Papageorgiou G. Kostas (Eisagogi – Anthologisi), I Elliniki poiisi. I defteri metapolemiki genia
 
tom. ST΄, Athina 2002, Sokolis. Ss. 501-503
 
 
 

Ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης γεννήθηκε το 1940 στην Άχνα της επαρχίας Αμμοχώστου. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1958-1964). Παρακολούθησε μαθήματα θεάτρου στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου (1962-1964) και μαθήματα ραδιοφωνίας στη Βαυαρική Ραδιοφωνία του Μονάχου (1972-1973).

                Για μερικά χρόνια εργάστηκε ως φιλόλογος στην κυπριακή Μέση Εκπαίδευση (1965-1968), δίδαξε στη σχολή θεάτρου του Εύη Γαβριηλίδη στη Λευκωσία, και από το 1968 εργάστηκε στο Κυπριακό Ραδιόφωνο. Στη συνέχεια ως πρώτος λειτουργός, υπεύθυνος πολιτιστικών προγραμμάτων, και ως διευθυντής ραδιοφωνίας στο Ρ.Ι.Κ., μέχρι την αφυπηρέτησή του (1998).

                Εμφανίστηκε στη λογοτεχνία στον ελλαδικό χώρο με το ποίημα «Ανδρέας Κάλβος» στο φοιτητικό περιοδικό Εστιάς, τεύχ. 3, Δεκ. 1960 και με τα ποιήματα «Ποιητής» και «Φωνή αύρας λεπτής», ό.π., τεύχ. 4, Ιαν. 1961, σσ. 19-20.

                Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά από τον Kimon Friar στην ανθολογία Contemporary Greek Poetry, 1985 και στο περιοδικό Modern Greek Studies Yearbook, University of Minnesota, νοl.10/11, 1994-1995, από τον Dino Siotis, την Amy Mims κ.ά. Ποιήματά του έχουν επίσης μεταφραστεί στα γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, σουηδικά, ολλανδικά, ρωσικά, ουγγρικά, σερβοκροατικά, σλοβενικά, τουρκικά, βουλγαρικά και ρουμανικά.

 

Εργογραφία:

 

                Ποίηση: Πρώτη πηγή, Αθήνα 1961. Η άγνοια του νερού (με πρόλογο του Τ. Κ. Παπατσώνη). «Ίκαρος», Αθήνα 1967. Το αγγείο με τα σχήματα. Λευκωσία 1973 (Κρατικό Βραβείο Ποίησης της Κύπρου). Αχαιών ακτή. Λευκωσία 1977 (Κρατικό Βραβείο Ποίησης της Κύπρου). Αμμόχωστος Βασιλεύουσα. «Ερμής», Αθήνα 1982· «Άγρα», Αθήνα 1997 (Κρατικό Βραβείο Ποίησης της Κύπρου). Θόλος. «Ερμής», Αθήνα 1989, 1991· «Άγρα», Αθήνα 1998 (Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών). Μεθιστορία. Αθήνα 1995 (Ελληνικό Κρατικό Βραβείο Ποίησης). Δοκίμιν. «Άγρα», Αθήνα 2000.

 

                Το 1997 κυκλοφόρησε με δική του εισαγωγή και μετάφραση το βιβλίο του Ρωμανού του Μελωδού, Τρεις ύμνοι, για το οποίο και βραβεύτηκε από την Ελληνική Εταιρεία Μεταφραστών Λογοτεχνίας.

                Το 1998 τιμήθηκε με το Έπαθλο Καβάφη στην Αίγυπτο.

 

***

 

Από τη δεύτερη κιόλας συλλογή του (Η άγνοια του νερού), ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης αρχίζει να καλλιεργεί ορισμένα στοιχεία, που στο κατοπινό ποιητικό του έργο θα αναπτυχθούν στο έπακρο και θα συμβάλλουν στην προφανή ιδιοτυπία της ποίησής του. Τέτοια στοιχεία είναι η  άνετη επιγραμματικότητα, το πλούσιο των εικόνων και των συμβόλων που, σε συνδυασμό με τη βαθύτατη ελληνική παιδεία του και τη σχεδόν βιωματική σωματική σχέση του με την ιστορία και τη μυθολογία, αλλά και την εκ του σύνεγγυς παρακολούθηση της παλαιάς και της νέας ελληνικής λογοτεχνίας, οδήγησαν, φυσικά και αβίαστα, στη διαμόρφωση μιας γραφής εντελώς προσωπικής.

                Το γεγονός της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, αυτό καθεαυτό, αλλά και όλες οι τραγικές, άμεσες και έμμεσες, συνέπειές του -κι ο απόηχός τους- επέδρασαν καταλυτικά στην ούτως ή άλλως ιστορικά ευαισθητοποιημένη και προβληματισμένη συνείδησή του, προσδίδοντας στην ποίησή του μία νέα δραματικότητα. Έτσι, σε όλες τις μετέπειτα συλλογές του, αρχής γενομένης από την Αχαιών ακτή και την Αμμόχωστο Βασιλεύουσα -ιδίως σ’ αυτές-, αισθάνεται το χρέος να μιλήσει για τις ανοιχτές και ανεπούλωτες πληγές της ιδιαίτερης πατρίδας του· να αναφερθεί στην ιστορία του τόπου του και, συνάμα, να θρηνήσει για τις συμφορές, γενικά αλλά και ειδικά, που τον έπληξαν («Ο ποιητικός του κώδικας ελάχιστα τροποποιείται στις καινούργιες αυτές συνθέσεις. Δυναμώνει ωστόσο ο τόνος της φωνής, γιατί η πληγή καίει, η πληγή είναι ανοιχτή. [...] Από αισθητικής άποψης στους στίχους των συλλογών αυτών, όπως και στους προηγούμενους τόμους, βρίσκονται κάποιες ιδιορρυθμίες γραφής, η ιδιαιτερότητα και το προσωπικό ύφος τού ποιητή», γράφει ο Κλείτος Ιωαννίδης).

 

                Με την πάροδο του χρόνου, ωριμάζοντας και κατακτώντας τους εντελώς προσωπικούς ποιητικούς του τρόπους, ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης, κάτω από το βάρος του χρέους που αισθάνεται να τον βαραίνει, όχι μόνο απέναντι στην κυπριακή υπόθεση αλλά και απέναντι στην ελληνική ιστορία, από την οποία είναι θρεμμένος, αρχίζει να παρατηρεί τα όσα συμβαίνουν μέσα του και γύρω του με το ιδιάζον βλέμμα ενός ποιητή ευρύτερα νοούμενου πολιτικού και ιστορικού. Με αποτέλεσμα ο λόγος του να αποκτά μιαν έντονα δραματική διάσταση, ιδίως στα διαλογικά ποιήματά του, καθώς και σ’ εκείνα όπου με τόλμη επιχειρεί τη μυθοποίηση ιστορικών προσώπων, όπως λ.χ. του Καραϊσκάκη, του Γρηγόρη Αυξεντίου κ.ά., με την πρόθεση να σχολιάσει περιστατικά και καταστάσεις της επίσημης αλλά και της ανεπίσημης, το ίδιο ωστόσο τραγικής, ιστορίας. Αξιοσημείωτο είναι -παρατηρεί η Έρη Σταυροπούλου- ότι καθώς περνούν τα χρόνια η στάση του ποιητή απέναντι στην κυπριακή τραγωδία γίνεται στοχαστικότερη, ενώ αντίστοιχα γίνεται εμφανέστερη η αναγωγή του μερικού, τοπικού και επικαιρικού στο γενικό και καθολικό με τη βοήθεια άλλων ιστορικών, μυθολογικών ή λογοτεχνικών παραδειγμάτων. Η ειρωνική προοπτική στην «ανάγνωση» του μύθου, στοιχείο και αυτό κληρονομημένο από τον Σεφέρη και τον Καβάφη, δίνει στα ποιήματα του Χαραλαμπίδη πολύ συχνά τη θέση της σε έναν εντονότερο σαρκαστικό τόνο, που δεν καλύπτει τον θυμό του ανθρώπου και του ποιητή. Η προσωπική συμβολή του στο ειρωνικό παιχνίδι βρίσκεται στην επίμονη προβολή του δίσημου λόγου ανάμεσα στο φανερό ψέμα και την κρυμμένη αλήθεια. Ενδιαφέρον έχει, τέλος, και μία πρώιμη αναφορά στην ποίηση του Κυριάκου Χαραλαμπίδη, από τη Νόρα Αναγνωστάκη, με αφορμή τη συλλογή του Το αγγείο με τα σχήματα (1973). Ενδιαφέρον γιατί, παρόλο που είναι γραμμένη πολύ νωρίς, η κριτικός επισημαίνει στοιχεία που έμελλε να γίνουν καθοριστικά της ποιητικής φυσιογνωμίας του κύπριου ποιητή: «Αυτός εδώ ο ποιητής γράφει -ανάμεσα σε άλλα- φτιάχνει πράγματι τον κόσμο απεξαρχής εφευρίσκοντας μια καινούργια ποιητική γλώσσα, σα ν’ αντικρύζει για πρώτη ή πολλοστή φορά τα πράγματα και τους συνδυασμούς τους, όσα σημαντικά μπορεί μια σκέψη δυναμικά πρωτεϊκή αλλά και εξαιρετικά παιδευμένη να συγκρατήσει, απ’ ό,τι ζωντανά σαλεύει μέσα στη νηφάλια εμπειρία της. Η φύση αυτής της ποιητικής προσφέρεται σε συνεχείς μυθοποιήσεις και αινιγματικούς χρησμούς απ’ όπου αναδύεται μια συνταρακτική αίσθηση της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας μέσα απ’ την αγωνία της Κύπρου, που μεταβάλλεται βαθμιαία και σταθερά σε αντίληψη του κόσμου και της Ιστορίας, των ανθρώπων που τον κατοικούν».