Σαχίνης Απόστολος, Το νεοελληνικό μυθιστόρημα. Ιστορία και κριτική, «Γρηγόριος Ξενόπουλος»
 
Αθήνα 1958, Τυπογραφείο Σ. Παπαδογιάννης. Σσ. 242-247
 
 
 

Παράλληλα προς το Γιάννη Ψυχάρη εργάστηκε ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, που η συμβολή του στη θεμελίωση του αστικού μυθιστορήματος στην Ελλάδα υπήρξε αναμφισβήτητα πιο σημαντική. Ό Γρηγόριος Ξενόπουλος είναι ο πολυγραφότερος νεοέλληνας πεζογράφος: δημοσίευσε πολλά μυθιστορήματα ως επιφυλλίδες στις καθημερινές εφημερίδες και είκοσι απ’ αυτά σε ξεχωριστούς τόμους. Έκτος από μυθιστορήματα, έγραψε θεατρικά έργα, διηγήματα και κριτικές μελέτες. Ήταν ενημερωμένος στα διεθνή ρεύματα και τις διεθνείς τάσεις της λογοτεχνίας, ήταν ανοιχτομάτης, έβλεπε σωστά και ήξερε να ξεχωρίζει τις άξιες, όμως η ποιότητα του μυθιστορηματικού έργου του δεν μπορεί να ικανοποιήσει πάντα τον πληροφορημένο αναγνώστη. Πλάι στα λίγα καλά μυθιστορήματα του μας έδωσε σωρεία ασήμαντων, κι αυτό κυρίως γιατί έγραφε καθημερινά και «κατά παραγγελίαν» στις εφημερίδες, κάνοντας έτσι  τη μυθιστοριογραφία κύριο βιοποριστικό μέσο. Αναγκαστική  συνέπεια αυτής της τακτικής ήταν η συνεχής υποχώρηση στα γούστα του μεγάλου κοινού, η προσπάθεια για την ικανοποίηση του μέσου αναγνώστη, η απλούστευση των θεμάτων και  η εξοικονόμηση  των πραγμάτων σχετικά με την πλοκή και τη λύση των μυθιστορημάτων του. Έτσι, δε υπάρχουν τολμηρότητες ή ακρότητες μέσα σ’ αυτά, δεν υπάρχουν μεγάλα προβλήματα, δεν υπάρχει αγωνία δεν υπάρχει βάθος∙ μόνο η απλή και παραστατική απεικόνιση  κοινών και συνηθισμένων περιστατικών της καθημερινής ζωής — γνωστών, μικρών ασήμαντων. Ωστόσο δεν είναι μόνο η εξάρτηση από το μεγάλο των εφημερίδων που  έκανε τον Ξενόπουλο ν’ αποφύγει τους υψηλούς στόχους, αλλά και η συντηρητική, μετρημένη και πειθαρχημένη συγγραφική ιδιοσυγκρασία του. Ο μυθιστοριογράφος που σπούδασε στα νιάτα του φυσικομαθηματικά, παρέμεινε   όλη τη ζωή του μια λογική, θετική και μεθοδική φύση

Και η διαδρομή της ήρεμης, χωρίς διακυμάνσεις ή μεταπτώσεις, ζωής του Γρηγόριου Ξενόπουλου μας δείχνει πολύ καλά τη γραμμή που ακολούθησε το πνεύμα του και το αφηγηματικό ταλέντο του. Γιατί ο μυθιστοριογράφος αυτός έζησε μια «ασάλευτη ζωή», υποταγμένη στη ρουτίνα της καθημερινής εργασίας. Γεννήθηκε το 1867 στην Κωσταντινούπολη, όπου εμπορευόταν ο ζακυνθινός πατέρας του, όμως δέκα μήνες έπειτα από τη γέννηση του οι γονείς του εγκαταστάθηκαν στη Ζάκυνθο. Εκεί μεγάλωσε, εκεί ανατράφηκε, εκεί τελείωσε το Γυμνάσιο ο Ξενόπου­λος, και η νοσταλγία για την ιδιαίτερη πατρίδα του, με τις φυσικές ομορφιές, τις γραφικότητες, την προοδευμένη κοινωνική ζωή και την ακμή που γνώριζε εκείνη την εποχή, θα τον παρακολουθήσει σ’ όλα τα χρόνια ως το θάνατο του. Το 1883 ήρθε στην και σπούδασε στο Πανεπιστήμιο φυσικομαθηματικά, χωρίς όμως να παραμελήσει τη μελέτη της λογοτεχνίας και των ξένων γλωσσών. Από τότε έζησε συνεχεία στην Αθήνα και κυρίως στο σπίτι του της οδού Ευρυπίδου απασχολημένος αποκλειστικά με το συγγραφικό έργο του. Δεν του άρεσε η μετακίνηση και δεν ταξίδεψε μήτε μέσα στην Ελλάδα μήτε στο εξωτερικό∙ η ζωή του ακολουθούσε αυστηρά ρυθμισμένες συνήθειες τις οποίες δεν παραβίαζε σχεδόν ποτέ. Έτσι, χάρη σ’ αυτό το τακτικό πρόγραμμα μπόρεσε να οικοδομήσει το τεράστιο σε ποσότητα έργο του· αλλά και, αντίθετα, χάρη σ’ αυτή τη μονοτονία της ζωής του δεν μπόρεσε ν’ αποφύγει τις αυτοεπαναλήψεις και τις κοινοτοπίες των περισσότερων μυθιστορημάτων του. Το 1931 έγινε ακαδημαϊκός και το 1951 πέθανε στην Αθήνα. Ο κυριότερος τίτλος του είναι ότι συμφιλίωσε το μεγάλο κοινό με την πολιτισμένη και μετριοπαθή δημοτική γλωσσά των βιβλίων του και ότι έκανε ν’ αγαπηθούν και από πλατυτέρα στρώματα η νεοελληνική λογοτεχνία και τα θέματα της νεοελληνικής αστικής ζωής.

Τρία είναι τα βασικά συγγραφικά προτερήματα του Γρηγόριου Ξενόπουλου: η αφηγηματική του  ευχέρεια και άνεση, η οξεία παρατηρητικότητα του σχετικά με τη γύρω του ζωή και η τεχνική των μυθιστορημάτων του. Ο Ξενόπουλος ξέρει πώς να μας διηγηθεί μια ιστορία χωρίς ποτέ να γίνει πληκτικός. Ευχάριστα, στρωτά, φυσικά, με ζωηρό και ζωντανό διάλογο και με καταπληκτική ευκολία ανασταίνει σκηνές και πρόσωπα από την καθημερινή αστική ζωή. Κι αυτή ακριβώς η ευκολογραφία τον στάθηκε η παγίδα που τον παρέσυρε να γράψει τόσα πολλά και τον ζημίωσε καλλιτεχνικά. Η παρατηρητικότητα του, έπειτα, στρέφεται γύρω από τις ουσιαστικές λεπτομέρειες της κοινής πραγματικότητας, που τις ζωντανεύει ρεαλιστικά με χαραχτηριστικές και παραστατικές πινελιές, ζωντανεύοντας έτσι ταυτόχρονα και το θέμα του «Ή Μαργαρίτα Στέφα μου θυμίζει κάτι εικόνες», γράφει ο Αργύρης Εφταλιώτης ,  «που από μακριά να τις δής δεν καταλαβαίνεις και πολλά. Πρέπει να τις σιμώσης και να δής από κοντά τις γραμμές, τα χίλια ψιλοδουλέματα, που το καθένα έχει και το λόγο του και τη μορφιά του. Είναι ψιλοδουλευτής ο Ξενόπουλος. Κι είναι ψιλοδουλευτής, επειδή παρατηρεί καθετί και ξέρει να το ιστόρηση... Ο Ξενόπουλος παίρνει φωτογραφίες. Χρώματα και κάλλη της φαντασίας δε βλέπεις καθώς σε ποιητικώτερες ιστορίες. Βλέπεις όμως εκείνο που εννοεί να σου δείξη: την αλήθεια, μ’ όλες τις λεπτομέρειες της». Τέλος, με τεχνική των μυθιστορημάτων του ο Ξενόπουλος όχι μόνο δεν κουράζει, άλλα και συναρπάζει τον αναγνώστη. Άρτια, αρμονικά ισορροπημένη και ισοζυγισμένη, είναι πάντα η σύνθεση τους. Δεν υπάρχουν περιττά μάκρη, ανισότητες είτε πλατειασμοί και ο αναγνώστης θα βρει το καθετί στη θέση του μέσα στην αφήγηση η την κατανομή της δράσης. Ο ορθολογισμός του συγγραφέα στα σημείο αυτό και ο θετικός χαραχτήρας της ιδιοσυγκρασίας του  μπόρεσαν ν’ αξιοποιηθούν μυθιστορηματικά.

Ο Ξενόπουλος καλλιέργησε τον κλασικό τύπο του ρεαλιστικού μυθιστορήματος, όπου δεσπόζει ο μύθος και η πλοκή. Σ’ ένα γράμμα του το 1943 αναφέρει ως «μεγάλους δάσκαλους» του τον Balzac, τον Dickens, τον  Zola και τον Daudet, όμως οι δυο τελευταίοι επηρέασαν αποτελεσματικότερα το αφηγηματικό ταλέντο του. Ο ρεαλισμός του, ξεκινώντας από τους δυο αυτούς μυθιστοριογράφους, στράφηκε προς την καθημερινή νεοελληνική αστική πραγματικότητα και απέδωσε πρόσωπα, περιστατικά, θέματα και καταστάσεις που για το νεοέλληνα αναγνώστη είναι γνώριμα, απτά και συγκεκριμένα. Ο Ξενόπουλος ζωγράφισε με ακρίβεια και πιστότητα ότι πέφτει στην αντίληψη του καθενός, ό,τι καθένας αντικρύζει και συναντά γύρω του τα μυθιστορήματα του δε βρίσκονται ούτε πιο πάνω ούτε πιο κάτω από το επίπεδο της συνηθισμένης ή κοινής αστικής ζωής της εποχής του∙ ο αναγνώστης αναγνωρίζει όλα όσα περιγράφονται μέσα στα μυθιστορήματα αυτά σαν πράγματα οικεία και νομίζει πως ο συγγραφέας έχει μεταφέρει αυτούσια τη νεοελληνική πραγματικότητα του τέλους του δέκατου ενάτου αιώνα και  των άρχων του εικοστού μέσα στις σελίδες τους.   «Ο Ξενόπουλος», γράφει ο Αντρέας Καραντώνης, «έμεινε πάντα ένας θαυμάσιος ψυχολόγος και κλασικός ζωγράφος μέσων και φυσιολογικών καταστάσεων που δεν   επιδέχουνται καμιά λυρική η μεταφυσική ερμηνεία και που δεν επαληθεύουνται παρά μονάχα από την πραγματικότητα. Εδώ λοιπόν αποτελειώνεται και σταματά το ταλέντο του Ξενόπουλου στην του απόλυτα όπως την ξέρουνε και τη ζούνε ή καλύτερα όπως τη ζήσανε ολόκληρα χρόνια οι κάτοικοι των μεγάλων αστικών κέντρων της Ελλάδας». Αν αφαιρέσουμε δυο εκφράσεις που φαίνονται υπερβολικές και δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα του έργου του Ξενόπουλου, όπως το  «θαυμάσιος ψυχολόγος» και το «πάντοτε ανανεωμένη απόδοση», το απόσπασμα αυτό προσδιορίζει πολύ καλά το χαραχτήρα και το μέτρο της συμβολής του συγγραφέα στη μυθιστοριογραφία του καιρού του. Τα πρόσωπά του και οι καταστάσεις που περιγράφει δεν έχουν τίποτα το εξαιρετικό ή το μεγάλο· εκφράζουν μονό ή αντιπροσωπεύουν τη γύρω τους ζωή, το περιβάλλον όπου τοποθετούνται, τη «μέση πραγματικότητα», της εποχής τους. Κι ένα μεγάλο μέρος της δημοτικότητας του Ξενόπουλου σ’ εκείνα τα χρόνια οφείλεται ακριβώς στην ικανότητά του ν’ αφηγείται ευχάριστες ιστορίες, αποδίδοντας το γνωστό, το καθημερινό και το οικείο.

Το κέντρο ή ο άξονας του ρεαλισμού του Ξενόπουλου είναι το ερωτικό στοιχείο· ο έρωτας αποτελεί το αιώνιο θέμα του· ο ερωτάς που καταλήγει το συχνότερο στο γάμο, αλλά και ο ελεύθερος έρωτας, που είναι παιχνίδι των αισθήσεων και χαρά της ζωής. Τα πρόσωπά του, πάντοτε ωραίοι νέοι και ωραίες νέες που συνδυάζουν συνήθως τον πλούτο με την αρχοντική καταγωγή, γνωρίζουν βιοτικές φροντίδες, και μοναδική τους απασχόληση αποτελεί η γεύση αυτού του πιο γλυκού καρπού της ζωής, για τον Ξενόπουλο είναι όχι μόνο ο σαρκικός, αλλά και ο ιδανικός ερωτάς. Όπως ο Ψυχάρης έτσι και ο Ξενόπουλος είναι ένας ερωτικός συγγραφέας۠∙ αν όμως στον πρώτο δεσπόζει ο άντρας, στα μυθιστορήματα του δεύτερου την πρώτη θέση κατέχει η γυναίκα. Ο Ψυχάρης περιγράφει τον έρωτα υποκειμενικά, σα μια προσωπική πείρα, ο Ξενόπουλος αντικειμενικά, σα μια υπόθεση ξένη προς το άτομό του· για τον ένα ο ερωτάς είναι μια εγωϊστική ικανοποίηση και προβολή του άντρα, για τον άλλο μια αμοιβαία προσπάθεια για ψυχική συνταύτιση κι εξύψωση. Γράφοντας πιο πάνω πως στο έργο του Ξενόπουλου την πρώτη θέση κατέχει η γυναίκα, δεν εννοούμε πως αυτή βρίσκεται σε κοινωνικά ή συναισθηματικά πλεονεκτική θέση αντίκρυ στον άντρα. Και δυο φύλα στα μυθιστορήματά του συμβάλλουν εξίσου για  την κοινή ευτυχία τους — οι ίδιες θυσίες γίνονται και από τα δυο, από την άποψη της διαγραφής τους ως προσώπων μυθιστορηματικών, οι ηρωίδες του Ξενόπουλου έχουν πιο ενδιαφέρουσα προσωπικότητα, πιο πλούσια εσωτερική ζωή, πιο έντονη ιδιοσυγκρασία. Γενικά, η δροσιά και η χάρη στο ζωντάνεμα των νέων του κοριτσιών αποτελεί ίσως το πιο ευτυχισμένο σημείο της  μυθιστορηματικής του παραγωγής. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο Ξενόπουλος γνώρισε κι ένιωσε τη γυναίκα καλύτερα από τον άντρα.