Balaskas Kostas, «I poiisi tou Kyriakou Charalampidi. Mia theatrika afigimatiki metapoiisi tis istorias»
 
Porfyras, tefchos 124. Gia ton Kyriako Charalampidi, tomos KI΄, Ioulios – Septemvrios 2007, Kerkyra, ss. 237-242
 
 
 

 

Φιλοσοφώτερον και σπουδαιότερου ποίησις ιστορίας εστίν...

(Αριστοτέλης, Περί ποιητικής, IX)

 

Πολλοί βέβαια γράφουν ποιήματα, κατά το μπόι του ο καθένας και κατά τα υπάρχοντα του. Όμως άλλο να γράφεις ποιήματα και άλλο να είσαι ποιητής. Ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης είναι ποιητής «ταμένος», με αντιθέσεις γόνιμες που συμπλέκουν τη φανερή και την αφανή (κρείττονα) αρμονία του: αλαφροΐσκιωτος και στερεός, νήπιος και σοφός, κατεχόμενος και τεχνίτης, σε κατάσταση πάντοτε νηφάλιας μέθης.

 

Κάποιες φορές με βλέπουνε καβάλα στ’ άλογο μου

επάνω από τον ουρανό της Λευκωσίας.

Τρέξε να δεις μου λέγουνε. Κι εγώ δε βλέπω...

                                                (Μεθιστορία, σ. 11)

 

                Πηγή ρέουσα λάλον ύδωρ αενάως. O Νικηφόρος Βρεττάκος το είδε από την αρχή και βάφτισε Πρώτη πηγή το ποιητικό ξεκίνημα του Χαραλαμπίδη το 1961, στα φοιτητικά χρόνια. Έκτοτε η πηγή αυτή άρδευσε πολλάκις τη νεοελληνική ποίηση. Ακολούθησαν οι συλλογές Η άγνοια του νερού (1967), Το αγγείο με τα σχήματα (1973) και, μετά την εισβολή, Αχαιών ακτή (1977), Αμμόχωστος βασιλεύουσα (1982), Θόλος (1989), Μεθιστορία (1995), Δοκίμιν (2000), Αιγιαλούσης επίσκεψις (2003) και Κυδώνιον μήλον (2006).

                Την Άγνοια του νερού, που εξέδωσε ο Ίκαρος, προλόγισε ο Τάκης Παπατσώνης. Γράφει: «Τα ποιήματα του Κ. Χαραλαμπίδη μόνα τους καταβοούν τα χαρίσματά τους, δωρεά άνωθεν [...]. Η επιγραμματικότητά του είναι γενική αρετή· απόδειξη άρτιας τεχνικής η σύμπτηξη εικόνων, αισθήσεων και εννοιών, η σύντμηση στο τεχνικά απαραίτητο [...] αισθητική και ηθική αγαλλίαση που δοκιμάζει ο κοινωνός [...] άρτια καλλιτεχνικά αποτελέσματα [...] ολοκληρωμένη γλωσσική καλλιέργεια και οικείωση με όλα τα αλληλοδιάδοχα επιστρώματα της προαιώνιας λαλιάς μας [...]. Ο Χαραλαμπίδης ζωογονεί τη μαρασμένη και ασθενούσα νεοελληνική ποίηση. Της ξαναδίνει με το πρέπον δέος το μεγάλο της ηθικό θεμέλιο, έναν νέο και σφριγηλόν ουμανισμό». Τέτοια και άλλα έγραφε ο ποιητής Παπατσώνης.

                Η εισβολή βρήκε τον Χαραλαμπίδη στην καλύτερη ώρα του. Ήταν 34 χρόνων, όταν χάνοντας την πόλη του Αμμόχωστο και το σπίτι του, βρέθηκε εξόριστος στον τόπο του. Βέβαια, πριν η Αμμόχωστος (κυριολεκτικά και συνεκδοχικά) αλωθεί από τους Τούρκους, είχε αλωθεί ήδη από τον τουρισμό και την ευμάρεια, θέμα καθόλου ασήμαντο για τον ποιητή και οπωσδήποτε σχετικό με την όλη τραγωδία, η οποία τώρα έπαιρνε άλλη μορφή. Με καλά κρυμμένο το νωπό του δάκρυ ο Χαραλαμπίδης έγραψε την Αχαιών ακτή, την Αμμόχωστο βασιλεύουσα και τον Θόλο, την τριλογία του κυπριακού δράματος, έργα που εγκωμιάστηκαν και τιμήθηκαν. Ειδικά η σύνθεση Αμμόχωστος βασιλεύουσα θεωρήθηκε έργο υψηλής πνοής και αξίας, ποίηση μείζων, που τοποθετήθηκε πλάι στα κορυφαία νεοελληνικά ποιητικά έργα. Η συλλογή Θόλος βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών. Αργότερα με τη συλλογή Μεθιστορία (ελληνικό κρατικό βραβείο ποίησης) και τη συλλογή Δοκίμιν ο ποιητής ανιχνεύει βαθύτερα προβλήματα της ιστορίας και του ανθρώπου. Η υποδοχή της ποίησης του Χαραλαμπίδη στην Κύπρο και στην Ελλάδα φανερώνει καθολική αναγνώριση. Για μια ακόμη φορά, μια φωνή από τον εκτός συνόρων ελληνισμό ερχόταν να μπολιάσει το δέντρο της νεοελληνικής ποίησης με ζωογόνους χυμούς.

                Επιπλέον, ο Χαραλαμπίδης έχει γράψει και σημαντικά δοκίμια -κυρίως για την ποίηση και για την Κύπρο- τα οποία είναι, νομίζω, καιρός να συγκεντρωθούν και να εκδοθούν. Αυτό που θέλω να σημειώσω εδώ είναι ότι και από τα δοκίμια του Χαραλαμπίδη ρέει ο ποιητικός λόγος, γιατί η διάθεσή του είναι πάντα φορτισμένη ποιητικά. Συχνά διαβάζοντας ένα δοκίμιο αισθάνεσαι την επιθυμία να κόψεις σε στίχους τον πεζό λόγο του, κάπως έτσι:

 

Αναρωτιέμαι κάποτε τι είναι η πατρίδα

και βρίσκω πως είναι τα παλιά μου παιχνίδια

οι φίλοι του δημοτικού που σκορπίσανε

στους πέντε ανέμους

η βρύση που πρωτοήπια νερό με τη χούφτα μου

το μουλάρι που χάιδεψα παιδί το λαιμό του

η δουκάνα που με σεργιάνισε πάνω στα στάχυα.

Προχωρώντας σε σύγχρονες ιστορικές καταστάσεις

βρίσκω να είναι η πατρίδα μια πέτρα που έφερε

μαζί του από τα κατεχόμενα ένας Καρπασίτης

και η μαυρομάντηλη μάνα με την επίμονη

φωτογραφία του αγνοούμενου γιου.

Κι άμα πηγαίνει ο νους στην Αμμόχωστο και στην Κερύνεια

πατρίδα είναι τα ρουχαλάκια του μωρού

αφημένα να κρέμονται στη βιάση της φυγής

σε μια ταράτσα

για να τα πλένει έντεκα τώρα χρόνια

η βροχή και να τα σιδερώνει ο άνεμος...

 

                Αυτό, για κάποιον άλλο, θα ήταν ίσως ένα καλό ποίημα. Για τον Χαραλαμπίδη είναι η φυσική ροή της ομιλίας του. Πηγή ρέουσα ποίηση. Όμως η ποίηση του Χαραλαμπίδη είναι «αλλιώς».

 

*

 

O Κυριάκος Χαραλαμπίδης δεν μετατρέπει την ποίηση σε εξομολογητήριο, δεν επιδεικνύει μ' αυτήν τα εσώψυχά του, δεν αυτοβιογραφείται ούτε σκαρώνει ποίημα σε κάθε σκίρτημα του νου και της καρδιάς. Έχοντας υψηλή αντίληψη για την τέχνη του, ξέρει να σβήνει το ατομικό εγώ και να το διαχέει στα πράγματα, ξέρει να διοχετεύει τη φαντασία και το πάθος του σε καταστάσεις και δρώμενα, σε πλάνα και εικόνες που υπηρετούν «το νόημα της τέχνης» και το «εμείς».

                Όσον αφορά στα πλάνα και τις εικόνες, δεν ξέρω πόσο «αποτυχημένος ζωγράφος» είναι (κατά δήλωση του), αφού η ποίηση του είναι κατεξοχήν «ζωγραφιά ομιλούσα»· οι καταστάσεις και τα δρώμενα όμως στα οποία κινείται, μου δίνουν την αίσθηση ότι ο Χαραλαμπίδης, όπως ο Καβάφης, αν δεν ήταν ποιητής θα ήταν μελετητής της ιστορίας και του μύθου. Επειδή όμως είναι ποιητής, χρησιμοποιεί την ιστορία και το μύθο ως όχημα, δουλεύοντας (ιδίως στις δύο τελευταίες του συλλογές) με την ιστορική και με τη μυθική μέθοδο, που είναι βέβαια γνωστές από τον Πάουντ, τον Έλιοτ, τον Καβάφη, τον Σεφέρη. Όπως ο καθένας απ' αυτούς, ο Χαραλαμπίδης χρησιμοποιεί την ιστορία και το μύθο με το δικό του δημιουργικό τρόπο. Ανάλογα δούλευαν άλλωστε και οι αρχαίοι τραγικοί με τη μυθική παράδοση. Τον ποιητήν δέοι, είπερ μέλλοι ποιητής είναι ποιείν μύθους αλλ' ου λόγους (Πλάτων). Η ποίηση του Χαραλαμπίδη είναι μυθοποίηση της ιστορίας, μεταποίηση της πρώτης ύλης που παρέχει η ιστορία.

Λόγιος ποιητής ο Χαραλαμπίδης κινείται σε όλο το φάσμα της ιστορίας και του πολιτισμού. Το ποιητικό του σύμπαν αρχίζει από τον Αδάμ και την Εύα,

 

Μια μέρα που ο Αδάμ με την καλή του

έπλενε στο ποτάμι του ένα ποίημα

είδε το φίδι κι έστεκε γαμπρός...

                                                (Δοκίμιν, σ. 154)

 

και φτάνει ως τον Πέτρο Κακκουλή, που δολοφονήθηκε καθώς πέρασε τη διαχωριστική ζώνη μαζεύοντας σαλιγκάρια (Δοκίμιν, σ. 189). Στον κόσμο του μετέχουν άπειρα πρόσωπα από πλήθος τόπους και χρόνους. Η ποίηση του είναι μια οικουμενική και διαχρονική τοιχογραφία. Οι «λεπτομέρειες» της τοιχογραφίας αυτής εικονίζουν ιστορικά ή μυθικά πρόσωπα και γεγονότα που αναφέρονται σε βιβλία ή άλλα έντυπα και που έχουν συνήθως άμεση ή έμμεση σχέση με την Κύπρο. Έτσι η Κύπρος γίνεται κέντρο μιας οικουμενικής εξακτίνωσης ή -αντίστροφα- η συγκλίνουσα εστία ποικίλων επιστρώσεων: Από την Αχαιών ακτή και τη Φοινίκη, στην ελληνική αρχαιότητα, στους Ρωμαίους, στο Βυζάντιο, στη Φραγκοκρατία, στην Τουρκοκρατία, στην Αγγλοκρατία, στον Κυπριακό αγώνα, στην ανεξαρτησία, στην εισβολή και τα μετά.

                Το χωρίο ενός βιβλίου (του Ομήρου, του Ηροδότου, του Πλουτάρχου, του Αθηναίου, του Μαχαιρά, του Σταυριανού και πολλών άλλων), μια λαϊκή παράδοση (Μεθιστορία, σ. 35, ένας πίνακας στο μουσείο του Άμστερνταμ (Μ. 29), μια πράξη (Μ. 109), μια εικόνα (Μ. 99), μια φράση (Μ. 107), «μια μικρή και ασήμαντη μνεία» κάπου, ένα περιστατικό, το ετοιμόρροπο ακίνητο Αγίου Ιωάννου και Θησέως γωνία (προσοχή στη διεύθυνση παρακαλώ), το καθετί εντέλει μπορεί να συναντήσει την έτοιμη και γρηγορούσα ψυχή του ποιητή, να τον ωθήσει να κλείσει τα μάτια για να δει πιο καθαρά το πλάνο με τον «οφθαλμό» της αναπόλησης και να το «μελετήσει» συνθέτοντας με το νου την προεγγραφή του ποιήματος.

                Ύστερα ο ποιητής περνάει στη φάση της προετοιμασίας. Κατά τη φάση αυτή δουλεύει «επιστημονικά» με όλες τις αισθήσεις, το νου και την ψυχή του σε συναγερμό. Ο ίδιος λέει ότι η ποίηση είναι επιστημονική εργασία και σχεδόν μαθηματική εξίσωση. Ψάχνει, βρίσκει στοιχεία και πληροφορίες, διασταυρώνει, συνδυάζει, κάνει τελικά τις επιλογές του. Η επιστημονική εργασία συνάδει με την ονειρική διάθεση και η έρευνα με τη φαντασία. Στην κατάλληλη στιγμή πληρότητας «εμφανίζει» το ποίημα, όπερ έδει δείξαι.

 

*

 

Η ποίηση του Χαραλαμπίδη έχει θεατρικά αφηγηματική μορφή. Ο ποιητής, εκτός από την ιστορική ή μυθική σκηνοθεσία, στήνει το σκηνικό, εισάγει πρόσωπα, περιγράφει, κάνει τα πρόσωπα να μιλούν αυτούσια και κατά το εικός και το αναγκαίο, σχολιάζει τα λόγια και τη συμπεριφορά τους με ανάλογες κάθε φορά αποχρώσεις τόνου. Συνηθέστεροι τόνοι είναι η ειρωνεία και ο σαρκασμός, η αγάπη και ο θαυμασμός. Σκηνικός, αφηγηματικός, περιγραφικός, συχνά αναλυτικός αλλά πάντα ποιητικός χάρη στην ενέργεια της γλώσσας. Ποίηση γλωσσοκεντρική. Η ποιητική γλώσσα του, κινούμενη από τη φαντασία και το πάθος, δεν είναι μόνο ερεθισμένη και συγκινησιακά φορτισμένη, αλλά είναι μια γλώσσα φρέσκια, απροσδόκητα τολμηρή στις επιλογές και τους συνδυασμούς της, ανεξάρτητη στον πλούτο και την ποικιλία της. Αντλώντας, κατά περίσταση, από όλο το φάσμα της ελληνικής διαχρονίας, της λαϊκής ομιλίας, της κυπριακής ντοπιολαλιάς, της ετερογλωσσίας, συνθέτει έναν ποιητικό λειμώνα, όπου θάλλει όλη η γλωσσική χλωρίδα ελεύθερα, ισότιμα και αβίαστα. Λέει, π.χ.,

 

Αυτός τους είπε

αρνείται πόλιν Ελληνίδ' ανδραποδιείν

που τόσα στην Ελλάδα έχει προσφέρει

                                                (Δοκίμιν, σ. 49)

                                ή

Σε παννυχίδος κλου

                                                (Δοκίμιν, σ. 43)

                                ή

Χάραμαν φου και λυχναφή σωρεύω δάκρυα

Κόρη μου

                                                (Μεθιστορία, σ. 89)

 

                Χρησιμοποιεί λέξεις «χυδαίες» (μπούτζο, να κλάσω, σκατά, κάτουρο, πορδή, πούστη, κουφάλα, μπαγλαρώνω, μαλακίες, ρουφιάνα κ.ά.), τραγελαφικές (π.χ. πεφουσκωμένα), λαθεμένες (π.χ. προστακτική έβγαλε αντί βγάλε), φράσεις στα αγγλικά, στα ιταλικά, στα λατινικά κ.ά. Η ποιητική γλώσσα του Χαραλαμπίδη χωνεύει τη γλωσσική ποικιλία και τη ζύμωση με άνεση, απλότητα, φυσικότητα, αθωότητα. Οι επιλογές και οι συνδυασμοί, η πράξη του λόγου και οι τόνοι συνάδουν με τα ομιλούντα πρόσωπα και τις επικοινωνιακές περιστάσεις τονίζοντας τη θεατρικότητα.

                Παρά την «απλότητα» της γλώσσας, παρά τις επεξηγηματικές σημειώσεις και τις παραπομπές που απλόχερα παρέχει ο ίδιος ο ποιητής, δεν είναι ωστόσο εύκολο να μπει ο αναγνώστης στο πνεύμα και στον κόσμο του Χαραλαμπίδη. Η ποίησή του χρειάζεται περαιτέρω υπομνηματισμό και είναι κάτι που το περιμένουμε από τα πανεπιστήμια και τους πανεπιστημιακούς μας. Η γλώσσα του δείχνει πώς αυτός ο ποιητής βλέπει και στοχάζεται αλλιώς, ο λόγος του βγαίνει από βάθη και ανάγεται σε όψη ξένα προς την «επίπεδη» και «ρεαλιστική» ποίηση του καιρού. Επιπλέον, η ποίηση του Χαραλαμπίδη έχει εσωτερική (ψυχική) ενότητα. Τα ποιήματα διασυνδέονται μεταξύ τους και αλληλοεισδύουν σαν συνεχές ποίημα εν προόδω. Αυτό επιβάλλει την αναγωγή εκάστου μέρους στο όλο σύστημα.

                Ο Χαραλαμπίδης έχει δικό του πρόσωπο και γι' αυτό δικό του, μοναδικό ύφος, που δεν μοιάζει με, δεν «θυμίζει» και που συνιστά τον χαρακτήρα της ποιητικότητας. Ο ίδιος λέει κάπου: «Γίνε κύριος του προσώπου σου· ο λόγος θα ακολουθήσει». Ο λόγος, λοιπόν, είναι απόρροια του προσώπου και η γνωριμία του ενός προϋποθέτει τη γνωριμία του άλλου, όχι μόνο για τον αναγνώστη αλλά και για τον ίδιο τον ποιητή, αφού το πρόσωπο αναπτύσσεται. Γράφει ο ίδιος: «Ψάχνω να βρω το υπό ανάπτυξη πρόσωπο μου». Το αναπτυσσόμενο πρόσωπο και ο λόγος συνδέονται με το όραμα που ενέχει τα όνειρα του ποιητή. «Γράφω ποίηση για να συντηρώ τα όνειρά μου». Το όραμά του συνιστά μια συνολικά ποιητική σύλληψη του κόσμου που συνάδει με βαθύ θρησκευτικό -μεταφυσικό και ηθικό- ανθρωπιστικό βίωμα. Λέει: «Μια χριστιανική αντίληψη του κόσμου διαποτίζει τους στίχους μου και καθορίζει το στίγμα τους αλλά με τρόπο που γίνεται ηθελημένα κρυπτικός, αφού και το θείον κρύπτεσθαι φιλεί». Στον «παραλογισμό» της ποίησης βλέπει τη «λογική του Θεού», που είναι βέβαια άλλη από αυτήν της λεγόμενης πραγματικότητας. Έτσι, οι ποιητικές μεταμορφώσεις του ανάγουν σε υπέρλογα σχήματα μιας υπερπραγματικής ηθικής και δικαιοσύνης. Η ποίηση αποτελεί τον μόνο οδηγό, πυξίδα του βίου, οδό και αλήθεια ζωής.

 

[...] Αν η ζωή δεν είναι πια ζωή

(αφού κι η τέχνη πια δεν είναι τέχνη)

Και τι να κάμει, πώς να πορευτεί;

(με της ποιήσεως τη συνδρομή θα δει.)

                                                (Δοκίμιν, σ. 124)

 

                Οι σημαίνουσες ποιητικές αφηγήσεις του Χαραλαμπίδη είναι ανοιχτές στις ερμηνευτικές εκδοχές της ανάγνωσης. Άλλοτε θέλει να κρατήσει στη ζωή και ιστορώντας να απαθανατίσει πράξεις φωτεινές, άλλοτε να στιγματίσει μικρόψυχες, να φωτίσει σκοτεινές, πάντα «με παραμύθια και παραβολές», με κρυφούς φωτισμούς, με δυσανάγνωστες συχνά και αμφίσημες συστοιχίες που συνοδεύουν την παραστατική ανάπλαση μορφών του μύθου και της ιστορίας, της παλαιάς και της πρόσφατης. Ιδεοφορεί χωρίς να ιδεολογεί, υποφέρει χωρίς να θρηνεί, διαπιστώνει χωρίς οργή, παραμυθεί και ομολογεί χωρίς να παραμυθιάζει και να συνθηματολογεί, αναπολεί και στοχάζεται χωρίς αυταπάτες. Στη ρίζα του μύθου αναζητεί πτυχές από το πανάρχαιο και σκοτεινό δράμα.

 

Πώς να 'στορήσεις το έρεβος χωρίς να το φωτίσεις;

Το φως σαλεύει πάνω από το μύθο...

                                                (Δοκίμιν, σ. 153)

 

                Καθώς σαλεύει το φως πάνω από το μύθο διαλέγεται με τα άδηλα και τα κρύφια της σοφίας του εικονίζοντας την αλήθεια του. Έτσι, η μυθοποιημένη ιστορία, η ποίηση, φιλοδοξεί να γίνει πλοηγός για το μέλλον ανιχνεύοντας και ερμηνεύοντας την τραγωδία, δηλαδή αντλώντας από τα δεινά μαθήματα πολιτικής αυτογνωσίας. Τελικά, η ποίηση του Χαραλαμπίδη είναι εθνική και πολιτική. Αλλά το «εθνική» πρέπει να νοηθεί με την έννοια που του έδωσε ο Σολωμός και το «πολιτική» με την έννοια που θεωρούσε και ασκούσε την πολιτική ο Σωκράτης.