Georgousopoulos Kostas, «Giannis Apostolakis – Fotos Politis», I kritiki sti neoteri Ellada
 
Athina 1981, Etaireia Spoudon Neoellinikou Politismou kai Genikis Paideias, Idritis: Scholi Moraiti, ss. 163 – 164
 
 
 

Το βιβλίο του Αποστολάκη έχει κατιδίαν φράση-φράση συζητηθεί από τους δύο άνδρες, όταν γράφεται κι όταν κυκλοφορεί. Ο πληροφορημένος αναγνώστης θα βρει πυρήνες της σκέψης του Αποστολάκη σε πολλές επιφυλλίδες του Πολίτη. Δεν είναι η μόνη κριτική που έγραψε ο Πολίτης για την Ποίηση στη ζωή-μας. Σε μιαν άλλη, ακόμη και ο τίτλος παραπέμπει σε ιδεολογικό μοτίβο της σκέψης του Αποστολάκη, «Πόθος ποιήσεως».

Ένα άλλο στοιχείο που δίνει στον Αποστολάκη το κριτήριο για να παραμερίσει μια σειρά ποιητών που τους θεωρεί, κατά κάποιο τρόπο, «φτιαχτούς», άρα τελικά ακατάλληλους για να πάρουν τη θέση της ιδανικής μορφής. Είναι η διάσταση ανάμεσα στις έννοιες «μνήμη» και «απομνημόνευση»: δύο όροι που κυκλοφορούν συχνά μέσα στο βιβλίο-του. Η μνήμη είναι «μνήμη θανόντων», είναι τα αίματα της πατρίδος. Παραπέμποντας στον Διάλογο του Σολωμού μιλάει για τις ζωές που χάθηκαν· από αυτές αντλεί δύναμη ο ποιητής. Αυτή την έννοια, η οποία δεν είναι πάντα ξεκάθαρη, τουλάχιστον στην επεξεργασία-της, μόνο αρνητικά μπορούμε να την καθορίσουμε γνωρίζοντας τι είναι απομνημόνευση συνάγουμε εξ αντιθέτου τι είναι μνήμη.

Απομνημόνευση είναι όλα τα δάνεια στοιχεία, τα λόγια στοιχεία εκ των βιβλίων, τα οποία έρχονται να ντύσουν μια ποιητική πρόθεση. Μ' αυτό το εργαλείο ο Αποστολάκης ανατρέπει, κατά κάποιο τρόπο, ολόκληρη την ποίηση του Κάλβου. Τη θεωρεί μια ποίηση ενδεδυμένη με ράκη και με δάνεια. Και γλωσσικά και ιδεολογικά. Δε βρίσκει σ' αυτή γνησιότητα. Με το ίδιο κριτήριο απορρίπτει και το Βαλαωρίτη και τον Κρυστάλλη, στις δυο ειδικές μελέτες που έγραψε για τους δυο αυτούς ποιητές. Εκεί βέβαια δεν υπάρχει μόνο το σολωμικό πρότυπο υπάρχει και η αναλογία με το δημοτικό τραγούδι. Οι δυο αυτοί ποιητές μορφολογικά και θεματολογικά προσπάθησαν να ακουμπήσουν πάνω στη λαϊκή παράδοση και στη λαϊκή εκφραστική. Έχοντας ο Αποστολάκης ως κανόνα το δημοτικό τραγούδι, αποκαθαρμένο μέσα του από όλα τα λόγια στοιχεία, έστω και προδρομικά, (δεδομένου ότι μετά θα έρθουν οι μελέτες-του για τις συλλογές και την κριτική των κειμένων), απορρίπτει κάθε στοιχείο που επικάθεται είτε από άγνοια είτε από τύχη πάνω στο γυμνό και παιδικό σώμα της λαϊκής έκφρασης.

Είναι πάρα πολύ σημαντικός (και εδώ ακριβώς βρίσκεται η μεγάλη του προσφορά στην κριτική της ποίησης) ο τρόπος με τον οποίο διακρίνει, όσο κι αν αδικεί τους εκδότες των τραγουδιών, τα κριτήρια της γνησιότητας που έχουν πάντα μια ουσιαστική βάση. Με την έννοια της απομνημόνευσης ως εργαλείο διακρίνει ποια έργα είναι αποτελέσματα συσσώρευσης λόγιων στοιχείων, προσκτήσεις, όχι αυθεντικές εκφράσεις της ποιητικής ψυχής, όχι εκφραστικές απαντήσεις στον πόθο και τη λαχτάρα για ελευθερία του ποιητή, αλλά δάνεια δεκανίκια και έτσι απορρίπτει όλη την ποιητική πράξη μετά το Σολωμό, φτάνοντας μέχρι και τους minores της εποχής του. Είναι αξιοσημείωτος ο τρόπος, όσο κι αν πολλές φορές φαίνεται άδικος, με τον οποίο ξηλώνει το ποίημα του Πορφύρα για το Χάρο. Ξεκινώντας με μια δογματική εκ προοιμίου θέση που θυμίζει αστυνομικές απαγορεύσεις, θεωρεί πως αυτή η μορφή (ο Χάρος) δεν μπορεί να λειτουργήσει έτσι μέσα στη φαντασία του ποιητή. Θέτει υπό απαγόρευση την ποιητική φαντασία του Πορφύρα διότι θέλησε να δει το Χάρο αισθητικά  και δεν τον αντιμετώπισε ως μια μορφή άρνησης, όπως εμφανίζεται μέσα  στο δημοτικό τραγούδι θέση που ελέγχεται ακόμη και στην πηγή που ο Αποστολάκης παραπέμπει.

Ιδού πάντως πώς θεμελιώνει τη σημασία της απομνημόνευσης και της μνήμης:

 

«Κοίταξε όσους θέλουν να περνούν για ποιητές και για  λόγιοι. Αντίς για ιστορία ψυχής, ολάκαιρη η ζωή τους είναι ένα ακράτητο και ασυλλόγιστο κατρακύλισμα απάνω σε τραχειές, κρύες κι άσπλαχνες ημέρες, ως που κάθε δύναμη ψυχική αδυνατίζει, κάθε αρμός του  κορμιού παραλυεί, το στόμα-τους εξαρθρωμένο ποτές δεν κλείνει. Αυτό στη γλώσσα-τους ονομάζεται εξέλιξη, κι αυτοί είναι οι εξελιγμένοι.

Με ποια χαράν αρπάξανε οι λόγιοί-μας αυτή τη λέξη από τις νεώτερες φυσικές επιστήμες και τυλιχτήκανε σ’ αυτήν. Μαγικός μανδύας έγινε: σαν τον ρίξανε απάνω-τους, μονομιάς έπαθαν μεταμόρφωση. Όλες οι αδυναμίες κ’ οι ατέλειες με τη βοήθεια της μαγικής λέξης άλλαξαν κ’ έγιναν προτερήματα. Ποια να πω και ποια ν' αφήσω; Τη σπουδαιότερη μόνο θα αναφέρω. Με τη λέξη "εξέλιξη" σκεπάστηκε το χειρότερο ελάττωμα, που μπορεί να έχη ο άνθρωπος -  η αδυναμία της μνήμης. Χωρίς όμως δυνατή μνήμη, πώς μπορεί να υπάρξη ιστορία ψυχής; Αυτή είναι η μεγάλη αφομοιωτική και συνεκτική δύναμη του ανθρώπου. Λόγια, πράξεις, κινήματα, νοήματα, το κάθε τι    οπού δοκιμάζει ο άνθρωπος στη ζωή, η μνήμη δεν τ' αφήνει να χαθή. Αυτή απλώνει αόρατους δεσμούς και κάνει και σαλεύει όλο το είναι  μας. Στην εμφάνιση του κάθε ανθρώπου ξεχωρίζεις την αχόρταγη και σκληρή αυτή δύναμη να ξεχύνεται καταπάνω-σου. Αυτή στερεώνει ό,τι κάθε στιγμή λέμε μορφή: αυτή είναι το θεμέλιό μας, μ' αυτή ξέρουμε  πως είμαστε και μένουμε εμείς οι ίδιοι. Όταν η μνήμη ατονίση, τότε πλεονάζουνε οι θύμησες και ο άνθρωπος ξεπέφτει στην απομνημόνεψη. [...]»