Xenos Stefanos
I irois tis Ellinikis Epanastaseos, itoi skinai en Elladi apo tou etous 1821 - 1828 (Vol. B)
 
 
Irois tis Ellinikis Epanastaseos, itoi skinai en Elladi apo etous 1821 – 1828 Tom. V, Publications Kostas and Eleni Ourani Foundation 1988, Pg.7-488, First Publication:1852
 
 
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α’

Η ΑΓΟΡΑ ΤΩΝ ΔΟΥΛΩΝ

Εν μεγάλω τινι περιβόλω της Κωνσταντινουπόλεως, Γεσούρ—παζάρ, καλουμένω, μετά κιγκλιδωτων θυρών, υψικόμων δενδρων, μαρμαρίνων κρηνών και μεγίστου αριθμού θαλαμίσκων, ως τα κελλιά των μοναχών, έφερον οι Τούρκοι να πωλήσωσι τας γυναίκας και βρέφη, απερ η τύχη του πολέμου παρέδωκεν εις χείρας των.
Το ακόρεστον της οκνηρίας, ακολασίας και πολυγαμίας του μουσουλμάνου πώποτε άλλοτε δεν εκορέσθη όσον τώρα ενταύθα.
Έβλεπε τις όνους καλαθοφόρους, φέροντας βρέφη ως αρνιά κατεστιβασμένα, άνευ διακρίσεως γένους και ηλικίας, να προσέρωνται εις τον περίβολον τούτον· έβλεπε να λούωσι και καθαρίζωσιν υπό τας κρήνας τας ωραίας, πλην δυστυχείς Ελληνίδας, ως και τους ευειδεις Ελληνόπαιδας.
Αλλόκοτος αντίφασις ! εν τω μέσω των θρηνών, της αναλγησίας , του οίκτου και της αποστροφής υπήρχε και η ποικιλία. Η παράδοξος της Χίου στολή, η κομψή εκείνη της Σμύνρης, αι πολυποίκιλοι της Μυτιλήνης, Σάμου, Κρήτης, Πάτμου και όλων σχεδόν των Κυκλάδων και Σποράδων του Αρχιπέλαγους, ή της Μικρασίας, Μακεδονίας και παραδουναβίων επαρχιών εις την αποτρόπαιον ταύτην αγορά, ως εις πανηγύριν ακουσίως συνεσψεύθησαν.
Το κάτ’ εικόνα Θεού ον, ηγοράζετο ίσως ευθηνότερα του τετραπόδου.
Μ’ όποιον μεγαλοπερεπές βάδισμα επροχωρεί ο αβροδάπανος Μουσουλμάνος εις το λάγνον τούτο αναδραποδαστάσιον !
Με ναρκωτικόν βλέμμα εζήτει να εκλέξη την κόρην, η τον παίδα της επιθυμίας του ! Πολλάκις δ’ ο γενάδας εθήρευεν ουχί μόνον το κάλλος, αλλά και την ευγένειαν του αίματος. Όθεν εκαμνεν ερωτήσεις προς τον πωλήτην, πόθεν απήλαυσε την ωραίαν εκείνη· απετείνετο και προς την ιδίαν, ερωτών ποιά είναι, και ποιοί οι γονεις της. Τω επετρέπετο συγχρόνως να εξετάση στο στήθος, τα μέλη της, όπως βεβαιωθή, αν το ωνιόν του ήτο υγιές ή κίβδηλον.
Όλα ταύτα ελάμβανον χώραν υπό τον λήθαργον της φιλανθρωπίας, και υπό τον βαρύν ύπνον του πολιτισμού.
Δυνάμεθα σήμερον να μη ενθυμηθώμεν τους εικοσαημέρους του Τραιανού αγώνας καθ’ ους εθυσιάσθησαν ένδεκα χιλιάδες ανθρώπων ! ή του Ουτελλίου τον δείπνον, εφ’ ου προσέφερεν είκοσι χιλιάδας γλώσσας αηδόνων, μυελούς ταών και φασιανών, και γάλατα ιχθύων ! ή τα εξ οίνων και μύρων λουτρά του Καλλιγούλα, ή τα ιχθυοτροφεία, θηριοτροφεία και θέατρα των Ρωμαίων, κατά τα οποία η ανθρώπινη θηριωδία ανέβη εις τον ανώτατον βαθμόν, η ηθική διαφθορά κατέστη βαθύτατη, και άλλο δεν εβασίλευεν ή το παχυλόν και κτηνώδες των αισθήσεων εντρύφημα;
Δυνάμεθα ν’ απολήσωμεν εις την μνήμην μας τον κατακρημνισμόν τούτον της ρωμαικής αυτοκρατορίας άνευ φρίκης, άνευ αποστροφής; ούχι βέβαια. Εν τουτις η πεφωτισμένη, η χριστιανική Ευρώπη, η εις τας Ινδίας τρέχουσα δια να καταβιβάση την χήραν άνωθεν της πυράς του συζύγου της, η ταξειδεύουσα εις την Αμερικήν και Αφρικήν προς κατάπυσιν της σωματεμπορίας και του ανθρωποφάγου των Καραΐβων, εις τους κατεψυγμένους πόλους προς διαδοσιν του Ευαγγελίου, εις τους Εσκιμότους, κτλ., έβλεπε και αδιαφορεί δια τα υπό τα βλέφαρά της και επί του αυτού εδάφους της πραττόμενα ανοσιουργήματα, άλλης μεν φύσεως ή των ρωμαικών, επονειδιστότερα όμως και καταθλιπτικώτερα εκείνων. Όποιος αλλόκοτος του αιώνος πολιτισμός!
Ας προχωρήσωμεν ήδη εις την αγορά ταύτην, όπου τα τεκνα και οι σύζυγοι των υπερμάχων της ελευθερίας ως κτήνη δημοπρατούνται.
Οι πωληταί εσυνείθιζον να εκθέτωσιν εκάστην πρωιαν εις το ύπαιθρον τα ανθρωπεμπορεύματά των, όπως αι ηλιακαι ακτίνες αναζωπυρήσωσι τα χρώματα αυτων.
Ημέραν τινα περί την δεκάτην ώραν προ μεσημβρίας, ανήρ τις μάλλον εύσαρκος, με ωραίον και ευειδές πρόσωπον, χροιάν γαλακτώδη και μύστακας και οφρύς μέλανας, εισήλθεν εις τον μέγαν τούτον περίβολον και επλησίασε γερόντιον μικρόσωμον με λευκόν πώγωνα κρατούν καπνοσύριγγα και παίζον με το κομβολόγιον του.
— Καλή ημέρα, χατζή Μούσα, του είπε.
— Καλή σας ημέρα, εφέντημ, απεκρίθη ο γέρων· και αφού αντήλλαξαν την από του στόματος εις το μέτωπον συνήθη χειρονομίαν, προσέφερε προς τον προσελθόντα κάθισμα και καπνοσύριγγα.
— Αυταί είναι όλαι όλαι όπου έχεις; ηρώτησεν ο ξένος, ρίπτων εν επιθεωρητικόν βλέμμα εφ’ ολοκλήρου σειράς γυναικοπαίδων, καθημένων χαμαί επί ταπήτων εις τα πρόθυρα των οικιδίων.
— Ολίγαι σας φαίνονται; εφέντημ, είναι ογδοήκοντα περίπου μία και μία· κεφάλαιον άνω των διακοσίων χιλιάδων γροσιών ευρίσκεται εδώ.
— Άλλας απ’ αυτάς δεν έχεις;
— Όχι, εφέντημ.
— Σε είπον χθες, ότι επιθυμώ μιαν κόρην εκ των ωραιοτέρων δια να την δωρήσω προς τον Αρναούτ—πασάν.
— Είμαι βέβαιος, εφέντημ, ότι μεταξύ τούτων θέλετε εύρει περισσοτέρας από μίαν της ορέξεως σας.
— Αυτό ίσα ίσα είναι όπου με περιπλέκει· της ορέξεως μου μία δύναται να μην αρέση εκείνου εις ον θα προσφερθή.
— Το αληθές ρόδον, εφέντημ, εις όλων τας ρίνας χέει την αυτήν εωδίαν.
— Είπε με την αλήθειαν, χατζή Μουσά, ποιοί εις την αγοράν ταύτην έχουσι τας ωραιοτέρας;
— Αλλάχ μπιλλάχ, δεν πιστεύω άλλος εμού να έχη καλλιτέρας· εγώ εξώδευσα πολλά χρήματα δι’ όλα ταύτα τα κομμάτια· μόνος έτρεξα όπου ηκούσθη νίκη των πιστών μας, και με ανοικτόν βαλάντιον τας ηγόραζα· των καλλιτέρων γκιαούριδων τα παιδια εδώ είναι· ότι ανθρώπινον ερωτικόν κάλλος η Χίος, η Σμύρνη, αι Κυδωνίαι, οι κήποι του Αρχιπελάγους μας ανεβλάστησαν, εδώ ευρίσκεται. Μη νομίσετε ότι ζητώ να σας δελεάσω δια να αγοράσετε από εμέ και όχι από άλλον· όχι, εφέντημ, κάμετε τον γύρον σας εις τας χιλιάδας αυτάς τας οποίας βλέπετε εις τον μέγαν τούτον περίβολον, και αν ευρήτε μίαν ως τας ιδικάς μου, να σας χαρίζω την καλλιτέραν μου.
— Έχεις μιαν γλωσσαν όπου στάζει γάλα, χατζή Μουσά· έστω, ας διατρέξωμεν τας σκλάβας σου, και ίσως είναι της τύχης να κάμωμεν δουλειάν μαζή.
Ο ανήρ ούτος, τον οποίον απαντώμεν εις την αγοράν των δούλων, ονομάζεται Μπερίκογλους, ήτο δε Αρμένιος και της τουρκικής αριστοκρατίας ο πρώτος τραπεζίτης.
Καπνίζων και μειδιών διήρχετο την σειράν εκείνην των δυστυχών Ελληνίδων, συνοδευόμενος υπό του χατζή Μουσά.
Τα δε πλάσματα ταύτα σκυθρωπά, σιωπηλά και μετά βεβιασμένου στωισμού υπέφερον την καταφρόνησιν, και ενίοτε μάλιστα αστειεύοντο μεταξύ των με φράσεις αινιγματώδεις.
— Τωόντι, χατζη Μουσά, χωρίς κολακείαν, έχεις ωραία κομμάτια, ετονθόρυσε δύο ή τρεις φοράς ο τραπεζίτης κατά την επιθεώρησίν του.
— Όχι μόνον εις το κάλλος, αλλά και εις το γένος, εφέντημ· σας είπον ότι παν ευγενές των γραικών εδώ το εσύναξα.
— Και γνωρίζεις την καταγωγήν εκάστης;
— Την γνωρίζω· εφρόντισα να την μάθω και καταγράψω πριν τας αγοράσω.
— Επώλησες έως τώρα πολλάς;
—Ολίγας· αι τιμαί τας οποίας ζητώ είναι μεγάλαι, και καθείς δεν τας δίδει· έπειτα δεν πωλώ προς τον τυχόντα· τουλάχιστον πασάς με δύο ιππουρίδας (τούγια) πρέπει να ήναι ο αγοραστής δια να πωλήσω.
— Διατί ; και εγώ όπου δεν είμαι πασάς ;
— Διατί ! διότι, όταν αυταί καλοπέσουν έχω περισσότερον κέρδος· πολλαί μεταβαίνουν από της δούλης την θέσιν εις την της συζύγου, βλέπετε πολλάς αι οποίαι άγουν και φέρουν από την μύτην τον πασάν, έχουν επιρροήν, πλούτη και δόξαν, και ποτέ δεν λησμονούσιν εκείνον όστις τας καλοέθεσεν· είναι διπλούν, βλέπετε, το κέρδος. Όσον δι’ υμάς, πρώτον είσθε πλουσιώτερος ενός πασά, και δεύτερον, ζητείτε ν’ αγοράσετε όχι δια τον εαυτον σας, αλλά δια τον νέον πασάν σας, του οποίου εγίνατε τραπεζίτης, είπεν ο χατζής και έρριψε βλέμμα εμφαντικώτατον προς τον Αρμένιον.
— Είσαι βλέπω, κερδοσκόπος επιτηδειότατος εις το είδος σου, χατζή Μουσά, προσέθεσεν ο τραπεζίτης μ’ ευφροσύνην.
— Πενηντατέσσαρα έτη δουλέμπορος, και να μην ηξεύρω τι κάμνω ! ήρχισα εις την άλλην επαναστασιν του 1187 (1769) και εκέρδισα τότε άπειρα πλούτη, υπάνδρευσα με χονδράς προίκας δεκαπέντε θυγατέρας μου και επτά υιούς... τι δουλειαίς τότε ήσαν ! χρυσοί οι χρόνοι εκείνοι· κοπάδια εφέραμεν εις την αγοράν τας γυναίκας και τα παιδια, διότι οι Ρώσσοι όπου τους υπεσχέθησαν βοήθειαν εις την επανάστασιν, τους εγκατέλιπον εις την μέσην, και οι Αλβανοί δι’ ένα ρουμπιέ σ’ επώλουν μητέρα με τέσσαρα τεκνα. Τώρα, εφέντημ, τα πράγματα εγύρισαν πολύ διαφορετικά· οι γκιαούριδες πολεμούν και αυτοί παλληκαρίσια, και δεν τους αρπά τις εύκολα το κρέας από τα δόντια.
—Αυτή πολύ νόστιμη είναι, ανέκραξεν ο τραπεζίτης, σταθεις απέναντι δουλής μεγαλοπρεπούς.
— Νόστιμη ! αυτή είναι η ωραιτέρα μου· και μα το σαρίκι του Ομάρ, αμφιβάλλω αν μέσα εις το χαρέμι του σουλτάνου υπάρχη καλλιτέρα.
— Ποιά η τιμή της ;
— Είκοσι χιλιάδες εσλανσλιέ, εφέντημ.
— Είκοσι χιλιάδες ! τι τρομεράν τιμήν ζητείς, χατζή Μουσά ! κατέβαινε μπακαλούμ, κατέβαινε.
— Αχτζέ μπιλέ ολιγώτερον, εφέντημ.
— Μα με είκοσι χιλιάδας γρόσια αγοράζω ένα τζεφλίκι.
— Μπέλκιμ· όχι όμως και μιαν βασίλισσαν.
— Μη παραμεγαλόνης, καϋμένε, τας πραγματείας σου· και πόσων ετων είσαι; στραφείς προς την νέαν μετά ταύτα ηρώτησεν.
— Είναι πολύ νέα, επρόλαβεν ο πωλητης.
— Ποιάς πατρίδος είσαι ;
— Χία... από τα πρώτα οσπήτια της Χίου, είπεν ο δουλέμπερος.
— Πως ονομάζεσαι ; ... Δεν αποκρίνεσαι ; ... δεν γνωρίζεις ότι πρέπει να έχης ολίγον καλλίτερον τρόπον, αν θέλης να εξέλθης από την αυλήν ταυτην ; τι αγριοκυττάζεις ;
— Ήτο πολύ μεγάλη αρχόντισσα· βλέπει υπερηφάνως, δεν αγριοκυττάζει, του είπε χαμηλή τη φωνή ο χατζή Μουσάς.
— Πόσον ετων είσαι ; επηρώτησεν ο τραπεζίτης.
Η νέα , ήτις δεν ήτο ή η δυστυχής · Ανδρονίκη, εκράτει θλιβεράν σιωπήν, ανεστέναζε βραδέως και έρριψεν επί του στήθους την κεφαλήν.
— Ζητεις είκοσι χιλιάδας δια τούτο το ζώον ; δεν θα εύρης, φίλε μου, ούτε δύο χιλιάδας· είναι εύμορφη, πλην δεν ηξεύρει ούτε γρυ να ομιλήση.
— Απατασθε, εφέντημ, δεν θέλει να ομιλήση· όχι μόνον ωραιοτάτη είναι, αλλά και πνευματωδεστάτη.
— Να σε δωσω πέντε χιλιάδας την δίδεις ;
— Εξίκ ολσούν, εφέντημ, ούτε δεκαεννέα χιλιάδας εννεακόσια εννενήνταεννέα μπιλέ ολμάζ.
— Πως ονομάζεσαι ; ...θέλεις να σε αγοράσω ;... Δεν ομιλεις ; ... Σε ο είπον, χατζή μου, είναι ζώον, επανέλαβεν ο Αρμένιος οξύθυμως στραφείς προς τον πωλητήν.
— Γιαγγλίς εντέρσουν, εφέντημ, προσέθεσεν ο δουλέμπορος μειδιών.
— Τις από τους δύο μας είναι ζώον, εγώ, ήτις δια της βίας εσύρθην εις την θέσιν ταύτην, ή συ, όστις ζητεις να ρίψης τοσον χρυσόν δια μιαν γυναίκα, ήτις τόσον σε καταφρονεί ; έκραξεν η Ανδρονίκη, πάσαν υπομονήν προς στιγμήν απολέσασα.
— Σουτ ολλ ! μην αυθαδιάζης προς τον αυθέντην· κύτταξε δω ! ... και ύψωσε την καπνοσύριγγα αυτού επί της κεφαλής της ο Χατζή Μουσάς.
Της Ανδρονίκης οι οφθαλμοί ήστραψαν υπό οργής εις την απειλήν ταύτην· εκύτταξεν ασκαρδαμυκτί τον αυθέντην αυτης, και δαγκάσασα τα χείλη της εσιώπησεν.
Ο τραπεζίτης, κατάπληκτος δια το ανδρείον της δούλης, έλαβε πάραυτα κατά μέρος τον πωλητήν και εζήτησεν λεπτομερεστέρας περί αυτης πληροφορίας.
Ήνοιξεν ούτος τότε ογκώδη βίβλον, εν η είχεν εν συντομω γεγραμμένην την καταγωγήν εκάστης, όσαι προ πεντηκοντατεσσάρων ετών διήλθον των χειρών του, και ανέγωνσεν:
«Αυγερινή, πρωτότοκος θυγατήρ του εν Βενετία μεγαλεμπόρου Κωνστ. Αργέντη, μνηστευμένη με τον Στέφανον Ροδοκανάκην μεγαλέμπορον της Μασσαλίας. Ετών είκοσι και μηνών τεσσάρων· υγείας τελειοτάτης, άνευ ουδενός σωματικού ελαττώματος, με πολλήν μάθησιν και πολλά προτερήματα. Αξίας είκοσι αφιλονεικήτων χιλιάδων γροσίων.»
— Είναι του Αργέντη της Βενετίας ; πόθεν έχεις τας πληροφορίας ταύτας ;
— Από την Χίον· από τον ίδιον άνθρωπον όστις με την επώλησεν· ήτο εντόπιος εγνώριζεν όλους τους κατοίκους, και ήρπασε πρώτος, τα σημαντικώτερα και ωραιότερα κομμάτια.
Ο τραπεζίτης ίστατο σύννους.
— Αγοράσατε την, εφέντημ, και μη διστάζετε... κρατησατέ την ολίγους μήνας, και όταν την βαρεθήτε γράψατε προς τους γονεις της· ούτοι θα σας μετρήσουν όσας χιλιάδας θέλετε δια να την εξαγοράσουν... Δεν εννοείτε, εφέντημ, την πραγματείαν ;
— Η προφορά της γυναίκας ταύτης δεν είναι χιακή, παρετήρησεν ο Αρμένιος.
— Δεν είναι χιακή, απήντησεν ο χατζής, διότι ανετράφη εις την Φραγκιάν· αυτό ίσα ίσα πρέπει να σας πη ότι δεν είναι ζώον... έχει πολύ πνεύμα και καλήν ανατροφήν· δεν είναι ζώον, εφέντημ.
— Ας περιπατηση ολίγον, θέλω να ιδώ καλλίτερα το αναστημά της.
— Μπας ουστουνέ, εφέντημ
Διέταξε τότε την Ανδρονίκην ο πωλητής να σηκωθή όρθια· και ρίψας επ’ αυτης ερθρόν της Τύνιδος βουρνούζιον, την περέφερεν εις τον περίαυλον, κρατών αυτήν δια σχοινίου δεδεμένου εις την ζώνην της.
Ωμοίαζεν η ταλαίπωρος κόρη την Ζηνοβίαν, την βασίλισσαν εκείνην της Παλμύρας, την οποίαν ο Αυριλιανός με χρυσάς αλύσους εκαμε να βαδίζη έμπροσθέν του.
— Μάλλ μπενίμ ντιρ – είναι ιδική μου, ανεκραξεν ο τραπεζίτης· φέρε την εις την οικίαν μου απόψε.
— Ειβαλλά, εφέντημ, εξήκ όλμα – ευχαριστώ, να τη χαρήτε, είπεν ο χατζή Μουσάς· είμαι βέβαιος ότι πάντοτε θα καυχάσθε δια την αγορά σας.
Μειδιών ευφροσύνως και παίζων το κομβολόγιόν του ο Αρμένιος άφησε το ανθρωποπωλείον.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’

ΕΣΠΕΡΙΝΗ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΙΣ ΤΩΝ ΑΡΜΕΝΙΩΝ

Η Ανδρονίκη εδουλώθη επί ενός ελληνικού πλοίου, απερχομένου εις Ύδραν μετά τριάκοντα άλλων οικογενειών, λειψάνων του μεγάλου της Χίου κατακλυσμού· εδουλώθη δε υπό μιας τούρκικης φρεγάτας, ήτις ήτο επίσης καταφορωμένη γυναικοπαίδων, τα οποία είχον αφαρπάσει προ ημερών εκ των διαφόρων νήσων.
Επί του καταστρώματος της φρεγάτας ταύτης ήτο και ο δουλέμπορος χατζή Μουσάς, όστις είχεν αγοράσει εκ Χίου μέγαν αριθμόν δούλων.
Προσβληθείς εκ του κάλλους της Ανδρονίκης εμέτρησε προς τον αξιωματικόν, εις τον οποίον ο λαχνός έρριψεν αυτή, δύο χιλιάδας γρόσια, όπως την αποκτήση, παρεχώρησε δε αντ’ αυτης τω αξιοματικώ άλλην τινα νέαν Χίαν, Αυγερινήν καλουμένην, εκ της αξιολόγου των Αργεντών οικογενείας.
Έδωσε τώρα το όνομα Αυγερινή προς την Αρκάδα, ήτις ποτέ δεν ηθέλησε να τω είπη το ιδικόν της, ούτε την καταγωγήν της· και χάρις κερδοσκοπίας την εκάλει θυγατέρα του εν Βενετία πλουσίου Αργέντου.
Ότε εις το δουλοστασιον εγνώσθη η τύχη της, αι λοιπαί σύντροφοι της την συνέχαιρον, διότι εξήρχετο των βαράθρων εκείνων της λήθης, και διότι έπεσεν εις χείρας χριστιανού αγοραστού.
Η δυστυχής Ανδρονίκη περιωρίζετο να μειδιά μόνον μελαγχολικώς, και να εύχεται προς εκάστην τύχην καλλιτέραν της ιδικής της.
Τι ποιητέον· εις τ’ αδύνατα η απόφασις είναι το τελευταίον καταφύγιον των γενναίων ψυχών, η υπομονή και καρτερία η παρηγορία των, η δε ελπίς και θεία πρόνοια το μέλλον των· να ομιλή τις ολίγα, και να σκέπτεται ακαταπαύστως υπέρ της βελτιώσεως του είναι το φρονιμώτερον μέτρον.
Αλλ’ η Ανδρονίκη είχε και δύο άλλας μεγίστας παρηγοριάς, αίτινες δεν άφινον να ταπεινωθή το ηθικόν της· πρώτον, ότι εις μίαν άκραν του έσω χιτωνός της κατόρθωσε να κρύψη τους αδάμαντας του Καρά-Αλή, οίτινες έμειναν επ’ αυτης ότε έπεσεν εις την θάλασσαν, αξίας μεγίστης, δι’ ων ήλπιζε να ενεργήση την δραπέτευσίν της· και δεύτερον εν μικρόν εγχειρίδιον, δι’ ου ηδύνατο να κόψη το νήμα του ατράκτου της, αν η ατιμία και αύθις ήθελε τολμήσει να την πλησιάση.
Ας μεταβή ήδη ο αναγνωςτης εις τον οίκον του Αρμενίου Ωανές Μπερίκογλου, εν τω παρά την ευρωπαική όχθην του Βοσπόρου χωρίω Κουρού – τσεμε. Ήτο ευρύχωρος με κήπους πολύανθους και έπιπλα πλούσια? η τουρκική, ευρωπαϊκή και αρμενική φιλοκκαλία, φύρδην μίγδην εις την οικίαν ταύτην, δεν παραχωρεί καμμίαν τάξιν εις την συσκευήν αξίαν περιγραφής.
Ο τραπεζίτης ήτο άγαμος και είχε διέλθει τας εαρινας του ημέρας εις βίον απωλείας· πλην τώρα, ότε η ηλικία είχε δαμάσει αυτον, δεν ήτο εμπαθής, ή μόνον δια την αργυροκτησίαν και το χατοπαίγνιον, ελαττώματα, τα οποία δεν σφάλλομεν πολύ, αν αποδώσωμεν γενικως εις τους πλείστους Αρμενίους.
Ήτο εσπέρα ήδη ότε επέστρεψεν εις τον οίκον του· μετ’ ολίγον διάφοροι άλλοι Αρμένιοι και τινες νέοι εκ των καθηλικών του Σταυροδρομίου, άπαντες πρώτοι χαρτοπαίκται της πρωτευούσης, ήρχισαν να συναθροίζωνται.
Εις ολίγα λεπτά ο θάλαμος εν ω εκάθηντο επληρώθη νεφών εκ των καπνοσυρίγγων των, και οι υπηρέται προσέφερον καφέν και γλυκύσματα.
Πριν αρχίσουν το φαραώ ο τραπεζίτης εδιηγείτο με αρμενικήν παχυστομίαν την ωραίαν του αγοράν της ημέρας εκείνης.
Τα όμματα των ακουόντων εδάκρυον από ερεθισμόν και περιέργειαν εις την ερωτικήν περιγραφήν του· ταυτοχρόνως η θύρα εκρούσθη και ο πρώτος ταμίας του τραπεζίτου εισήλθεν.
Ούτος δεν ήτο άλλος, ειμή ο Λουιγγιος Καστέλης, τον οποίον αρκούντως εν Χίω εγνωρίσαμεν.
— Qu’ est c’est ? monschou Louis, ηρώτησεν ο Κ. Μπερίκογλους γαλλιστί, (γλώσσαν, την οποίαν μετά πόθου οι Αρμένιοι προτιμούν).
— C’ est que σαν εφύγατένε αγ’ το σκριτοριο σήμερα, ήρθενε μεζιλίκι αγ’ του Αρναούτπασά να σας παρακαλέση να μη πουλήσετε ακόμη το μπριλλαντένιο του κουτί, γιατί ένας κουγιουμτζής του Βεζεστενί του προσφέρει σήμερα μια πολύ μεγαλειτέρα ποσότης.
— Σαχή ! και εγώ το διεπραγματεύθην ήδη με την Φατιμένσουλτάναν ! εκραξεν ο τραπεζίτης, κτυπών τον πόδα του.
— L’ affaire est un peu troublee, είπεν ο Λουιγγιος.
— Vu savez que faire? Μοσχιού Καστέλη, να πηδήσης μίαν στιγμήν εις της εξοχότητος του το κονάκι, και να διηγηθής το περιστατικόν.
— Tres bien, moussiou.
— Άκουσον, μουσχιού Λουή, ειπέ του en passant, ότι εσκόπευα αύριον το πρωί αυτοπροσώπως να υπάγω προς επίσκεψίν του δια να τω προσφέρω μίαν ωραιοτάτην δούλην, την οποίαν σήμερον εις το Γεσούρ-παζάρ ηγόρασα δι’αυτον.
— Tres bien, και πάλιν είπεν ο κύριος Λουίγγιος, και εδαφιαίως χαιρετίσας την συναναστροφήν εξήλθε.
— Είναι ο επιστήθος του Χουρσίτ-πασά, βεζύρου της Ηπείρου και του Μωρέως, απήντησεν ο Μπερίκογλους· εστάλη από Ιωάννινα, συνοδεύων τους θησαυρούς του επικαταράτου Αλή Τεπελελή· έχει διαμαντικά αναρίθμητα· νομίζω όμως, εμφαντικώς προσέθεσεν, ότι είναι εις εξ εκείνων, οίτινες εδεκάτισαν ολίγον τους θησαυρούς τούτους.
— Είναι πολύ γέρων ; ηρώτησεν έτερος.
— Όχι· σαραντατεσσάρων, σαρανταπέντε ετων, μικροκαμωμένος, ολίγον καμπούρης μάλιστα, πλην είναι πολύ πλούσιος, και ομιλεί τρεις τέσσαρας γλώσσας.
— Είναι τωόντι θαύμα, πλην τας ομιλεί, είπεν ο τραπεζίτης.
Την συνδιάλεξιν ταύτην διέκοψεν ο Χατζή Μουσάς, φέρων προς τον τραπεζίτην την Ανδρονίκην.
— Ωχ ! Ωχ ! ας ίδωμεν και την γκιουζέλ Καδινέ τώρα, έκραξεν εις.
Ο χατζή Μουσάς την είχεν ενδύσει όπωσουν κοσμίως και καθαρώς· επειδή δε από της αγοράς την θέσιν μετέβαινε τώρα εις την ανωτέραν εκείνην, δούλης ενός κονακίου, εκάλυψε το πρόσωπόν της δια πέπλου (γιασμάκ), και ενέδυσεν αυτην δια σαλβαρίων και τουρκικής, ούτως ειπείν, εσθήτος (φερετζέ).
Ότε ωδηγήθη εις τον θάλαμον εκείνον, ο ίδιος Μπερίκογλους την απεκάλυψε, και πανυγυρικώτατα ηρώτησε τους παρακαθημένους, αν δεν είναι διπλού αργυρίου αξία, του ότι επλήρωσε προς τον χατζή Μουσάν.
Όλοι τωόντι αφιλονεικητί εύρισκον την δούλην εκείνην ωραιοτάτην, και τινες έκαμον την παρατήρησιν, ότι ήτο τρέλλα να την δώσει εις τον πασάν και να μη την κρατήση δια τον εαυτό του.
— Γυναίκας, όσας θέλεις σήμερον, είπε ο Μπερίκογλους μετ’ αξιοπεριέργου αδιαφορίας· κάμετε έναν περίπατον εις το Γεσούπαζάρ δια να ιδήτε πόσαι ως αυτή πωλούνται· η επαναστασις αυτή επλημμύρησε τας αγοράς ταύτας, και ποίαν ν’ απορρίψη· έπειτα έχω σχεδια τινα, και θέλω να υποχρεώσω τον πασάν τούτον· διότι τώρα είναι περίστασις και χρήματα να κερδίση τις, και του ιδίου σουλτάνου τραπεζίτης να γίνη.
— Εκαστος έχει οτυς λόγους του, είπεν εις άλλος, πλην το κατ’ εμέ δι’ όλον τον κόσμον δεν έδιδον την νέαν ταύτην.
Η Ανδρονίκη απαθώς ήκουεν· οι οφθαλμοί και τα ωτά της είχον συνειθίσει εις πολλά άρρητα κατά το βραχύ τούτο διαστημα.
Απεκρίθη εις τινας ερωτηςεις, τας οποίας τη απέτεινον, με αξιοπρέπειαν, ήτις εμαρτύρει ότι δεν εγεννήθη δούλη, και εκράτησε πάλιν την σιωπήν και το σοβαρόν της εις προπέτης, όστις εζήτησεν ασχημόνως να την αστειευθή.
Ο χατζή Μουσάς πληρωθείς ανεχώρησεν· η αγορασθείσα δούλη μετεφέρθη εις ιδιαίτερον δωμάτιον, και η συντροφιά παρεδόθη μετ’ ολίγον εις το χαρτοπαίγνιον.
Μετά μίαν ώραν ο Λουίγγιος Καστέλης επέστρεψε και ειδοποίησεν ότι ο Αρναούτ-πασάς ωργίσθη πολύ δια την πώλησιν του αδαμαντίνου κιβωτίου του, και επεθυμεί αμέσως να ιδή τον Μπερίκογλου.
Το περιστατικόν ετάραξε την συναναστροφήν· μια κεφαλή ως γογγύλιον εκόπτετο εις Κωνσταντινούπολιν. Ο Μπερίκογλους όμως με πολύ φλέγμα εξηκολούθησε το παιγνίδιον ολίγην έτι ώραν· αποπέμψας δε τον αρχιταμίαν αυτού εις τα ίδια, ηγέρθη.
— Εμπρός, εμπρός, το παιγνίδιόν σας έως να επιστρέψω, είπε· δεν θ’ αργήσω...μην εμποδίζεσθε.
Και στολίσας με ότι πλούσιον είχε την Αρκάδα, επεβιβάσθη μετ’ αυτης επί του τετρασκάλμου κέλητος του, και διευθύνθη προς τον Αρναούτ-πασάν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ’

Ο ΑΡΝΑΟΥΤ – ΠΑΣΑΣ ΚΑΙ Η ΔΟΥΛΗ

Ότε η Ανδρονίκη επεβιβάσθη εις την λέμβον του Αρμενίου δεν ηδυνήθη να μη χύση θερμά δάκυρα, αναλογιζομένη, ότι από χριστιανού χείρας μεταφέρεται εις Τούρκου· εδεήθη θερμώς του δεσπότου της να μη την δώση προς τον πασάν, υποσχόμενη προς τούτον πλούτη, αν ολίγας ημέρας έτι την εκράτει εις τον οίκον του· αλλά τις την ήκουν ! ο Αρμένιος, τοκογλύφος περιώνυμος, δεν έδιδε προσοχήν εις τα λεγόμενα της, δια λόγους τους οποίους αμέσως θέλομεν μάθει· η Ανδρονίκη δεν ηγνοεί, ότι, αν έρριπτε τους αδάμαντας της εις τους πόδας του, ήθελεν ίσως τον μαλάξει προς ώραν, πλην ήθελε στερηθή άπαξ του μέσου της αποδράσεως της, και τοτε η δουλεία ήθελε την καταδικάσει δια βίου. Άλλως τε χριστιανός, όστις, εις την του οίκτου εκείνην εποχήν, παρέδιδε τοσον ανηλεώς και ακάμπτως μίαν δυστυχή χριστιανήν προς τον μουσουλμανισμόν, ήτο χείρων και αυτών των Τούρκων.
Και πάλιν ύψωσε λοιπόν προς το αένναον αυτης καταφύγιον, την θείαν πρόνοιαν, τας ελπίδας της, και εσιώπησεν αγογγύστως.
Η λέμβος επλησίασε μετά ημισείας ώρας διάπλους εις το κατά την απέναντι όχθην του Βοσπόρου χωρίον Μπεγλέρμπει όπου εκείτο το θερινόν μέγαρον του περιφήμου βεζύρου της Πελοποννήσου Χουρσίτ, εν ω κατώκει ήδη ο Αρναούτ-πασάς.
Ο Αρμένιος εισήλθε μετά της Ανδρονίκης εις το μεγαλοπρεπές τούτο παλάτιον.
Ό,τι πλούσιον, καταπληκτικόν και τρυφηλότατον, μετά τα σεράια αυτοκράτορας, υπήρχεν εις τον κόσμον, ενταύθα ευρίσκετο κατά δεύτερο λόγον.
Εισήλθεν εις το δωμάτιον του πασά μόνος, αφήσας υπό την επαγρύπνησιν των δούλων του την Ανδρονίκην· προσεκύνησε δε τούτον, δι’ εδαφιαίου τεμενά.
Ο πασάς εκάθητο επί ανακλίντρου πτιλωτού, καπνίζων αργυροκρυστάλλινον και πολυμήκη ναργελέ, και ακουμβών τα νώτα εις την γωνίαν δύο χρυσών και κοσυμβωτών προσκεφαλαίων.
Η Φατιμέ-σουλτάνα έχει το αδαμάντινόν μου κιβώτιον ; ηρώτησε.
— Μάλιστα, εφέντημ.
— Και τι προσφέρει ;
— Εκατον πεντήκοντα χιλιάδας γρόσια.
— Γραικός τις του Βεζεστενίου με προσφέρει διακοσίας πεντήκοντα χιλιάδας εκ μέρους του σεραϊου, ώστε, βλέπεις, η διαφορά είναι μεγίστη· αύριον δε το πρωί θα έλθη να του το παραδώσω.
— Περίεργον, εφέντημ ! εγώ τοιάυτην τιμήν δεν εύρον· η Φατιμέ-σουλτάνα μ’ έδωκεν εκατον πεντήκοντα χιλιάδας γρόσια, την τιμήν δηλαδή την οποίαν μ’ εζητήσατε· εγω δε εκλεισα μαζή της, και αύριον το πρωί θα με μετρήση τα χρήματα.
— Έκλεισες ; έπραξες κακά προτού με ειδοποιήσης, είπεν οξυθύμως ο πασάς· θα με πληρώσης την διαφοράν· από σε απαιτώ τας λοιπάς εκατόν χιλιάδας γρόσια, κυρ Μπερίκογλου.
— Εις τας διαταγάς σας, εφέντημ· όχι εκατον χιλιάδας, αλλά εν εκατομμύριον, αν θέλετε· ακόμη δεν μ’ εγνωρίσατε· εγω δεν εργάζομαι δια τα χρήματα, διότι έχω εκατομμύρια· εργάζομαι δια την δόξαν· η τιμή, ότι είμαι τραπεζίτης σας, με αρκεί.
— Κάθησαι, κυρ Μπερίκογλου, κάθησαι, είπεν ο πασάς, δεικνύων θέσιν επι του ανακλίντρου του, και σταθμίζων του τραπεζίτου την ειλικρίνειαν δι’ ενός ζεύγους ομμάτων λίαν σπινθηροβόλου.
Περιττόν να κρύψωμεν από τον αναγνώστην πορρώτερα ότι ο Αρναούτ-πασάς ήτο ο καταχθόνιος Βάρθακας, ο καφταντζής δηλαδή του Χουρσίτου.
Είχε προβιβασθή υπό του απομωραμένου βεζύρου του Μωρέως εις τον βαθμόν του πασά με μια ιππουρίδα (τουγιού), και διωρίσθη επίσης να συνοδεύση τα πλούτη και τους θησαυρούς του Αλή-πασά εξ Ιωαννίνων εις Κωνσταντινούπολιν. Πάντα ταύτα ενηργήθησαν υπό τούτου, καθότι ελευθερωθεισών των γυναικών του βεζύρου, εφοβείτο μήπως εις την επιστροφήν των φωραθή δια την κλοπή των αδαμάντων των.
Εννοεί ήδη ο αναγνωςτης διατί ο τραπεζίτης τοσούτον τον εκολάκευεν. Εντοσούτω ο Βάρθακας εζήτει ένα Αρμενίον ως τον Μπερίκογλου, και ο Μπερίκογλους ένα διεφθαρμένον χριστιανόν ως τον Βάρθακα, δια να συμφωνήσωσι τίνι τρόπω να καταβροχθίσωσι τους θησαυρούς τούτους, και αποδώσωσι την κλοπήν εις τον γέροντα και εκχαυνωθέντα της Πελοποννήσου βεζύρην.
Εξηγήσεις τινές έλαβον χώραν την εσπέραν εκείνην, και έμειναν σύμφωνοι την επαύριον να συνδιαλεχθώσιν εκτενέστερον.
Ο τραπεζίτης ηγέρθη ν’ αναχωρήση.
— Αλήθεια, εξοχώτατε, ελησμόνησα· έλαβον το θάρρος να σας φέρω μιαν ωραίαν δούλην, την οποίαν από το Γεσούρπαζάρ ηγόρασα.
— Σ’ ευχαριστώ, κύριε Μπερίκογλου, είναι ότι ήλθον εις Κωνσταντινούπολιν και δεν εσχημάτισα εισέι το χαρέμι μου. Είσαι ο πρώτος όστις μ’ ενεθυμήθης και εις τούτο.
— Και είναι μία, ήτις ήρεσεν εις όλους, εφέντημ.
— Όχι δα... Είναι Γεωργιάνα ή Κιρκασίνα ;
— Είναι χριστιανή από την Χίον... μα καλλιτέρα και γεωργιάνης και Κιρκασίνης· έχει και καλήν ανατροφήν... είναι από τα πρώτα σπήτια...ανετράφη εις Βενετίαν.
— Εις Βενετίαν ; ... Που την έχεις ;
— Σας την έφερα εδώ· είναι έξω εις τον αντιθάλαμον.
— Φέρε την...φέρε την λοιπόν μέσα να την ίδωμεν, είπεν ο Βάρθακας ορθωθεί.
Η Ανδρονίκη προσεφέρθη. Ο δε τραπεζίτης μαλακως βαδίζας από τα όπισθεν απέσπσεν από το προςωπον τον πέπλο της.
— Α α α!!! ... τι!!! εξεφώνησεν ο ανόσιος καθηγητης.
— Θεέ μου!!! Εμουρμούρισεν η θυγατήρ του δημογέροντος, και οι βραχίονές της, ως νεκροί, έπεσαν επί των γονατων της.
— Γνωρίζεσθε, βλέπω, εξοχώτατε!!! Παράδοξος σύμπτωσις!
— Αύριον λοιπόν, τελειόνομεν την ομιλίαν μας, κύριε Μπερίκογλου· αύριον ελθέ εις τας δώδεκα ώρας ακριβως να συγγευματίσωμεν και να ομιλήσωμεν εκτενέστερα... Σ’ ευχαριστώ απείρως δια το δώρον σου· ωραιότερον και τιμαλφέστερον δεν ηδύνασο να με κάμης.
Και χωρίς να δώση καν καιρόν προς τον τραπεζίτη ν’ αναπνεύση, κρατων αυτον από τους βραχίονος, τον συνώδευσε μέχρι της θύρας.
— Συ, Ανδρονίκη μου, επωλήθης ως δούλη εις την αγοράν των δούλων ; είπε μετά ταύτα επιστρέφων προς ταύτην και σταυρόνων τας χείρας εις το στήθος του.
— Ας ήσαι καλά· αφ’ ης ημέρας εκάη η οικία μας και εσφάγη ο αδελφός μου και ο πατήρ μου, μιας ώρας ανάπαυσιν δεν εύρον πλέον εις τον κόσμον τούτον. Ελυτρώθην εκ του ενός κινδύνου δια να περιπέσω εις τον χειρότερον.
— Αφ’ ης ημέρας εκάη η οικία σου και εσφάγη ο πατήρ σου φευ! Η συνείδησίς μου δεν εύρε μιας ώρας αναπαυσιν, φιλτάτη μου! Μολονότη η τύχη δεν άφησε δώρον της με το οποίον να μη με ράνη και μολονότι είχον την ευτυχίαν να προσφέρω κάθε παραμυθίαν, ή κάλλιον είπειν, εκδουλεύσεις τινας προς τον θνήσκοντα Θρασύβουλόν σου, μ’ όλον...
— Τον θνήσκοντα Θρασύνουλόν μου ! ομιλεί, ομιλεί, διδάσκαλε...τι έγεινεν ο Θρασύβουλος ; με παραφοράν ηρώτησε η δυστυχής.
— Κάλει με, ναι, αγαπητή μου, κάλει με διδάσκαλον και όχι πασάν και εγώ θα σε ονομάζω πάντοτε ποθητήν μου μαθήτριαν. Ταύτα είναι δυο επίθετα τα οπία χύνουν θέλγητρα και πολυτίμους ενθυμήσεις εις την καρδια μου.
— Λέγε, δι’ όνομα του Υψίστου ! κυρ Βάρθακα, αν έλης να μη χάσω τας φρένας. Λέγε μιαν ώραν ταχύτερα· τι έγεινεν ο Θρασύβουλός μου ;
— Απέθανεν ! ... ειπεν ο καθηγητής, καλύπτων θλιβερώς με την παλάμην τους οφθαλμούς του.
— Απέθανεν ! ... Α... είπε με την αλήθειαν...απέθανε !
— Πικρά αλήθεια ! ιδού το δακτυλίδιόν του, το οποίον χιλιάκις ησπάσθη πριν εκπνεύση... με το ανεπιστεύθη να σε το παραδώσω.
— Απέθανε !...δράττουσα τούτο σπασωμως πάλιν εξεφώνησεν... Είναι το ίδιον του αρραβώνος... Παναγία μου ! ... Απέθανεν ; ω ! απέθανεν ! έκραξε· και ορμητικως πεσούσα εις τα δύο αυτης γόνατα, με λυγμούς σπαραξικαρδίους ήρχισε να σύρη τας τρίχας της κεφαλής της.
Ο ψευδοτούρκος εφαίνετο και αυτος συμμεριζόμενος τας λυπηράς στιγμάς της. Ίστατο περιαλγής· έφερε εις τους οφθαλμούς του το ρινόμακτρον.
Ελησμόνησε την θέσιν της· ελησμόνησεν εις ποίου θηρίου την φωλεά ήτο η δυστυχής Ανδρονίκη, και μετ’ ολίγον ήρχισε να ζητή λεπτομερείας περί του θανατου του μνηστήρος της.
— Επληγώθη εις το Δραγατζάνι, εις το οποίον ω; Ήρως επολέμησεν. Επληγώθη, λέγω, και ομού με δεκαπέντε άλλους ιερολοχίτας ηχμαλωτίσθη. Οι Τούρκοι ήθελον όλους τους αποκεφαλίσει, αν κατ’ ευτυχίαν δεν ευρισκόμην εγώ εκεί τότε. Τους διέσωσα από την σκληράν καταδίκην, παρέλαβον εις την οικίαν μου τον Θρασύβουλον, και προσεπάθησα με κάθε μέσον και ανάπαυσιν να του δώσω αναρρωσιν· φευ! δυσφόρητος δυστυχία ! η σφαίρα είχεν εμμείνει εις το στήθος, και η πληγή απέβη ανίατος. Και ο ίδιος διώρα τον θάνατον, και κλαίων, σε μόνην, Ανδρονίκη... την χαρίεσσαν Ανδρονίκην έκραζε. Μ’ εδιηγήθη τον εις τα μαύρα της Στυγός ύδατα όρκον σας· και δίδων μοι το δακτυλίδιον, με αγωνίαν επρόφερε την υστέραν αυτού βουλήν.
«Παράδοσέ το προς την αξιέραστον μου φίλην· είπε προς ταύτην, ότι μέχρι τέρματος του βίου την ελάτρευσα· τώρα είναι ελευθέρα. Μη λησμονήσης δε να την γνωστοποιήσης έτι, ότι συ μ’ εκλεισας τους οφθαλμούς, και...
— Εγνώριζε τα συμβάντα μου ; ... εγνώριζε τον θάνατον του πατρός μου ; ... είχε λάβει καμμίαν των επιστολών τας οποίας του έπεμψα; ... διέκοψεν αυτή.
Δεν εγνώριζε τίποτε· και εννοείς, αγαπητή μου, ότι εγώ δεν ήμην τοσον ανόητος να τω διηγηθώ τι ηκολούθησεν εις τον πύργον. Μία τοιάυτη διήγησις, εκτος του ότι ήτο ανωφελής, ήθελε με αμαυρώσει, και ήθελεν επισπεύσει τον θάνατον του... εγώ περιωρίσθην να τω είπω μόνον, ότι ανεχώρησα από τον πύργον εις το στρατοπεδον των Πατρών δια να συμμερισθώ τον ελληνικόν αγώνα και ότι ηχμαλωτίσθην από τους Τούρκους. Του προσέθεσα μάλιστα και την τρανήν αλήθειαν, ότι επιδυλάττομαι εις πρώτης ευκαιρίαν πάλιν να επιστρέψω εις τας αγκάλας της αγίας θρησκείας και του έθνους μου.
Είχε τας παλάμας εις το πρόσωπον και έκλαιεν η δυστυχής Ανδρονίκη. Ο όρκος της Στυγός, τον οποίον δεν εγνώριζεν άλλος ειμή αύτη και ο Θρασύβουλος, και το δακτυλίδιόν του, την εκαμαν να μην αμφιβάλλη, ότι έφυγε πλέον εκ του κόσμου τούτου η ερωτική ψυχή του.
— Άκουσε, Ανδρονίκη, πλησιάζων και λαμβάνων την χείρα της εις τας μιαιφόνους ιδικάς του, είπεν ο Βάρθακας. Ας λησμονήσωμεν το παρελθόν· είναι ολέθριον δι’ αμφοτέρους μας. Και σ’ έβλαψα και μ’ έβλαψες· η προς τον Ανδρέαν Λόντον εκείνη επιστολή σου εις Πάτρας ολίγον έλειψε να με δώση τον θάνατον· η επιστολή σου εκείνη μ’ εβίασε να λειποτακτήσω προς τους Τούρκους, και εκτοτε με τούτους να μείνω. Ας το λησμονήσωμεν λοιπόν το παρελθόν· αι στιγμαί σου τώρα είναι ιεραί· είναι στιγμαί αληθούς πένθους και δακρύων, και εγώ ως άνθρωπος λογικός τας σέβομαι... εκ καρδίας σε συλλυπούμαι. Μη φαντασθής διόλου, ότι εις το παλάτιον τούτο ειςαι δούλη· τουναντίον ειςαι κυρία·τα δωμάτια όλα, αι θεραπαινίδες όλαι, ότι ευρίσκεται εδώ είναι υπό τας διαταγάς σου· και σε ορκίζομαι εις ότι έχω ιερόν, ότι πώποτε δεν θέλω τολμήσει να έλθω μέχριν της κατοικίας σου αν πρώτον δε λάβω την άδειάν σου, αν δεν έχω την εγκάρδιον συγκατάθεσίν σου. Τουλάχιστον, αγαπητή μου Ανδρονίκη, δος μοι την ευκαιρίαν να σε κάμω να λησμονήσης ολίγον τι ό,τι κακόν σ’εκαμα· πιστεύω ότι ο Κύριος, ίλεως των σπαραγμών της συνειδήσεως μου, σ’ εφανέρωσεν ενώπιόν μου κατά την δυσχερή σου ταύτην θέσιν... Πιστευσόν μοι, Ανδρονίκη ! βάσανον ολεθριώτερον εις τον κόσμον δεν είναι από τους ελέγχους.
Και ο Βάρθακας, φέρων το μανδύλιον εις τους οφθαλμούς και ψευδοπνίγων του λάρυγγός του τους φθόγγους, επαρουσίαζεν εντεχνέστατα την θεατρικήν υποκρισίαν.
Σιγή και κατήφεια εξ αμφοτέρων των μερών διήρκεσεν αρκετην ώραν. Τέλος η Ανδρονίκη, δια τον τρόπον με τον οποίον την μεταχειρίζετο.
Μετ’ ολίγα λεπτά ο Αρναούτπασάς τη έδωκε το ωραιότερον μέρος του παλατίου του, αρκετας θερπαινίδας, μιαν καλήν βιβλιοθήκην και ότι πολυδάπανον και αβρόν η οθωμανική τρυφηλότης εχορηγεί.
Έθεσεν εν τούτοις και τέσσας μαύρους Άργους, εξ εκείνων τους οποίους οι Τούρκοι ονομάζουν ευνούχους, δια να την παραφυλάττουν μήπως ήθελε να δραπετεύσει.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ’

ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΤΟ ΚΟΥΠΙ

Οδηγούμεν τον αναγνώστην εις την πόλιν του Φαναρίου, ούχι μακράν του πατριαρχείου, εις του οποίου την θύραν είδομεν τον απαγχονισμόν του πατριάρχου Γρηγορίου.
Η οικία εις ην τον οδηγούμεν είναι μικρά, ολίγον απέχουσα του παραθαλασσίου, πλην στιλπνή εκ της καθαριότητος· περικλείει δε πολυάριθμον οικογένειαν, συνισταμένην εκ πατρός, μητρός, πέντε θυγατέρων και τριών υιών.
Η οικογένεια αυτή είναι η του Λαμπίκη, του πορθμέως εκείνου, προς ον ο πατριάρχης Γρηγόριος έδωκε την αδαμάντινον του σουλτάνου ταμβακοθήκην, και όστις τοσον συνέδραμεν εις την ανεύρεσιν του αγίου αυτού λειψάνου.
Δεν ήτο δε πλέον πορθμεύς, αλλ’ αδαμαντοπώλης, τέχνην, ην εκ παιδικής ηλικίας εγνώριζε, διότι ο πατήρ του μετήρχετο αυτην.
Αλλ’ οι Τούρκοι, οίτινες τοτε άφιναν τους χριστιανούς να πλουτώσι πρότερον και έπειτα ν’ αποκεφαλίζωσιν αυτους, σφετεριζόμενοι την περιουσίαν των, είχον αποκεφαλίσει και τον δυστυχή πατέρα του Λαμπίκη· ο δε υιός, ένεκα της εσχάτης πενίας, κατήντησε πορθμεύς.
Το κατά των Τούρκων μισός του ήτο αδιάλλακτον, πλην είχε μεγάλην επιτηδειότητα να υποκρύπτη τούτο.
Μετά τον θάνατον του πατριάρχου ανέλυσε την αδαμάντινον ταμβακοθήκην, κατασκευάσας μετά πολλής χάριτος δακτυλίδια, πόρπας, ενώτια, κτλ. Δια δε των χρημάτων, άπερ έδωκεν αυτώ ο Θρασύβουλος, ηγόρασε διαφόρους άλλους στολισμούς, και προσερχόμενος μετά της συζύγου του εις τους γυναικωνίτας του σουλτάνου και των μεγάλων πασάδων, επώλει προς τας οδαλίσκας αυτά εις υψηλάς τιμάς· φύσει δε γλυκύς και αστείος ανήρ εκέρδισε την εμπιστοσύνην των, και συντομως αυτάι τω έδιδον αδάμαντας, άλλοτε μεν δια να τους μεταπωλήση, άλλοτε δε δια να τους μεταποιήση εις άλλο δεσιμον, ή μορφήν του συρμού.
Φαίνεται ότι η ευχή του μάκαρος Γρηγορίου «Κύριος κατευοδώσει σε εις πλούτη,» ην τω έδωκεν ότε ενεχείρισεν αυτώ την ταμπβακοθήκην, εισηκούσθη· ο Λαμπίκης, ούτινος ο πατήρ άλλοτε εστάθη τοσούτον περιώνυμος, έγεινε νυν ουχί μόνον γνωστος, δια την τέχνην και τιμιότητά του, εις όλα τα σεράικα της εν τη πρωτευούση οθωμανικής αριστοκρατίας, αλλά και εις αυτας τας αγοράς της Κωνσταντινουπόλεως· ώστε ο έχων αδάμαντας να πωλήση ή επεξεργασθή προς τούτον απευθύνετο.
Ότε ο Βάρθακας, τα νυν Αρναούτ-πασάς, ηθέλησε να εκποιήση το αδαμάντινον κιβώτιον, όπερ εκ του χαρεμίου της Τριπόλεως έκλεψε, το έδωκε προς τον τραπεζίτην του Μπερίκογλουν, και ούτος προς τον Λαμπίκην· ο δε Λαμπίκης εύρε διακοσίων πεντήκοντα χιλιάδων γροσίων προσφοράν υπό μιας των σουλτάνων. Ο τραπεζίτης όμως, αφού έμαθε τον αγοραστην, εζήτει απ’ ευθείας ο ίδιος να το πωλήση, και δια να κερδίση την μεσιτείαν, και δια να δώσει μόνον εκατον πεντήκοντα χιλιάδας προς τον Βάρθακα.
Εννοήσας τούτο ο Λαμπίκης διευθύνθη αυτοπροσώπως προς τον Αρναούτ-πασάν· ούτος όμως δεν ηδύνατο να τον διορίση να εκτελέση την πώλησιν, διότι, ως γνωρίζομεν, εμβήκεν εις άλλης φύσεως εξηγήσεις, με τον Μπερίκογλουν· τω έδωκεν εντούτοις πολλούς άλλους αδάμαντας, όπως του κατασκευάση εν πολυτιμότατον περιδεραιον, όπερ εσκόπευε να δωρήση προς την Ανδρονίκην.
Ο Λαμπίκης υπηρέτησεν αυτον μετ’ ακραιφνούς τιμότητος, ώστε και είσοδον εις το παλάτιόν του είχεν ελευθέραν, και πλούτη εις βραχύτατον διαστημα εθησαύρισεν.
Εισερχόμεθα εις την οικίαν του αδαμαντοπώλου ένα μήνα μετά την εσπέραν, καθ’ ην η Ανδρονίκη έπεσεν εις χείρας του καταχθονίου αυτης διδασκάλου.
Το δείπνον ήτο επί της τραπέζης, και περέμενον τον αδαμαντοπώλην ίνα δειπνήσωσιν.
Αι θυγατέρες κατεγίνοντο ζυγίζουσαι και διαχωρίζουσαι ψιχία τινα αδαμάντων, οι δε υιοί στιλπνόντες και ψαλιδίζοντες χρυσούς κρίκους και συναρθρωςεις του ειρημένου περιδεραίου.
Τα ονόματα των τριών πρώτων κατά την ηλικίαν θυγατέρων ήσαν Σμαράγδα, Ταρσίτσα και Μαρόγκα· των δε υιών Μιχαλάκης και Βασιλάκης. Κανέν εξωτερικόν κάλλος δεν διεκρίνετο επί τούτων· η μονοτονία μάλιστα των γαλανών οφθαλμών όλης της οικογενείας, και το κρεμαστον των χειλέων, ως και το λεπτον της φωνής, δεν διέθετον καλως κατ’ αρχάς τον επισκεπτομενον· ότε όμως τους συνανεστρέφετο πλειότεορν απήντα ψυχάς αδόλους, διαβιούσας υπό την αληθή φόβον του Θεού και της θρησκείας, και ευφραινομένας εις της τιμιότητος την εξάσκησιν.
— Επιθυμούσα, νενέκα μου, να έρθη μια ώρα προτήτερα ο μπαμπάς, είπεν η Μαρόγκα· αυτή η μρωδια των κιοφτέδων ανοίγει τοσο την όρεξι.
— Είναι αλήθεια μια ώρα αργότερα του συνειθισμένου του απόψε· να δώση η Παναγία να μη του συνέβηκε τίποτα, προσέθεσεν η μήτηρ.
— Τι θα του συνέβηκε ; καλέ, καμμιά καινούργια δουλειά σε κανένα μακρινό σεράι θα έχη.
— Καταλαβαίνω γιατί άργησε, είπεν ο Βασιλάκης.
— Γιατί ;
— Γιατί σήμερα είναι η μέρα που θα θάψουν στης Σιλίβριας την πόρτα τα κεφάλια του Αλή-πασά και των υιών του.
— Καϋμένε ! ! .. και θαρρεις ο μπαμπάς έχασε τα μυαλά του για ν’ αφίκη τη δουλειά του και να τρέχη να καμαρώσει τα κεφάλια του Αλή-πασά και του Μουκτάρη ; είπεν η Σμαράγδα γελώσα.
— Καλά... γέλα... όλος ο κόσμος τρέχει να τα ιδή... οι Εγγλέζοι εδώκανε δεν ηξέρω πόσαις χιλιάδες λίρες για να τ’ αγοράσουν και να τα στείλουν στη Λόντρα, μα ο Σελιμάν-ντερβίσης, ο παλιός φίλος του Αλή, έδοσε και τον ύστερό του παρά για να τ’ αφήση· ο Αρναούτ-πασάς που επιστατεί να τα θάψουν, θα πήρε μαζή του και τον μπαμπά... καταλαβαίνεις τώρα, κοκκώνα ;
— Να ο μπαμπάς ! ... ακούω το περιπάτημά του,
— Αυτος είναι, είπεν η μήτρη, ορθουμένη και προσηλώνουσα τα ώτα.
Ο Λαμπίκης εισήλθε τωόντι, και εκβαλών το σαρίκιόν του εκάθησεν επί τινος σοφά, φυσήσας με φουσκωμένας παρειάς ένα εκτεταμένον αέρα αναπνοής· εφαίνετο δε όλως απηυδημένος και ολίγον σύννους.
— Κάτι άργησες, πουλάκι μου, είπεν η σύζυγός του μετά τρυφερότητος.
— Πες πως δε γίνονται θαύματα σταίς μέραις μας ! εμουρμούρισεν ο αδαμαντοπώλης κάμνων τον σταθρόν του και χωρίς να δώση προσοχήν εις την ερώτησιν της συζύγου του.
— Τι ; μπαμπά μου.
— Τίποτα... μου διαλέξατε ταις πέτραις που σας έδωκα ;
— Μάλιστα, είναι όλαις εις τάξι.
— Το περιλαίμιο πρέπει ναναι έτοιμο σε τρεις μέραις.
— Γιατί;
— Γιατί πρέπει να τελειώση... Τι άλλο μου είναι γραμμένο να ιδώ ακόμα σε τούτο τον κόσμο...
— Καλέ, μα τι έχεις, μπαμπά, παραλαλείς απόψε ; ηρώτησεν η Ταρσίτσα, λαμβάνουσα την χείρα του.
— Τίποτα, τίποτα, παιδάκι μου· ας δειπνήσωμεν.
— Πήτε μας, το ολιγώτερο, είναι καλό ή κακό ότι σας συμβήκε, είπεν ο Βασιλάκης.
— Δεν είναι καιρός ακόμα να μάθετε τίποτα, απήντησεν ο πατήρ.
— Παράξενος είστε, μπαμπά μου· όλα σας τα κρυφά στην αρχή μας τα φέρνετε με ένα βαθύ και μυστικό τρόπο, και σαν περάση μια ώρα και τυραννήσετε την περιέργειάν μας, τοτε μας ανοίγετε σαν το κρίνο τα φύλλα της καρδιας σας.
— Κυρ Βασιλάκη, να μην είσαι τοσο περίεργος, είπεν ο πατήρ· και τωόντι θα τυραννήσω ολίγον την περιέργειά σου... κύτταξε δω ! προσέθεσε μειδιών ευφροσύνως.
Εξέβαλε τότε εκ του κόλπου του εν μέγιστον αδαμάντινον δακτυλίδιον και μίαν τιμαλφόλιθον περόνην· αμφότερα ήσαν πολλών χιλιάδων γροσίων αξίας.
— Νενέκα μου ! ... τι ωραία πραμματάκια ! έκραξεν η Σμαράγδα.
— Τι φοβερό πριλάντι, εξεφώνησεν ο Βασιλάκης· τίνος είναι; καλέ.
— Είναι δικά μας, κυρ Βασιλάκη, είναι κτήμα μας.
— Δικά μας ! αυτά αξίζουν χιλιάδες ... ποιός σας τα έδοσε ;
— Μου τάδοσε εκείνος που μ’ έδοσε και τη ταπακιέρα, η οποία άλλαξε τη τύχη μας, και από καικτζίδες εγινήκαμε τζοβαερτζίδες, απήντησεν ο πατήρ μειδιών.
— Πως ! ο παναγιώτατος πατριάρχης ; ενεκραξεν ο υιός μετά θαυμασμού.
— Μάλιστα, ο πατριάρχης Γρηγόριος, είπεν ο Λαμπίκης ποιών μετ΄ευλαβείας και πάλιν το σημείον του σταυρού.
— Με τα σωστά σου το λες μπαμπά μου, ο μακαρίτης ο πατριάρχης !
— Ας καθήσωμεν στο δείπνο, παιδια, είπε και πάλιν ο πατήρ μεταθέτων εις τον κόλπον του αδάμαντας.
Ενθρονισθείς ο κυρ Λαμπίκης επί της πρωτοκαθεδρίας της τραπέζης, με μεγίστην όρεξιν ήρχισε να καταβροχθίζη το δείπνον εν τω μέσω σφοδράς χασωδίας των επτά αυτού τέκνων, φιλονεικούντων, αν τωόντι ο αποθανών πατριάρχης Γρηγόριος επανήλθεν εις την ζωήν και έδοσε τοιαύτα πολύτιμα πράγματα προς τον πατέρα των.
Η μήτηρ, ήτις εγνώριζε τον σύζυγόν της, εσιώπα και εφαίνετο αμέριμνος και απερίεργος· ήξευρεν ότι δια της σιωπής της ήθελε κερδίσει το μυστικόν ευκολώτερα, ή αν εμιμείτο τα τεκνα της.
— Μα τον είδατε με τα μάτια σας τον πατριάρχη ; τι σας οίπεν ; επηρώτησεν ο Βασιλάκης, όστις ουδε τεμάχιον άρτου είχε βάλει εις το στομα του, ζητων ακαταπαύστως να εισδύση εις του πατρός του το μυστήριον.
— Μου είπεν, απήντησεν ο πατήρ αποτεινόμενος προς τους δύο υιούς του, ότι μεθαύριο το βράδι να ετοιμαστήτε για ένα μεγάλο έργο... θ’ αφήσωμε τα διαμάντια και θα πιάσωμε πάλι τη παλιά μας τέχνη, το κουπί.
— Το κουπί ; ... τι λέτε, καλέ !
— Το κουπί, και πάλι το κουπί... Κυττάξετε καλά, μυστικότητα όσην ‘μπορείτε· να μη βγη λόγος από το σπήτι μέσα· ότι σας είπα απόψε, και ότι είδατε, να το θάψετε στη καρδια σας... εγώ τώρα πάω να κοιμηθώ, και αύριο θα περάσω όλη τη μέρα μαζή σας για να τελιώσωμε το χαρχάλι (περιδέραιον)... Καλήν νύκτα, παιδάκι μου είπε, και νεύσας της συζύγου του να τον ακολουθήση, διευθύνθη εις τον κοιτώνα του.
— Και πάλι το κουπί ! ... ύστερα από τοσα διαμαντικά να γενούμαι πάλι καικτζίδες για ένα εικοσαράκι ή για κανένα παλιόγροσο, είπεν ο Βασιλάκης.
— Αλήθεια ! τώρα όπου τα χέρια μας εξεσυνείθισαν, να πιάσωμε πάλι το κουπί ! είπε και ο πρωτότοκος σύννους.
— Κάτι άλλο θα εννοή ο μπαμπάς, παρετήρησε μία των θυγατέρων.
— Κάλλια πάω στο Μωριά και πιάνω το σπαθί παρά’ δω το κουπί, είπεν ο Βασιλάκης ανορθούμενος.
Διήλθον μέχρι του μεσονυκτίου εις ομιλίας, περιστρεφομένας εις το αν τωόντι ο πατριάρχης ήλθε και πάλιν εις τον κόσμον και έδοσε προς τον πατέρα τους πολύτιμους λίθους, και πως, αφού ούτος ήτο κάτοχος τοσούτου πλούτου, εζητεί να επανέλθωσιν εις την αρχαίαν και βάναυσον τέχνην των, το κουπί. Ότε δε η μήτηρ επέστρεψεν εις την αίθουσαν, όλα τα τεκνα εκρεμάσθησαν εις τον λαιμόν της, όπως της αφαρπάσωσι το μυστικόν. Αλλ’ αυτή ετήρησε βαθειάν εχεμύθειαν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε’

ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΤΟ ΚΟΥΠΙ

Οδηγήσας ο Βάρθακας την Ανδρονίκην εις τα δωμάτιά της, επέστρεψεν εις τα εαυτού παράφορος σχεδόν εκ της χαράς του. Επανεύρε την μαθήτριάν του πλείν ανεπτυγμένην ή ότε την απεχωρίσθη· ταπεινοτέραν ... τί λέγω ; εις την εξουσίαν του.
Εστάθη τοτε όρθιος απέναντι μεγάλου ποδήρους κατόπτρου του θαλάμου του, και θεωρών την μικράν του εικόνα, την μεγαλοπρεπή κανδύκην του, και το εκ λαχωρίου στρόφιόν του, ήρχισε να γελά εκ καρδίας και υψηλοφώντως, ανασπών τους ώμους με βίαν.
Βλέπων τις τούτον, ενόμιζεν ότι ευφραίνετο ως Άδωνις εις την μορφήν του. Τουναντίον όμως· ο Βάρθακας είχεν αρκετον νουν, πανούργον μεν πλην αρκετόν λέγω, δια να γνωρίση τον εαυτόν του· εγέλα μόνον δια της ειμαρμένης τα παιγνίδια.
Τον ύψωσεν αύτη εις πλούτη και εις βαθμούς, και δια συμπλήρωμα εις την ευδαιμονίαν του ρίπτει τώρα εις τους πόδας του εκείνην, δια την οποίαν διήλθε τας αυπνοτέρας και λίαν εναγωνίους νύκτας· εκείνην, ην ήρατο, εκείνην, ην εμίσει, ησχύνετο, εφοβείτο, και πάλιν τρισμυρίως επόθει.
Σοβαρότης στιγμιαία εντούτοις μετ’ ολίγον εκάλυψε τον άνομο καθηγητήν· τω εφάνη, ότι η μαθήτριά του, ως το δακτυλίδιον του Πολυκράτους, επαρουσιάσθη ενώπιόν του και ανήγγειλε το τέλος της ευτυχίας του.
Διήλθε νύκτα ύπνου νευρικού και τεταραγμένου συν μακροίς ενυπνίοις.
Την δ’ επαύριον, ότε ο τραπεζίτης του επέστρεψε, δεν έλειψε να τω ζητησει πληροφορίας πόθεν είχεν αγοράσει την δούλην εκείνην. Ηναγκάσθη να είπη τοτε ούτος την αλήθεια· ότι την ηγόρασεν από τον χατζή Μουσάν.
Τέσσαρας ημέρας κατά σειράν δεν την επεσκέφθη· έπραξε δε τούτο επί σκοπώ να εμπνεύση προς αυτήν εμπιστοσύνην. Ήτο εις την εξουσίαν του· βραδέως και ασφαλως λοιπόν, κωλύων αυτην πάσης μετά του λοιπού κόσμου συγκοινωνίας, και διώκων την μελαγχολικήν καρδίαν της εις της μοναξιάς την αηδίαν, ήλπιζε να την κερδίση ούτως.
Εις τους διαβολικούς και δολοπλόκους τούτους λογισμούς βοσκόμενος, ησθάνετο αγρίαν τοτε την ευχαρίστησιν, ότι έπνιξε τον Θρασύβουλον και απηλλάγη τοιούτου ισχυρού αντεραστού.



Εκτενέστερο απόσπασμα του παραπάνω έργου θα είναι διαθέσιμο στις ιστοσελίδες του ΠΟΘΕΓ αμέσως μετά την ολοκλήρωση της νομικής διαδικασίας εκχώρησης στο ΙΕΛ των σχετικών δικαιωμάτων χρήσης από τους κατόχους των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί του συγκεκριμένου έργου.

Literary Criticism