Venezis Ilias
To Noumero 31328
 
 
To noumero 31328, Maison d'édition Estia 1982, Pg.52-175, Première Publication:1931
 
 
KΕΦΑΛΑΙΟ Γ '

«Υιοί ανθρώπων, οι οδόντες αυτών όπλον και βέλη,
και η γλώσσα αυτών μάχαιρα οξεία.»

Βαδίζαμε σιωπηλοί μες στη νύχτα. Ο Αργύρης περπατούσε πλάι του. Συμφωνήσαμε να πηγαίνουμε μαζί— μαζί. μου ήρθε σα χαρά που βρέθηκε ο Αργύρης την τελευταία ώρα. Ήμαστε συμμαθητές, στην ηλικία μου— δε θα 'χα το παράπονο πως είμαι μονάχα εγώ απ’ την τάξη μας. Τον ζηλεύαμε στο σχολειό γιατί ήταν ο ωραιότερος έφηβος. Δυο μεγάλα μάτια, ένα κορμί χυμένο απ' το Θεό στις πιο καλές ώρες του. Αυτό το ωραίο κεφάλι ήξερε την καλύτερη κοσμογραφία στο Γυμνάσιο. Δικαιωματικά, γιατί εμείς οι άλλοι, οι μούργοι, δεν μπορούσαμε να 'χουμε δούναι – λαβείν με τ' άστρα. Ερχόταν ταχτικά στο σπίτι μας και διαβάζουμε μαζί, συν— πλην— πλην, και βρίσκαμε πως κάπου εκεί είναι ο Σείριος.
— Θα μας τουφεκίσουν, Ηλία;...
Έτρεμε πολύ. θα ταν απ' το αγιάζι.— Μη μιλάς, του λέω.
Είχε την ίδια αγωνία που είχαμε όλοι,μας στο υπόγειο: «Με τι τρόπο;» σα να ‘ταν φόβος ν' αγγίσουμε κατευθείαν το θάνατο, και φέρναμε βόλτες γύρω απ' το σκληρό σώμα του ώσπου να το πλησιάσουμε. Οι στρατιώτες δίπλα μας μας περιεργάζουνταν με άγριες ματιές, βουβοί σαν τη νύχτα. Ξαφνικά προσέχω το θόρυβο που κάναν τα παγούρια τους, κρεμασμένα απ τη μέση. Κάπου χτυπούσαν.
— Κοίτα!... λέω του Αργύρη ανατριχιάζοντας.
Ήταν κάτι μικρά τσεκούρια του μηχανικού? κρέμουνταν απ' τις ζώνες τους. Έσφιξε τα χέρια του στα χέρια μου. δεν τολμούσαμε να βγάλουμε κιχ. Προχωρούσαμε με ολοένα πιο αβέβαιο βάδισμα.
— Ξέρεις πόση ώρα περπατούμε; ρωτά μια φωνή, σιγανά, από πίσω.
— Θα ναι δυο ώρες, λέει μια άλλη φωνή.
— Αργεί να ξημερώση;
— Δεν ξέρω. Γιατί;
— Αν ξημερωθούμε... μπορεί να μη μας σκοτώσουν.
Σηκώνω τα μάτια μου ψηλά:
— Κοντεύει να ξημερώση, Αργύρη;
Ψάχναμε τον ουρανό, εκεί προς την Ανατολή… μπας κ’ ήταν καμιά μικρή υποψία της αυγής, ν’ αραιώνη λίγο η νύχτα.
— Δε φαίνεται..., μουρμουρίζει απελπισμένα ο σύντροφός μου. Αργεί.
Αρχίσαμε τότες να παρακαλούμε μέσα μας, να μη σταθούμε. Μια βαθιά επιθυμία βάραινε πάνου στα κουρασμένα μέλη μας: «Να καθίσουμε! να καθίσουμε!» Μα αντιδρούσε, σαν καμένο σίδερο, το ζεστό αίμα που έτρεχε σκοτεινά στις φλέβες— δεν ήθελε να πήξη.
Περνούσαμε έναν ελιώνα. Μες στα λιόφυλλα κατρακυλούσε το φεγγάρι, μια ογρή ανήσυχη ουσία— να στάξη, τακ— τακ. Κατακάθαρος ο ουρανός – πρόσωπο ελληνίδος παρθένου πριν το ’14. Σαλεύαν τόσο αλαφριά τα φύλλα.
— Ντούρι. (σταθήτε).
Σταματούμε, στο πρόσταγμα, απότομα. Ένα δυνατό χέρι χιμά μέσα μου και τον ανακατεύει τον κύριο κυριαρχικά – χράπ!.
— Ηλία! ... μουρμουρίζει ο Αργύρης. Ηλία θα μας σκοτώσουν!…
Οι στρατιώτες κάνουν έναν κύκλο, γύρω μας. Καμιά δεκαριά μέτρα αλάργα. μας διατάζουν να καθίσουμε.
Καθίσαμε. Λίγο πιο μπροστά από μας ήταν η μητέρα και το μικρό παιδάκι. Κοιμόταν.
— Νικόλα!... Νικόλα!.... φώναζε απελπισμένα η γυναίκα στον άντρα της. Κι αυτός, χαμένος βουρκωμένος, της έλεγε να το σκεπάση:
— Σώπα...
Το φεγγάρι βασίλεψε. Οι υπαξιωματικοί δίναν οδηγίες: τούτο, εκείνο. Καλά— καλά δεν διακρίναμε. Απαντέχαμε από στιγμή σε στιγμή να μας ρίξουν, σχεδόν δεν ανασαίναμε.
Ακούγω κάποιον πίσω μου που μουρμουρίζει:
— Δε θα μας τουφεκίσουν…Αφού,κάμαν κύκλο... Οι σφαίρες μπορεί να πάν και στους δικούς τους.
Είχε δίκιο. Τότες θυμούμαι το, στρατιώτη που μας διηγόταν, στο υπόγειο, το πώς έγινε με τον Ηρόδοτο.
— Θα χιμήξουν με τη λόγχη...
Κοιτάζαμε βουβοί προς το μέρος του κύκλου. Περιμέναμε με τεζαρισμένα μάτια. Από ένστιχτο πολεμώ να δω αν υπάρχη καμιά γούβα στη γης να χωσής, τίποτα τόπος να' ξεφύγης και να τρέχης. Μα ήταν ένας λόφος γυμνός, και γύρω μας ο κύκλος αδιαπέραστος.
— Κουνιούνται!...
Σφαλνώ,τα μάτια. Περιμένω ένα δευτερόλεπτο, δυο. Τώρα... Τώρα!...
— Για κοίτα! Πού τους πάν; ακούγω τη φωνή του 'Αργύρη.
Ανοίγω, ξαφνιασμένος τα μάτια. Δυο σύντροφοι μας απ' την πρώτη σειρά μόλις διακρίνουνταν. Κατέβαιναν το λόφο. Τους ακολουθούσαν δυο στρατιώτες. σε λίγο χάθηκαν απ’ τα μάτια μας.
— Α! Έτσι! Λίγους— λίγους.
Στυλώσαμε, τ' αυτιά μας και περιμέναμε ν' ακούσουμε καμιά κραυγή. Τίποτα! Σε λίγο πήραν άλλους δυο. Τη δεύτερη σειρά, ύστερα την τρίτη. Ακούγαμε τα ψιθυρίσματα εκεινών που φεύγαν, που κλαίγανε κι αποχαιρετούσαν τους άλλους. Σιγά— σιγά η σειρά μας έφταξε. Παίρνανε δυο— δυο, τρεις όπως τύχαινε. Βλέπω τον Αργύρη νά τον τραβούν από δίπλα μου. Σηκώνουμαι κ’ εγώ ασυναίσθητα, μα δε με πήραν. Με σηκώσαν στην άλλη παρτίδα, ύστερα από λίγα λεπτά. Βάδιζα και κοίταζα στο πλάι μου πότε θα ριχτούν. Τίποτα.
Προχωρούσαμε. Είχαμε κατεβή το λόφο, σαν άρχισα να ξεχωρίζω κάτι άσπρα πράματα που κουνιούνταν λίγο πιο κάτω. Σιγανά μουρμουρητά. Σταθήκαμε.
— Τσικάρ! (βγάλ’ το) λέν οι στρατιώτες, και δείχνουν τα παλτά μας. Σιγανά μουρμουρητά. Σταθήκαμε.
— Τσικάρ! (βγάλ’ το) λεν οι στρατιώτες, και δείχνουν τα παλτά μας.
Δεν κατάλαβα, μα είδα τους άλλους δυο που πιάσαν να ξεντύνουνται. Άρχισα κ εγώ. «Τσικάρ! Τσικάρ!» φωνάζαν ολοένα οι στρατιώτες. Βγάλαμε σιωπηλοί τα σακάκια, ύστερα τα πανταλόνια, τα παπούτσια, τις κάλτσες. Σα μείναμε μοναχά με τη φανέλα και το σώβρακο, μας σπρώξαν προς τις άσπρες σκιές που μουρμούριζαν παράμερα.
Ήμουν χαμένος, δεν ήξερα τι ήμουν. Φωνάζω σιγά :
— Αργύρη!.... Αργύρη!....
Μια φωνή, ένας μικρός θόρυβος. Ο Αργύρης, γυμνός κι αυτός, χιμά πάνω μου.
— Ηλία!.... Ηλία!.... Βλέπεις, δε μας σκότωσαν! Βλέπεις...
Αγκαλιαζούμαστε γι' αυτή την αναπάντεχη χαρά.
— Θα ζήσουμε!.... Θα ζήσουμε!.... έλεγε δακρυσμένος.
— Θα ζήσουμε, έλεγα κ' εγώ!
Ήταν σαν άξαφνα να μπήκαμε στην αθανασία.
—'Εμένα μου άφησαν και τα παπούτσια. Τα ξεχάσαν, λέει ο φίλος μου.
— Ξέρετε τι είναι αυτό μ' εμάς; ακούμε μια παγωμένη, φωνή δίπλα μας, τόσο παγωμένη που κανείς δεν τολμά να της αποκριθή.
— Λοιπόν... Ο «λευκός θάνατος»! Ποιος θα βαστάξη;
—Α, εμείς θα βαστάξουμε! Θα βαστάξουμε! Είμαστε νέα παιδιά...
Ίσαμε μια ώρα θα βάσταξε αυτή η ιστορία του «τσικάρ». Ξεγυμνώσανε πια όλους τους συντρόφους— ρούχα, κουβέρτες, όλα, όλα.
Ξεκινήσαμε. Χάραζε. Μονάχα ένας, δεν ήρθε μαζί μας: ο Πέπας. Δυο στρατιώτες μείνανε μ’ αυτόν. Σαν πέρασε καμιά ώρα, σταθήκαμε και περιμέναμε. Οι δυο στρατιώτες γύρισαν μονάχοι.

Ο Οχτώβρης πλησιάζει να τελειώση.
Βαδίσαμε, όλη τη μέρα στο δρόμο του Αγιασμάτ. Εκεί, πέρα απ’ τις αλυκές, μια στιγμή ένας στρατιώτης πρόσεξε τα παπούτσια του Αργύρη. Του είπε, να τα βγάλη. Τα ’βγαλε. Τα δοκίμασε. Του κάναν. Ο στρατιώτης τα κράτησε, πέταξε τα δικά του στον Αργύρη. Ήταν κάτι τεράστιες παλιαρβύλες, κομμένες στα μισά— θα ήταν πολύ μεγάλες και στο στρατιώτη.
— Πάρε τη, μια, μου λέει ο φίλος μου. Αν φορώ και τις δυο, μπορεί να μου τις πάρουν.
Πήρε κείνος τη ζερβιά κ' εγώ την άλλη. Όλη τη μέρα ήμαστε σχεδόν ευτυχισμένοι γιατί δεν πεθάναμε. Δε σκεφτόμαστε τίποτα. Κατά το βράδυ είχαμε αποκάμει. Μα δεν το λέγαμε.

ΚΕΦΑΑΑΙΟ Δ'

«Εκακώθην και εταπεινώθην έως σφόδρα, ωρυόμην
από στεναγμού της καρδίας μου.»

Νυχτωθήκαμε στο Αγιασμάτ. Μας πήγαν σ' ένα σκοτεινό χαμηλό χτίριο. Μόλις μπήκαμε μέσα μας χτύπησε μια μυρουδιά από κοπριά, από θειάφι κι αγιοσύνη. Καταλάβαμε πως πρόκειται για έναν οίκο του Υψίστου που χρησίμευε τώρα για στάβλος ή αποθήκη.
Νεκρή ησυχία βασίλευε. Χύσαμε με τις χούφτες το θόρυβο που έβγαινε απ’ τα πικραμένα στόματά μας. Ύστερα ξαπλώσαμε πάνω στις πλάκες όπως βρεθήκαμε ο καθένας. Ο Αργύρης κοντά μου. Στο βάθος, προς το μέρος του Ιερού, πήγε η φαμίλια. Το καταλαβαίνω απ' το παιδάκι που κλαίει. θα φοβάται το πολύ σκοτάδι.
Η πόρτα έκλεισε. Είμαστε μονάχοι οι σκλάβοι. Πέρασε ίσαμε μια ώρα. Από καιρό σε καιρό, σε αραιά διαστήματα, γινόταν σιωπή. Ύστερα ακουγόταν ένα μουγκριχτό σε μιαν άκρη— κάποιος σύντροφός μας. Κι όσο προχωρούσε η νύχτα, αυτές οι βαριές υπόκωφες κραυγές ολοένα πολλαπλασιάζουνταν. Τα μισόγυμνα κορμιά, όσα δεν ήταν δουλεμένα στην τραχιά ζωή, σπαράζαν. Όσο περπατάς δεν καταλαβαίνεις τίποτα απ' το ύπουλο έργο που γίνεται κάτου απ' το πετσί, μες στα νεύρα. Μα μόλις καθίσης είναι αδύνατο πια να σαλέψης χωρίς να δαγκάνης, να βγη αίμα απ' τον πόνο. Πεινούσαμε.
— Ηλία, θα βαστάξουμε, δεν είναι έτσι;... με ξαναρωτά ο Αργύρης, να πάρη κουράγιο από μένα.
Κ' εγώ θέλω να μη λιποψυχήσω:
— Θα βαστάξουμε, Αργύρη.
— Ελπίζεις;.
— Ελπίζω.
Λίγο έπειτα μου παραπονιέται για. τα πόδια του. Το ένα, που ήταν ολότελα γυμνό, άρχισε να πρήζεται, να κάνη φουσκαλίδες. Ένα— δυο απ’ αυτές σπάσαν στο δρόμο και τσούζουν. Και το άλλο, με τη συντροφική παπούτσα, είχε πληγώσει. Δέν μπορώ να ξεχωρίσω το ωραίο χλωμό του πρόσωπο επειδή είναι σκοτάδι. Μα τον ακούγω που κλαίει σιγανά. Τον λέω πως υποφέρω κ' εγώ, σώπα.
Ξεχνιέται μια στιγμή, μα πάλι ξανάρχεται στο ίδιο μοτίβο:
— Ηλία αδερφάκι μου, μπας και δε βαστάξουμε;...
Θα ήταν έντεκα η ώρα, τη νύχτα, όταν έτριξε η πόρτα. Δυο— τρεις στρατιώτες μιλούσαν σιγανά. Στριμώχτηκα κοντά στον Αργύρη, κ' εκείνος σιμά μου, και βλέπαμε. Ένα φως άναψε. Ένα κερί. Οι στρατιώτες άρχισαν να ψάχνουν. Σκύβουν με το κερί στα πρόσωπα και κοιτάζουν. Γυρεύουν.
Σαν φτάξανε σ' εμάς, στα δυο αγόρια, στάθηκαν.
— Θέλεις; λέει ο ένας δείχνοντας τον Αργύρη.
Ο άλλος σκέφτηκε, ύστερα λέει:
— Όχι για την ώρα.
— Τη γυναίκα;
— Ναι.
— Θα περιμένης σειρά, λέει ο πρώτος.
— Θα περιμένω.
Απομακρύνουνται.
Ο Αργύρης τα καταλαβαίνει όλα, γιατί ξέρει τούρκικα.



Εκτενέστερο απόσπασμα του παραπάνω έργου θα είναι διαθέσιμο στις ιστοσελίδες του ΠΟΘΕΓ αμέσως μετά την ολοκλήρωση της νομικής διαδικασίας εκχώρησης στο ΙΕΛ των σχετικών δικαιωμάτων χρήσης από τους κατόχους των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί του συγκεκριμένου έργου.

Textes Critiques