Θρύλος Άλκης, (επιμέλεια), Γρηγόριος Ξενόπουλος, Μ. Μητσάκης – Γ. Καμπύσης
 
Βασική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1955, Αετός, σσ. ια-ιθ
 
 
 

Στην κηδεία του Ξενόπουλου ένας νέος λογοτέχνης που τον αποχαιρετούσε τον αποκάλεσε «ο πατέρας». Νομίζω ότι κανένας χαραχτηρισμός, κανένας τίτλος, δεν μπορούσε να είναι ορθότερος. Για να εχτιμήσομε τον Ξενόπουλο, για να είμαστε δίκαιοι απέναντι του, για να μην αποδώσομε βαριά σημασία, σε κάποιες αναμφισβήτητες αδυναμίες κ' έλαττωματικότητές του, και να μη σταματήσομε σ' αυτές, πρέπει να τον ατενίζομε σαν σπορέα σε έδαφος ακόμα χέρσο, πρέπει να μην παραβλέπομε ποιο είταν το περιβάλλον του και ποια η εποχή του. Βέβαια κανένας λογοτέχνης, καλλιτέχνης, πνευματικός άνθρωπος δεν είναι μετέωρος· το ταλέντο είναι έμφυτο, αλλ’ οι τρόποι εκδήλωσής του προσδιορίζονται τουλάχιστον κατά ένα σημαντικό ποσοστό, από την «περιρέουσα ατμόσφαιρα». Όμως για τους λογοτέχνες που έχουν την τύχη να παράγουν σε καιρούς ακμής ή και απλά κανονικούς, η επενέργεια του εξωτερικού παράγοντα, καθώς είναι βοηθητική, δεν έχει την δυνατότητα να προσδιορίσει τίποτε άλλο, τίποτε περισσότερο, από τον τόνο· στον Ξενόπουλο υπήρξε πολύ θετικότερη· υπήρξε  κατασταλτική.

Είναι πασίγνωστο, κοινά αναγνωρισμένο, κι ούτε αποτελεί θέμα συζήτησης, πως η νεοελληνική λογοτεχνία καθώς απαύγαζε και διαμορφωνότανε από ένα έθνος νέο, που μόλις απολυτρωνότανε από την σκλαβιά, είταν σ’ όλο το 19ο αιώνα, καθυστερημένη. Τι παραλάμβανε ο Ξενόπουλος; Στον τομέα της διηγηματογραφίας, μερικά προπλάσματα διηγήματος, από τα οποία λίγα (τα διηγήματα του μοναδικού Παπαδιαμάντη, τα διηγήματα του Βιζυηνού, που υπήρξε μια εξαιρετική, μια καταπληχτική ιδιοφυΐα των γραμμάτων μας, και ελάχιστα άλλα) ξεπερνούσαν αισθητά το επίπεδο των γυμνασμάτων, και κάποιες ακόμα πιο πρωτοβάθμιες διαγραφές μυθιστορήματος. Και για καιρό ύστερα και οι καλείτεροι σύγχρονοί του στάθμευσαν οι περισσότεροι στην «εθιμογραφία» (δεν ξέρω γιατί ο όρος αυτός που πρότεινε ο Τραυλαντώνης να αντικαταστήσει τον όρο ηθογραφία, ο όποιος δυσκολεύει την συνεννόηση, δεν επικράτησε) που την εμπλούτιζαν ποιος πολύ, και ποιος λίγο, με ποίηση, ή με ψυχογραφίες προσώπων, ενώ ελάχιστοι πεζογράφοι εγκλιμάτιζαν τη συμβολική υποβλητικότητα και τον πολιτισμένο λόγο. Οι τελευταίοι τούτοι, ένας Χρηστομάνος, ένας Χατζόπουλος και μερικοί άλλοι, όπως κι ο Κ. Θεοτόκης που από κάποια πλευρά συγγενεύει μαζί τους, αλλά και διαφοροποιείται, επιδιώξανε πολύ πιο σταθερά κι ανένδοτα από τον Ξενόπουλο, το αισθητικό αποτέλεσμα, στο οποίο και έφθασαν χωρίς να σημειώσουν παρεκκλίσεις, ανισότητες, ανομοιογένειες, έμειναν όμως σε μια περιοχή πιο ειδική και έτσι πιο στενή. Ο Ξενόπουλος είχε πλατύτερες βλέψεις. Το δρόμο που οραματιζότανε δεν μπόρεσε, ούτε είταν ίσως δυνατό, να τον διανύσει μόνος. Τον συγχρονισμό της λογοτεχνίας μας, την εξίσωσή της με τις λογοτεχνίες των χωρών των πιο προοδευμένων, γιατί ποτέ δεν τις είχε αφαιρεθεί η ελευθερία να αναπτυχθούν, θα την πραγματοποιήσουν οι συγγραφείς των νεότερων γενιών. Όμως και κείνος που τοποθετεί τα θεμέλια μιας πολιτείας που θ’ απλωθεί πολυσύνθετη και θα ευδοκιμήσει είναι άξιος πολλής τιμής.

Στον τομέα της δραματουργίας ο Ξενόπουλος παραλάμβανε έκτος από λίγα αξιολογότατα κρητικά και εφτανησιακά έργα του ποιητικού θεάτρου, τότε περίπου λησμονημένα, μόνον προσπάθειες ανανέωσης της αρχαίας τραγωδίας και κωμειδύλλια. Στον τομέα της κριτικής σχεδόν τίποτα.

Παράλληλα με την έλλειψη προκαλλιέργειας που πολύ τον ζημίωσε, πιθανόν να τον αδίκησε και η απόφασηή του, που κι αύτη τον τιμά, να ζήσει αποκλειστικά από την πέννα του. Ο Ξενόπουλος είναι ένας από τους ελάχιστους έλληνες λογοτέχνες, αν όχι κι ο μόνος, από τους παλαιότερους, μα κι από τους σημερινούς, που κατόρθωσε να μην εξασκήσει ποτέ κανένα άλλο επάγγελμα από τη λογοτεχνία.

Δεν κατέφυγε ούτε καν στη δημοσιογραφία. Κι ό,τι δημοσίευε στις εφημερίδες, προπάντων μυθιστορήματα, είταν πάντα κείμενο λογοτεχνικό, έστω κι αν η ποιότητά του δεν είταν πάντα άριστη.

Τούτη η απόλυτη εξάρτησή του από την πέννα του απαιτούσε απ' αυτόν και τεράστια εξαντλητική εργατικότητα κι αναπόφευχτες παραχωρήσεις στο κοινό.

Όλες τις μέρες της ζωής του κλεισμένος στο ασκητήριό του, στη σοφίτα ενός σπιτιού της οδού Ευριπίδου έγραφε χωρίς ανάπαυση. Δεν έβγαινε παρά μόνο για να πάει σ' ένα θέατρο να παρακολουθήσει μια πρόβα ή μια παράσταση, συνήθως ενός έργου του, σε μια εφημερίδα, στο τυπογραφείο, στην Ακαδημία όταν έγινε ακαδημαϊκός, για να ασχοληθεί και πάλι με την παραγωγή του, ή με μια υπόθεση της λογοτεχνίας. Δεν είναι γνωστό να έκανε ποτέ, προπάντων όταν πέρασαν τα νεανικά χρόνια, κι απέκτησε οικογένεια, εκδρομές, ή έστω και περιπάτους ανιδιοτελείς, με μόνο σκοπό ν' αναζωογονηθεί, ή ν' ανανεωθεί αναπνέοντας άλλον αέρα από κείνον του γραφείου του, βλέποντας άλλες εικόνες από τις καθημερινές. Και τούτο όχι γιατί δεν το επιθυμούσε - αγαπούσε, τη φύση, και όπως ορισμένα μέρη του έργου του μας αφίνουν να τα υποθέσομε, την περιπέτεια - αλλά γιατί δεν μπορούσε να επιτρέψει στον εαυτό του την πολυτέλεια των διακοπών. Έτσι τα μόνα λουλούδια που έβλεπε είναι εκείνα που του έφερναν οι θαυμαστές του κι οι εκκολαπτόμενοι λογοτέχνες που του ζητούσαν συμβουλές ή ενίσχυση. Σ' αυτά τα λουλούδια που έριχναν κάποιο χρώμα στην αυστηρότητα του λιτού εργαστηρίου του, όπου τα βιβλία ξεχείλιζαν, έριχνε, θυμάμαι ματιές όπου διέκρινα σαν νοσταλγία για τους ορίζοντες που είχαν πια γίνει γι' αυτόν απρόσιτοι. Είχε τόσο συνδεθεί, τόσο συνταυτισθεί μ' αυτό το εργαστήριό του, ώστε όταν τούτο στα Δεκεμβριανά ανατινάχθηκε στον αέρα, δεν ένοιωσε μόνο το σπαραγμό του ανθρώπου που έχασε την περιουσία του κι όλα τα αγαπημένα του αντικείμενα, άλλα και κάτι πολύ σκληρότερο· ένοιωσε τον εαυτό του σαν να είχαν κοπεί οι ρίζες του, και είταν πια αργά για να έχει την δύναμη ν' ανθέξει σε μια μεταφύτευση.

Όλες τις μέρες της ζωής του δεν σταματούσε την παραγωγική του δουλειά παρά για να ασχοληθεί με τη «Διάπλαση των Παίδων», με το περιοδικό αυτό όπου κατόρθωσε ο παιδαγωγικός σκοπός να αποκρύβεται από την τερπνότητα. Πολύ λίγα περιοδικά έχουν αγαπηθεί τόσο από τα παιδιά όσο η «Διάπλαση των Παίδων». Ακριβώς γιατί τα παιδιά δεν συναντούσαν σ' αυτό τον συνοφρυωμένο δάσκαλο, και μορφώνονταν χωρίς να το καταλάβουν, μπόρεσε η «Διάπλαση» ν’ αποβεί ένα μοναδικό φυτώριο λογοτεχνών. Πολλοί είναι οι λογοτέχνες που εκκίνησαν σαν «διαπλασόπουλα» που προσελκύσθηκαν στα γράμματα, από τη «Διάπλαση», που είχαν δηλαδή για μυητή τους τον Ξενόπουλο. Αργότερα ο Ξενόπουλος ίδρυσε και την «Νεα Εστία» και την διεύθυνε έως ότου· τον διαδέχθηκε ο κ. Χάρης που την ανάπτυξε και επέτυχε να είναι τριάντα τώρα σχεδόν χρόνια ένα περιοδικό ζωντανό. Από την αρχή ο Ξενόπουλος είχε φαντασθεί και θελήσει η «Νέα Εστία» να συγκεντρώνει και ν’ αντικαθρεφτίζει την πνευματική ζωή του τόπου σ' όλες τις μορφές κι εκδηλώσεις της, χωρίς δεσμεύσεις με σχολές.

Βέβαια η εργασία συντελεί στο να διατηρηθεί ο δημιουργικός οίστρος σ' εγρήγορση. Η τεμπελιά δεν είναι μόνον αυτούσια αρνητική, είναι κι’ αποστειρωτική. Όπως το πιάνο και κάθε άλλο όργανο, εγκαταλείπει όποιον το εγκαταλείπει, έτσι και η πέννα. Εάν παραδεχθούμε ότι η δημιουργία είναι μια ενέργεια που ανακαλύπτει στο βυθό του Είναι κι’ ανασύρει απ’ εκεί για να τα μορφοποιήσει όσα ληθαργούν και είναι άγνωστα και στον ίδιο το δημιουργό, δεν είναι δύσκολο να εξηγηθεί ότι η αδράνεια και η αμέλεια θα έχουν για επακόλουθο την βουβαμάρα. Εάν χαθεί η επαφή με τον ενδόμυχο κόσμο, τούτος αρνιέται να προβληθεί στην επιφάνεια, ξεφεύγει, «Καμιά μέρα χωρίς μια γραμμή- έλεγε ο Ζολά, μεταφράζοντας το λατινικό ρητό : «Nulla dies sine linea». Είξερε ότι για να συμπληρώσει το ογκώδες έργο που έφερνε μέσα του, δεν έπρεπε ούτε για μια μέρα ολότελα να το παρατήσει. Για να μπορέσει ένας συγγραφέας ορισμένες μέρες να γράψει πολλά κεφάλαια πρέπει κάθε μέρα τουλάχιστον να γυμνάζεται. Όπως οι αρχαίες Εστιάδες, είναι υποχρεωμένος να φυλάει άσβεστη τη φωτιά, αλλοιώς κι’ αυτός θα τιμωρηθεί. Θα νοιώσει τη φριχτή απελπισία που τον καταλαμβάνει άμα θέλει να εκφρασθεί κι' αντιλαμβάνεται ότι καμιά φωνή δεν άπαντα στο κάλεσμά του· γυρεύει μέσα του και δεν βρίσκει παρά το κενό, τη σιωπή, τη νέκρα.

Εν τούτοις κι’ ο υπέρμετρος μόχθος, προπάντων όταν είναι μονότονος, μπορεί να μαράνει την ικμάδα. Οι παραγωγικοί ξένοι συγγραφείς για ν' αποφύγουν τη φθορά συνήθως διαιρούν το χρόνο σε δύο. Κλείνονται μερικούς μήνες στην εξοχή και εκεί εργάζονται εντατικά, και τους άλλους μήνες προπάντων συμμετέχουν στη ζωή των μεγάλων πόλεων, ταξιδεύουν.

Ο Ξενόπουλος γέμιζε κάθε μέρα χωρίς ανάπαυλα πολλές μεγάλες κόλλες. Στην Ελλάδα ούτε και σήμερα εξασφαλίζει ένα βιβλίο, έστω και μ' επιτυχία, άνεση στο συγγραφέα του. Ο Ξενόπουλος είταν υποχρεωμένος να συνθέτει αδιάλειπτα κι απανωτά τα μυθιστορήματά του, να τα τυπώνει σε βιβλίο, ή να τα δημοσιεύει σε εφημερίδες, να παρουσιάζει ολοένα καινούρια έργα στο θέατρο. Έγινε είλωτας της δουλειάς του. Παράλληλα έπρεπε να συμμορφώνεται με τις αξιώσεις ενός αρκετά αμόρφωτου κι ακαλλιέργητου κοινού, να μην ξεπερνά αισθητά τη στάθμη της προσληπτικότητάς του. Τις παραχωρήσεις του ποτέ δεν τις παραδέχθηκε, δεν τις αναγνώρισε και τούτο είταν, πιστεύω, το βαρύ σφάλμα του. Εάν είχε αποφασίσει κατηγορηματικά να διαχωρίσει τη βιομηχανική του παραγωγή από την άλλη, και να τη φροντίζει ίσια ίσια όσο χρειάζεται, θα μπορούσε με τη φαντασία του και την ευχέρεια που είχε στο γράψιμο να της αφιερώσει σχετικά λίγο χρόνο, και είναι πιθανό έτσι να είχε περιφρουρήσει και σώσει τον καλείτερο εαυτό του, αντί να τον αφήσει σιγά σιγά να φθείρεται. Αλλ’ επειδή είταν πολύ φιλόδοξος και εύθικτος και περιαυτολόγος και αυτάρεσκος, (η φιλοδοξία, η ευθιξία, η περιαυτολογία και η αυταρέσκεια είναι κοινά γνωρίσματα στους περισσότερους καλλιτέχνες, αλλ’ οι ιδιότητες αυτές είσαν σ' αυτόν εξαιρετικά υπερτροφικές, όπως το αποδεικνύει η φασαρία που έκανε, ο μοναδικός στα χρονικά πάταγος που προκάλεσε, άμα άργησε να του απονεμηθεί το αριστείο, και να εκλεγεί ακαδημαϊκός), δεν καταδέχθηκε ποτέ να παρουσιάσει κάτι δικό του χωρίς αξιώσεις.

Τις αδυναμίες του που τού τις επέβαλλε το περιβάλλον, αντί να τις διακρίνει και να τις περιορίσει στο περιθώριο, οπόταν θα μπορούσε σ' ένα μέρος τον έργου του, το σημαντικότερο, να λυτρωθεί απ' αυτές, όχι μόνο τις δικαιολογούσε στους άλλους, και το χειρότερο στον εαυτό του, αλλά και τις υποστήριζε θεωρητικά κι' έτσι καθηλωνότανε σ' αυτές. Σ' ένα δοκίμιό του, πολύ χαρακτηριστικό της νοοτροπίας του αυτής, «Η διασκεδαστική τέχνη», έφθασε αυτός, που είταν άλλοτε λεπταίσθητος, να ισχυρίζεται πως ό,τι δεν γίνεται αμέσως κατανοητό, δεν προσλαμβάνεται εύκολα από το πολύ κοινό και δεν το διασκεδάζει, πως ό,τι προκαλεί πλήξη στο πολύ κοινό, δεν είναι Τέχνη...

Όταν η «Κοντέσσα Βαλέραινα» δεν στάθηκε στη σκηνή, επειδή απέδωσε την αποτυχία αυτή στο ότι το δράμα του αυτό είταν ένα έργο «σοβαρό», δεν επέμεινε, δεν αγωνίσθηκε για να καλλιεργήσει το κοινό· έκανε αμέσως τη δήλωση πως παραιτείται από τη συγγραφή ανάλογων έργων, γιατί χρέος του συγγραφέα είναι να δίνει στο κοινό ό,τι ζητεί απ’ αυτόν, να συμμορφώνεται με τις αξιώσεις του κοινού. Για την αντίληψή μου, ο Ξενόπουλος παρεξήγησε την αιτία της αντίδρασης του κοινού. «Η Κοντέσσα Βαλέραινα» δεν είναι δύσκολο έργο, όπως το φαντάσθηκε. Αν δεν άρεσε όσο άλλα έργα του είναι μόνον γιατί στερείται από το συναισθηματικό στοιχείο, που αυτό πρωταρχικά συγκινεί τις απαίδευτες μάζες. Σημασία όμως δεν έχει αν η «Κοντέσσα Βαλέραινα» δεν έπιασε άμα πρωτοπαίχθηκε για το λόγο που νόμισε ο Ξενόπουλος, ή για έναν άλλο. Σημασία έχει ότι ο Ξενόπουλος δεν έδειξε καμιά υπομονή, καμιά δύναμη αναμονής. Όταν ξαναπαίχτηκε η «Κοντέσσα Βαλέραινα» στο Εθνικό Θέατρο μετά το θάνατό του, ενσαρκωμένη από την Κυβέλη, το κοινό που εντομεταξύ είχε εξελιχθεί και συνηθίσει να μην ικανοποιείται μόνο με τα πιο εύκολα στοιχεία, την τοποθέτησε εκεί όπου αρμόζει: ανάμεσα στις αρτιότερες δημιουργίες του Ξενόπουλου. Ο Ξενόπουλος όμως έσπευσε να κατεβεί αυτός στο επίπεδο του κοινού, που δεν είναι ποτέ κατηγορηματικά απρόθυμο να καταβάλει προσπάθεια, άλλα που φυσικά πρέπει να καθοδηγηθεί. Τελικά θα ικανοποιηθεί άμα κοπιάσει, αλλ’ όταν του προσφέρνεται πρόχειρα το πιο εύκολο, αυτόματα το προτιμά. Πώς όμως να έχει ο Ξενόπουλος τη δύναμη της αναμονής, τη δυνατότητα να επωμισθεί μια αποτυχία, έστω και προσωρινή, αφού η καθημερινή του διατροφή εξαρτιότανε αποκλειστικά από την πέννα του, αφού τα κέρδη του από τα έργα του είσαν γι’ αυτόν επιταχτική ανάγκη;

Οι παραχωρήσεις τον παρασύρανε να καταλήξει στο επίπεδο της επιφυλλιδογραφίας. Αντί να αναπτύξει τα έμφυτά του χαρίσματα τα εξευτέλισε. Η αφηγηματική του άνεση, το ταλέντο του του παραμυθά, όσο προχωρούν τα χρόνια, εκδηλώνεται μέσ' από ιστορίες χωρίς σύνθεση, ή με μια σύνθεση εντελώς απλοϊκή, που κυλούν απρόσκοπτα, αλλά δεν εξασκούν μαγεία. Το ένα επεισόδιο δεν συνυφαίνεται με το άλλο· τα επεισόδια τοποθετούνται το ένα πλάι στο άλλο. Όταν θα μας διηγηθεί π. χ. τις περιπέτειες μιας κοπέλλας που την παίρνει ο κατήφορος θα μας παρουσιάσει διαδοχικά με άφθονες περιττές λεπτομέρειες όλες τις φάσεις της πτώσης, όλες τις επισκέψεις του κοριτσιού σε γκαρσονιέρες, σε ύποπτα σπίτια κτλ., κτλ. Όταν θα θελήσει να μας γνωρίσει τους «Τυχερούς κι Άτυχους», τους «Πλούσιους και Φτωχούς», τους «Τίμιους και Άτιμους» θα τοποθετήσει τις δυο αυτές κατηγορίες των ανθρώπων σε περιοχές παράλληλες κι αυστηρά χωρισμένες τη μια από την άλλη. Κανένας από τους αντιπρόσωπους της μιας ή της άλλης κατηγορίας δεν θα προσπεράσει ποτέ τα σύνορα. Στους Άτυχους θα επισωρευθούν οι αντιξοότητες, στους Τυχερούς οι ευμένειες της μοίρας.

Για να ποικιλθεί, για να καρικευθεί η μονογραμμικότητα της πλοκής, ή μάλλον γιατί θεωρείται ότι το αισθησιακό στοιχείο προσελκύει τους αναγνώστες, ο Ξενόπουλος παρεμβάλλει κάθε τόσο και σκηνές- πώς να τις πούμε; ας χρησιμοποιήσουμε τον καθιερωμένο όρο:- τολμηρές, σκανδαλιστικές, που όμως καθώς ζωγραφίζονται απροκάλυπτα μ’ έναν τρόπο εντελώς ωμό, και μαζί αφελή δεν προκαλούν στον κάπως επαρκή αναγνώστη σχεδόν τίποτε άλλο από θυμηδία. Κι’ όσο προχωρούν τα χρόνια και ο Ξενόπουλος σταθεροποιείται περισσότερο στην επιφυλλίδα το ύφος γίνεται ολοένα πιο κοινότοπο, πιο πλαδαρό. Κάποτε, ή κι’ αρκετά συχνά, ξυπνά η παλιά του έφεση να μην είναι καθυστερημένος άλλα το δηλητήριο έχει εκτελέσει την ενέργειά του. Θα διακηρύξει το δικαίωμα της γυναίκας να ζήσει  ανεξάρτητη από τις οικογενειακές αντιλήψεις για την τιμή, άλλα για να φωτίσει τη θεωρία του θα μας δείξει κοπέλλες που καθημερινά εκπορνεύονται, που κυλιούνται μέσα στο βούρκο, και θα υποστηρίξει ότι τούτο μπορεί να συμβεί χωρίς να μολυνθεί, χωρίς ν’ αλλοιωθεί καθόλου η ψυχή τους, χωρίς να χάσουν καθόλου την αγνότητά τους !

Άλλοτε θα θελήσει να μην αγνοήσει και τον φροϋδισμό, άμα έγινε της μόδας, αλλά δεν θα μας παρουσιάσει παρά παρωδίες του.

Παρ’ όλα όμως τα πολλά αδύνατα και μελανά σημεία στο σύνολο του έργου, παρ’ όλη την έλλειψη κάθε πυκνότητας και κάθε υποβλητικότητας στους εκφραστικούς τρόπους, παρ’ όλο ότι η θέληση άμεσου προσεταιρισμού του μεγάλου κοινού, κατέληξε στην αφαίρεση της υποβλητικότητας των υποδείξεων για να αντικατασταθούν με το επίμονο αράδιασμα και των πιο περιττών καθέκαστων, στη ρηχότητα, και συχνά και στο αυθαίρετο κ’ επίπλαστο, παραμένει γεγονός ότι ο Ξενόπουλος είναι ο εισηγητής στην Ελλάδα του αστικού ρεαλιστικού μυθιστορήματος, και του αστικού θεάτρου. Έδωσε δηλαδή στην εποχή του σημαντική, προώθηση στη λογοτεχνία μας.

Μορφικά, στον τομέα του μυθιστορήματος στάθμευσε στην ορθόδοξη, ρεαλιστική φόρμα, απλουστεύοντας μάλιστα, όπως το είπαμε, υπέρμετρα το σχήμα. Στον τομέα του θεάτρου επιχείρησε σε μερικά έργα του να χρησιμοποιήσει και νεοτεριστικές τεχνοτροπίες: διαίρεσε τη δράση όχι σε πράξεις, αλλά σε εικόνες. Οι δοκιμές όμως αυτές δεν έφθασαν σε επιτεύξεις. Αποδείχθηκε ακόμα μια φορά ότι ο Ξενόπουλος, τόσο στη μορφή όσο και στην ουσία, άμα γύρευε ριζικά ν’ ανανεωθεί, επειδή τούτο του υπαγορευότανε όχι από εσωτερική ανάγκη, αλλ’ από την επιθυμία να μη φανεί καθυστερημένος, από την ψευδαίσθηση που είχε ότι έτσι θα κάνει εντύπωση, θα αρέσει στο κοινό και θα το προσελκύσει, ζημίωνε, τον εαυτό του.

Ο καλείτερος Ξενόπουλος, ο καλός Ξενόπουλος είναι ο ζακυνθινός. Όταν περιγράφει την ιδιαίτερη πατρίδα του, και τη ζωή της, όταν εμπνέεται απ’ αυτήν, δεν είναι πια μόνον ένας συγγραφέας που πειραματίζεται μ’ αδεξιότητα, όπως είναι σ’ όλα τα έργα του που ξετυλίγονται στην Αθήνα, με μόνη εξαίρεση τους «Φοιτητές» (οι «Φοιτητές» όμως κι ας έχουν αθηναϊκή υπόθεση, είναι τονισμένοι στο σκοπό μιας ζακυνθινής καντάδας που ακούεται σ’ αυτούς ευδιάκριτα) δεν είναι πια μόνον ένας συγγραφέας που φιλοδοξεί να προβαδίσει και δεν κατορθώνει παρά να προετοιμάσει το έδαφος· μας δίνει εξαίσια διηγήματα και μερικά μυθιστορήματα και θεατρικά έργα που έχουν ένα σπάνιο χάρισμα: διατηρούνται και ύστερα από χρόνια νεανικά. Στις καλές του σελίδες ο Ξενόπουλος έχει διαχύσει άφθονη δροσιά που διαφυλάγεται χωρίς καθόλου να εξατμισθεί.

Ο μακροχρόνιος πολιτισμός της Ζακύνθου του επέτρεψε οι ζακυνθινές «ηθογραφίες» του να μην περιορίζονται στην απεικόνιση πρωτοβάθμιων γραφικών εθίμων.

Ο Ξενόπουλος είχε το σημαντικό προνόμιο ότι είταν γόνος μιας κοινωνίας που είταν σχετικά με τις συνθήκες που επικρατούσαν τότε στην Ελλάδα πολύ προοδευμένη. Τούτο και τον προίκισε έμφυτα με μια ευαισθησία, μια διαίσθηση, και μια καλαισθησία πολύ λεπτότερες από άλλων συγχρόνων του συγγραφέων και του πρόσφερε για πρότυπα ανθρώπους που έστω κι’ αν κινούνται σ’ έναν κύκλο που μας φαίνεται σήμερα στενός, δεν είσαν καθόλου πρωτόγονοι, κ’ έτσι ο ένας με τον άλλο περίπου αδιαφοροποίητοι, όπως είναι σ’ ένα πολύ μεγάλο ποσοστό εκείνοι που βρίσκονται ακόμα στα κάτω σκαλιά της εξέλιξης. Τέτοια είναι τα πρόσωπα μιας ολόκληρης ομάδας των παλαιότερων λογοτεχνών μας. Τα πρότυπα του Ξενόπουλου είχαν ατομικότητα, χαραχτήρα, δηλαδή τα στοιχεία από τα όποια αναπηδούν οι δραματικές συγκρούσεις, αντιμετώπιζαν προβλήματα ατομικά, οικογενειακά, κι ακόμα και κοινωνικά, έστω κι’ απλά.

Αυτής της ζακυνθινής κοινωνίας ο Ξενόπουλος μας έδωσε γοητευτικές εικόνες κι’ αναπαραστάσεις, και πλαστικές, και εμποτισμένες με άρωμα. Είδε όλες τις απόψεις της. Δεν αγνόησε τα κοινωνικά της προβλήματα, και τα χειρίσθηκε με τον παιχνιδιάρικο τόνο που άρμοζε στην έλλειψη αιχμηρότητάς τους, στην ηπιότητά τους. Δεν παρασύρθηκε να μεγαλοποιήσει τη σοβαρότητά τους. Στον «Ποπóλαρο» π.χ. που είναι ένα από τα πιο άρτια μορφικά, και τα πιο πλούσια σε χάρη θεατρικά του έργα, όλες οι διαφορές εξομαλύνονται και λύνονται μ' έναν έρωτα. Ο έρωτας, κι’ ο γάμος που θα επακολουθήσει υστέρα από κάποιες περιπλοκές κι’ αντιθέσεις θα καταργήσει τις αποστάσεις, θα συνενώσει και θα συμφιλιώσει τις τάξεις που αντιμάχονται.

Η λύση αύτη είναι σύμφωνη και με το πνεύμα της εποχής που απεικονίζεται και με το ταλέντο του Ξενόπουλου, που αποδίνει τον περισσότερο χυμό άμα περιγράφει και ανασταίνει ρωμαντικούς έρωτες. Ο Ξενόπουλος είναι μοναδικός, απαράμιλλος, άμα ζωντανεύει τις κοπέλλες της παλιάς εποχής που ολόκληρη την ύπαρξή τους τη γέμιζε ó έρωτας, και μόνον ó έρωτας, που δεν είχαν άλλον ορίζοντα από τον έρωτα. Τέτοιες κοπέλλες συναντούμε πολλές στο έργο του· έχουν για κορυφαίες τους τη «Φωτεινή Σάντρη» και τη «Στέλλα Βιολάντη», τα δυο αυτά κορίτσια που ζουν για τον έρωτα και πεθαίνουν από τον έρωτα, όπως δεν πεθαίνουν πια τα σημερινά κορίτσια. Βέβαια υπάρχουν και σήμερα ερωτικές αυτοκτονίες, όμως ο έρωτας που τις υπαγορεύει δεν είναι πια τόσο ιδεαλιστικός, τόσο απόλυτος, τόσο καθάριος, όπως είταν για τις κοπέλλες του Ξενόπουλου· μαζί του συνυφαίνονται σήμερα κι’ άλλα ελατήρια, όχι πάντα διαυγή. Οι κοπέλλες του Ξενόπουλου ούτε υποπτεύονται τα κράματα. Η «Φωτεινή Σάντρη» όταν ερωτεύεται τον ξάδερφό της είναι βέβαιη ότι καταδυναστεύεται από τον πειρασμό να αμαρτήσει θανάσιμα. Ούτε σκέπτεται να συζητήσει με τον εαυτό της, να εξετάσει μήπως έχει τη δύναμη να διαπράξει την αμαρτία, να ερευνήσει μήπως πρόκειται για πρόληψη, μήπως μπορεί να βρεθεί συμβιβασμός. Εγκαταλείπεται στις προλήψεις της που είναι σ' αυτήν πεποιθήσεις. Όταν θα πληροφορηθεί από σύμπτωση ότι ο έρωτάς της δεν είταν τόσο αμαρτωλός όσο τον φαντάσθηκε, ότι υπήρχε τρόπος να υπερπηδηθεί το εμπόδιο, είναι πια αργά. Ο αγαπημένος της έχει πια χαθεί γι’ αυτή. Δεν θα επιζήσει στην εξάτμηση του ονείρου της.

Το ίδιο δεν θα επιζήσει κ’ η Στέλλα Βιολάντη. Ο θάνατός της πιθανόν να μη δικαιολογείται φυσιολογικά, αισθητικά όμως είναι δικαιωμένος. Διαβλέπομε ότι η Στέλλα αρχίζει να υποπτεύεται, έστω και αμυδρά, ότι είχε απατηθεί, ότι ο πατέρας της είχε δίκιο όταν της απαγόρευε την ένωση με τον αγαπημένο της γιατί τον θεωρούσε ανάξιο. Αυτό δεν έχει το σθένος να το παραδεχθεί. Θα μπορούσε να ζήσει λατρεύοντας τον αγαπημένο της, έστω κι’ από μακριά, χωρισμένη απ αυτόν. Αλλ’ άμα αρχίζει να φοβάται πως θα υποχρεωθεί να τον δει αλλοιώτικο από ότι τον φαντάσθηκε, και πως έτσι η ζωή της θα κυλίσει χωρίς χαρά, και χωρίς λάμψη, χωρίς τον ιριδισμό τουλάχιστον του ονείρου, θα πεθάνει. Δεν έχει τη δύναμη να βαστάξει το βάρος της απογοήτευσης γιατί καμιά φωνή μέσα της, ούτε κι’ ανεπαίσθητα, δεν την προειδοποιεί ότι ο άνθρωπος δεν είναι καταδικασμένος να γνωρίσει μια μοναδική ευτυχία. Τα κορίτσια του Ξενόπουλου δεν έχουν φοιτήσει στο σχολείο της πραγματικότητας. Αγνοούν ότι οι τραυματισμένοι οργανισμοί θεραπεύονται κι’ ανανεώνονται. Σαν τις ιέρειες σβήνουν μαζί με τη φωτιά που είναι ταγμένες να συντηρήσουν.

Μαζί με τα γοητευτικά παλαιικά του κορίτσια ο Ξενόπουλος ζωντάνεψε κι’ άλλα πρόσωπα. Την πλαστική, τη δημιουργική του ικανότητα τη μαρτυρεί προ πάντων ο Παναγής Βιολάντης, ο πατέρας της Στέλλας. Είναι ένας τυπικός, σκληρός, κι’ αυστηρός pater familias· είναι βέβαιος, κι’ ούτε σκέπτεται να συζητήσει, ότι έχει το απόλυτο δικαίωμα να εξουσιάζει την οικογένειά του, να αποφασίζει και να θέλει αυτός γι' αυτή, ότι εκείνη είναι υποχρεωμένη να υποταχθεί καινά υπακούει· δεν ανέχεται καμιά ανταρσία. Όμως ο Ξενόπουλος πολύ έντεχνα δεν μας τον παρουσιάζει μόνον στατικά συντελεσμένο και βαρύ σαν ογκόλιθο, οπόταν θα έχανε κάθε επαφή με τη ζωή, γιατί οι άνθρωποι δεν είναι μονοκόμματα κι’ ακίνητα ξόανα· οι όποιες βουλήσεις και πράξεις τους έχουν πάντα δικαιολογία κι’ αιτιολογία μέσα τους. Αν ο Παναγής Βιολάντης προκαλούσε μόνο την απέχθειά μας θα έπαυε να είναι ένα πρόσωπο της τέχνης, και θα είταν μόνο ένα εγκεφαλικό κατασκεύασμα. Ο Ξενόπουλος ρίχνει τον προβολέα και μέσα στον Παναγή Βιολάντη και μας δείχνει φωτίζοντας ζωηρά τα ελατήρια ότι η εναντίωσή του στον έρωτα της Στέλλας είναι αναπόφευχτη. Του την υπαγορεύουν όλη η ανατροφή του, οι ιδέες με τις οποίες μεγάλωσε και σχηματίσθηκε, και που αποτελούν πεποιθήσεις του, μέρη του Είναι του, η υπεροψία του και το πείσμα του που δεν είναι ξώπετσα αλλ’ οργανικά, αναπόσπαστα στοιχεία της προσωπικότητάς του, μα και κάτι άλλο ακόμα: ουσιαστικά αυτός έχει δίκιο, άσχετα αν το δίκιο του ζητεί να το επιβάλει με μέσα πολύ τυραννικά. Βλέπει σωστά ότι ο ερωτάς της Στέλλας θα την οδηγήσει σε συμφορά.

Η ποταπότητα του αγαπημένου που εν μέρει δικαιώνει τον Παναγή Βιολάντη είναι ένα εύρημα του συγγραφέα απάνω στο οποίο στηρίζεται η δραματικότητα της σύγκρουσης. Αντιπαλεύουν δυο δίκια, το δίκιο του Τυφλού πάθους, το δίκιο της πρόβλεψης και της προνοητικότητας. Ο Παναγής Βιολάντης ζητεί να προστατεύσει τη Στέλλα από τον εαυτό της· παιδεύοντας της δείχνει ότι την αγαπά, ότι ενδιαφέρεται να μη δυστυχήσει. Ικανοποιεί μαζύ και το σαδισμό του; είναι μια απορία που, νομίζω, γεννήθηκε εκ των υστέρων, που την διατύπωσαν οι νεότεροι κριτικοί όταν ξαναπαρουσιάσθηκε η «Στέλλα Βιολάντη» στη σκηνή αρκετά χρόνια μετά την αρχική της παράσταση στο θέατρο, και την πρώτη της εμφάνιση σε μια νουβέλλα. Δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι ο Ξενόπουλος υποπτεύθηκε και ότι ο Παναγής Βιολάντης μπορεί να είναι ένας τύπος παθολογικά ανώμαλος. Αλλ’ ακριβώς το ότι δεν εμφανίζεται έτοιμος και τελειωμένος και μας επιτρέπει ν’ ανακαλύψομε ιδιότητές του που δεν του τις έδωσε επίτηδες ο συγγραφέας, που είναι πιθανόν ούτε να τις διέκρινε, είναι μια εμπρόσθετη απόδειξη της ζωντάνιας του. Τα λογοτεχνικά πρόσωπα όταν είναι ζωντανά ξεφεύγουν από την δικαιοδοσία και την κυριαρχία του δημιουργού τους, αποκτούν αυτοτέλεια κι αυθυπαρξία.

Στο ζακυνθινό έργο η παρουσία του Ξενόπουλου δεν είναι πια μόνη εκείνη ενός συγγραφέα που έχει προπάντων ιστορικό ενδιαφέρον. Στο ζακυνθινό έργο του ο Ξενόπουλος είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένας συγγραφέας που πασχίζει ν’ ανοίξει δρόμους, κι' αγκομαχά στο ανώμαλο ακόμη έδαφος, είναι ένας δημιουργός ανθρώπων. Οι ζακυνθινές του σελίδες εξακολουθούν να γοητεύουν γιατί σ'αυτές αναζεί μια εποχή με τον παλμό της, με τους κραδασμούς της. Η εντύπωση που δεχόμαστε απ’ αυτές είναι ανάλογη με κείνη που μας προξενούν οι ολλανδικές μικρογραφίες εσωτερικών ή οι χορεύτριες του Degas. Oι ζωγράφοι αυτοί απεικόνισαν έναν ορισμένο, έναν ειδικό κόσμο, έναν μικρόκοσμο· τον μεταφέρανε στους πίνακές τους με αγάπη, με στοργή, με συγκίνηση, τον πότισαν και τον περιβάλλανε με ατμόσφαιρα, του εμφύσηξαν ποίηση. Στις ζακυνθινές σελίδες του Ξενόπουλου, στα ζακυνθινά του διηγήματα, μυθιστορήματα, και θεατρικά έργα μια ζωή που πια τώρα έσβησε, εξαφανίσθηκε, πέθανε, συντηρείται και διατηρείται αφού μεταφέρθηκε στην περιοχή της ποίησης...

Και στον τομέα της κριτικής η παρουσία του Ξενόπουλου είναι αισθητή. Εάν μάλιστα αναλογισθούμε ότι η κριτική στην εποχή του είταν περίπου ανύπαρχτη, θ' αναγνωρίσομε ότι και εκεί στέκεται σαν μια αφετηρία, ότι και εκεί έδωσε το σύνθημα της εκκίνησης, έστω κι' αν την κριτική δεν την καλλιέργησε συστηματικά, γιατί στην Ελλάδα περισσότερο ακόμα από κάθε άλλο λογοτεχνικό είδος δεν ικανοποιεί τον επαγγελματία συγγραφέα, έστω κι’ αν με την πάροδο του χρόνου, όταν η πολυγραφία άρχισε να έχει για αποτέλεσμα τη φθορά, έκανε και σε τούτο το λειτούργημά του πολλές παραχωρήσεις. Καθώς είταν πολύ ευαίσθητος στον έπαινο, καταδέχθηκε συμβιβασμούς, κολακείες, για ν' αποσπάσει σ' ανταπόδοση εγκώμια. Στις γνώμες του όμως για συγγραφείς και για έργα που τις διατύπωσε σε ώρες που είταν ανιδιοτελής κ' ειλικρινής διακρίνομε πάντα ότι είχε περισσότερο χάρις στον έμφυτο πολιτισμό του παρά στην καλλιέργειά του και στις αναγνώσεις του που δεν φαίνεται να είσαν - γιατί δεν του περίσσευε χρόνος γι' αυτές - πολλές και συστηματικές, μια λεπτή αντίληψη και διαίσθηση τον καλού. Στις φωτεινές του διαλείψεις οπόταν φανέρωνε ότι είχε μερικά από τα βασικά προσόντα του κριτικού, διορατικότητα, ευαισθησία, το θάρρος της γνώμης, την ικανότητα να κατανοεί και να εχτιμά απροκατάληπτα κι’ αδέσμευτα την κάθε σχολή και την κάθε τάση, ξυπνούσε πάλι ο παλιός εαυτός του, εκείνος που πρώτος μένει σ' ένα περιβάλλον απληροφόρητο, ανίδεο, και κάτι χειρότερο: εχθρικά σε κάθε τι που ξέφευγε από τα καθιερωμένα, αναγνωρισμένα καλούπια, είχε ανακαλύψει κι’ αποκαλύψει την αξία ενός Γρυπάρη, ενός Καβάφη, του Ίψεν. Βέβαια ο τρόπος με τον όποιο δικαιολογεί τον θαυμασμό και την αισθητική του συγκίνηση δεν είναι πια για μας σήμερα επαρκής· διακρίνομε ότι ο Ξενόπουλος δεν εμβάθυνε πολύ στο θέμα του, δεν το εξερεύνησε, δεν το εξονύχισε, δεν ενδιαφέρθηκε πολύ να συλλάβει τη νέα φωνή που έφθανε στ’ αυτιά του στην πληρότητά της και σ’ όλες τις αποχρώσεις της, ότι ούτε και μέσα του εξέτασε προσεχτικά τους λόγους για τους οποίους είχε δονισθεί, ότι στάθμευσε σε μια αρχική, κάπως αόριστη, εντύπωση· το ότι όμως η εντύπωση αυτή είταν ευνοϊκή ενώ οι γύρω του συνθήκες καθόλου δεν είχαν προετοιμάσει την προσληπτικότητά του, το ότι πρώτος και τότε μόνος αυτός, αναγνώρισε, έστω κι’ αυτόματα, ιδιοφυΐες, είναι ασφαλώς γι’ αυτόν ένας τίτλος τιμής.

Πολύ υπολογήσιμη θα μπορούσε να είναι η συμβολή του Ξενόπουλου και στο κεφάλαιο της γλώσσας εάν το προσωπικό όργανο με το οποίο μεταδίνει ο κάθε συγγραφέας το λόγο, το ύφος, το είχε περισσότερο δουλέψει ώστε ν’ αποχτήσει η φράση του στιλπνότητα, ιδιαίτερο, ιδιότυπο ατομικό χρώμα. Μια που κάθε άνθρωπος είναι ανεπανάληπτος ο κάθε συγγραφέας αν κοπιάσει ν’ απολυτρωθεί από τις επίχτητες συνήθειες οι όποιες καταντούν δεύτερη φύση, από τα δάνεια και τα έτοιμα κλισέ που ολοένα εναποθέτουν μέσα του οι κάθε είδους αναγνώσεις του, εάν κοπιάσει να βρει τον γνήσιο εαυτό του, δεν μπορεί παρά να εκφρασθεί μ’ έναν καθαρά δικό του τρόπο. Αυτό τον τρόπο είναι που ενδιαφέρει τον επαρκή αναγνώστη να συναντήσει σ’ ένα λογοτεχνικό κείμενο από το όποιο ζητάμε προπάντων να είναι η μαρτυρία μιας μεταδοτικότητας. Ο Ξενόπουλος όμως καθώς έπρεπε να γράφει βιαστικά, και κύρια γιατί δεν ήθελε τους πολλούς αναγνώστες, που βασικό του μέλημα είταν να τους προσεταιρισθεί ούτε στιγμιαία να τους ξενίσει και να τους δυσχεράνει την κατανόηση με μια διατύπωση που θ’ απαιτούσε απ’ αυτούς για να την αφομοιώσουν κάποια συνεργασία, περιορίσθηκε στους πιο κοινότυπους σχηματισμούς της φράσης. Και σαν να μην αρκούσε η κανονικότητα, η ομαλότητα χωρίς καμιάν αιχμή, για να κάνει ακόμα πιο εύκολη και πιο άκοπη την πρόσληψη απόφυγε κάθε συγκέντρωση του νοήματος, κάθε ελλειπτικότητα„ και παρουσίαζε πάντα μια φράση όσο γίνεται περισσότερο αναλυτικής κι’ όσο γίνεται λιγότερο συμπυκνωμένη και νευρική.

Μέσ’ απ' αυτό το διαλυμένο, το νερουλιασμένο το ύφος σχεδόν δεν αναφαίνονται οι αρετές του βασικού και κοινού σε όλους- ενώ το ύφος είναι ατομική υπόθεση- μέσον έκφρασης της γλώσσας.

Σε μια εποχή φανατισμένης διαμάχης γύρω από το γλωσσικό ζήτημα ο Ξενόπουλος, αν και πολύ γρήγορα παραδέχθηκε ότι η δημοτική είταν προορισμένη και έπρεπε να επικρατήσει, είχε την ψυχραιμία και την νηφαλιότητα να μη παρασυρθεί σε καμιά ακρότητα. Δεν αποκλείεται τούτες να είναι απαραίτητες για να κερδηθεί ένας αγώνας, αμέσως όμως εξαφανίζονται μόλις περάσει η στιγμή της οξύτητας, και φθάσει η ώρα της άμβλυνσης και του κατασταλάγματος. Ο Ξενόπουλος δεν παρακολούθησε τον Ψυχάρη. Αμέσως διέκρινε ότι η απόλυτη υποταγή στον κανόνα κι’ αν ακόμα είταν δυνατό ποτέ να επικρατήσει, είταν οπωσδήποτε πάρα πολύ αργά για να επιβληθεί, είταν απαράδεχτη κι’ από τις συνήθειες, κι’ από το αισθητικό αισθητήριο που είχε διαμορφωθεί.

Η γλώσσα που κυριάρχησε είναι η γλώσσα του Ξενόπουλου, όχι η γλώσσα του Ψυχάρη. Όμως τη γλώσσα του ο Ξενόπουλος δεν την αξιοποίησε με το περίβλημα με το όποιο την έντυνε.

Ένα μεγάλο ταλέντο, μια εξαιρετική για την εποχή της πρωτοβουλία. Ο Ξενόπουλος είχε την δυνατότητα να γίνει μια από τις κορυφαίες μορφές της λογοτεχνίας μας. Αλλά πάρα πολλές παραχωρήσεις, στο αγοραίο γούστο, πάρα πολλές προχειρογραφίες, έφθειραν τα προσόντα του, δεν τον άφησαν να τ’ αναπτύξει και να τ’ αξιοποιήσει. Ο Ξενόπουλος διέπραξε το θανάσιμο αμάρτημα για το οποίο πώς να υπάρξει εξιλασμός; Ό,τι δεν δημιούργησε μια προσωπικότητα που είταν προορισμένη για ένα έργο, είναι οριστικά, ανεπανόρθωτα χαμένο. Όμως κι’ αν ακόμα υποθέσομε ότι έχομε το δικαίωμα να κρίνομε αυστηρά τις πράξεις ενός συνανθρώπου μας, που ποτέ δεν μπορούμε να ξέρομε από ποιες κρυφές παρορμήσεις υπαγορεύθηκαν, απέναντι στον Ξενόπουλο δεν δικαιολογείται να σταθούμε σκληροί. Φυσικά κάθε άνθρωπος είναι υπεύθυνος για τον εαυτό του, για τις επιτεύξεις του, για τις προδοσίες του, αλλά πιστεύω όχι κι’ απόλυτα. Πιστεύω ότι για να είμαστε δίκαιοι με τον Ξενόπουλο ένα μεγάλο μέρος υπαιτιότητας πρέπει να την αποδώσομε στις συνθήκες μέσα στις όποιες εργάσθηκε και που τον υποχρέωσαν να σπαταλήσει το θείο δώρο. Τον Ξενόπουλο, που άλλωστε τιμωρήθηκε αρκετά βαριά με το να μη κατέχει τη θέση που μπορούσε να καταλάβει, πρέπει αν όχι να τον συγχωρέσομε, τουλάχιστον να τον συμπονέσομε σαν θύμα. Περισσότερο παρ’ ότι θα τον κατηγορήσομε γιατί μας στέρησε από ένα μεγάλο μέρος απ’ όσα έφερνε μέσα του, ας αναγνωρίσομε τη σημασία γενικά της προσφοράς του που διαμορφώθηκε μέσα σε δυσμενέστατους όρους, κι’ ας χαρούμε τις σελίδες, αδιάφορο αν είναι λίγες σχετικά με τον όγκο του έργου του, όπου ενστάλαξε και εναπόθεσε ποίηση και που διατηρούν πάντα μιαν αγέραστη νεότητα κ’ εφηβική δροσιά.