Beaton Roderick, Eisagogi sti neoteri logotechnia. Poiisi kai Pezografia 1821-1992
 
metf. Evangelia Zourgou- Marianna Spanaki, Athina 1996, Nefeli. Ss. 424-425
 
 
 
Στο ίδιο διάστημα παρατηρείται μια εμφανής απομάκρυνση του μυθιστορήματος από τη μονολιθική χρήση της δημοτικής. Κατά τη μεταπολεμική περίοδο, στομφώδεις χαρακτήρες τείνουν να χρησιμοποιούν στοιχεία της καθαρεύουσας στην ομιλία τους, ενώ η γλώσσα των εφημερίδων, καθώς και η επίσημη γλώσσα της γραφειοκρατίας, παρατίθεται ή ακόμη και παρωδείται. Παρ' όλο που οι εξελίξεις αυτές έγιναν σταδιακά, τα αποτελέσματά τους υπήρξαν ορατά και πολυσυζητημένα με αφορμή ένα μυθιστόρημα πρωτοδημοσιευμένο το 1962: Το Τρίτο Στεφάνι του Κώστα Ταχτσή. Η γλώσσα αυτού του βιβλίου έχει συζητηθεί περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη πλευρά του, και στο πλαίσιο του θέματος που μας απασχολεί αξίζει να θεωρήσουμε Το Τρίτο Στεφάνι σαν ένα κωμικό αριστούργημα, ανάλογο με τα επιτεύγματα του δέκατου ένατου αιώνα στην κωμωδία, η οποία αξιοποίησε χιουμοριστικά το Γλωσσικό Ζήτημα ως στόχο αστεϊσμών. Στα Κορακιστικά και στη Βαβυλωνία το χιούμορ προερχόταν από την ακατάλληλη χρήση του γραπτού ύφους στην προφορική επικοινωνία. Ο Ταχτσής αντέστρεψε αυτή την κωμική εξίσωση για να παραγάγει μια υποθετικά προφορική αφήγηση (δυο μικροαστές γυναίκες λένε τις ιστορίες τους), στην οποία ο λόγος και οι αφηγηματικοί τρόποι των γυναικών είναι γεμάτοι από κλισέ, που έχουν φιλτραριστεί μέσα από την επίσημη γραπτή γλώσσα για να γίνουν ένα αδιάσπαστο κομμάτι της καθημερινής ομιλίας. Το αστείο στην περίπτωση αυτή, όσον αφορά στη γλωσσική πλευρά, είναι ότι τα στοιχεία αυτά του προφορικού λόγου των μυθιστορηματικών γυναικών δε συνιστούν μιαν αταίριαστη κατάχρηση, αλλά αποτελούν ουσιαστικό μέρος τόσο του κόσμου που κατανοούν όσο και της εξαιρετικά ζωντανής προφορικής ανταπόκρισής τους προς αυτόν. Ο Ταχτσής, σύμφωνα με έναν από τους σημαντικότερους πανεπιστημιακούς κριτικούς, «απελευθέρωσε την ελληνική γλώσσα από την τυραννία της δημοτικής». Το μυθιστόρημα αυτό ασφαλώς παρείχε πειστικά τεκμήρια ότι η πραγματική ζωή δεν μπορούσε να δεσμεύεται από τις τεχνητές κατηγορίες της διγλωσσίας, ενώ παρείχε επίσης μια απόδειξη ότι η αφηγηματική πεζογραφία δε χρειάζεται να ανήκει ούτε στη μία ούτε στην άλλη μορφή της γλώσσας.