Kotzias Alexandros, Metapolemikoi pezografoi. Kritika keimena, «Kostas Tachtsis. To Trito stefani, 1962»
 
Athina 1982, Kedros, ss. 154-156
 
 
 

Πριν από δέκα περίπου χρόνια, ο Κώστας Ταχτσής δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα και έκτοτε μόνο δύο συλλογές με στίχους του είχαν εμφανιστεί, χωρίς εντούτοις, να πείσουν ότι ο δημιουργός τους συνιστούσε μια ιδιαίτερη, προσωπική λυρική περίπτωση, έστω και εν τω γίγνεσθαι. Το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει τώρα με το πρώτο του μυθιστόρημα, που αδιαφιλονίκητα του χορηγεί τα διαπιστευτήρια ενός γνήσιου, προικισμένου πεζογράφου. Ο Ταχτσής φαίνεται ότι βρήκε οριστικά το δρόμο του. Βέβαια, πρέπει ευθύς εξ αρχής να τονιστεί ότι Το Τρίτο Στεφάνι πολύ απέχει ακόμη από το να είναι έργο ολοκληρωμένο και η υποψηφιότητα του για το Διεθνές Βραβείο Λογοτεχνίας, κατά το πρόσφατο συνέδριο των Ευρωπαίων και Αμερικανών εκδοτών στην Κέρκυρα, καταφώρως αδικεί τη μεταπολεμική μας πεζογραφία. Ωστόσο, το βιβλίο αυτό εγγράφει στο ενεργητικό του συγγραφέα επιτεύγματα αξιοπρόσεκτα: Αφηγηματική ευχέρεια, πλούσια και εύστροφη φαντασία, χιούμορ, οξύτατη παρατήρηση, ευστοχία στην επιλογή και την ανάδειξη της λεπτομέρειας - θετικά στοιχεία γόνιμα, που επιτρέπουν τις πιο μεγάλες ελπίδες για τη μελλοντική εξέλιξη του νέου μυθιστοριογράφου.

Μια διηνεκής μικροαστική καθημερινότητα, βεβαρυμένη με αρκετές αναθυμιάσεις του υποκόσμου και αχνά πλαισιωμένη από τα κυριότερα συμβάντα της ελληνικής ιστορίας των πέντε περίπου πρώτων δεκαετιών του αιώνα μας, είναι η σε πρώτο πρόσωπο αφήγηση της Νίνας, που σε πολύ μεγάλη έκταση δεν είναι παρά η αναμετάδοσή της σε πρώτο πρόσωπο αφήγησης της κυρα-Εκάβης. Δυο γυναικούλες συνηθισμένες, κοινές και εύκολα αναγνωρίσιμες στον περίγυρο μας, που στοιχειοθετούν το άνω και το κάτω όριο του νεοελληνικού μικροαστισμού, ανιστορούν σαν να κουβεντιάζουν γύρω από το μαγκάλι ή τη θερμάστρα του ανθρακίτη, τα καθέκαστα ολόκληρης της ζωής τους - έρωτες, γάμοι, διαζύγια, εγκαταλείψεις, θάνατοι, οικονομικές ατυχίες, οικογενειακά βάσανα ή δράματα κ.ο.κ. Στα προσωπικά τους παρεμβάλλεται, πότε σαν διακοσμητικό στοιχείο, πότε σαν καθοριστικός παράγων, το γενικότερο -ο Μακεδόνικος αγώνας, οι Βαλκανικοί πόλεμοι, η Μικρά Ασία, η Τετάρτη Αυγούστου, ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος, η Κατοχή, τα Δεκεμβριανά.

Η αφήγηση, με μαγνητοφωνική πιστότητα, παρακολουθεί τον προφορικό λόγο, όχι μόνο στα ανάμικτα γλωσσικά στοιχεία του, αλλά και στην αρχιτεκτονική αναρχία του. Τούτος ο ιδιότυπος «νατουραλισμός» χαρίζει, βέβαια, μια επιπρόσθετη ζωντάνια και γραφικότητα, μια οικειότητα και ένα «ύφος» στο κείμενο, αλλά ταυτόχρονα υποχρεώνει τον συγγραφέα σε αρκετά ολισθήματα-χρονικό κονφούζιο, πρωθύστερα, υπαινικτικές αναφορές σε πρόσωπα και πράγματα που προϋποτίθενται γνωστά ενώ παραμένουν άγνωστα, συσσώρευση ασημαντολογιών και παράλληλα επιτροχάδην εξόφληση των καίριων. Το αποτέλεσμα είναι ότι κλείνοντας το βιβλίο πολύ λίγα πράγματα έχουν εντυπωθεί στη μνήμη σου και ακόμη λιγότερα στην ψυχή σου -η παθιασμένη, μέχρι θανάτου μητρική προσήλωση της κυρα-Εκάβης στο απολωλός πρόβατο της οικογένειας, τον Δημήτρη, η δίκη του Δημήτρη στο κακουργιοδικείο, όπου η κυριαρχούσα καταδικαστική μανία προσφέρει μερικούς λαμπρούς εξωφρενισμούς και κάνα δυο άλλα.

Όπως και στην αρχή σημειώθηκε, ο Ταχτσής είναι πεζογράφος εξαίρετα προικισμένος και η εντέλει αποθετική αξιολόγηση του βιβλίου του δημιουργεί ένα σοβαρό πρόβλημα τόσο στον ίδιο όσο και σε κείνους που ενδιαφέρονται για τα λογοτεχνικά πράγματα αυτοί του τόπου. Γιατί απέτυχε; Γιατί οι σελίδες του, που σε πρώτη ανάγνωση "κυλάνε" απρόσκοπτα, στη δεύτερη γίνονται ασφυχτικές; Ο υποφαινόμενος υποπτεύεται πως ο κυριότερος λόγος, πέρα από τα όσα επιμέρους αναφέρθησαν, είναι η στενότητα του εσωτερικού οράματος του συγγραφέα. Το πλούσιο, σπαρταριστό υλικό, που οι ευαίσθητες κεραίες του συλλέγουν από το περιβάλλον, δεν εντάσσεται σ' ένα ξεκαθαρισμένο μέσα του και, προπαντός, ενδιαφέροντα κόσμο. Ξεγλιστράει αμετουσίωτο ανάμεσα από τα δάχτυλα του, έτσι που στο τέλος καταντάει το κυριακάτικο γκιουβέτσι και τα μπουγαδόνερα της συνοικιακής αυλής να προσδιορίζουν με τη μυρωδιά τους το ύψος από το όποιο αντικρίζει την οικουμένη ο συγγραφέας. Μακάρι η υποψία αύτη ν' αποδειχτεί πέρα για πέρα αστήριχτη. Ο υποφαινόμενος το εύχεται ειλικρινώς σ' ένα πηγαίο ταλέντο, που θα ήταν αλήθεια κρίμα να καθηλωθεί σε κάτι το τόσο αναξιόλογο.