Karvelis Takis, Defteri anagnosi. Kritika keimena. «I leitourgikotita ton symvolon stin pezografia tou Sp. Plaskoviti»
 
Tom. V΄, Athina 1991, Sokolis, ss. 157-160
 
 
 

Η τελευταία άποψη αποτελεί και το έναυσμα των σκέψεων που ακολουθούν, που θα εντοπιστούν σε δυο μόνον διηγήματα των Γονατισμένων κι ας θεωρηθούν σαν μια μικρή συμβολή στη διερεύνηση του όλου θέματος. Η επιλογή της συγκεκριμένης συλλογής διηγημάτων δεν είναι τυχαία. Απορρέει από την πεποίθηση μου πως, μαζί με Το φράγμα, αποτελεί τη φυσική απόληξη των αφηγηματικών προσπαθειών του Σπύρου Πλασκοβίτη στις δύο πρώτες συλλογές διηγημάτων, σημαδεύει την πιο αποφασιστική καμπή της πορείας του και τον παρουσιάζει απόλυτα κάτοχο των εκφραστικών του μέσων ο συγγραφέας, ώριμος πια και με γνώση, δεν οδηγείται από τις ιστορίες του, αλλά τις οδηγεί προς μια αγαστή εναρμόνιση των ρεαλιστικών και συμβολικών τους στοιχείων.

Ο συμβολισμός, κατά την άποψη του, πρέπει να έρχεται "σαν απόληξη κι επισφράγιση τρόπον τινά των αδρών ρεαλιστικών στοιχείων της αφήγησης". Όλες, πράγματι, οι ιστορίες του δεν έχουν τίποτε το εξωπραγματικό, αλλά στηρίζονται στο αστείρευτο υλικό της εξωτερικής πραγματικότητας. Το ερώτημα όμως που ανακύπτει είναι κατά πόσο τα στοιχεία της αφήγησης οδηγούν κατά τρόπο λειτουργικό σε γενικευμένα σύμβολα. Ο παραλληλισμός λ.χ. στο διήγημα "Ο Λαέρτης" (Το γυμνό δέντρο) του γερο-Δημητρού με τον Λαέρτη, τον πατέρα του Οδυσσέα, δεν δείχνει να είναι οργανικά δεμένος με ό,τι προηγήθηκε. Το ίδιο ισχύει και για τη νουβέλα "Η κληματόβεργα" (Η θύελλα και το φανάρι). Παρουσιάζεται στην αρχή ως φυσικό αντικείμενο και μόνο στο τέλος παίρνει τη διάσταση του συμβόλου. Η συμβολοποίηση όμως αυτή βγαίνει περισσότερο από τη διδακτική πρόθεση του αφηγητή και λιγότερο ως λειτουργικό απoτέλεσμα των στοιχείων της αφήγησης. Αντίθετα, ο συμβολισμός της νουβέλας Το γυμνό δέντρο στην ομώνυμη συλλογή διηγημάτων, δένεται άμεσα και εσωτερικά με την όλη ατμόσφαιρα της ιστορίας: ένα γυμνό δέντρο καταμεσίς της πλατείας και μιας ανύπαρκτης ζωής. Η αίσθηση της γύμνιας και του κενού, που αιωρείται κατά τη ροή της αφήγησης, θα εντοπιστεί και σε κάποιες στιγμές του Κώστα Μπαμπούκη, του βασικού ήρωα, και θα φτάσει ως τον πυρήνα της πραγματικότητας. Βέβαια, στις δύο πρώτες συλλογές διηγημάτων του ο Σπύρος Πλασκοβίτης δεν έχει ακόμα αναγάγει το σύμβολο σε όργανο απόλυτα κυρίαρχο και δεσπόζον στις ιστορίες του. Ακολουθώντας τα ίχνη της δημοτικιστικής πεζογραφίας, δείχνει να είναι δεμένος και με κάποιες βασικές της αδυναμίες: γλωσσικό όργανο που γέρνει προς το παρελθόν και δεν έχει ακόμη εναρμονιστεί με την σύγχρονη ομιλία. Το γλωσσικό όμως όργανο θα επηρεάσει και την αφήγηση: η ρεαλιστική απόδοση της πραγματικότητας περνά μέσα από τόνους λυρικής έξαρσης, που περιορίζεται συνήθως σε μια λεκτική ευφορία. Πάρ' όλα όμως αυτά, οι αδυναμίες αυτές είναι συνυφασμένες και με την αγνότητα των πρώτων αφηγηματικών πειραματισμών του συγγραφέα, που είναι ακόμη συναισθηματικά δεμένος με τις ιστορίες που αφηγείται. Τα σύμβολα, όπου υπάρχουν, δεν κυριαρχούν και δεν γίνονται αντικείμενο συστηματικής περιγραφής· έρχονται σαν ένα φυσικό καταστάλαγμα από τα, ορατά ή αόρατα, νήματα της ιστορίας. Αντίθετα, στο μυθιστόρημα Το φράγμα (1961) και στη συλλογή διηγημάτων Οι Γονατισμένοι (1964) η διαφοροποίηση είναι αισθητή. Τη διαφοροποίηση αυτή έχει ήδη επισημάνει η κριτική. Ο Αλέξανδρος Κοτζιάς λ.χ. παρατηρεί:

"Συμβολικό μυθιστόρημα Το φράγμα ως την τελευταία γραμμή του. Γύρω από το κεντρικό και μέγιστο πράγμα - σύμβολο, πλέκεται περίτεχνα μια αναρίθμητη στρατιά από μικρότερα σύμβολα - πρόσωπα, σύμβολα - πράγματα, σύμβολα - καταστάσεις".

 

Σε μια ευρύτερη θεώρηση του έργου του, ο Κώστας Στεργιόπουλος θα επισημάνει:

 

"Έτσι, παράλληλα με τα πράγματα στη φυσική τους κατάσταση, έχουμε και τα πράγματα - σύμβολα, που εμφανίζονται κάθε τόσο μαζί με τα κοινά αντικείμενα κι αποτελούν μια ολόκληρη ιεραρχία. Το κύριο σύμβολο - πράγμα τοποθετείται στο κέντρο της διήγησης, αντιπροσωπεύει τον ιδεολογικό πυρήνα και, στις περισσότερες περιπτώσεις, δίνει και τον τίτλο του μυθιστορήματος, του διηγήματος ή της νουβέλας: "Το φράγμα", "Το πηλήκιο", "Το ραντάρ", "Ο σουγιάς", "Ο φίκος", "Η κληματόβεργα". Συνήθως, πριν το πράγμα πάρει μέσα στη διήγηση φανερά τη διάσταση του συμβόλου, το μελετάει και το περιγράφει ως πράγμα".

 

Ως προς τη λειτουργικότητα όμως των συμβόλων, ο Βάσος Βαρίκας, κρίνοντας τη συλλογή διηγημάτων Οι Γονατισμένοι έχει επισημάνει το πρόβλημα:

 

"Βέβαια, στη συλλογή συναντάμε διηγήματα θαυμαστής πληρότητας, όπως ο "Παροξυσμός", η "Δικαίωση", το "Το πηλήκιο", το "Άλογο και το αεροπλάνο". Υπάρχουν όμως και άλλα μάλλον μέτρια, όπως π.χ. το "Σημάδι", που αφήνει να υπονοηθεί ότι περισσότερο από το συμβολικό, το στέρεο έδαφος του πραγματικού προσιδιάζει στην τέχνη του συγγραφέα. Στο οποίο κατορθώνει να δίνει προεκτάσεις που δεν τις συναντάμε, όπου το σύμβολο μεταβάλλεται σε σκοπό αυτό καθαυτό".

 

Ας έλθουμε όμως στα διηγήματα που θα μας απασχολήσουν. Είναι "Το πηλήκιο" και "Το ραντάρ". Και στα δύο τα βασικά τους σύμβολα είναι πράγματα. Ενώ όμως το πηλήκιο είναι ένα καθαρά προσωπικό αντικείμενο του βασικού πρωταγωνιστή κι από αυτή τη σχέση θα προκύψουν οι δραματικές προεκτάσεις του εξιστορούμενου περιστατικού, το ραντάρ, αντίθετα, είναι ένα επίτευγμα της σύγχρονης τεχνολογίας κι εκείνο, βασικά, που το συνδέει με την ιστορία, είναι πως ανιχνεύει, όπως το μάτι του θεού, τα μη ορατά. Η σχέση του, επομένως, με την εκτυλισσόμενη ιστορία είναι εξωτερική. Στο πρώτο διήγημα ο αναγνώστης έχει πάντοτε αμείωτη την αίσθηση μιας εσωτερικής σχέσης ανάμεσα στους βασικούς πρωταγωνιστές του, τον πατέρα και το γιο. Τελειώνοντας την ανάγνωση του, το έχει ήδη ζωντανέψει μέσα του πάνω στο κεφάλι του αγέρωχου ναυτικού, έχει ξαναζήσει μαζί του τις πιο ευτυχισμένες στιγμές του. Κι αν, τελικά, σηματοδοτεί την ιστορία με συμβολικές προεκτάσεις, τούτο οφείλεται περισσότερο σ' αυτό το ζωντανό υπόβαθρο της πραγματικότητας. Στο δεύτερο διήγημα, το ραντάρ παίρνει τις συμβολικές του διαστάσεις στα μάτια των ανθρώπων του μοναστηριού, του ηγούμενου Γαβριήλ και του μοναχού Νίκανδρου. Προτού καλά καλά το γνωρίσουμε ως πράγμα στη λειτουργία του, δένεται, περισσότερο εξωτερικά, με τα νήματα της ιστορίας. Το πηλήκιο και το ραντάρ, επομένως, είναι δυο σύμβολα πράγματα, που λειτουργούν μέσα στα διηγήματα κατά διαφορετικό τρόπο: καθαρά εσωτερικό το πρώτο, έκδηλα εξωτερικό το δεύτερο.

Βασικό πράγμα - σύμβολο και πρωταγωνιστής του πρώτου διηγήματος είναι το πηλήκιο του πλωτάρχη Λουκά Βαρμάνου, πατέρα του αφηγητή και απότακτου του ναυτικού. Αποτάχθηκε, γιατί, παρά τη θέληση του, μπλέχτηκε σ' ένα κίνημα του ναυτικού. Από την αρχή δείχνει πως δεν μπορεί να προσαρμοστεί: αρχίζει να μεθάει, συχνάζει στις ταβέρνες κάνοντας αταίριαστες παρέες και στο τέλος πηγαίνει στον Πειραιά. Εκεί μπαρκάρει σε πλοίο και δεν επιστρέφει ποτέ στο σπίτι.

Αυτή είναι, σε γενικές γραμμές, η θεματική ύλη του διηγήματος, που περιέχει, παρά τις οποιεσδήποτε αλλαγές και παραποιήσεις, και αυτοβιογραφικά στοιχεία. Το υλικό του αφηγήματος αντλείται από ατομικές -συγκεκριμένα νεανικές- εμπειρίες του αφηγητή, που αναδύονται μέσα από τους μηχανισμούς της μνήμης. Πουθενά δεν σηματοδοτείται, φανερά ή υπαινικτικά, από οποιαδήποτε ιδεολογική ή διδακτική πρόθεση. Αντίθετα, είναι φανερή η βιωματική φόρτιση της αφήγησης,που έχει ως επίκεντρο μια οικογενειακή και στο βάθος της μια εθνική τραγωδία. Οι προεκτάσεις της εκτυλισσόμενης ιστορίας θα περάσουν μέσα από τις σχέσεις του νεαρού αφηγητή και του πηλήκιου του πατέρα του, που τώρα είναι κλεισμένο σε μια κασέλα. Η παιδική του περιέργεια εξάπτεται. Το χαίρεται με τα μάτια, ηδονίζεται καθώς το αγγίζει. Σιγά σιγά όμως το παιχνίδι με το πηλήκιο θα γίνει παιχνίδι της φαντασίας και ο αφηγητής.