Roderick Beaton, Eisagogi sti neoteri elliniki logotechnia
 
metf. Evangelia Zourgou-Marianna Spanaki, Athina 1996, Nefeli. Ss. 316-317
 
 
 

………Χρειάστηκε να περάσουν δώδεκα χρόνια για να νιώσει ο Θεοτοκάς ικανός να παρακολουθήσει τις δραστηριότητες των μυθιστορηματικών ηρώων του στη διάρκεια της Κατοχής και του Εμφυλίου σε ένα δεύτερο τόμο. Ο δεύτερος τόμος από τους Ασθενείς και οδοιπόρους (1964) είναι ένα σπάνιο μνημείο της ελληνικής μυθιστοριογραφίας. Στις σελίδες του επιστρατεύονται όλες οι ποικιλίες της αφηγηματικής τεχνικής και όλο το ιδεολογικό φορτίο του αστικού μυθιστορήματος της δεκαετίας του ’30, με σκοπό την αναπαράσταση των ίδιων των γεγονότων που είχαν μεσολαβήσει ώστε να ξεπεραστεί ακριβώς το είδος αυτό του μυθιστορήματος.

Από αυτή την άποψη το εναρκτήριο έργο της δεκαετίας είναι Το φράγμα (1961) του Σπύρου Πλασκοβίτη (γεν. 1917). Η επιβίωση μιας μεγαλούπολης, που δεν κατονομάζεται, εξαρτάται από ένα γιγάντιο φράγμα, το οποίο σε σχήμα τόξου εκτείνεται σε απίστευτα πολλά χιλιόμετρα από το βουνό ως τη θάλασσα. Το φράγμα αυτό κατασκευάστηκε από προηγούμενη γενιά και κανένας δε γνωρίζει τις προδιαγραφές με τις οποίες έχει χτιστεί ή την αντοχή του στην πίεση του νερού που υψώνεται απειλητικά πίσω του. Ένα επίλεκτο σώμα είναι υπεύθυνο για το φράγμα: έχει καθήκον να το φυλάει, να το ελέγχει, να επιθεωρεί και να διευθύνει τις συνεχείς επισκευές. Παρά τις προσπάθειες των υπευθύνων να επιδιορθώσουν έστω και πρόχειρα τις ατέλειες, φτάνει στην πρωτεύουσα η είδηση ότι το φράγμα ίσως δεν είναι ασφαλές. Ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος είναι ένας μηχανικός, στον οποίο ανατίθεται η αποστολή να διερευνήσει το θέμα και να δώσει αναφορά. Το μεγαλύτερο μέρος της δράσης εκτυλίσσεται στη μικρή επαρχιακή πόλη, η οποία απλώνεται μπροστά στο γιγάντιο τοίχο από μπετόν, καθώς ο μηχανικός ασχολείται με το καθήκον του και η καταρρακτώδης βροχή αυξάνει απειλητικά την πίεση στο φράγμα. Το φράγμα δεν υποχωρεί, αλλά ο μηχανικός ανακαλύπτει κάτι ακόμα πιο ανησυχητικό: το νερό αρχίζει να αναβλύζει από το έδαφος πέρα από το φράγμα. Ανίκανος, τελικά, να βρει το ρήγμα και να προτείνει κάποια μέτρα, για να καθησυχάσει τους γύρω του που περιμένουν αναστατωμένοι, ο μηχανικός προτείνει τη ριζοσπαστική λύση να γκρεμιστεί. Η πρόταση προκαλεί την αντίδραση όλων, καθώς η ζωή του καθενός σε αυτή τη χώρα στηρίζεται κάποιο τρόπο στο φράγμα.

 Είναι πολλά και διάφορα τα στοιχεία αυτής της ιστορίας που από τη μια τη διαφοροποιούν από την προηγούμενη ελληνική μυθιστοριογραφία και από την άλλη την εντάσσουν στο ίδιο σύνολο με τα άλλα μυθιστορήματα και διηγήματα αυτής της περιόδου. Πρώτο από όλα είναι το στοιχείο του φανταστικού (αν και περιγράφεται ρεαλιστικά, το φράγμα ανήκει στο χώρο της φαντασίας και όχι της πραγματικότητας). Σχετικό με το προηγούμενο είναι και το δεύτερο στοιχείο, η σκηνογραφία: αν και οι ήρωες, η ομιλία τους και τα χαρακτηριστικά τους είναι οικεία, το σκηνικό δε μοιάζει ελληνικό. Πιο σημαντικό, βέβαια, από όλα είναι το θέμα. Ομολογουμένως, ένα από τα δυνατά σημεία του βιβλίου είναι η προφανώς συμβολική φύση του φράγματος. το οποίο ποτέ δεν ορίζεται με ακρίβεια. Υπάρχουν όμως αρκετές ενδείξεις ότι πρόκειται για αλληγορία, ότι ως τέτοια πρέπει να διαβαστεί, και ότι ο αλληγορικός χαρακτήρας της πρέπει να κατανοηθεί και να ερμηνευθεί όχι μόνο πολιτικά αλλά και πιο συνολικά. Μέσα στο γενικό πλαίσιο της Ελλάδας στα τέλη της δεκαετίας του ’50, το φράγμα υποδηλώνει αρκετά καθαρά το κεφαλαιοκρατικό σύστημα. Αυτή είναι η κληρονομημένη ανθρώπινη κατασκευή, που όλοι σχεδόν, ανεξαρτήτως τάξεως, έχουν το ίδιο συμφέρον να διατηρηθεί, χωρίς κανείς όμως να γνωρίζει την πραγματική ικανότητά της να καταστέλλει την ορμή της εργατικής τάξης. Αλλά η αλληγορία του μυθιστορήματος δε σταματά εδώ. Με σημερινούς όρους, Το φράγμα θα μπορούσε να θεωρηθεί και να διαβαστεί ως ‘οικολογικό’ μυθιστόρημα, αφού θεματικός πυρήνας του είναι η επικίνδυνη προσπάθεια του ανθρώπου να επιβάλει τη θέλησή του στη φύση. Η τέλεια τεχνική εφαρμογή αποδεικνύεται μοιραία ατελής. Ο υπαινιγμός που κάνει ο Πλασκοβίτης με Το φράγμα στην ‘εκδίκηση της Φύσης’ είναι το κεντρικό θέμα στην τριλογία από ‘νουβέλες’ (Το φύλλο, Το πηγάδι, Τ’ αγγέλιασμα, 1961), με την οποία άρχισε την παραγωγικότατη πορεία του ο Βασίλης Βασιλικός (γεν. 1934), και στα διηγήματα του Αντώνη Σαμαράκη (γεν. 1919), και ειδικότερα στο μυθιστόρημά του Το λάθος (1965).

Αυτά τα έργα μοιράζονται και κάποια άλλα κοινά χαρακτηριστικά. Είναι σε όλα εμφανές ένα ανατρεπτικό χιούμορ, το ύφος τους είναι ανάλαφρο, και η σκόπιμα ειρωνική διάθεση του αφηγητή απαιτεί τη συνενοχή του αναγνώστη. Η σημασία του θέματος δεν περιορίζεται σε αυτά που λέγονται, αντίθετα υπονοούνται περισσότερα από όσα οι ήρωές τους αντιλαμβάνονται. Στην τριλογία του Βασιλικού η φύση παίρνει την πολλαπλή εκδίκησή της. Ενώ η περιγραφή και η αφήγηση αναπλάθουν μια αναγνωρίσιμη πραγματικότητα, ο χώρος που κινούνται τα πρόσωπα είναι ολότελα φανταστικός. Στην πρώτη νουβέλα, Το φύλλο, ορίζεται αρκετά ξεκάθαρα ο τόπος της δράσης. Αλλά ήδη από την πρώτη πρόταση “Στην αρχή ήταν το χάος” αρχίζει μια παρωδία της βιβλικής Γένεσης, αφού στη συνέχεια ο συγγραφέας αναφέρεται στην ανέγερση μιας πολυκατοικίας στη Θεσσαλονίκη. Σε διαμέρισμα του τελευταίου ορόφου ζει με την οικογένειά του ένας νεαρός σπουδαστής της Γεωπονικής. Εκεί περιποιείται, τάχα για τις ανάγκες κάποιου πειράματος, μια γλάστρα με ένα φύλλο. Την έκλεψε ένα μαγιάτικο βράδυ από την αυλή μιας κοπέλας που είχε συναντήσει τυχαία σε κάποια βόλτα του. Το φυτό αναπτύσσεται μανιωδώς: στην αρχή καταλαμβάνει το δωμάτιό του, μετά το υπόλοιπο διαμέρισμα και στη συνέχεια τους άλλους ορόφους. Τίποτα δεν μπορεί να το σταματήσει και ακάθεκτο υψώνεται προς την ταράτσα και απλώνει τις ρίζες του προς το έδαφος. Χώνεται στο φρεάτιο του ανελκυστήρα και διακόπτει τη λειτουργία του. Διαπερνά το μπετόν, κλονίζει τα θεμέλια, καταστρέφει τα ηλεκτρικά καλώδια και τις σωληνώσεις του νερού. Κάποτε όμως οι ένοικοι της πολυκατοικίας ανακαλύπτουν την αιτία όλων αυτών και ξεριζώνουν το “φύλλο”.