Δούκας Στρατής
Ιστορία ενός αιχμαλώτου
 
 
Ιστορία ενός αιχμαλώτου, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1989, Σσ.11-68, Πρώτη Έκδοση Έργου:1929
 
 
Στην καταστροφή της Σμύρνης, βρέθηκα με τους γονιούς μου στο λιμάνι, στην Πούντα. Μέσ' απ' τα χέρια τους με πήρανε. Κι έμεινα στην Τουρκία αιχμάλωτος.
Μεσημέρι πιάστηκα μαζί με άλλους. Βράδιασε και τα περίπολα ακόμα κουβαλούσαν τους άντρες στους στρατώνες. Κοντά μεσάνυχτα, όπως ήμαστε ο ένας κολλητά στον άλλο, μπήκε η φρουρά κι άρχισαν να μας χτυπούν, όπου έβρισκαν, με ξύλα, και να κλοτσοπατούν όσους κάθονταν χάμω, γόνα με γόνα. Τέλος πήραν διαλέγοντας όσους ήθελαν κι έφυγαν βλαστημώντας. Εμείς φοβηθήκαμε πως θα μας χαλάσουν όλους. Ένας γραμματικός, που 'χε το γραφείο του πλάι στην πόρτα, μας άκουγε που μιλούσαμε λυπητερά και μας
έκανε νόημα να τον πλησιάσουμε: - Σαν έρχονται, μας λέει, και σας φωνάζουν, εσείς τραβηχτείτε μέσα. Και το λόγο μου φυλάχτε τον καλά, έξω μην τον δώσετε. Από κείνο το βράδυ, κάθε νύχτα, έπαιρναν απ' τους θαλάμους. Κι εμείς π' ακούγαμε πυροβολισμούς, απ' το Κατιφέ-Καλεσί, λέγαμε: «σκοποβολή κάνουνε».
Από μέρες, που πέρασαν με φόβο, ήρθε ένας αξιωματικός και μας παράλαβε, με σαράντα στρατιώτες. Μας έβγαλαν στην αυλή και μας χώρισαν απ' τους πολίτες• τότε είδα και τον αδερφό μου. Μας έβαλαν τετράδες και μας διέταξαν να γονατίσουμε να μας μετρήσουν. Ο αξιωματικός που μας έβλεπε, καβάλα στο άλογο του, έλεγε:
- Θα κοιτάξω να μη μείνει ούτε σπόρος από σας. Κι έδωσε το παράγγελμα να κινήσουμε.
Θα ήμαστε όλη η φάλαγγα κάνα δυο χιλιάδες. Όπως βγήκαμε, μας τραβήξανε ίσια στην αγορά. Εκεί, το τουρκομάνι που μας περίμενε, σαν το λεφούσι έπεσε απάνω μας: τραπέζια, καρέκλες, ποτήρια, ό,τι έβρισκαν μπροστά τους μας πετούσαν απ' όλες τις μεριές. Ήταν και ναύτες Φράγγοι μαζί τους στα καφενεία κι έκαναν χάζι με μας.
Σα φτάσαμε στον Μπασμαχανέ, μπροστά μας βγήκε ένας Χαφούζης. Μας κοίταξε:
- Αλλάχ, Αλλάχ, είπε, τι γίνεται εδώ!
Και φώναξε του ασκέρ-άγά. Αυτός σταμάτησε.
- Ο λοχαγός εδώ! ξαναφωνάζει.
Τρακ τρακ το άλογο, ο λοχαγός πήγε, χαιρέτησε. Ο Χαφούζης τον ρωτά:
- Το «κιτάπι» μας αυτά λέει; Ο λοχαγός μεταχαιρέτησε.
Κι εμείς περνούσαμε αράδα από μπροστά τους.
Μεσημέρι, δώδεκα, φτάσαμε στο Χαλκά-Μπουνάρ. Εκεί μας έκλεισαν στο σύρμα, κύκλο. Άμα βράδιασε, ένας τούρκος εφές απ' το χωριό μας ήρθε και μας καλούσε με τα ονόματα μας να βγούμε, τάχα πως θα μας γλιτώσει, με σκοπό να μας χαλάσει. Κι εμείς στη γη πέσαμε να μη δώσουμε γνωριμία. Τα ξημερώματα ήρθε από τη Μαγνησία άλλος αξιωματικός, και μας σήκωσαν. Ώρες περπατούσαμε. Ούτε ξέραμε που μας παν. Μονάχα από τον τόπο καταλαβαίναμε πως βαδίζαμε για τη Μαγνησία. Αντί να μας πηγαίνουν στο δημόσιο δρόμο μας τραβούσανε απ' το βουνό. Κι όπως δεν ήμαστε σε ισότοπο, αρχίσαμε να σκορπάμε. Δεν μπορούσαμε να κρατήσουμε τις τετράδες. Και οι στρατιώτες φώναζαν προσταχτικά:
- Στις τετράδες! Στις τετράδες!
Εμείς προσπαθούσαμε, και πάλι τις χαλάγαμε. Όσοι ήταν ανήμποροι κι έμεναν πίσω, τους τραβούσαν οι πολίτες στο δάσος και τους καθάριζαν. Με πολύ κόπο πέσαμε στο δημόσιο δρόμο. Εκεί πάλι, μας περίμεναν, μπουλούκια μπουλούκια, γέροι άνθρωποι, εξήντα ως ογδόντα χρονώ, με παλιές μαχαίρες, και σα φτάσαμε κοντά ρίχτηκαν απάνω μας, φωνάζοντας στο λοχαγό:
- Άφησε μας να κάνουμε ό,τι θέλουμε! Κι ο λοχαγός τους έλεγε «όχι», γελώντας. Εμείς του φωνάζαμε:
- Κυρ λοχαγέ, σε σένα κρεμόμαστε. Και προχωρούσαμε.
Οι δρόμοι δεξιά κι αριστερά ήταν σπαρμένοι από πτώματα που μύριζαν. Στις βρύσες έστεκαν σκοποί και φύλαγαν το νερό, που έτρεχε απ' τα κανούλια • εμείς το βλέπαμε και διψούσαμε περισσότερο.



Εκτενέστερο απόσπασμα του παραπάνω έργου θα είναι διαθέσιμο στις ιστοσελίδες του ΠΟΘΕΓ αμέσως μετά την ολοκλήρωση της νομικής διαδικασίας εκχώρησης στο ΙΕΛ των σχετικών δικαιωμάτων χρήσης από τους κατόχους των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί του συγκεκριμένου έργου.
Κριτικά Κείμενα