Stergiopoulos Kostas, Peridiavazontas sto choro tis palias pezografias mas
 
tom. V΄, Athina1986, Kedros, «O Psycharis pio psychraima», ss. 135-146
 
 
 

 

                Πενήντα χρόνια από το θάνατο του Γιάννη Ψυχάρη (1854-1929) είναι μια επέτειος που δε γίνεται να περάσει ασχολίαστη. Αν μάλιστα λογαριάσουμε πόσο αντιλεγόμενο σημείο υπήρξε ο πρωτομάχος αυτός του γλωσσικού κινήματος, πόσες διαμάχες ξεσήκωσε και με πόση υπερβολή αντιμετωπίστηκε από εχθρούς και φίλους, πρέπει να παραδεχτούμε, ότι το συμπλήρωμα μισού αιώνα απ' την ώρα που έκλεισε τα μάτια του αποτελεί μια καλή ευκαιρία να τον ξανακοιτάξουμε πιο ψύχραιμα. Κι όχι μόνο γιατί τα πενήντα τούτα χρόνια και η αλλαγή του πνεύματος των καιρών έχουν εξανεμίσει πια κάθε προκατάληψη, αλλά και γιατί συμβαίνει η δημοτική στο μεταξύ να έχει αναγνωριστεί κι απ' το ίδιο το κράτος, ώστε να μπορεί άφοβα κανείς να επιχειρήσει μια επανεκτίμηση της φυσιογνωμίας του και της προσφοράς του στη λογοτεχνία, χωρίς κανένα κίνδυνο να παρεξηγηθεί πως ενισχύει τις θέσεις των αντιπάλων του.

                Ο Ψυχάρης έζησε από μικρός σε περιβάλλον ξένο, και δεν ήρθε στην Ελλάδα παρά μονάχα ως επισκέπτης μετά τα τριάντα του. Γεννήθηκε στην Οδησσό, κι ίσαμε πέντε ή έξι χρονώ έμεινε εκεί, για να περάσει στη συνέχεια τα παιδικά του χρόνια στην Πόλη. Πρώτη γλώσσα που έμαθε ήταν τα ρώσικα, οι δικοί του τον έλεγαν Β ανία και στο σπίτι του μιλούσαν γαλλικά. Ελληνικά μίλαγε με τη γιαγιά του και με τους υπηρέτες, μια κι οι άλλοι τα θεωρούσαν «γλώσσα παρακατιανή». Δέκα χρονώ περίπου φεύγει για τη Μασσαλία κι έπειτα για το Παρίσι και σπουδάζει σε γαλλικό λύκειο. Από τότε, θα συνδεθεί στενά με τη Γαλλία, σε σημείο που να τη θεωρεί δεύτερη πατρίδα του και τον εαυτό του μισό Έλληνα και μισό Γάλλο.

                Παρόμοια υπήρξε ταυτόχρονα λογοτέχνης κι επιστήμονας: γλωσσολόγος, φιλόλογος και διάδοχος του Legrand στην έδρα της Μεσαιωνικής και Νεοελληνικής Φιλολογίας, από τη μια, κι απ' την άλλη, πεζογράφος, δοκιμιογράφος, ακόμα και θεατρικός συγγραφέας. Έγραψε και ποιήματα στα γαλλικά, στα ιταλικά - παλαιότερα και στα λατινικά - κι ελάχιστα στα ελληνικά. Το κυρίως έργο του όμως, και το επιστημονικό και το λογοτεχνικό, είναι γραμμένο ελληνικά και γαλλικά. Κι όσο για τα γαλλικά του έργα (ανάμεσα σ' αυτά υπάρχουν πέντε μυθιστορήματα και πάμπολλα επιστημονικά), δε θα κάνουμε περισσότερο λόγο εδώ, μια και-δεν ανήκουν στη δική μας λογοτεχνία. Μα κι απ' τα ελληνικά λογοτεχνικά του θα μας απασχολήσουν μόνο τα αφηγηματικά. Άλλωστε, αν εξαιρέσουμε το λιγοστό θέατρο του και τους πέντε τόμους της σειράς «Ρόδα και Μήλα» (Α' 1902, Β' 1903, Γ' 1906, Δ' 1907, ΕΙ 1908, Ε'2 1909), όπου συγκέντρωσε κάθε λογής γραψίματα, κύρια λογοτεχνική απασχόληση του στάθηκε η αφηγηματική πεζογραφία.

                Έτσι, εκτός απ' «Το ταξίδι μου» (1888) κι απ' τα διηγήματα της συλλογής «Στον ίσκιο τον πλατάνου» (1911), δημοσίεψε και τα ακόλουθα έξι μυθιστορήματα: «Τ’ όνειρο τον Γιαννίρη» (1897), «Ζωή κι αγάπη στη μοναξιά» (1904), «Η άρρωστη δούλα» (δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στον «Νουμά» από τον Ιανουάριο ως το Νοέμβριο του 1907, και δεν κυκλοφόρησε χωριστά σε βιβλίο), «Τα όνο αδέρφια» (1911), «Αγνή» (1913) και «Τα όνο τριαντάφυλλα του Χάρου» (δημοσιεύτηκε κι αυτό στον «Νουμά» το 1921, και δεν εκδόθηκε χωριστά).

                Στα παραπάνω, πρέπει να προσθέσουμε τη νουβέλα του «Ζούλια» (πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδ. «Εστία» το 1891), που περιλαμβάνεται στον Α' τόμο των «Ρόδων και Μήλων» μαζί με κάποια ταξιδιωτικά, καθώς και μερικά μικρότερα διηγήματα και πεζά ποιήματα («Ρόδα και Μήλα», τόμος Ε'). Αυτά τύπωσε ο ίδιος, όσο ζούσε. Γιατί μια προσπάθεια για έκδοση των «Απάντων» του το 1955-56 και το 1962, με την επιμέλεια του Νικηφόρου Βρεττάκου, ούτε σωστά ξεκίνησε, ούτε ολοκληρώθηκε.

 

* * *

 

                Το αφηγηματικό έργο του Ψυχάρη αντανακλά όλη την -ψυχοσύνθεση του και τα χαρακτηριστικά της φυσιογνωμίας του, το περιβάλλον που έζησε και τις ιδιαίτερες συνθήκες της ζωής του. Τα μυθιστορήματα του και τ' άλλα του αφηγηματικά, εκτός από λιγοστές εξαιρέσεις, κινούνται σε διεθνικό πλαίσιο, βγαίνουν μέσα απ' τον ευρωπαϊκό χώρο κι απηχούν τα ιδεολογικά ρεύματα που κυκλοφορούσαν στη Γαλλία των φοιτητικών και μεταφοιτητικών του χρόνων: το θετικισμό και τις θεωρίες του Renan και του Taine, απ' όπου, καθώς κι ο ίδιος παραδέχεται, δέχτηκε την αποφασιστικότερη επίδραση, και τον ψυχολογισμό των σύγχρονων του και λίγο παλαιότερων Γάλλων μυθιστοριογράφων, ανακατεμένο σποραδικά - όπως στην «Άρρωστη δούλα», ένα απ' τα πιο αποτυχημένα του μυθιστορήματα - με έντονες ρεαλιστικές τάσεις. Φυσικά, πολυδιαβασμένος καθώς ήτανε και με γερή κλασική παιδεία, άντλησε από ποικίλες πηγές και δέχτηκε διά-ες επιδράσεις. Ακόμα και τους αρχαίους χρησιμοποίησε («Άρρωστη δούλα», «Ζωή κι αγάπη στη μοναξιά»), κι απ' τον Ντάντε και τον Ουγκό πήρε γόνιμα διδάγματα, και στο δάσκαλο του τον Gaston Paris χρωστάει ένα μέρος απ' την επιστημονική του συγκρότηση. Η αφηγηματική του πεζογραφία, ωστόσο, καθρεφτίζει χαρακτηριστικά την ατομική του περίπτωση, κι ανήκει στον τύπο του αναλυτικού ψυχολογικού μυθιστορήματος, πράμα που του δίνει ακριβώς την ευκαιρία ν' αναπτύξει τον άκρατο υποκειμενισμό του και την εγωλατρία  του μέσα απ' την ψυχολογική ανάλυση των χαρακτήρων του.

                Ο Ψυχάρης έφερνε πρόωρα στην Ελλάδα το ψυχολογικό και το αστικό μυθιστόρημα και διήγημα, όταν η πεζογραφία μας βρισκόταν ακόμα στην ψυχογραφία και την ηθογραφία κι οι ήρωες της ήταν κυρίως θαλασσινοί, αγρότες κι επαρχιώτες, πριν κάνουν δηλαδή πιο συχνή την εμφάνιση τους οι λόγιοι και οι αστοί. Καλλιεργούσε ένα είδος δίχως πραγματικό αντίκρισμα τη στιγμή εκείνη για τον τόπο μας, κι αντίθετα απ' τον Βιζυηνό, που είχε νωρίτερα σοφά εναρμονίσει τον ψυχολογικό χαρακτήρα της πεζογραφίας του με τον ελληνικό χώρο και τον ηθογραφικό διάκοσμο, εκείνος κινούσε τις ιστορίες του -αφού τέτοια ήταν τα βιώματα του - στους κύκλους των διανοουμένων και στο αστικό περιβάλλον της Ευρώπης, προβάλλοντας και εξαίροντας στο πρόσωπο των ηρώων του το εξιδανικευμένο και μεγαλοποιημένο εγώ του. Ας μην ξεχνάμε, πως, φοιτητής στη Γερμανία, είχε γράψει: «θέλω να είμαι Γκαίτε η τίποτα». Κι αργότερα, απ' τις πρώτες κιόλα σελίδες του «Ταξιδιού», είχε διακηρύξει: «Θέλω δόξα και γροθιές!».

                Απ' την άποψη αυτή, δε χωράει αμφιβολία, πως ο,τι τον κινούσε να γράφει ήταν ο πόθος της μεγαλοσύνης και της δόξας. Και δεν τον έφτανε να 'ναι μόνο επιστήμονας και μαχητής. Ήθελε, βέβαια, με τα πεζά του να εφαρμόσει και έμπρακτα τις γλωσσικές του θεωρίες. Μα ήθελε να 'ναι και μεγάλος λογοτέχνης και δημιουργός, με αποτέλεσμα, εκτός απ' τ' άλλα μειονεκτήματα και πέρα απ' τις οποιεσδήποτε αναμφισβήτητες αρετές ορισμένων έργων του, παρ' όλο ακόμα το θετικισμό του, την επίμονη ψυχολογική ανάλυση και τις βαθύτερες κάποτε διεισδύσεις στην περιοχή του συναισθηματικού χώρου, τα περισσότερα αφηγηματικά του να τα χαρακτηρίζει η αφελέστατη υπερβολή κι η ανεδαφικότητα. Να πως προβάλλει τον εαυτό του στο πρόσωπο του Γιαννίρη, που ως και τ' όνομα του θυμίζει κι εκείνο το μικρό όνομα του Ψυχάρη:

 

                «Κι άδειασε η πιάτσα κι άδειασαν οι δρόμοι κ' ένας άνθρωπος φάνηκε πιο μεγάλος από ένα λαό. [.. ] Από τότες ο Γιαννίρης κατάντησε πια Θεός. Ψήφισαν τους νόμους του, τουλάχιστο μερικούς. Κήρυξαν πως [sic] αυτός ήταν ο σωτήρας ολωνώνε. Ό, τι του έστρεγε μπορούσε να γίνη ο Γιαννίρης, βουλευτής, υπουργός, πρωθυπουργός, βασιλιάς. Μόνο να κουνήση το δάχτυλο του. "Άμα τον έβλεπαν πουθενά, ζητωκραυγούσανε. Τον έδειχναν κ' έλεγαν Αυτός είναι. Τόνε λάτρεβε το Παρίσι, και κείνος καταχάρηκε μια στιγμή την τόση δόξα πιότερο κι από βασίλειο.

                » - "Ό βασιλιάς, ο βασιλιάς μου αφτός είναι", φώναζε η Βέρσα. Της έδωσε θάρρος περισσότερο ακόμα το κατόρθωμα εκείνο του Γιαννίρη κ' η φήμη του που [sic] δέφτερη δεν είχε.»

 

                Η Βέρσα εδώ είναι ένα απ' τα γυναικεία πρόσωπα, που θ' αγαπήσουν το «μεγάλο άντρα». Ο ίδιος ο Γιαννίρης, αφού κερδίσει στο πρώτο μέρος τη δόξα, στο δεύτερο θ' αγαπήσει βαθιά τη Μυρριάνα και θα γνωρίσει και τον αληθινό έρωτα, όπως σε άλλο μυθιστόρημα ο Αντρέας θα ερωτευτεί την Αγνή. Γιατί, καθώς το σημείωσε κι ο Απόστολος Σαχίνης (και νωρίτερα κι ο θρασ. Σταύρου), στην πεζογραφία του Ψυχάρη «δυο είναι οι πόλοι του μυθιστορηματικού έργου του: η γυναίκα και η δόξα- τη γυναίκα την κατακτά ο εραστής και τη δόξα ο ποιητής μέσα στα μυθιστορήματα του, δηλαδή ο ίδιος ο Ψυχάρης, όπως παρουσιάζεται πότε με μοιρασμένες τις Ιδιότητες αυτές σε δυο πρόσωπα (βλ. τον Άστρα και τον Αστέρη στα «Δυο αδέρφια») και πότε με ενωμένες σ’ ένα και μόνο (βλ. το Γιαννίρη στο «Όνειρο του Γιαννίρη» και τον Αντρέα στην "'Αγνή"). "Όμως η περιαυτολογία του στα δυο αυτά θέματα, τον έρωτα και την τέχνη, καταντά προκλητική κι ενοχλητική για τον αναγνώστη. Ο άντρας, δηλαδή ο εαυτός του, παρουσιάζεται μέσα στα μυθιστορήματα του κατακτητής, κυρίαρχος εξουσιαστής, δυνάστης, ενώ η γυναίκα, σαν υποτακτικό θύμα, σαν όργανο των όρμων και των εγωιστικών παθών του άντρα».

                Πραγματικά, δόξα κι έρωτας στον Ψυχάρη πάνε μαζί. Στ' «Όνειρο του Γιαννίρη», σύμφωνα με την ομολογία και του ίδιου, έχουμε την ψυχολογία της δόξας και της αγάπης». Και στην «Αγνή» ο Αντρέας, «εκεί μακριά, στα Παρίσια, νέος ακόμη, συνεπάρθηκε από  τόνειρο της δόξας σε μια Γαλλία» κι αφοσιώθηκε στα γράμματα, ώσπου βρήκε λυτρωτική διέξοδο στο γράψιμο και στον έρωτα της Αγνής. Στα «Δυο αδέρφια» πάλι, όπου καθένας απ' τους δυο δίδυμους αδερφούς αντιπροσωπεύει και μια απ' τις δύο κυριαρχικές ροπές του συγγραφέα, ο ένας θ' αγαπήσει τη Γυναίκα κι ο άλλος τη Μούσα. Με την αδιάκοπη αυτή προβολή του μεγεθυμένου εαυτού του και της ατομικής του ψυχολογίας πάνω στους χαρακτήρες του, ο Ψυχάρης, αντί ν' αντλεί ζωτική δύναμη απ' την πηγή του βιώματος, καταλήγει αντίθετα ν' αποδυναμώνει τα μυθιστορήματα του, αφού οι ήρωες του κι οι ιστορίες του δεν έχουν αρκετό πραγματικό αντίκρισμα, ούτε βγαίνουν από βαθιά κι επιτακτική ανάγκη για εξομολόγηση ή για αυτοανάλυση κι αυτογνωσία. Έτσι, ενώ στους περισσότερους συγγραφείς τα βιωματικά κι αυτοβιογραφικά στοιχεία γίνονται συνήθως η πρώτη ύλη για τις καλύτερες δημιουργίες τους, στην περίπτωση τη δική του αδυνατίζουν και νοθεύονται από τον ασίγαστο πόθο του για έρωτα. μεγαλοσύνη και δόξα, που τον απογειώνει και τον κάνει να τα παρουσιάζει όλα όπως θα 'θελε να ήτανε.

                Το μόνο αξιόλογο μυθιστόρημα του Ψυχάρη, τελικά, είναι το «Ζωή κι αγάπη στη μοναξιά». Και θα 'ταν ακόμα πιο αξιόλογο, αν έλειπαν κι από δω κάποιοι πλατειασμοί και κάποιες υπερβολικές αναπτύξεις, αν προπάντων το είχε συμπτύξει, ώστε να γίνει πυκνότερο και πειστικότερο. Οπωσδήποτε, στο βιβλίο του αυτό ξεπερνάει κατακόρυφα τον εαυτό του και την ατομική του; περίπτωση. Εμφανίζεται αντικειμενικότερος, πιο θετικός και πιο εύστοχος στην ψυχολογία των προσώπων του και κατορθώνει ν' αναπαραστήσει, με δύναμη φαντασίας όχι τυχαία και με αξιοζήλευτες συνθετικές και περιγραφικές ικανότητες, μια πραγματικότητα που δεν έζησε, αντλώντας από πηγές και ειδικά βοηθήματα, επιστρατεύοντας την επιστημοσύνη του και τη συγγραφική του τέχνη, καθώς ολόκληρο εκτυλίσσεται στο άγνωστο περιβάλλον των νησιών του Ειρηνικού.

                Ο καπετάνιος ενός περαστικού πλοίου αφήνει για τιμωρία σ' ένα ακατοίκητο νησί τον ήρωα της ιστορίας, ναύτη στο καράβι του, επειδή μεθούσε την ώρα της βάρδιας, λογαριάζοντας να γυρίσει αργότερα και να τον ξαναπάρει. Μα το πλοίο ναυαγεί, κι ο Γιάννης Πετρογιάννης απομένει πάνω από είκοσι, χρόνια μονάχος μέσα στην τροπική φύση του έρημου εκείνου τόπου. Σιγά-σιγά, αρχίζει να γίνεται ένα με τις κατσίκες και τα ζώα, ωσότου συναντάει κάποια μέρα τη Μυριέλλα στην παραλία, όπου την είχε ρίξει το κύμα από ένα ναυάγιο. Η εμφάνιση της Μυριέλλας και, στη συνέχεια, ο ερωτάς τους τον σώνουν από την ολοκληρωτική αποκτήνωση, κι απ' τον ίδιο μελλοντικό κίνδυνο σώνεται κι εκείνη. Κατορθώνουν έτσι να συντηρηθούν στην ανθρώπινη κατάσταση, ώσπου κάποιο άλλο διαβατικό καράβι τους ξαναφέρνει κοντά στους ανθρώπους.

                «Ιστορικά ενός καινούριου Ρομπινσώνα» είναι ο υπότιτλος του βιβλίου. Κι αληθινά, πρόκειται για την ιστορία ενός νέου Ροβινσώνα, αλλά με διαφορετική εξέλιξη κι εντελώς αντίθετους στόχους από του Daniel Defoe, του συγγραφέα του «Ροβινσώνα Κρούζου», που μαζί με το «Δάφνις και Χλόη» του Λόγγου στάθηκαν τα κυριότερα πρότυπα του Ψυχάρη στο «Ζωή κι αγάπη στη μοναξιά»15. Γιατί, αντίθετα απ' τον Άγγλο μυθιστοριογράφο, ο Ψυχάρης εδώ, απηχώντας το θετικιστικό πνεύμα του καιρού του, ξεκινάει με σκοπό ν' αποδείξει τα ολέθρια αποτελέσματα της τέλειας μοναξιάς και την αδυναμία του ανθρώπου να διατηρήσει τον πνευματικό και ψυχικό του κόσμο και την ανθρωπινή του υπόσταση έξω απ' την κοινωνία των ανθρώπων. Τις προθέσεις του, άλλωστε, καθορίζει κι ο ίδιος στον «Υστερόλογό» του:

 

                «Παστρικά να το πούμε, ο μοναξιώτης πάθει να είναι καθαφτό άθρωπος [sic]. Για να το καλοσυλλογιστούμε. "Όλα τα ανθρώπινα αιστήματα είναι κοινωνικά. Τι λόγο, τι νόημα έχουνε όξω από την κοινωνία; Η αγάπη, το μίσος, η συμπονεσιά, ίδιος ο λογισμός, θέλουνε αντικείμενα. Στη μοναξιά, θαποσβηστούνε, δε γίνεται. Ως και στη φυλακή, όπου τουλάχιστο έρχεται μια φορά την ήμερα ο φύλακας και σου μιλεί, δε σου χρειάζουνται πέντε χρόνια, όπως και παρατηρήθηκε, για να καταντήσης ή τρελλός ή όλόκουτος, μάλιστα όταν είναι στενή φυλακή. Στην ερμιά, ούτε φιλόσοφος δε θάντέξη' ο νους τον δε θωράει το Άπειρο, καθώς το νομίζουμε · στο Άπειρο μέσα θωράει τον έαφτό του, δηλαδή τον άνθρωπο, για τον άθρωπο το θωράει, για να το θωρήση κι ο άνθρωπος μαζί του. "Άμα περάσουνε είκοσι χρόνια - το πολύ πολύ - κι άθρωπο δεν είδε, το Άπειρο χάνει κάθε σημασία. Μόνο που [sic] γίνεται τάφος σου να σε θάψη, επειδή κι ο ίδιος πια τίποτα δε σημαίνεις, δεν έχεις το λόγο σον.»[...] Κι αφτό προσπάθησα να κάμω. Έδειξα τη φρίκη της μοναξιάς, την αγάπη που [sic] θρέφει μέσα του ο άνθρωπος για τους συναθρώπους του, έδειξα πόσο έχει ανάγκη την αθρώπινη συντοπιά. »

 

                Αν το «Ζωή κι αγάπη στη μοναξιά» είναι το καλύτερο απ' τα μυθιστορήματα του Ψυχάρη, η πιο ευτυχισμένη στιγμή του, κατά κοινή ομολογία, μένει πάντα «Το ταξίδι μου», το πρώτο και το περισσότερο πετυχημένο βιβλίο του. «Το ταξίδι μου» δεν ανήκει ουσιαστικά σε κανένα συγκεκριμένο είδος. Βρίσκεται κάπου ανάμεσα στο ταξιδιωτικό αφήγημα και στο δοκίμιο, και στόχο του έχει να διακηρύξει με τους τρόπους της λογοτεχνίας τις γλωσσικές πεποιθήσεις του συγγραφέα. Όπως πριν από εβδομήντα επτά χρόνια ο Κοραής προλόγιζε την «Ιλιάδα» με τη μορφή του επιστολιμαίου αφηγήματος, για να κάνει πιο προσιτές και πιο ευκολοδιάβαστες τις ιδέες του για την παιδεία, παρόμοια κι ο Ψυχάρης, παίρνοντας αφορμή από το πρώτο ταξίδι του το 1886 στην Ανατολή και στην Ελλάδα, έδωσε στο «Ταξίδι» τη μορφή ενός αφηγήματος ταξιδιωτικού, για να διατυπώσει τις προγραμματικές του δηλώσεις για τη γλώσσα και να κηρύξει τη γλωσσική επανάσταση. Κατόρθωσε έτσι να ολοκληρώσει μια σύνθεση, όπου κάθε ταξιδιωτικός σταθμός και κάθε επίσκεψη σε μνημεία, τοποθεσίες και τόπους γίνεται το πρόσχημα για την ανάπτυξη κι ενός από τα επί μέρους θέματα του βιβλίου, συνδυάζοντας τη διπλή του ιδιότητα του λογοτέχνη και του επιστήμονα.

                Πραγματικά, η εφαρμογή της θεωρίας στην πράξη έχει εδώ άμεσο αντίκρισμα. Και μολονότι ο ίδιος ισχυρίζεται στον πρόλογό του, ότι τίποτα απ' όσα λέει «δε συνέβηκε αλήθεια», είναι φανερό, πως έχει χρησιμοποιήσει κι αληθινά γεγονότα, που δίνουν στην όλη σύνθεση κάτι από τη ζεστασιά του βιώματος. Το συναισθηματικό υπόστρωμα, εξ άλλου, κι η συγκίνηση του συγγραφέα από την πρώτη επικοινωνία του με τον ελληνικό χώρο, η επαναστατική διάθεση και η αγωνιστική του ορμή προσθέτουν, οπωσδήποτε, κάποια πνοή και κάποια γνησιότερη έξαρση, ώστε το συνταίριασμα του λυρικά αφηγηματικού τόνου με το γραμματικό κανόνα να συντελείται φυσικά κι αβίαστα. Γιατί, καθώς παρατήρησε κι ο Δ. Γληνός, «μέσα στο "Ταξίδι" είναι όλος ο Ψυχάρης, ο επιστήμονας, ο λογοτέχνης, ό κριτικός, ο μαχητής, ο άνθρωπος. Είναι το "έργο" του. Μπορούσε και να πεθάνει ύστερ' απ' αυτό χωρίς να χάσει τίποτε από τον ιστορικό του ρόλο. Όλες οι ικανότητες του Ψυχάρη συντρέξανε για να συνθέσει με μιας το έργο ολάκαιρης της ζωής του».

                Εντούτοις, «Το ταξίδι μου» είναι ένα βιβλίο προγραμματικά γραμμένο κι εκλογικευμένο στην ουσία του, με συγκεκριμένες προθέσεις και λογικά προκαθορισμένες θέσεις, που συνταυτίζει τον αγώνα για τη γλώσσα με την αγάπη για την πατρίδα και συνδυάζει τον άκρατο εθνικισμό και το μίσος κατά του Τούρκου με την προσήλωση στις δημοκρατικές ιδέες. Πίσω απ' το συναισθηματισμό του συγγραφέα και τις ποιητικές του εξάρσεις, κρύβεται πάντα ο γλωσσολόγος κι ο φιλόλογος· πίσω απ' το λογοτέχνη, ο λόγιος, που, οπλισμένος επιστημονικά, έρχεται να κηρύξει το ευαγγέλιο της ζωντανής γλώσσας, στηρίζοντας τις θέσεις του στη γλωσσολογία και τους κανόνες της γραμματικής. Ο Κριαράς, πολύ πετυχημένα, το ονομάζει «αληθινό μωσαϊκό ιδεών και αισθημάτων», και πιο πριν το χαρακτηρίζει «λογικό κατασκεύασμα», ως ένα βαθμό. Μα δεν μπορούσε να 'ταν διαφορετικό, αφού ολόκληρο περιστρέφεται γύρω απ' την ανάπτυξη εννοιών και την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων. Και πρέπει να γραφτεί στο ενεργητικό του Ψυχάρη το ότι κατάφερε να ισορροπήσει τέτοιες αντιθέσεις και να δώσει ένα ενιαίο και καλά αρχιτεκτονημένο σύνολο, χωρίς το βιβλίο να χάσει ούτε τη σοφία του, ούτε τη ζωντάνια του, αντισταθμίζοντας την τόση διανόηση με το ύφος∙ ύφος κουβεντιαστό και μικροπερίοδο, όπως και στα μετέπειτα βιβλία του, που πλησιάζει με οικειότητα τον αναγνώστη και μιμείται τον τόνο της φυσικής, καθημερινής ομιλίας, για να του μεταδώσει απλά το μήνυμα της Ιδέας, όσο κι αν το παρακάνει κάποτε σε εγκεφαλικές γλυκερότητες και σε υποκοριστικά.

                «Το ταξίδι μου», βέβαια, παρά τις αρετές του και το ύφος του, μας φαίνεται σήμερα κάπως ανιαρό και πληκτικό. Έχει παλιώσει, εξ άλ­λου, όχι μόνο απ’ το περιεχόμενο, αλλά κι απ' τους εκφραστικούς του τρόπους. Εκφράσεις όπως: «χρυσολούλουδα», ο ουρανός που δίνει στη «γις» «τρελλά φιλιά» κι άλλες κοινοτοπίες, μαζί με τη φανερά κατασκευασμένη του απλότητα, το φτηναίνουν και το εντοπίζουν στην ιστορική στιγμή του. Δεν παύει όμως ν' αποτελεί έργο μοναδικό στο είδος του, το πιο αυθεντικό και το πιο αντιπροσωπευτικό απ' όσα έδωσε ο συγγραφέας του, και ταυτόχρονα ένα βιβλίο, που διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο στα γράμματα μας και γίνηκε ορόσημο, τόσο στην ιστορία της λογοτεχνίας μας όσο και στην ιστορία της γλώσσας μας.

                Η προσωπικότητα του Ψυχάρη εμφανίζεται ως ένα σημείο διχασμένη, κι ο διχασμός τούτος τονίζεται, εξωτερικά τουλάχιστον, και από τις συνθήκες της ζωής του, μα κι από ορισμένες ιδιότητες του χαρακτήρα του και της ιδιοσυγκρασίας του. Έλληνας από τη μια μεριά και Γάλλος από την άλλη, επιστήμονας μαζί και λογοτέχνης, παρουσίαζε στις εκδηλώσεις του την εικόνα ενός ρομαντικού ακμής, με υπερτροφική εγωλατρία κι αγωνιστικό σθένος, με μεγάλα λόγια και πλατιές χειρονομίες, ενώ παράλληλα είχε όλα τα χαρακτηριστικά ενός θετικιστή και ρασιοναλιστή, προσηλωμένου στα πορίσματα της επιστήμης και στο γραμματικό κανόνα. Ωστόσο, η δεύτερη αυτή πλευρά του υπήρξε, φαίνεται, η επικρατέστερη. Και πρέπει μάλλον να συμφωνήσουμε με τον Κριαρά, ότι στο βάθος πιο πολύ μένει «ίνας θετικιστής με αναμφισβήτητες αρετές την παρατηρητικότητα και την αναλυτικότητα. Ο θετικισμός τον συνδυαζόταν χωρίς Άλλο με μια ρωμαντική διάθεση. Αλλ' αυτή ήταν περισσότερο ίνα πάθος αγωνιστικής δραστηριότητας, που ξεχείλιζε από το είναι τον και ήθελε όλα να τα κυριέψη. Ό ρωμαντισμός τον ακόμα έπαιρνε συχνά τη μορφή μιας υπερβολικής αισθηματικότητας, που δεν μπορεί κανείς να βε­βαίωση πως ώρες-ώρες δεν ξέπεφτε ως τη μανιέρα, θα μπορούσαμε ακόμα να δεχτούμε δτι, όπως ο Ταίν, μεταφυσικός στα πρώτα τον βήματα (σα μελετητής και ως ίνα σημείο και οπαδός τον Εγέλου), πειθαρχείται από το θετικισμό τον αιώνα τον, το ίδιο κι ο Ψυχάρης θα μπορούσε από μερικές απόψεις να χαρακτηριστή το πολύ-πολύ σα ρωμαντικός που πειθαρχήθηκε από τον κανόνα που του ύπαγόρευε η επιστήμη».

                Οπωσδήποτε, η επιστημονική του συγκρότηση και το πλάτος της προσωπικότητας του ήταν μεγαλύτερα απ' το λογοτεχνικό του ταλέντο, κι ακόμα μεγαλύτερη ήταν η φιλοδοξία του να 'ναι και σπουδαίος λογοτέχνης. Μα όσο κι αν το πίστευε και το επιθυμούσε ο ίδιος, ο ορθολογισμός του κι ο θετικισμός του δεν τον άφηναν ν' απελευθερωθεί ως το βαθύτερο είναι του απ' την τροχοπέδη του επιστήμονα και να δώσει τα μεγάλα έργα που φιλοδοξούσε. Ο υποκειμενισμός του, από την άλλη μεριά, κι ο πληθωρικός συναισθηματισμός του, τα υποκοριστικά κι η πλαστή απλότητα και αφέλεια στάθηκαν άλλο ένα εμπόδιο για τη διάρκεια των περισσότερων από τις αφηγηματικές του συνθέσεις. Γι' αυτό κι η αξία της προσφοράς του στον τομέα της δημιουργικής λογοτεχνίας μας φαίνεται σήμερα μικρή μπροστά στη γραμματολογική σημασία της όλης παρουσίας του. Ο Παλαμάς σ' ένα τετράστιχο του, γραμμένο περισσότερο από θυμό παρά από ψύχραιμη κριτική αντιμετώπιση, όταν ψυχράθηκαν τα τελευταία χρόνια με τον Ψυχάρη, έχει υπερτονίσει μια απ' τις πιο καίριες αδυναμίες του λογοτεχνικού του έργου:

 

ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ

θέλω δόξα και γροθιές.

ΨΥΧΑΡΗΣ («Το Ταξίδι»)

 

Στην ξέρα τον σχολαστικού κανόνα τα χαλούσες όσα

μπορούσες να 'χης αγαθά, την ποίηση, τη σοφία, τη γλώσσα.

Τώρα ουτ' αλήθεια, ούτε ντροπή στη θλιβερή που σ’ ηύρε λόξα.

Δεν είσαι πια ούτε για γροθιές, αλλοίμονο! ούτε για τη δόξα.

 

                Υπάρχει, στ' αλήθεια, μια τέτοια πλευρά στο κριτικό κοίταγμα του Ψυχάρη. Ωστόσο, ανεξάρτητα απ' τις οποιεσδήποτε επιφυλάξεις, ούτε η ιστορία της γλώσσας, ούτε η ιστορία της λογοτεχνίας θα 'ταν εύκολο να περάσουν απ' αυτόν και να μη σταθούν. Ο Ψυχάρης ήτανε και για τις γροθιές και για τη δόξα - και τούτο στάθηκε δίκοπο μαχαίρι, που σημάδεψε την οριστική αξιολόγηση του. Γιατί, βέβαια, την περισσότερη δόξα την πήρε με τις γροθιές του στο γλωσσικό αγώνα παρά με την ουσιαστική προσφορά του στη λογοτεχνία. Αλλά είχε κι αυτός τις ιδιότητες και τη μοίρα όλων των πρωτοπόρων. Αγωνιζόταν ν' αντικαταστήσει μια φτιαχτή γλώσσα με μιαν άλλη το ίδιο φτια­χτή, βγαλμένη από έναν παραπλήσιο σχολαστικό κανόνα, κι ήθελε να εφαρμόσει σ' όλες τις περιπτώσεις τους κανόνες του, χωρίς καμιάν εξαίρεση, πιστεύοντας πως έδινε τέλος σ' ένα ζήτημα, ενώ το ζήτημα μόλις άρχιζε. Στην πραγματικότητα, άνοιγε το δρόμο με τις τεράστιες πλάτες του και τις υπερβολές του, για να περάσουνε άλλοι και να κάνουν ο,τι έπρεπε.