Psycharis Giannis, To Taxidi mou
 
Athinai 1926, Eleftheroudakis. Neoteres ekdoseis: Epimeleia Alkis Angelou, Athina 1971, 1978, 1987, Ermis
 
 
 
«Η πραγματικά λογοτεχνική και ποιητική ταυτόχρονα ιδιοσυγκρασία του, του επέτρεψαν να νιώσει τι είναι γλώσσα λαϊκή ως έκφραση "ψυχής και τι είναι απλώς λαϊκός τύπος. Κατορθώνει, λοιπόν, να συλλάβει τον αληθινό ρυθμό του δημοτικού λόγου προς την εντελώς αντίθετη κατεύθυνση. Η φράση του γίνεται μικροπερίοδη. Το ύφος του καταντάει πολλές φορές στακάτο. Προχωρεί ακόμη πιο πέρα: παραμερίζει τους συνδέσμους σε πολύ μεγάλο ποσοστό, είτε μεταβατικοί είναι είτε συνδετικοί. Μπάζει, έτσι, έναν καινούριον αέρα, που του αρέσει να τον θερμαίνει με μια οικειότητα γεμάτη θαυμαστικά, επιφωνήματα, ερωτηματικά. Είναι ενδεχόμενο, βέβαια, αργότερα, να οδηγηθεί στην κατάχρηση, όπως και πραγματικά έγινε, και να κουράσει, κυρίως στα μυθιστορήματα του· τώρα όμως ακόμη, που και το περιεχόμενο του λόγου του είναι διαφορετικό, πετυχαίνει να κερδίσει εντελώς τον αναγνώστη. Ίσως στο Ταξίδι, για πρώτη και τελευταία φορά. Αυτό όμως είναι άλλο θέμα, αφού η πρόθεση μας και τα χρονικά μας όρια είναι το ντοκουμέντο αυτό και μόνο.
Ξέρει και. ομολογεί και ο ίδιος πως είναι κάτι που θα ξαφνιάσει, αυτή η απρόσμενη οικειότητα, αυτό το ύφος το σπιτήσιο, όπως εύστοχα το χαρακτηρίζει. Το ζήτημα δεν βρίσκεται εκεί. Βρίσκεται πολύ πιο πέρα, τι δηλαδή έρχεται να προσφέρει με το ύφος αυτό. Πόσο πετυχημένα θα μπορέσει να το συνταιριάσει προς όλον εκείνο τον ανυπότακτο κόσμο που κρύβει μέσα του και θέλει να τον εκδηλώσει. Αν θέλουμε όμως να ιδούμε σωστά το θέμα, πρέπει να δεχθούμε πως είμαστε μπροστά σε ένα έργο πολυσήμαντο από πολλές απόψεις. Κι από την φύση του την ίδια ένα παρόμοιο έργο πρέπει να είναι ανυπότακτο. Να μη δέχεται πλαίσια. Ν' αφήνει τα κινήματα της ψυχής του να εκδηλωθούν με την ακαταστασία και την αναμελιά, που έχει μια τόσο πληθωρική προσωπικότητα. Αλλά αυτή η εντύπωση, ας μην απορήσει ο αναγνώστης, είναι αρκετά εξωτερική. Γιατί όλη η ιστορία που ξεκινάει από ένα πραγματικό ταξίδι, που έγινε το 1886, είναι ένα κείμενο δουλεμένο με πολλή μαστοριά.
Ο Ψυχάρης ξέρει καλά την τέχνη να δομήσει ένα έργο. Ας φωνάζει πως δεν επιδιώκει τίποτε άλλο, παρά να τέρψει τον αναγνώστη, ο σκοπός του είναι άλλος, να τον κατακτήσει, να τον κάνει οπαδό του. Αγώνα κάνει, και αγώνα με συγκεκριμένο σκοπό, την γλώσσα. Ακούστε μια άλλη του διαβεβαίωση και τότε θα νιώσετε καλύτερα πως βλέπει το ζήτημα. "Δεν έβαλα ένα τύπο γραμματικό, δεν έγραψα μια λέξη, μια συλλαβή στο βιβλίο μου, χωρίς να τον συλλογιστώ πριν ώρες". Πώς μπορεί λοιπόν μια τέτοια ιδιοσυγκρασία που πειθαρχεί με τόση ένταση στην γραμματική λεπτομέρεια, που ζητάει από το κείμενο του να βγαίνει μια ακέρια γραμματική με τους κανόνες της, και μια σύνταξη με την πειθαρχία της, να αμελήσει την ίδια την ουσία του βιβλίου του, αυτήν με την οποίαν θα κερδίσει πραγματικά τον αναγνώστη, και όχι με τον στεγνό τύπο;»