Kotzias Alexandros
 
 
Poliorkia, Maison d'édition Kedros 1986, Pg.9-91, Première Publication:1953
 
 
1

Βγήκανε πάλι οι νοικοκυράδες και σφουγγίζαν απ' τους τοίχους τα μεγάλα κόκκινα γράμματα. Πέρασε η βούρτσα με τον ασβέστη πάνωθε, μα σε πολλές ακόμη μεριές ξανοίγουν καθαρά οι επιγραφές. Μάλιστα τ' όνομά του, δω και κει, διαβάζεται μ' ευκολία. Τέσσερις νύχτες τώρα, τα παχειά ψηφιά σχηματίζουνε μονότονα το απαίσιο μήνυμα. Κάθε που σφαλάει τα μάτια, οι λέξεις χορεύουνε μπροστά του σαν πυρκαγιά: Θάνατος στον προδότη Παπαθανάση. Και χτες το βράδυ του κάμανε την πρώτη απόπειρα. Δωδά, όξω απ' τό σπίτι του, τον παραφυλάξαν και του ρίξανε καθώς γυρνούσε ολομόναχος.
Άδικα τους παραμόνεψε ύστερα όλη νύχτα, λουφαγμένος πίσω από το παντζούρι. Μετά τα μεσάνυχτα το φεγγάρι αψήλωσε πάνω από τις στέγες και στην ασημένια του παγωνιά, αγνάντευε ως πέρα, ίσαμε που γυρνάει το σοκάκι. Η κυκλοφορία είχε πια σταματήσει και μες στη νέκρα αφουγκραζότανε κάθε ανάδεμα. Οι γυαλιστερές σιλουέτες των γάτων και τα σκουπίδια που θρόϊζαν με το βοριαδάκι στα ρείθρα, τον κάμανε κάθε τόσο ν' ανασκιρτάει. Κοντά του έσφιγγε το μεγάλο του σαρανταπεντάρι...
Του κάκου το ξενύχτι κ' η αγωνία. Δεν πήρε χαμπάρι τίποτα... Κ' έπειτα, οι τοίχοι ξημερώσανε πάλι μπογιατισμένοι. Όχι, φυσικά, στο δικό του το δρόμο πια, μα κομμάτι πιο πέρα, σ' όλα τα τριγύρω στενά, ως τη Λεωφόρο, τα φλογισμένα συνθήματα σταλάζαν αίμα και επανάσταση.
Χαράματα ακόμα, πήρε σβάρνα τα σπίτια και βρόνταγε, έδινε κλωτσιές στα πορτόφυλλα και κράδαινε το πιστόλι στους αγουροξυπνημένους που ξετρυπώνανε πανικόβλητοι. Η προσταγή του δε σήκωνε δεύτερο λόγο... Ουαί και αλίμονο, σ' οποιανού τον τοίχο έβλεπε κατιτίς, σα θα κατηφόριζε σε μιαν ώρα.
Αλαφιασμένες οι γυναίκες, με τις,νυχτικές τους, αναμαλλιάρες, χυθήκανε και γδέρναν με τα νύχια τους τα ντουβάρια. Και ποιό τ' όφελος; Τ' απομεσήμερο του γίνηκε και δεύτερη επίθεση. Θαύμα πώς γλύτωσε!
Τούτοι οι χτεσινοί είτανε δυο, κοντά στις δέκα το βράδυ. Μέσα στη μαύρη νύχτα, αντίκρυσε άξαφνα τις σκιές να ξεκόβουν καταπάνω του σβέλτα. Βρισκότανε πια μπρος στην πόρτα του όταν τον προσπεράσαν. Δυο βήματα παρέκει, γυρίσαν απότομα και του ρίξανε. Είχε κιόλας σκύψει και τους σφεντόναγε ένα κοτρώνι. Τους κυνήγησε στα ερημοσόκακα και κείνοι, φωτισμένοι από τις αναπάντεχες αστραπές, πηδούσανε σα λαγοί, ώσπου χαθήκανε στο σκοτάδι. Όλη η γειτονιά σηκώθηκε στο πόδι απ' το πιστολίδι.
Το μόνο που τον φύλαξε ίσως χτες βράδυ είταν η κακιά προδιάθεση. Τώρα τελευταία τον είχε κυριέψει - μιαν επίμονη ακεφιά, διάχυτη κι ανεξήγητη, χωρίς αφορμή ξεκάθαρη. Κι ο ίδιος δεν ξέρει πώς, μα καθώς περνούσανε πλάι του, είτανε σίγουρος πως εκείνοι οι δυο θα τόνε χτυπήσουν. Σα μια φωνή να τον έσπρωξε, έσκυψε αυτόματα, αστραπιαία, προτού καλά καλά προφτάσουνε να τραβήξουν.
Και βέβαια είχε την έγνοια τους από μέρες - προτού καν γραφτεί τ' ονομά του στους τοίχους. Όχι πως του 'κανε καμιά ξέχωρη εντύπωση τούτο δα. Το καρτερούσε απ' ώρα σε ώρα. Κ' η βεβαιότητα, σα γίνηκε αδιάσειστη, μπορεί στο βάθος να τον γέμισε και με κάποια ανακούφιση. Γιατί δεν είτανε του χαραχτήρα του να τόνε τσακίσουνε φοβέρες μπαμπέσικες. Σίγουρα είναι αλλιότικος τούτος. «Θα λογαριαστούμε, κερατόσποροι, τώρα!» έτριξε τα δόντια μόλις πρωταντίκρυσε τα κόκκινα ψηφιά από το παράθυρο. «Ε, παλιόσκυλα, τώρα πρόκειται να με μάθετε από την καλή!» Νίφτηκε κατόπι, ζώστηκε το πιστόλι του και κάτι λίγα ρουθούνια που ξεμυτίζαν ακόμα στη γειτονιά, μόνο και μόνο γιατί τα περιφρονούσε, τα μάζεψε και τα κουβάλησε μέσα. Τρεις μαντραχαλέοι ως κει απάνω, τους πήγε σβαρνώντας αυτός, ολομόναχος... Τέτιος άνθρωπος είναι.

Αλήθεια, ποιός να τόβανε στο νου, πως και τρίτο χειμώνα φέτος οι Γερμανοί θα τον περάσουνε στην πατρίδα μας; Απ' την πρώτη κιόλας στιγμή που μας κυριέψανε, όλοι, ως κ' οι μεγαλουσιάνοι, το λογαριάζαν πως δεν είταν ζήτημα παραπάνω των δυο μηνών. Το πολύ δυο τριώ, γιατί είτανε των αδυνάτων να στεριώσουνε δω, με τέτια οργή που τους έδειχνε ο λαός και με τέτια πλήγματα που τους καταφέρνανε οι σύμμαχοί μας στα μέτωπα. Σίγουρο πως ο πόλεμος σε κάμποσες βδομάδες θα έληγε. Και τότε, τα πάντα θα κανονίζονταν όμορφα και καλά. Δίχως να το πάρουμε μυρουδιά, κάποιο πρωϊνό θ' αριβάρανε τα καράβια να ξεμπαρκάρουνε τους Εγγλέζους. Και σα φτάναν πια οι Εγγλέζοι, όλα θα σιάζανε μέλι γάλα.
Και να -τρίτη τώρα χρονιά- όχι ο πόλεμος δε λήγει, μα το κακό φουντώνει και στα κεφάλια μας. Εδώ, μες στα σπίτια μας, η καταχνιά μας έζωσε μαύρη κι άραχλη. Το αίμα χύνεται πια δικό μας, κ' η κάθε μέρα ξημερώνει πιο αξεδιάλυτη.
Τα πρώτα κακά σημάδια είχανε φανεί την άνοιξη πέρσι. Ως τότε, στην πρωτεύουσα η κατάσταση κρατιότανε οπωσδήποτε. Οι αντίπαλοι πιστεύαν με φανατισμό στα δικά τους, μα δειχνόνταν ανεχτικοί. Ο διχασμός δεν έφτανε πιο πέρα απ' τα «ιδεολογικά», κ' ένα σωρό καλόπιστοι καρτερούσανε την απελευθέρωση και τις κάλπες για να λυθούν οι διαφορές... Οι ασθενικές φωνές απ' το ύπαιθρο, εκεί που οι επαναστάτες αλωνίζανε κιόλας, δεν είχανε τη δύναμη να διαλύσουνε την εγκάρδια ατμόσφαιρα.
Στην Αθήνα, όλοι νιώθαμε συσπειρωμένοι, αδέρφια στην κοινή συφορά. Μισούσαμε τους Γερμανούς και τους εχθρευόμασταν ως θανάτου. Τους Ιταλιάνους όμως τους περιπαίζανε και τα νήπια. Κανείς δεν έλεγε να τους πάρει στα σοβαρά. Κ' οι Γερμανοί, σαν αρχές Κατοχής, πασχίζανε να φέρνουνται αδιάφοροι και ατάραχοι - τους έμελε μοναχά να κάνουν ανενόχλητοι τη δουλειά τους. Αυστηροί και ακριβοδίκαιοι, ληστεύανε τ' αγαθά μας, τυπικά, με υπογραφές και σφραγίδες. Κινούσαν ένα μηχανάκι που τύπωνε ψεύτικο χαρτονόμισμα για να υποκρίνουνται πως πληρώνουν τάχα? κι ακόμα, είχαν ένα στρατοδικείο να επικυρώνει τις θανατικές καταδίκες. Και γενικά, έτσι αγέρωχοι και απτόητοι, παρασταίναν τους τίμιους που πορεύουνται με το νόμο. Το νόμο του πανίσχυρου, βέβαια, που, ωστόσο, πειθαρχεί από μόνος του σε κάποια ανώτερη και σπουδαία τάξη.
Έπειτα, τα πράματα άλλάξαν γοργά. Οι μπολσεβίκοι, σιγουρεμένοι απ' τη δύναμή τους, ξεδιπλώσαν μπαϊράκι δικό τους. Κ' ενώ καμώνονταν πως πονούν το έθνος, ξεσηκώσαν τη φτωχολογιά, που πεινούσε και δίψαγε, σ' επανάσταση. Ρίξανε τ' ασκέρια τους καταπάνω στους αντίγνωμους, μανισμένοι να χαλάσουν ό,τι είχε απομείνει ορθό μέσα στη φριχτή δυστυχία. Καταλούσανε τους θεσμούς και χλευάζανε τα ιερά και τα όσια. Ο λαός έπρεπε να τα σαρώσει όλα που είσαντε σάπια. Και σέρναν στανικά τον κόσμο σε καμώματα και σε παιδιαρίσματα επιτροπές και τελετές και συνεδριάσεις. «Καινούργιοι αέρηδες πνεύσανε», περνούσε από στόμα σε στόμα. Κι όσοι δεν υπακούγαν τυφλά στη δικιά τους διακυβέρνηση, τους λέγανε πουλημένους και τους κηρύξανε αντιδραστικούς κ' εχθρούς της πατρίδας. Η τιμωρία για τούτο ορίστηκε θάνατος. Δίχως να το καλονιώσουμε, ο πόλεμος αρχίνισε από πέρσι.

Ωστόσο, η κακοκεφιά μόλις τελευταία πρωτόπιασε τον Παπαθανάση. Ίσως εδώ κ' ένα μήνα, σα διάβασε τον κατάλογο στην εφημερίδα. Είτανε η ανακοίνωση για τα μέτρα που θα εξασφαλίζαν υπακοή. Καθώς φούντωνε η εξέγερση, τα στρατεύματα κατοχής δεν παραδεχτήκανε να κινδυνέψει η ησυχία τους. Με χτυπητά στοιχεία, μέσα σε χοντρό, μαύρο πλαίσιο, ανενδοίαστα, ψύχραιμα, χωρίς πάθος, ο Γερμανός Φρούραρχος έκαμε γνωστή την απόφασή του: «Προχθές την εσπέραν εφονεύθη υπό αναρχικών εις στρατιώτης. Ως αντίποινα διέταξα σήμερον τον τυφεκισμόν...» Και κειδά, μέσα στ' άλλα, σαραντατρία και σαραντατέσσερα αριθμό, είτανε και κείνα τα δυο ονόματα που τον ρίξαν σε βαθειά συλλογή: Παρασκευόπουλος Ιορδάνης... Ανυφαντής Γεώργιος... Δυο μυξάρικα κει, που θέλανε να κάμουνε επανάσταση. Τα πέτυχε να κολλάν στους τοίχους συνθήματα και τάχε αρπάξει από τ' αυτί. Σ' όλο το δρόμο του κλαψουρίζανε, τον παρακαλούσανε να τα συμπονέσει. Ο πιο μικρός λιγοθύμησε. Είτανε κιτρινιάρης κ' υστερικός, από γυναίκα χειρότερος. Τον γέμιζε σιχασιά να καταπιάνεται με τέτιους σερσέμηδες. Θαρρούσε πως λερώνουν τα χέρια του. Και τώρα, είχανε νούμερο σαραντατρία και σαραντατέσσερα.



Εκτενέστερο απόσπασμα του παραπάνω έργου θα είναι διαθέσιμο στις ιστοσελίδες του ΠΟΘΕΓ αμέσως μετά την ολοκλήρωση της νομικής διαδικασίας εκχώρησης στο ΙΕΛ των σχετικών δικαιωμάτων χρήσης από τους κατόχους των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί του συγκεκριμένου έργου.

Textes Critiques