Plaskovitis Spiros
To fragma
 
 
To fragma, Maison d'édition Kedros 1977, Pg.19-175, Première Publication:1960
 
 
1

Οι συντηρητές των έργων δεν καταλάβαιναν πολλά πράματα να εξηγήσουν... Δεν μπορούσαν να δώσουν μια σίγουρη πληροφορία ακόμα και για τα πιο δεύτερα ζητήματα. Λογουχάρη, για το πότε παρατηρήθηκαν πρώτη φορά ύποπτα κατά τη γνώμη τους φαινόμενα πάνω στο φράγμα, τι ακριβώς είχαν παρατηρήσει και πώς τους κατέβηκε να τα προσέξουν.
Τους έλειπε η γνώση, τους έλειπε κι η ευθύνη. Θεωρούσαν πως είχαν αρκετά εκτελέσει το καθήκον τους, ως αυτό εδώ το σημείο — κι έτσι, όσο κι αν βρισκόνταν πάντα κάτου απ' το ενδεχόμενο να υποχωρήσει μια μέρα το φράγμα, δικαίωμά τους ήταν τώρα να ξεκουράζονται, επαναλαμβάνοντας μεταξύ τους τα ίδια και τα ίδια, μπερδεύοντας μέσα σε απίθανες φαντασίες τα ελάχιστα χρήσιμα συμπεράσματα που ένας αρμοδιότερος απ' αυτούς θα μπορούσε ίσως να εκτιμήσει.
Όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα σε ανάλογες περιστάσεις ό,τι αγνοούσαν το υποπτεύονταν στο δεκαπλάσιο. Τους χρειαζόταν κάποιο δεδομένο, αλλά την έλλειψή του την πολλαπλασίαζαν αυτόματα με καθετί που δεν ήταν απ' τη φύση του ικανό να συμπληρώσει το κενό, κι ύστερα από μια τέτοια μαθηματική μέθοδο, επόμενο να καταχωνιαστεί ένας θολός αριθμός από υποψίες και πλάνες μέσα τους, που όμως δεν αποκλείεται στο κάτω της γραφής και να τους διασκέδαζε...
Ε, ναι, το 'νιωθαν• ήταν οι απλοί συντηρητές! Δεν ήταν δα του λόγου τους τίποτα εφευρέτες, ούτε πραγματογνώμονες. Δεν τους είχαν εκεί τοποθετήσει για ν' ανιχνεύουν μυστικά φωλιασμένα — ποιος ξέρει — μπορεί και μέσα στην ίδια την υπόσταση της πέτρας, του σίδερου ή του τσιμέντου, μπορεί μέσα στα παλιά και τα καινούργια τούτα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν, πριν απ' αυτούς τους σημερινούς συντηρητές, για να κατασκευαστεί το ψηλό και μακρύ φράγμα, το θεόρατο τούτο τείχος, που έδινε την εντύπωση άγνωστη πως ήταν η αφετηρία του — χαμένη στα σύννεφα του ορίζοντα η αφετηρία του — και το τέρμα του κατάπεφτε στο χείλος του ωκεανού, όπως η μεγάλη ψυχή στο έρεβος του θανάτου!
Και λοιπόν, όλη αυτή η τεράστια σωρευμένη ύλη από πέτρα, σίδερο και τσιμέντο, ταγμένη για ν' αντιστέκεται στο νερό, για να κόβει και ν' αλλάζει τους δρόμους (τους νόμους) του νερού, σύμφωνα με μιαν ανώτερη θέληση — να την τώρα, εκτεθειμένη σ' αταίριαστες αμφιβολίες, σε φήμες για την αντοχή της ολότελα ασυμβίβαστες με τη σεβάσμια ιστορικότητα του έργου, αλλά και με τη φανερή εντύπωση της εμπιστοσύνης που προκαλούσε η θέα του σε κάθε φυσικό κι ανεπηρέαστο άνθρωπο! Ποιος υπάλληλος συντηρητής, δουλεύοντας χρόνια κάτου από τέτοια θέα, θα μπορούσε τάχα ν' αποφύγει μιαν ανάλογη περίπτωση; Ποιος, στα καλά καθούμενα, θα μπορούσε δηλαδή να υποθέσει... (τι να υποθέσει;) έστω και λίγους μήνες ενωρίτερα... Ακόμα κι όταν κάποιο τους συνεργείο έτυχε να τραβήξει δύο φορές μέσα στην περίοδο του καθαρισμού φαρμακόλιθο απ' ορισμένα σημεία της θεμελίωσης, η στάση τους, για όποιον κάτι ξέρει απ' το επάγγελμα, δε θα φαινόταν και τότε ολότελα αδικαιολόγητη. Γιατί οι συντηρητές των έργων, επαναλαμβάνοντας σε χρόνιο ρυθμό τη μηχανική δουλειά τους, συχνά συμβαίνει να χάνουν τη συνείδηση της λεπτομέρειας.
Εκείνη ίσα ίσα την εποχή που βρήκαν το φαρμακόλιθο — μια επικίνδυνη μ' άλλους λόγους για την ασφάλεια των υλικών, όσο και περίεργη στη σύστασή της χημική ένωση, που πολλά θα μπορούσε να σημαίνει — έλειπε με άδεια ο χημικός του συνεργείου, πρόσωπο συνήθως άνεργο και περιττό. Δεν είχαν έτσι χημικό κοντά τους. Πρόσεξαν με κάποια περιέργεια, ανάμιχτη μ' αρκετή αμφιβολία, το καινούργιο εύρημα, κι αφού αυτό καθ' εαυτό δε φανέρωνε τίποτα, συμπέραναν τέλος, πως το καλύτερο που είχαν να κάνουν ήταν να μη βάζουν μπελάδες στο κεφάλι τους. Πέταξαν τότε βιαστικά το ύποπτο πέτρωμα μαζί με τ' άλλα χώματα, άδειασαν κατόπι όλα τα βρώμικα υλικά του καθαρισμού εκεί που τ' άδειαζαν πάντα. Δεν τους ήρθε καθόλου η ιδέα να βαστήξουν δείγμα για μια χημική ανάλυση, αφού έτσι ή αλλιώς από καιρό πια τέτοια διαδικασία σπάνια και πού γινόταν, και, για να πούμε την αλήθεια, ο ίδιος ο αρμόδιος την ξαναθυμότανε μονάχα όταν κόντευε ν' ανανεωθεί η σύμβασή του. Γενικά, φέρθηκαν σα να μη βρήκαν ποτέ φαρμακόλιθο.
Δίκαια, ύστερ' απ' όλα τούτα, θα ρωτούσε λοιπόν κανένας τι επιτέλους συνέβη γύρω απ' το φράγμα και πώς διοχετεύτηκαν στο Κέντρο οι πρώτες ανησυχίες. Μα και στα δυο ρωτήματα δύσκολο να δοθεί μια άμεση απάντηση.

* * *

Ήταν απόγιομα, κοντά δειλινό, όταν παρουσιάστηκε ξαφνικά στο φράγμα ο υδρολόγος. Έδειξε τα χαρτιά του και γύρεψε απ' τους εργοδηγούς να τον οδηγήσουν πάνω στη «στέψη», στην κορφή δηλαδή του ανασχετικού τείχους, ενώ με το μάτι έψαχνε κιόλα για την είσοδο του αναβατήρα. Εκεί, μπροστά στην είσοδο, μαζεύτηκαν την ίδια στιγμή ένα πλήθος εργάτες. Σκόλαζαν και στάθηκαν κομμάτι να χαζέψουν το μηχανικό, ντυμένοι ακόμα τις φόρμες της δουλειάς, που ξέχυναν από πάνω τους μυρουδιές μηχανόλαδου κι ιδρώτα. Έτσι, τον είδαν κάμποσοι και το διαδώσανε.
Φορούσε ένα καφεδί σακάκι, είπαν, με μεγάλες ξώραφες τσέπες. Εκείνη μάλιστα η τσέπη κοντά στο πέτο παράδειχνε φουσκωμένη από 'να σωρό μεταλλικά μολύβια και κονδυλοφόρους, που τα χρωματιστά κεφάλια τους πέρσευαν έξω από το άνοιγμά τους. Πρόλαβαν επίσης να σημαδέψουν οι εργάτες και το καπέλο του — ένα κοινότατο καπέλο, χνουδωτό, με πλατιά, μαύρη κορδέλα στη βάση. Αργότερα θα 'δινε σ' όλους το δικαίωμα να βεβαιώσουν πως ποτέ δεν έτυχε να τον συναντήσουν χωρίς το ίδιο αυτό καπέλο στο κεφάλι, ποτέ δεν είδαν το μέτωπο και τα μάτια του στον ήλιο. Ήταν, κοντολογίς, κάτι ανάμεσα καπέλο και μάσκα — ένα κοινότατο κατά τ' άλλα καπέλο, μα φανερά πένθιμο.
Κάπου απ' τις ηλεκτρικές λάμπες του αναβατήρα, μισό λεπτό πιο ύστερα, καθώς εκείνος ανηφόριζε τώρα με ταχύτητα, εντειχισμένος μέσα στο φράγμα, τα διακόσια τόσα μέτρα ύψος απ' τη βάση ως την κορφή, ο μηχανικός περιορίστηκε μονάχα να σταυρώσει τα χέρια κι έδειχνε, αντίθετα με τη φορά της ανάβασης, σα να κατέβαινε τάχα σε σιωπηλά βάθη, σα να βυθίζονταν ολοένα σε σκοτεινές στοές μεταλλείου, όπου δεν ήταν πια να συναντήσει το ύπαιθρο και τ' ανοιχτό φως, αλλά τους πράσινους ήλιους, τους χλομούς ήλιους των ανθρακωρύχων. Είχε, πραγματικά, την ιδιαίτερη έκφραση και την απάθεια της μορφής που έλκεται προς τα κάτω (σύμφωνα με την παρατήρηση κάποιου απ' τους εργοδηγούς που δούλεψε νεότερος σ' ανθρακωρυχείο) αν και θα 'πρεπε να τ' ομολογήσει κανένας, πως όταν κινείται στο τυφλό εσωτερικό ενός τοίχου, όπως γινόταν αυτή τη στιγμή με τον υδρολόγο, ελάχιστη σημασία έχει το αν ανεβαίνει ή κατεβαίνει...
Οπωσδήποτε δεν άργησαν να φτάσουν στη «στέψη» κι αυτό γίνηκε αμέσως αισθητό, καθώς το δροσερό ρεύμα του αγέρα όρμησε κουβαλώντας τη γεύση του ύψους μέσα στο στενό καμαράκι του αναβατήρα. Ο μηχανικός βγήκε απ' την έξοδο πρώτος, κι έκαμε τότε μια κίνηση, σα να 'θελε να προφυλάξει με την παλάμη τα μάτια.
Πίσω του ακολουθούσαν οι εργοδηγοί, πέντ' έξι, στριμωγμένοι ασυναίσθητα ο ένας πάνου στον άλλο. Θαρρείς και τους έσφιγγε τώρα, έτσι δα όλους μαζί σαν καλώδιο, το κοινό ύφος της μαστοροσύνης, φτιάχνοντας παράξενα ένοχα τα πρόσωπά τους... Τόσο ξαφνικά δεν τον περίμεναν τον υδρολόγο! Ο τεχνικός ζήλος τους μονομιάς φλόμωνε κι ανυπομονούσαν. Γύρευαν να του δείξουν πως εύλογα βρίσκονταν σε θέση να συμμερίζονται τους περίπλοκους λόγους της αποστολής του απ' το Κέντρο. Μ' αντίθετα με την πρόθεσή τους, για κάμποση ώρα εκείνος, πιασμένος απ' το καγκέλωμα, δεν τους έδινε την αφορμή να εκδηλωθούν. Παρατηρούσε σταθερά πέρα κατά το μάκρος του το φράγμα, όπως ένας αργοπορημένος ταξιδιώτης παλεύει να ξεχωρίσει, λίγο πριν χαθεί στη σκιά της νύχτας, τον ανηφορικό δρόμο που τον οδήγησε ως εδώ.
Α, ναι• αυτό λοιπόν ήταν το φράγμα! Άσπρο και σταχτί, ερχόταν φιδογυρίζοντας από πολύ μακριά. Στενό στην άκρη του, ως εκεί που έσβηνε τη γραμμή του η προοπτική του ματιού, έμοιαζε σαν πτερύγιο. Κι έπειτα, ζυγώνοντας ολοένα φάρδαινε, φάρδαινε και στρογγύλευε, σταχτί κι άσπρο, όμοιο με πελώρια ράχη ψαριού, με στρογγυλή ράχη ψαριού έξω απ' το νερό. Έφτανε έτσι στο σημείο που στεκόταν τώρα ο μηχανικός, για να τραβήξει ακόμα πιο πέρα, κάμποσα χιλιόμετρα πέρα κατά τ' ανατολικά, πίσω απ' τη γυρισμένη πλάτη του. Βουτούσε τότε στη θάλασσα. Μα η θάλασσα ήταν απ' το μέρος τούτο σε μεγάλη απόσταση και δε φαινόταν, αλήθεια, καθόλου. Έλεγαν εκεί, πως τα ποταμίσια νερά της γης, σπρωγμένα απ' το φράγμα, έβρισκαν πια να ξεχυθούν και να λευτερωθούνε απ' τα δεσμά τους κάνοντας μια φοβερή επίθεση στ' αλμυρά κύματα του πελάγου, και πως το ποταμίσιο νερό ξάσπριζε γι' αυτό, σε χιλιόμετρα βάθος, τα νερά της θάλασσας, ανεβάζοντας όρθιους πίδακες τον αφρό ως τα ουράνια ύψη, κι έτσι κατοικούσε μόνιμα, στην περιοχή τούτη της τρομαχτικής συνάντησης των δυο νερένιων κόσμων, η καταχνιά κι η νεφοπλημμύρα.
Αλλά εδώ, όχι! Τα πάντα εδώ μοιάζανε, μέσα στη δειλινή ώρα, θανάσιμα ακίνητα κι αγκαλιασμένα κάτου απ' την αγχόνη των δυτικών βουνών. Το φράγμα γλιστρούσε, πραγματικά, σαν πελώρια ράχη ψαριού απ' το άνοιγμα τούτης της αγχόνης, κι ένας ήλιος, που 'χε πια διαλυθεί, άφηνε κίτρινα ξέφτια στις δαγκάνες του αναποδογυρισμένου δόκανου, που ήταν οι κορφές τους. Ω, ναι• το φράγμα είχε λοιπόν βαθιά τη συνείδηση του προορισμού του! Πόσο καλά έπρεπε να το ξέρει πως είναι φράγμα, ύπαρξη μοιραία, χωριστική, για να δείχνεται όπως δειχνόταν απόψε — πρώτη φορά απόψε — στα μάτια του μηχανικού.

Γύρισε απότομα κατά το συνάφι των εργοδηγών:
— Λοιπόν, πού είναι; ρώτησε με δυσκολοδιάκριτο χαμόγελο, σα να συνέχιζε κιόλας μιαν αρχινισμένη κουβέντα.
Τι; Ποιο «πού είναι;» Δεν καταλάβαιναν τι ρωτούσε.
Σώπαιναν. Έσκυψε τότε το κεφάλι και τους ξαναρώτησε με χαμένη φωνή:
— Το ρήγμα! τους είπε. Το ρήγμα... Ή τουλάχιστον τα σημάδια... κάποιο σημάδι του!
Αλλά και τότε δεν ήξεραν να του απαντήσουν. Ο καθένας
τους κοίταζε τον πλαϊνό του, με τον τρόπο που οι μαθητές του Ιησού θα γύρευαν ν' ανακαλύψουν ανάμεσά τους τον Ιούδα.
Σήκωσαν τους ώμους... Όχι, δεν υπήρχε πουθενά φανερό ρήγμα! Δεν υπήρχαν σημάδια. Πώς είχε 'ρθεί τόσο κακά πληροφορημένος απ' το Κέντρο ο υδρολόγος; Αυτοί δεν είχαν μιλήσει ποτέ για σημάδια. Υπήρχε μονάχα μια διάχυτη κατάσταση, μια κατάσταση διαποτισμού, ας πούμε• θα 'πρεπε, φυσικά, να μελετηθούν τα πράματα απ' την αρχή. Όμως για ρήγμα, κανένας ως τη στιγμή δεν είχε μιλήσει! Το δυσκολότερο ήταν ίσα ίσα να εξακριβωθεί τι υπήρχε, χωρίς να υπάρχει για όλους. Το δυσκολότερο — τώρα κιόλας το 'βλεπαν — ήταν ίσα ίσα πώς να συνεννοηθούν μαζί του χωρίς αποκαλύψεις.
Τους κοίταξε κατάματα ένα λεπτό, κι ύστερα τους άφησε πάλι αποστρέφοντας το πρόσωπο. Άρχισε να βηματίζει ξανά εκεί, πλάι στο καγκέλωμα. Από κάτου έχασκε το σκοτεινό βάραθρο της λίμνης, που σχημάτιζαν τα σταματημένα νερά. Ολάκερη η επιφάνειά τους βρισκόταν τώρα σκεπασμένη, σαν μ' ένα μαύρο πηχτό σιρόπι, από τον ίσκιο των βουνών και τον τεράστιο όγκο του τσιμέντου, που το μεγάλο τείχος έριχνε απάνω τους. Τα ακίνητα νερά σώπαιναν. Ο βραδινός ψυχρός αέρας φαινόταν πως δε χωρούσε να κατεβεί ως τον πυθμένα αυτού του μαύρου δοχείου με το πηχτό υγρό, κι έτσι ούτε η ελάχιστη ρυτίδα δεν έσπαζε την αδιαπέραστη πλάκα της επιφάνειας τους. Μονάχα
μερικά νεροχελίδονα στρίγκλιζαν, αριά και πού, γυρίζοντας στις νυχτερινές τους φωλιές κάτου απ' το τείχος.
— Καλά, λοιπόν, είπε ο μηχανικός, όπως να ξανάνοιγε μια πόρτα και να 'μπαινε από 'να άλλο δωμάτιο. Τότε μπορούμε να παραδεχτούμε πως δεν υπάρχει ρήγμα. Έτσι;
Μα, φυσικά, ούτε έτσι δεν αισθάνονταν τη θέση τους καλύτερα, κι έπιασαν αμέσως την ευκαιρία, τη στιγμή που ο μηχανικός έκανε να σκύψει απ' το καγκέλωμα, για να του τραβήξουν δυνατά το χέρι.
— Προσέξτε! Έχουν συμβεί απ' εδώ πολλά ατυχήματα.
Ο ίλιγγος καταντάει για τους περισσότερους σ' αυτό το μέρος ανίκητος... Τους πιάνει, λένε, ένα παράξενο αίσθημα. Κάτι σα μεθύσι...
Ευχαριστώ, αποκρίθηκε σκέτα ο υδρολόγος.
«Πραγματικά, σε χτυπάει απ' εδώ στη μύτη το Μηδέν! Αλλά έχω καιρό να ξαναδοκιμάσω», σκέφτηκε.
— Σε τι ύψος έφτασε φέτος το χειμώνα η στάθμη της λίμνης;
— Είναι κι αυτό ένα απ' τα περίεργα, κύριε μηχανικέ. Τα νερά, βέβαια, ανέβηκαν φέτος πέρα από κάθε προηγούμενο. Μα το ύψος τους μοιάζει να 'ναι ακόμα μεγαλύτερο απ' όσο δείχνεται πάνου στον κεντρικό δείχτη. Σε μερικά σημεία το υδροβαρόμετρο φανέρωσε διπλάσιο βάθος. Δηλαδή...
— Δηλαδή; τους έκοψε ο υδρολόγος. Και σε λίγο: Έχετε ελέγξει αν λειτουργούν κανονικά τα όργανά σας;
Του απάντησαν κάπως αόριστα. Εκείνος ξακολούθησε να περπατάει μ' αργά βήματα κι εδώ ή εκεί στεκόταν απότομα κοιτάζοντας πάλι πίσω του. Έτσουζε για καλά η βραδινή ψύχρα. Ένας μικρός υγρός άνεμος έσερνε μυρουδιές μούσκλου κι υδροπίπερου κι έκανε τη μαύρη πεταλούδα στο καπέλο του μηχανικού να τρεμοχτυπά σα φτερό νυχτερίδας.



Εκτενέστερο απόσπασμα του παραπάνω έργου θα είναι διαθέσιμο στις ιστοσελίδες του ΠΟΘΕΓ αμέσως μετά την ολοκλήρωση της νομικής διαδικασίας εκχώρησης στο ΙΕΛ των σχετικών δικαιωμάτων χρήσης από τους κατόχους των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί του συγκεκριμένου έργου.