχο των καταφρονεμένων και των αδικημένων, που πεθαίνει για την πίστη του (ένα παράδειγμα από τα πολλά που υπογραμμίζουν τους παραλληλισμούς αυτούς: «Κι οι δικαστές φώναξαν: τι χρείαν έχομεν άλλων μαρτύρων; / Και θυμήθηκαν, τότε, πως τούτος ο λόγος είχε, κάποτε, πριν πολλά χρόνια, ξανά ειπωθεί. / Και τους πήρε φόβος μεγάλος»), φέρνουν σε μια πύκνωση τις παραστάσεις μας για όλες τις γνωστές κι άγνωστές μας θυσίες, που πρόσφερε η ανθρωπότητα τις δυο τελευταίες χιλιετηρίδες στο βωμό του καλού και της δικαιοσύνης.

                Η ιστορία που αφηγείται ο Άνθρωπος με το κασκέτο φαίνεται στην αρχή σαν ένα κεφάλαιο άσχετο με την υπόλοιπη ποιητική δράση. Ο ήρωας της ιστορίας αγωνίζεται, υποβάλλεται σε βασανιστήρια, οδηγείται στο δικαστήριο, ενώ η ζωή στην εργατική συνοικία τραβά το δικό της δρόμο - έτσι όπως περίπου γίνεται πάντα με τον Έναν μες στους Πολλούς. Ωστόσο η θυσία δε θα μείνει απαρατήρητη. Όταν ο Άνθρωπος με το κασκέτο περνάει στη σκηνή της εκτέλεσης, τον ακούν όχι τα παιδιά μόνο, αλλά κι ο Χορός των αντρών και των γυναικών. Οι γυναίκες μοιρολογούν, ενώ το τραγούδι των αντρών υψώνει την «ανεξάντλητη σαν το χρόνο» κι «αθάνατη από χιλιάδες νεκρούς» σημαία σαν μια ψυχολογική εισαγωγή στον επίλογο της Ιστορίας του Ανθρώπου με το κασκέτο που πάλι θυμίζει την αρχή της:

 

94. Και δεν πέρασαν μέρες πολλές κι οι άντρες με τις χαμηλωμένες ρεπούμπλικες (για να μη φαίνονται τα τυφλό τους μάτια), πήραν καινούργια διαταγή.

95. Και χτύπησαν τη μικρή σιδερένια πόρτα, στο κέντρο της πόλης, πίσω απ' την αγορά.

 

…………

 

102. Κι εκείνος, μαρμαράς το επάγγελμα, σηκώθηκε κι άνοιξε. Και τον ερώτησαν: πώς λέγεσαι; Κι αυτός τους απάντησε.

103. Κι οι άντρες με τις ρεπούμπλικες ταράχτηκαν μόλις άκουσαν τ' όνομά του.

104. Κι αναρωτιόντουσαν μεταξύ τους: τι συμβαίνει λοιπόν; μην τάχα αναστήθηκε;

105. Κι ύστερα γέλασαν, πως τάχα δε γίνονται στον αιώνα μας θαύματα - ένα γέλιο αβέβαιο.

 

(Μικρή παύση)

 

106. Και τ' όνομά του ήταν μεγάλο σαν οποιοδήποτε ανθρώπινο όνομα.

 

                Σε απόσταση από το άλλο κείμενο, ο τελευταίος στίχος ηχεί σαν το κύριο θέμα που επιβεβαιώνεται και στον επίλογο της ιστορίας: το «οποιοδήποτε ανθρώπινο όνομα» είναι μεγάλο, τα ηρωικά πρόσωπα δεν αποτελούν εξαίρεση, στη θέση του ενός που πέφτει έρχονται άλλοι κι ο ανθρώπινος αγώνας για την αλήθεια και τη δικαιοσύνη είναι το ίδιο αδιάπτωτος και παντοτινός, όπως κι η ίδια η ζωή.

                Τα τελευταία χορικά που μιλάν για το θείο χάρισμα της ζωής, για τη χαρά που φέρνει ο ήλιος που σμίγει με τη γη «για να γεννηθεί το μέλι κι ο έρωτας κι η ποίηση, κι η αυριανή ευτυχία» συνοψίζονται στα τελευταία λόγια του ποιητή:

 

Γιατί, αλήθεια, φίλοι μου, πέστε μου, τι άλλο είναι, λοιπόν, η παντοδυναμία

απ' την απέραντη τούτη δίψα. Να 'σαι τόσο πρόσκαιρος, και να κάνεις όνειρα

τόσο αιώνια!

 

                Η «Καντάτα» είναι πολυπρόσωπο ποίημα και πολυφωνικό. Πολλά από τα επεισοδιακά πρόσωπα μένουν με τις αμφιβολίες τους και την κατάθλιψή τους, αλλά και στη δική τους ψυχική ερημιά η ελπίδα δε σ6ήνει όλη, κάτι μένει από τη δίψα της ζωής σαν μια προϋπόθεση γι' αναγέννηση κι έξοδο. Τα πολύ ανομοιογενή και κάπως αυτόνομα στρώματα του ποιήματος δίνουν στην ποικιλομορφία τους πραγματικές και ψυχολογικές καταστάσεις, αλλά και μέσα απ' την πολυφωνία διακρίνεται καθαρά η τάση στη σύνθεση, στον ενιαίο μύθο, στη λογική και διαλεχτική ενότητα. Η ιμπρεσιονιστική γραφή σε ορισμένες σκηνές δε σπάζει την ενιαία πρόσληψη του χρόνου, αντίθετα με την αίσθηση μιας άμεσής επαφής επιβεβαιώνει τα νοηματικά όρια στις αληθινά απέραντες προεκτάσεις τους.