Giatromanolakis Giorgis, «To Panepistimio Athinon kai i Kypros»
 
Kypriaka, tom. A΄, Athina 1989. Ss. 22-23
 
 
 

                Αν η ποίηση είναι, όπως μας έχουν μάθει ο Richards και ο Σεφέρης, η ανώτατη μορφή της συγκινησιακής χρήσης της γλώσσας, η ποίηση είναι συνάμα ο μαγικός και θελκτήριος λόγος που μαγεύει (και μετά τον Πλάτωνα, εξαπατά) τον νου των ανθρώπων, ένας άλλος δίαυλος προς την μαγεία και την αποκάλυψη. Έχω την γνώμη, πως ο Κ. Χαραλαμπίδης λάμνει όλα τούτα τα δύσκολα χρόνια, δύσκολα για τον τόπο μας και για την Κύπρο ειδικότερα, προς τα ενάντια νερά τα όχι πάντοτε γαλάζια και καθαρά, με την ίδια πεισματική αντοχή και τους ίδιους πάντοτε σαφείς και ευγενικούς στόχους: να διευρύνει τα όρια της δικής του και της δικής μας ευαισθησίας και να ρίξει φως αποκαλυπτικό στη δική του και τη δική μας συνείδηση. Αυτό σημαίνει να ασχολείται κανείς γενναιοφρόνως και αφιλοκερδώς με την τέχνη της ποιήσεως.

                Ωστόσο όσο και αν η ποίηση του Κ. Χαραλαμπίδη είναι πορεία μαγείας, δρόμος προς το αποκαλυπτικό και τη διαφυγή, ως είναι γνήσιο και μυαλωμένο τέκνο του λατρεμένου και ηδονικού του τόπου, της γλυκείας νήσου Κύπρου, ως είναι μάρτυρας σκληρός των σκληρών και εγκληματικών χρόνων μας, η ποίηση του δεν παραμένει στα όρια της μαγείας και του θαυμαστού. Η ελληνοκεντρική του παιδεία, η σοφία και η ποιητική και η γλωσσική παράδοση του νησιού του συντελούν ώστε η ποίηση του, ευαίσθητη, λεπτή και ευγενική, να είναι ταυτοχρόνως οξεία και ρητή πολιτική πράξη πρώτου μεγέθους, ώστε να μπορούμε να πούμε πως ο Κ. Χαραλαμπίδης είναι ένα κοινωνικός και πολιτικός ποιητής. Ο ίδιος άλλωστε πιστεύει πως ο κοινωνικός ρόλος της ποιήσεως δεν δηλώνεται με κραυγές και συνθήματα αλλά απορρέει από το ποσόν της γνήσιας ευαισθησίας που ο ποιητής μπορεί να καταθέτει κάθε στιγμή.

                Θα επιθυμούσα λοιπόν να μιλήσω για τούτο το χάρισμα του Κ. Χαραλαμπίδη να κινείται τόσο ανάλαφρα και τόσο σοβαρά ανάμεσα στην μαγεία και στην σκληρότητα της ιστορίας, να πορεύεται, όπως χαρακτηριστικά έγραψε ο ποιητής Παπατσώνης, ένα παράλληλο δρόμο με το σύμβολο της Πίστεως, τον δρόμο «των ορατών τε πάντων και αοράτων»: στον φόνο, στην εξορία, στον εκπατρισμό, στη δουλεία, στον φυγάδα και τον αγνοούμενο, στην άλωση και την κατοχή, στον προδότη και στον υβριστή μέσα από την μουσική των λέξεων και την αίγλη αποκαλυπτικών και υπέροχων εικόνων, μέσα από ένα λόγο άλογο και ενεργό συνάμα, αδέσποτο, ειρωνικό και αιρετικό και πάνω από όλα γοητευτικό και αποτελεσματικό.

                Φαίνεται λοιπόν, από τα λίγα που έχουμε ως τώρα πει, ότι ο Κ. Χαραλμπίδης δεν είναι μόνο ένας εμπνευσμένος ποιητής αλλά και ένας μεγαλόπνοος δημιουργός ταμένος στην υπηρεσία τόσο της τέχνης του, όσο και του τόπου του. Υπό αυτή την έννοια ο Κ. Χαραλαμπίδης είναι ποιητής της Γενιάς του 70, θα έλεγα, (μολονότι πρωτοδημοσιεύει στην δεκαετία του 60) που διαφέρει ριζικά από τους συναδέλφους του Ελλαδίτες ποητές: διαθέτει όχι μόνο ένα μύθο που συνέχεια και δίνει νόημα στην ποιητική του φωνή και κάνει τα αποσπασματικά και τα τρέχοντα να αποκτούν ενότητα και ειρμό, αλλά έχει ως υπόβαθρο και πλαίσιο ένα όραμα εθνικού χαρακτήρος, ένα πλέγμα στηρίξεως και εμπνεύσεως, που οι σύγχρονοι και συνομήλικοι τους ποιητές εδώ στην Ελλάδα δεν κατάφεραν να αποκτήσουν.

Ο Χαραλαμπίδης χρησιμοποιεί - συμπεριφέρεται θα ταίριαζε καλύτερα - τη γλώσσα του με δύο τρόπους: με έναν άκρατο σεβασμό, που φαίνεται στην επιλογή των λέξεων του, αλλά και στο γραμματικό και συντακτικό επίπεδο. Φιλόλογος, αλλά όχι σχολαστικός ο Χαραλαμπίδης (όπως και πολλοί πριν από αυτόν Έλληνες ποιητές της περιφέρειας) δεν έχει προκαταλήψεις με τις λέξεις, γι αυτόν, δεν υφίσταται το πολυσυζητημένο σε μας σήμερα ψευδοπρόβλημα περί της καθαριότητας τάχα της δημοτικής. Στον ποιητή βρίσκονται και αρμονικά στεγάζονται όλα τα στρώματα της ελληνικής γλώσσας, λόγιοι και λαϊκοί τύποι, κυπριακοί ιδιωματισμοί και αρχαία ελληνικά. Και ενώ τόσος σεβασμός στην παράδοση της γλώσσας του, αιφνιδίως η χρήση της παύει να είναι παραδοσιακή, καθώς ο ποιητής όχι με απλή τόλμη αλλά με οίηση χειρίζεται τα στοιχεία τα γλωσσικά. Χωρίς μισόλογα και ταπεινοφροσύνη επιδεικνύει μια βεβαιότητα στον λόγο του γεμάτη οίηση και λαμπρότητα - και τούτο γίνεται από τα πρώτα κιόλας ποιήματα.

                Με την τελευταία του συλλογή, Αμμόχωστος Βασιλεύουσα ο Χα-ραλαμπίδης εισέρχεται στην μεγάλη σύνθεση, τόλμημα άγνωστο και φοβάμαι για την ώρα δύσκολο για τους Ελλαδίτες ομηλίκους του κύπριου ποιητή. Η σύνθεση αυτή για την αγαπημένη πόλη του - η ιδέα ευρίσκεται ήδη στην προηγούμενη συλλογή - αποτελείται από 47 ποιήματα ικανού μεγέθους τα περισσότερα, γραμμένα από τον Ιούνιο 1979 ως τον Οκτώβριο 1981 και παρουσιασμένα κατά την χρονολογική  τους σειρά.

Παραβλέποντας τους συνειρμούς που το επίθετο του τίτλου δημιουργεί, μπορούμε να πούμε πως θέμα της συλλογής είναι η σχέση του ποιητή με την πόλη του - θα έλεγα το ειδύλλιο που πλέκεται ανάμεσα στον ποιητή και στην πόλη του. Το ειδύλλιο αυτό δημιουργείται από μακριά, με τα μάτια καθώς ανοίγονται οι οφθαλμοί του ποιητή (βλέπε και τη σχετική βιβλική παραπομπή στην αρχή του βιβλίου) και ατενίζει την άφαντη πόλη, η πόλη-φάντασμα αναπλάθεται μπρος στους οφθαλμούς του ποιητή, το σώμα που εκατέβη στον Άδη ξαναζεί και αποκαλύπτεται ενώπιον του. Αποτελεί ανάκληση και ανακάλημα της Πόλης, «έκφραση» ιστορημένη της αγαπημένης Αμμοχώστου.

                Όμως η Αμμόχωστος του Χαραλαμπίδη υπερβαίνει την ομώνυμη πολιτεία - γίνεται ολόκληρη η Κύπρος στη συγχρονική και διαχρονική της υπόσταση, και σε τελευταία ανάλυση ο ποιητής διερευνά τη μοίρα όλου του ελληνισμού, προειδοποιώντας, παρακαλώντας, λαμπρύνοντας και ανασταίνοντας με τον λόγο του την πόλη του, το νησί του και την Ελλάδα ολόκληρη. Γλώσσα ισορροπημένη ανάμεσα στην συγκίνηση και στην ακρίβεια, ποιητικές εφευρέσεις παμπάλαιες και συνάμα ολόφρεσκιες, λόγος υπερρεαλιστικός και άκρα ρεαλιστικός και φυσικά όλα τα κατακτημένα στο γόνιμο ποιητικό του παρελθόν συντελούν ώστε η Αμμόχωστος Βασιλεύουσα να αποτελεί ένα από τα αρτιότερα ποιητικά βιβλία γιατί ο Κ. Χαραλαμπίδης, όπως και οι άλλοι κύπριοι ποιητές, ελληνικά και μάλιστα λαμπρά ελληνικά γράφουν και την ελληνική γλώσσα δοξάζουν.