Christianopoulos Ntinos, Dokimia. «Napoleon Lapathiotis»
 
Seira proti. Thessaloniki 1965, Ekdoseis Diagoniou. Ss. 24-26
 
 
 

Είναι στιγμές που η μοντέρνα ποίηση, με την οξύτητα και με την έντασή της, μας κουράζει, και τότε νιώθουμε την ανάγκη να γυρίσουμε και πάλι για λίγο σε μερικούς ποιητές που αγαπήσαμε κάποτε. Η λυρική συγκομιδή του σύγχρονου ποιητικού λόγου δε μπόρεσε να ξεριζώσει από μέσα μας τη νοσταλγία για τους στίχους εκείνους που λίκνισαν τα πρώτα μας ξεπετάγματα μόνο που τώρα έχουμε γίνει πιο απαιτητικοί, πιο αυστηροί.

Ένας από τους ποιητές στους οποίους επιστρέφουμε πάλι πιο πλούσιοι αλλά και πιο κουρασμένοι, είναι και ο Ναπολέων Λαπαθιώτης. Η ποίηση του, μελαγχολική και λεπτεπίλεπτη, μας πλημμύριζε κάποτε με κείνο το φθινοπωρινό της ρίγος, με κείνη την αισθησιακή της τρυφή, που γινόταν με τον καιρό σπαραχτικό τραγούδι. Απαγγέλλαμε στίχους του στις βόλτες μας, διαβάζαμε και ξαναδιαβάζαμε τα ποιήματα του, αφήνοντας τη μουσική τους να μας λικνίζει.

Οι πρώτοι του στίχοι ήταν γραμμένοι με τόλμη, ξεχείλιζαν ηδονικότητα. Έφηβος της ζωής και της ποίησης, παιδί του πάθους και του έρωτα, αδέσμευτος από κοινωνικές προκαταλήψεις, εμφανίστηκε με στίχους που και σήμερα ακόμα ξαφνιάζουν. Θαρρείς και δε νοιαζόταν παρά μόνο πως να εξομολογηθεί και να τραγουδήσει τους έρωτές του, τις χαρές του, τις άπληστες στιγμές της ηδονής — κι ας σκανδαλίζονταν οι σεμνότυφοι με το νεαρό αυτό εστέτ υπήρχε η νεολαία που μεθούσε με τους στίχους του, που ζούσε στην τόλμη του Λαπαθιώτη την τόλμη των δικών της αισθήσεων. Δεν είχε ακουστεί ακόμα ο Αλεξαντρινός εκείνος, ο «ανδρείος της ηδονής» — τα λιγοστά ποιήματα που είχε γράψει ως τότε ήταν μάλλον συμβολικά και συγκρατημένα — κι η νεολαία διψούσε για ίνδαλμα, ήθελε τον ποιητή της. Κι έπειτα, δεν ήταν μόνο η τόλμη: απέναντι στο χείμαρρο της στιχουργημένης φλυαρίας του Παλαμά και στο συμβολισμό του Χατζόπουλου, οι πολύ λιτοί, οι πολύ πεζολογικοί στίχοι του Λαπαθιώτη ήρθαν σαν ένα φρεσκάρισμα, σα μια ανανέωση:

 

Τ' απλό παιδί, που εγώ αγαπώ, δεν έζησε στα πλούτη,

δεν έχει τρόπους να φερθεί και μήτε να ντυθεί

μα 'ναι το πιο καλό παιδί, που μες στην πλάση τούτη

μπορεί ν' απαντηθεί!

 

Δεν ξέρει γράμματα πολλά, δεν κάνει για σαλόνι,

τα ρούχα του είναι της δουλειάς, τριμένα και παλιά

μα το μεγάλωσε το φως, αυτό που μεγαλώνει

τα ξένοιαστα πουλιά...

 

Κι άλλοτε μου 'τυχε ξανά, στο διάβα κάποιου δρόμου,

να περπατήσω συντροφιά με διάφορα παιδιά

μ' αυτό, σεμνό και ταπεινό, βαδίζει στο πλευρό μου,

σα μια μικρή καρδιά...

 

Κι όταν των άλλων των παιδιών τα λούσα βλέπει πλάι,

κι αυτό δεν έχει πιό καλό κοστούμι να ντυθεί,

τότε γυρίζει τη ματιά — και μου χαμογελάει,

να παρηγορηθεί...

 

Εν τω μεταξύ τα χρόνια άλλαξαν, οι πίκρες περίσσεψαν, οι απογοητεύσεις πλήθαιναν. Οι έρωτες που απελπισμένα ελπίζουν σε μια ανταπόκριση και πάντα τσακίζονται στην εξουθένωση, δε βγαίνουν σε καλό. Κι ο Λαπαθιώτης, ο Ουάιλντ του ελληνικού αισθητισμού, δεν έχει πια τραγούδια για τη λαγνεία και τα λαγγέματα. Αρχίζει τώρα να κλαίει για το δράμα του, η ποίηση του γίνεται χρονικό της αυτοκαταστροφής του. Τα ποιήματα του είναι τώρα πιο μουσικά, θαρρείς και θέλει να κρυφτεί στη μουσική. Ο συμβολισμός θα του 'ρθει σαν αποκούμπι θ' αρχίσουν τα φθινόπωρα, τα ξεχασμένα λουλούδια, η μουσική στο πιάνο, η ρέμβη του απογεύματος, τα πεζοδρόμια της νύχτας, τα χλωμά πρόσωπα, οι διαλεχτές ρίμες, η επιμελημένη στιχουργία. Προπάντων να μην πούμε καθαρά ποια πάθη μας συγκλονίζουν, προπάντων να κρύψουμε την κόλαση μας μέσα στα φύλλα που πέφτουν, στα πεταμένα λουλούδια — κι ας ξεχειλίζει από κάθε μας λέξη η πίκρα, κι ας μην μπορεί να κρυφτεί η απόγνωσή μας:

 

Γιατ' είμαστε σαν κάποια ρόδα,

πεσμένα μες στην παγωνιά,

ρόδα, που τα 'λιωσε μια ρόδα,

καθώς περνούσ' απ' τη γωνιά,

 

που, αν και κομμένα, κι όλο χώμα,

και κυλισμένα καταγής,

δεν ξέρω τι θυμίζει ακόμα

πως ήσαν άνθη της αυγής...

 

Κάθε φορά που η κουβέντα το φέρνει στον έρωτα, τα λόγια γυρίζουν στο θάνατο. Βουλιάζει σε μια μελαγχολία που αρνιέται τη ζωή, κι αναζητάει το θάνατο σαν τον έσχατο εραστή. Η θανατοφιλία αρχίζει να διαποτίζει τους στίχους του, το δράμα του παίρνει τρομερές διαστάσεις χαρίζει τα υπάρχοντα του για λίγο χασίς, από παντού ακούει «το βραχνό τραγούδι του θανάτου», υπογράφει πια σαν ένας μελλοθάνατος. Αρχίζει πάλι προς το τέλος να στιχουργεί πιο απλά, να εξομολογείται τα σχέδια του για το στερνό ταξίδι.

Κι ύστερα ήρθε η φοβερή εκείνη νύχτα του 44, που έκλεισε τόσο δραματικά μια ζωή κι ένα έργο. Ακόμα εξακολουθούν να συζητούν τα αίτια και να καταφεύγουν στους τελευταίους στίχους του, όπου ο Λαπαθιώτης επίμονα ειδοποιούσε για το μεγάλο ταξίδι. Υπάρχουν μερικοί που θεωρούν την αυτοκτονία του σα μια αποτυχημένη σκηνοθεσία ενός νάρκισσου, που με κάτι τέτοια προσπαθούσε να διατηρεί γύρω του το ενδιαφέρον. Όπως και να το  πάρει όμως κανείς, η αυτοκτονία του Λαπαθιώτη — καθώς και του Καρυωτάκη — ήρθε σα μια συνέπεια, που δικαίωσε και επισφράγισε την ειλικρίνεια των ποιημάτων του.

Σήμερα βέβαια ξεπεράστηκε κι ο Λαπαθιώτης κι η εποχή του, και καταντάει λίγο αναχρονιστικό να καταπιάνεται κανείς με τα θέματα αυτά. Κι όμως, σε πείσμα κάθε μοντερνισμού, ο Λαπαθιώτης καταφέρνει να επιβιώνει, ίσως γιατί είναι ο πρώτος που πίσω από τη μουσική των στίχων του ξεσκεπάζει ένα δράμα ηθικό και μας αναγκάζει να δούμε σε τι ερείπια οδηγούν τα πάθη. Αυτό το λάγγεμα που γίνεται θρήνος, αυτή η μέθεξη που καταντάει ολοφυρμός, αυτοί οι «νικημένοι της ζωής» που είναι πιο αυθεντικοί από τους «ανδρείους της ηδονής», αποτελούν την πιο γνήσια προσφορά του Λαπαθιώτη, ιδίως σήμερα που η αισθητική ζυμώνεται όλο και πιο πολύ με την ηθική.