Karagatsis M.
Giougkerman 2os Tomos
 
 
Giougkerman 2os Tomos, Maison d'édition Estia 2000, Pg.11-345, Première Publication:1938
 
 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η’

Οι τοιχογραφίες του Ιβάν Σεργκίεβιτς Λιουλιούκωφ

- Φίλε μου Κλέο, άνοιξε το παράθυρο να μπει λίγη άνοιξη εδώ μέσα. Κοντεύουμε να σκάσουμε.
Ο Κιτρινάκης κούνησε το κεφάλι του με σκεπτικισμό.
- C'est dans nos coeurs qu'il faut introduire le printemps....
- Άνοιξε το οπωσδήποτε, κι άσε τις γαλλικές φιλοσοφίες. Κάποια σκορδόπιστη και δύσκολη θα σε τυραννάει πάλι. Μα θα την καταφέρεις, στο τέλος. Θα μπει ο έρωτας στο κρεβάτι σου κι η άνοιξη στην καρδιά σου.
Το αφεντικό είχε κέφι. Καθόταν στο γραφείο μπροστά σ’ ένα μάτσο γράμματα και κοιτούσε το γαλάζιο ουρανό μ’ έκφραση μαλακιά και νοσταλγική. Το πράμα δεν ήταν συνηθισμένο. Ευκαιρία για τον Κλέο να κάνει μαζί του un brin de causette.
- Δε θα μου πείτε, κύριε Βάσια, πως στη δική σας καρδιά βασιλεύει ο χειμώνας!
- Ο χειμώνας, όχι βέβαια• ούτε το χινόπωρο ακόμα. Μα ένα μισοκαλόκαιρο με ποιητικές λιακάδες, εξαντλητική ζέστη και κάμποση ανία. Τόσο, που θα πεθυμούσα να πήγαινα σε δροσερότερες εποχές.
Από το ανοιχτό παράθυρο μπήκε ο φρέσκος αέρας του ηλιόλουστου πρωινού, κι ο θόρυβος του δρόμου, που ανακατεύτηκε με το ρυθμικό κι υπόκωφο βόμβο του εργοστάσιου. Πάνω απ’ την Πειραϊκή κρεμόταν ένα λευκό συννεφάκι, δειλό και παραστρατημένο μέσα στην τόση καλοκαιρία. Μερικοί καπνοί μούντωναν τον ουρανό του λιμανιού. Ένα κάτασπρο βαπόρι, με κομψές γραμμές, σιγόμπαινε στον προλιμένα, φέρνοντας πάνω του κάτι από τ’ δράμα του πελάγου.
- Le premier jour du printemps, φιλοσόφησε ο Κλέος.
- Για σένα η άνοιξη έχει ακόμα υποκειμενική σημασία. Για μένα, μόνο αντικειμενική.
- Μην τα υπερβάλετε, αγαπητέ. Είναι γνωστά τα κατορθώματα σας. Η κυρία Σταβάδου, par exemple.
- Ξεχασμένη Ιστορία, πολύ λίγο ανοιξιάτικη.
- Κι η μελαχρινούλα του Τουρκολίμανου; Ne protestez pas! Σας πήρε το μάτι μου στα δρομάκια της Καστέλας, ν’ αλλάζετε des douceurs, comme de tourtereaux.
Το μάτι του Βάσια θόλωσε. Δε θα 'θελε να μάθαινε κανείς -και μάλιστα ο Κλέος- τις σχέσεις του με τη Βούλα. Φοβόταν τις ακριτομύθιες, που μπορούσαν να είχαν κακές συνέπειες για τη μικρή. Κι υστέρα ήταν ένα θέμα για το όποιο δε μίλησε ποτέ του με κανέναν -έξω από τον Καραμάνο. Του φάνηκε πως ο Κιτρινάκης, ξεσκεπάζοντας το μυστικό τους, το μόλυνε με την ανοησία του.
- Έχεις λάθος, είπε με φωνή ξερή. Πρόκειται για την κόρη μιας γνωστής μου οικογένειάς. Οι σχέσεις μας είναι καθαρά φιλικές.
Ο Κλέος δεν είπε τίποτα. Κατάλαβε πως το αφεντικό δυσαρεστηθηκε, αν και δεν ήταν τόσο βλάκας να δώσει πίστη στις "καθαρές φιλικές σχέσεις". Με πονηριά γύρισε άλλου την κουβέντα.
- Δε σκεφθήκατε ποτέ σας το γάμο;
- Το γάμο; Μα υπήρξα παντρεμένος. Είχα και παιδιά. Τους σκότωσαν όλους οι Μπολσεβίκοι.
Ο Κλέος έμεινε μ’ ανοιχτό στόμα. Ένα τέτοιο πράμα δεν το φανταζόταν ποτέ. Τι αποκάλυψη! Τι primeur για τα potins της Σκλαβογιαννέικης παρέας! Πήρε, για την περίσταση, ύφος συντετριμμένο:
- Mon pauvre ami! Δεν ήξερα το τρομαχτικό σας δράμα... Δε μου είπατε ποτέ τίποτα.
Ο Βάσιας δυσφορούσε. Σε τι κύκλο από άχρηστες αναμνήσεις και ψέματα θα τον έμπλεκε αυτή η συζήτηση; Το τρομαχτικό του δράμα! Είναι να γελάς! Σάμπως ήξερε τι απόγινε η τσιγγανοφαμελιά του; Λέει πως τους έσφαξαν οι Μπολσεβίκοι, γιατί δεν μπορούσε να πει πως τους παράτησε στην τύχη τους, κι ούτε τους συλλογίστηκε ποτέ. Κι αν, και που, μιλούσε για τη γυναίκα του και τα παιδιά της με την αμφίβολη πατρότητα, το 'κανε από σκοπού: μήπως τυχόν μαθευτεί η Ιστορία του γάμου του από κανένα Ρώσο πρόσφυγα, και κριθεί αυστηρά η σιωπή του. Ήθελε να είν’ εντάξει με τη σχετική αλήθεια.
- Δε μ’ αρέσει να μιλάω γι’ αυτά, είπε. Ας μην ξαναγίνει λόγος...
- Oui, oui... Comme vous voulez... Οπωσδήποτε αυτή είναι μια παλιά ιστορία, που με τον καιρό s'efface lentement από τη μνήμη και τη ζωή σου. Όπως ξανάκανες τον επαγγελματικό σου βίο, tu pourrais refaire και τον οικογενειακό σου.
Ο Βάσιας του 'ριξε λοξή ματιά: "Βαλτός είναι ο φίλος", συλλογίστηκε. "Ποιος Σκλαβογιάννης θέλει να μου πασάρει την κόρη του;"
- Δεν έχω διάθεση, Κλέο μου, γι’ αυτά τα πράματα. Μια κι η τύχη μ’ άφησε μονάχο στη ζωή, λέω και ν’ απομείνω μόνος. Δεν είμαι άνθρωπος εγώ για να κάνω οικογένεια. Ξέρεις το χαραχτήρα μου.
- Ne dites pas cela! Τα πρώτα νιάτα περνούν, κι είναι φανερό πως δεν μπορείς να ζεις όπως άλλοτε. Οι περιστάσεις θα σ’ αναγκάσουν de reviser τις αντιλήψειςσου.
- Μάλλον απίθανο. Οπωσδήποτε, άμα έρθει η στιγμή της revision, θα σε ειδοποιήσω να μου βρεις μια καλή νύφη. Εξόν αν την έχεις έτοιμη από τώρα.
Ο Κλέος θέλει να διαμαρτυρηθεί, ανοίγει το στόμα διάπλατο και τεντώνει τα χέρια. Μα το αφεντικό γελάει καλόκαρδα:
- Έλα, αστειεύομαι. Αρκετά σαχλαμαρίσαμε• καιρός για δουλειά. Πες μου, τι στοκ από ύφασμα Νο 17 έχουμε;
Πριν προφτάσει ο γραμματικός ν’ απαντήσει, ανοίγει η πόρτα και μπαίνει η άνοιξη. Κορμιά μες στην άνθιση της νιότης και των εμπριμέ• μουτράκια τριανταφυλλένια από υγεία και Chanel• γέλια σα γάργαρα νερά. Είναι η ωραία Ελέν, η Ντάινα κι η Έφη.
- Καλημέρα, Βάσια! Τι γίνεσαι; Γεια σου, Κλέο! Ο Βάσιας σηκώνεται να τις υποδεχθεί.
- Καλώς τες! Ομολογώ πως δε σας περίμενα. Ούτε ήξερα πως σεις οι Σαλονικιές βρισκόσαστε στην Αθήνα.
- Προχτές ήρθαμε, λέει η Έφη. Και βλέπεις πως δε σε ξεχάσαμε. Η πρώτη μας δουλειά ήταν να ιδούμε τ’ ανοιξιάτικα μοντέλα - από Διός άρχεσθαι• κι η δεύτερη να σ’ επισκεφθούμε.
Ο Βάσιας παίρνει ύφος αδιόρατα ειρωνικό.
- Ένα τέτοιο φιλικό ενδιαφέρον με συγκινεί. Καθίστε, θα πάρετ’ ένα γλυκό, και κατόπι δρόμο. Σας διώχνω χωρίς πολλές διατυπώσεις• είμαστε πνιγμένοι στη δουλειά. Μα για να μη μείνετε παραπονεμένες, θα σας προσφέρω το βράδυ στην Τζί-Μπί το ορεχτικό. Σύμφωνοι;
Τα κορίτσια ψευτοθυμώνουν:
- Μωρέ υποδοχή!
- Το βράδυ είμαστε καλεσμένες άλλου!
- Κι επιτέλους, δεν ήρθαμε για τα μούτρα σου! Να! Ήρθαμε να δούμε τον Λιουλιούκωφ!
- Το μεγάλο καλλιτέχνη!
- Που κάνει αυτά τα υπέροχα εμπριμέ!
- Όλ’ η Αθήνα είναι ξετρελαμένη με τα σχέδια του Λιουλιούκωφ!
- Κι η Θεσσαλονίκη!
Ο Βάσιας ξαπλώνεται στην πολυθρόνα και γελάει.
- Μαϊμουδίτσες! Σας έπιασα! Ώστε ήρθατε για τον Λιουλιούκωφ, και μου πουλάτε κομπλιμέντα ανέξοδα! Μα εγώ το κατάλαβα.
- Είσαι πονηρός, βλέπεις!
- Παμπόνηρος. Δεν πιάνομαι πουθενά. Πουθενά... (κι έριξε λοξή ματιά στον Κλέο). Αμέσως κατάλαβα το ψεματάκι σας, μα σας συγχωρώ. Στα χρόνια μου πρέπει να είναι κανείς ευχαριστημένος όταν τρία όμορφα κορίτσια του λεν, έστω και ψέματα, πως ήρθαν επίτηδες να τον ιδούν. Δεν είν’ έτσι, Κλέο;
Ο Κιτρινάκης βρίσκεται σ’ αναμμένα κάρβουνα. Πάλι έκανε γκάφα! Αυτός ο διαβολοφιλανδός τον έπιασε σαν ποντικό στη φάκα.
- Vous exagerez, vraiment...
- Καλοσύνη σου. Και τώρα, πάμε να ιδούμε τον Λιουλιούκωφ.
Πήραν μια σειρά γυμνών διαδρόμων με τσιμέντινο πάτωμα και βγήκαν σε μια στενόμακρη αίθουσα με αργαλειά, που την προσπέρασαν χωρίς να σταματήσουν. Τόσο η Ελέν όσο κι η Ντίνα ήξεραν πάνω κάτω τι είναι ένα εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας - όσο τους επέτρεπε ο αγιάτρευτος σνομπισμός τους. Κι η Έφη είχε επισκεφθεί πολλές φορές το εργοστάσιο της Θεσσαλονίκης, που ήταν πλάι στο σπίτι της φιλενάδας της. Γι’ αυτό κι οι τρεις τους δεν έριξαν ολόγυρα τις περίεργες κι εξεταστικές ματιές των συνηθισμένων επισκεπτών. Οι εργάτες όμως έφαγαν με τα μάτια το όμορφο τρίο, στο γοργό πέρασμα του. Οι γυναίκες με ζηλοφθονία για την ομορφιά και το πλούσιο ντύσιμο• οι άντρες μ’ επιθυμία.
Βγαίνοντας από τ’ αργαλειά πήραν μια καινούργια σειρά διαδρόμων και σταμάτησαν μπρος σε μια πόρτα βαμμένη σταχτιά. Ο Κλέος χτύπησε το θυρόφυλλο. Μια φωνή μεταλλική και μπάσα του 'δωσε την άδεια να μπει.
Ήταν μια μεγάλη κάμαρα, που τη μια πλευρά της την έπιαναν παράθυρα με σιδερένια σκελετά. Ένα παραβάν, φτιαγμένο από ζωγραφισμένα πανιά, τη χώριζε σε δυο άνισα μέρη. Το μεγαλύτερο ήταν το εργαστήριο του Λιουλιούκωφ• το μικρότερο η κρεβατοκάμαρα του.
Το πώς ήταν αυτή η κρεβατοκάμαρα δεν το ξέρει κανείς, γιατί ο καλλιτέχνης φύλαγε σαν κέρβερος την είσοδο της. Μόνος του τη σκούπιζε -αν τη σκούπιζε - , έσιαχνε το κρεβάτι του, ταχτοποιούσε το νοικοκυριό του. Κανείς άνθρωπος δεν είχε το δικαίωμα να περάσει το ζωγραφισμένο παραβάν. Όσο για το εργαστήριο, ήταν ένα χάος αταξίας, βρώμας και παραξενιάς. Στη μέση, ένα πελώριο ψηλό τραπέζι σχεδιαστή, γεμάτο πολύχρωμα ανάκατα χαρτιά, μέσα σ’ ένα κυκεώνα φλιτζανιών με θολά νερά, πινέλων, ζουληγμένων σωληνάριων ακουαρέλας και κραγιονιών όλων των αποχρώσεων. Μια μποτίλια κονιάκ σκεπασμένη μ’ ένα κρασοπότηρο συμπλήρωνε το σύνολο. Στις γωνιές, δυο μικρότερα τραπέζια φορτωμένα με τα πιο ετερόκλητα πράματα. Μάτσα ολόκληρα χαρτιά γειτόνευαν με κουρελιασμένες και πασαλειμμένες μπλούζες, μποτίλιες αδειανές, κουτιά τσιγάρων, στραπατσαρισμένα βιβλία, σχισμένες εφημερίδες και γαλλικά πορνογραφικά περιοδικά. Καρέκλα δεν υπήρχε• μόνο ένα ντιβάνι χαμηλό, ντυμένο μ’ ένα λαχούρι σπάνιας ομορφιάς, κομμάτι πολυτελέστατο και λαμπρό, μεγάλης αξίας. Μα η λίγδα κι οι λεκέδες που το σκέπαζαν ήσαν τόσοι, που φάνταζε σαν παλιοκούρελο σιχαμερό. Οι τοίχοι ήσαν ζωγραφισμένοι ως δυο μέτρα από το πάτωμα. Ένα τρελό ανακάτωμα από σχέδια και χρώματα, που έδινε τον ίλιγγο και στον πιο μπλαζαρισμένο θεατή• ό,τι κατέβαζε το αλκοολικό μυαλό του Λιουλιούκωφ, τις στιγμές που χώνευε τα σκονάκια του. Έβλεπες πόλεις φανταστικές της ισλαμικής Ανατολής, με μιναρέδες και κουμπέδες, ξωτικές και πάλλευκες, χαμένες σε εφιαλτική ομίχλη θολωμένου ζωγραφικού μυαλού• τίγρεις, λιοντάρια, πάνθηρες - μια απειρία από πραγματικά και φανταστικά αιλουροειδή- σε στάσεις τολμηρές κι αφύσικες, σα να τα τυραννούσαν τα πιο παράξενα κτηνώδη ένστιχτα. Πολλά από αυτά τα ζώα ήσαν ενωμένα σε βίαιες περιπτύξεις, αποδομένες μ’ αρρωστημένο εξπρεσιονισμό. Μα το ψυχαναλυτικό leitmotiv του ζωγράφου ήσαν τα υποκείμενα αυτών των ενώσεων. Πότε ένα τεράστιο αρσενικό πίεζε με το σωματικό του όγκο ένα ελάχιστο και φίνο θήλυ• πότε, αντίθετα, το κτηνώδες και πελώριο θηλυκό αφηνόταν με ειρωνική νωχέλεια στα εκλεπτυσμένα χάδια ενός λιγνού και μικρόσωμου άρρενος. Όλοι αυτοί οι αίλουροι είχαν φάτσες βραχνά, κεφάλια ζώων μ’ εκφράσεις ανθρώπινες. Και δεν ήξερες αν ο ζωγράφος έβλεπε σαν ζώα τους ανθρώπους, ή έντυνε ανθρώπους με μορφή κτηνών.
Σ’ άλλες μεριές ήσαν ζωγραφισμένοι άνθρωποι. Δηλαδή όντα με τα κοινά χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ανθρώπινου είδους. Μα στην πραγματικότητα ουδέποτε η φύση είχε δημιουργήσει κάτι παρόμοιο. Πρόσωπα συσπασμένα στις συνθετότερες εκφράσεις διαφορετικών αισθημάτων: άγρια χαρά με σωματικό πόνο, λαγνεία με σαρκασμό, τρομαγμένο ξάφνιασμα με ειρωνικό γέλιο. Κι όλ’ αυτά τ’ ανθρωπόμορφα φαντάσματα είχαν στα κορμιά τους την ίδια τυραγνισμένη και συστρεπτική κυνικότητα των αίλουρων. Όπως εκείνοι, ήσαν ενωμένοι σε στάσεις εξωφρενικές, ξαπλωμένοι σ’ ένα παχύ κι υπέρλαμπρο στρώμα από φίδια. Ολόκληρες εκτάσεις χάνονταν σε άμεμπτη προοπτική, στρωμένες μ’ ερπετά. Χιλιάδες φίδια, ανακατεμένα σε ιλιγγιώδες σύμπλεγμα, που αχτινοβολούσαν ένα πανηγύρι βασανισμένης κίνησης και χρωμάτων κάτι που πρέπει να χρειάστηκε αμέτρητο χρόνο από το ζωγράφο για να εκτελεσθεί. Στα διάκενα, ανάμεσα στις εφιαλτικές πολιτείες, τους ξωτικούς αίλουρους, τους απίθανους ανθρώπους και τα παράφρονα ερπετά, χυνόταν μια ακράτητη διακόσμηση χλιδής. Διαμάντια, ρουμπίνια, σμαράγδια, ζαφείρια, τοπάζια, αμέθυστοι, λάπις-λάζουλι, μαργαριτάρια, μαλαχίτες, μέσα σε όργιο χρυσού, κρέμονταν σε βαρύτατα περιδέραια πεταμένα το 'να πάνω στ’ άλλο, αρμάθες σωστές παραμυθένιου πλούτου, κάτι σα διάκοσμος ξεχαλινωμένης Χαλιμάς.
Τα τρία κορίτσια, που πρώτη φορά έβλεπαν ένα τέτοιο θέαμα, απόμειναν ξαφνιασμένα. Ο Κλέος προσπαθούσε να πάρει ύφος detache, - όπως θα 'λεγε - , σεβόμενος την παρουσία της ανεψιάς του. Ο Βάσιας κοιτούσε λοξά τις φυσιογνωμίες των κοριτσιών, θέλοντας να συλλάβει τα ανακλαστικά τους φαινόμενα. Η Έφη είχε έκφραση διασκεδασμένη κι ελαφρά σαστισμένη, φυσιολογική απόρροια της εξυπνάδας μα και της πείρας της• την ενοχλούσε όμως μια τέτοια κυνικότητα, άσχετα με την καλλιτεχνική ποιότητα της εικόνας. Η Ελέν δεν έχασε τη γαλήνια κι αγγελικήν ηρεμία των ματιών της. Κοιτούσε τις εξωφρενικές εικόνες του Λιουλιούκωφ με το ίδιο ύφος που θα περιεργαζόταν μια τοπιογραφία του Corot. Ο Βάσιας δεν μπορούσε να ξεδιαλύνει το μυστήριο αυτής της απάθειας. Ήταν παθολογική άγνοια, ή κυνισμός κρυμμένος κάτω από μάσκα αγνότητας; Όσο για τη Ντίνα, είχε κοκκινίσει ολόκληρη και προσπαθούσε να συγκρατήσει την ψυχραιμία της, δίχως να το καταφέρνει. Ένα στανικό χαμόγελο συσπούσε τα λεπτά, μακριά χείλη της...
Η κουρτίνα -που ήταν ζωγραφισμένη στον ίδιο τόνο- μισάνοιξε, κι ο Ιβάν Σεργκίεβιτς Λιουλιούκωφ παρουσιάστηκε. Ήταν ψηλός, εύσωμος, με κορμί αθλητικό και φίνο, κάπως κουρασμένο από το πιοτό. Θα τον έκανε κανείς πενηντάρη, μα ίσως να ήταν μικρότερος. Είχε το ίδιο δόλιχο και μακρουλό κεφάλι με τον Γιούγκερμαν. Σ’ αυτόν όμως ήσαν φανερά τα σημάδια της σλαυικής καταγωγής, ή καλύτερα της εξελιγμένης ρούσικης φυλής. Μεγάλα μάτια γαλανά, πότε ονειροπόλα και πότε κυνικά• μύτη καμπυλωτή κι αισθησιακή, χρωματισμένη υπέρλαμπρα από τ’ αλκοόλ• στόμα μικρό, με χοντρά ηδονόφιλα χείλη• σαγόνι μπασμένο, σχεδόν ανύπαρχτο• και φωνή μεταλλική, τραγουδιστή, μ’ εναλλαγή τόνων από αντιπαθητικούς οξείς, σε χαϊδευτικούς μπάσους. Φορούσε μια μπλούζα άσπρη μα φρικωδώς βρώμικη, που του έφτανε ως τη γάμπα. Στα μακριά σταχτόξανθα κι ανάκατα μαλλιά του, ένα μαύρο βελούδινο μπερέ, αλά Βάγκνερ.
- Σε τι οφείλω την τιμήν... άρχισε να λέει.
Μα μόλις είδε τις κοπέλες, σταμάτησε. Ένα υπερβολικά χαριτωμένο χαμόγελο ανακάτεψε την αξούριστη φάτσα του. Στο θολό μάτι του μισάστραψε μια ύποπτη φλογίτσα.
- Ω! Κυρίες... Έχω την τιμήν... Παρακαλώ... Οι καρέκλες είναι λειψές στο ερημητήριό μου... Αν αυτό το ντιβάνι δεν ήταν τόσο βρώμικο...
Σταμάτησε, και κοιτούσε τον Γιούγκερμαν με αμηχανία.
- Με συγχωρείτε. Θα έπρεπε να φροντίσω για καρέκλες... Μια στιγμή.
- Μα, καημένε Λιουλιούκωφ, που θα βρεις καρέκλες τέτοιαν ώρα; είπε ο Βάσιας. Οι δεσποινίδες είναι θαυμάστριες σου. Είναι οι δεσποινίδες Σκλαβογιάννη, τα κορίτσια των αφεντικών. Κι η δεσποινίς Μαρκοπούλου...
Ο Λιουλιούκωφ ξεμεσιάστηκε στις υποκλίσεις.
- Έχω την τιμήν... Την απροκάλυπτον τιμήν...
- Άσε τις ελληνικούρες, Λιουλιούκωφ. Οι δεσποινίδες είναι ενθουσιασμένες με τα εμπριμέ σου κι ήθελαν να σε γνωρίσουν. Φοβάμαι μόνο πως τα δείγματα της ερασιτεχνικής ζωγραφικής σου (κι έδειξε τον τοίχο) θα τις απογοήτευσαν και θα τις σόκαραν λιγάκι.
Ο Λιουλιούκωφ τινάχτηκε πειραγμένος.
- Δεν εδέχθην κριτικήν δια την τέχνην μου από στρατηγούς! Δεν θ’ ανεχθώ να μου μιλάτε τοιουτοτρόπως! Λησμονείτε πως είμαι ταγματάρχης, ενώ εσείς δεν υπερέβητε τον βαθμόν του ιλάρχου;
Ο Βάσιας σήκωσε τους ώμους.
- Πάλι μεθυσμένος είσαι, γεγονός δυσάρεστο τόσο για σένα όσο και για μένα. Γιατί, σαν τα έχεις κοπανίσει, ζωγραφίζεις καραγκιόζηδες και φίδια αριστουργηματικά ίσως για έκθεση φρενοκομείου• αλλά και εμπριμέ υπέροχα για το ντύσιμο των τροφίμων του ίδιου φρενοκομείου.
Καθώς ο Λιουλιούκωφ, με το χέρι στο στήθος, ετοιμαζόταν να διαμαρτυρηθεί, ο Γιούγκερμαν τον σταμάτησε:
- Άσε τις διαμαρτυρίες και τις μελοδραματικές στάσεις. Ξέρεις καλά πως σ’ αγαπώ, πως είμαι φίλος σου. Αν σε βάζω μπροστά, το κάνω από ενδιαφέρον. Το πιοτό θα σε καταστρέψει.
Έκφραση απελπισίας χύθηκε στο αποχτηνωμένο μούτρο του ζωγράφου - ταγματάρχη.
- Αχ, Βασίλη Κάρλοβιτς! Το γνωρίζω καλώς και τ’ ομολογώ... Ναι, έχω την τιμήν να τ’ ομολογήσω ενώπιον των εριτίμων δεσποσύνων. Κατά βάθος είμαι ένα γουρούνι... Έχω την τιμήν... Δηλαδή έχω την συναίσθησιν του εκπεσμού μου...
- Καλά, καλά. Μην κάνεις έτσι, Λιουλιούκωφ. Προσπάθησε μόνο να πίνεις λιγότερο...
Ο άλλος αναστέναξε βαθιά.
- Προσπάθησα πλειστάκις. Έδωσα μάχας κραταιάς με τον πειρασμόν. Μα ο δαίμων ενίκησε πάντοτε...
Ο Βάσιας σκυθρώπασε.
- Ο δαίμονας; Ναι, ξέρω... Τα καταφέρνει και βγαίνει νικητής τις περισσότερες φορές...
Λέγοντας αυτά κοιτούσε την Ντίνα, που είχε προχωρήσει να περιεργασθεί τις τοιχογραφίες. Κάτω από το μπλε σκούρο ταγιέρ, το κορμί σχεδιαζόταν ορθό, ελαστικό, ελκυστικό. Το πρόσωπο είχε κρατήσει την αινιγματική του έκφραση μπροστά στις εικόνες του αρρωστημένου σεξουαλισμού. Μόνο το μικρό μεστό της πόδι είχε κάποια ανησυχία, μοναδική εκδήλωση της εντύπωσης που της γεννούσαν τα ζωγραφικά σμιξίματα του Λιουλιούκωφ...
- Μα ποιαν άραγε θέλουν να μου βάλουν τρικλοποδιά; συλλογίστηκε ο Βάσιας. Με την Ελέν ή την Ντίνα;
Κάτι του 'λεγε πως πρέπει να ήταν η Ντίνα• κι αυτό τον γέμιζε μυστική ταραχή. Κολάκευε όχι τόσο τη ματαιοδοξία του, όσο την αρσενική του φύση. Θα ήθελε να ήταν η Ντίνα. Θα πεθυμούσε να 'πεφτε στην πλεκτάνη σα στραβός. Κάνοντας το στραβό, απέναντι στον εαυτό του.
Ο Λιουλιούκωφ προθυμοποιήθηκε να τους δείξει τις τελευταίες "κρεασιόν" του• και τις παρουσίασε με τέτοιο κέφι και γλωσσοδιάρροια, που ο Κλέος τον αναγνώρισε ισάξιο των camelots parisiens στο boniment. Ήταν φανερό το δημιουργικό του δαιμόνιο. Είχε ιδιοφυΐα μοναδική στο να συλλαμβάνει πρωτότυπα σχέδια, απόλυτα καλαίσθητα, και να τα χρωματίζει με τη μεγαλύτερη επιτυχία. Τα τρία κορίτσια, με μάτια λαμπερά από την επιθυμία του στολιδιού, χάιδευαν τα χρωματισμένα χαρτιά σα να ήσαν κιόλας τυπωμένα στο μετάξι. Η θηλύκια φαντασία τους γκρέμιζε τα όρια της πραγματικότητας. Θαρρούσε κανείς πως έτοιμες ήσαν να πουν του Λιουλιούκωφ: "Κόψτε μου, παρακαλώ, εφτά πήχες από αυτό!"
Η Ελέν έκανε κάτι πραχτικότερο: αφού περιεργάστηκε ένα σχέδιο απαλά γαλάζιο με κιτρινόλευκα λουλούδια, απαίτησε, κατά τον πιο φυσικό τρόπο, να σταμπάρουν μόνο γι’ αυτή το ύφασμα ενός φουστανιού, "για να μην έχει καμιά άλλη γυναίκα στον κόσμο παρόμοιο". Εννοείται πως ο Βάσιας αρνήθηκε, με τον πιο κατηγορηματικό κι ευγενικό τρόπο:
- Απ’ αυτό το σχέδιο θα κερδίσει η επιχείρηση ως εκατό χιλιάδες. Ζητάς ένα δώρο πολύ ακριβό. Μου είναι αδύνατο να σ’ το κάνω...
Η μικρή του 'ριξε ματιά αθώου παράπονου, που γλίστρησε πάνω του δίχως αποτέλεσμα. Δεν είχε γεράσει ακόμα για να του κάνουν εντύπωση αυτές οι εύθραυστες αγγελικές κούκλες. Προτιμούσε τις θετικές και λίγο μυστηριες ομορφιές τύπου Ντίνος. Αυτή όμως δεν του ζητούσε τίποτα.
Το κανόνι του λιμανιού χτύπησε μεσημέρι, κι αμέσως ούρλιαξε η σφυρίχτρα του εργοστάσιου. Αρκετά απασχολήθηκαν με τον Λιουλιούκωφ και τα εμπριμέ του. Τον αποχαιρέτησαν με τις απαραίτητες τζιριτζάντζουλες, και ξαναγύρισαν απ’ τον ίδιο δρόμο στο γραφείο. Μόνο που τώρα η μεγάλη αίθουσα των αργαλειών ήταν άδεια και τα μηχανήματα σταματημένα. Μπροστά πήγαινε ο Κλέος με την Ελέν και την Έφη. Ο Βάσιας έμεινε πίσω με την Ντίνα.
- Πώς τα πέρασες στη Βουδαπέστη; τον ρώτησε. Έδωσε μια γενική κι ασαφή απάντηση. Πολύ καλά. Ωραία πολιτεία, ευχάριστοι άνθρωποι.
- Κι οι γυναίκες;
Αυτή η ερώτηση που του την έκαναν όλοι στερεότυπα, τον νεύριασε. Οι γυναίκες! Γιατί τον ρωτούσαν διαρκώς για τις γυναίκες; Επειδή οι Ουγγαρέζες έχουν φήμη ομορφιάς και θερμότητας; Ή επειδή αυτός ήταν γνωστός για περίφημος γυναικάς; Έδωσε μιαν απάντηση γλυκόξινη:
- Υπέροχες γυναίκες. Γνώρισα κάνα δυο. Μου άφησαν την καλύτερη εντύπωση. Δεν είναι διόλου υποκρίτριες και συμφεροντολόγες σαν τις Ρωμιές.
Η Ντίνα γελούσε.
- Με τις Ρωμιές τα 'χεις τώρα; Τι σου 'καναν; Βρέθηκε, επιτέλους, η γυναίκα που θα σου βάλει τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι;
- Ησύχασε. Δε βρέθηκε, ούτε θα βρεθεί. Έχω κι εγώ το χαραχτήρα μου.
Λέγοντας αυτά της έριξε λοξή ματιά, που της γέννησε μια σύντομη κι ελαφρότατη ταραχή• μα γρήγορα ξανάβρε την απαθή και μυστηριακή μάσκα της. Ο Βάσιας γύρισε άλλου την κουβέντα:
- Θα μείνεις καιρό στην Αθήνα;
- Όσο μπορώ περισσότερο. Βαρέθηκα τη Θεσσαλονίκη και την πλήξη της.
- Κι ο Καραμάνος; Δεν έχει πια για σένα αρκετή attraction;
- Καημένε Βάσια! Τι ουσία έχουν αυτοί οι πόντοι σου για τον Μιχάλη; Μήπως...
Τη διέκοψε απότομα:
- Δεν υπάρχει "μήπως". Είμαι είκοσι χρόνια μεγαλύτερος σου, κι έχω το δικαίωμα να σε πειράζω. Κατάλαβες;
Έφτασαν στο γραφείο και κάθισαν παράμερα. Ήταν φανερό πως ο Κλέος έκανε σοφές μανούβρες για να τους ξεμοναχιάσει. "Για την Ντίνα πρόκειται, συλλογίστηκε ο Γιούγκερμαν. Ποιος ξέρει τι υπολογισμούς κάνουν για να μου την πασάρουν..."
- Οπωσδήποτε, εξακολούθησε, δεν μπορείς ν’ αρνηθείς πως ο Καραμάνος είν’ ενδιαφέρων τύπος. Νέος, ευπαρουσίαστος, με αγωγή κι εμφάνιση, πρωτότυπος κι ελκυστικός, με δυνατή προσωπικότητα.



Εκτενέστερο απόσπασμα του παραπάνω έργου θα είναι διαθέσιμο στις ιστοσελίδες του ΠΟΘΕΓ αμέσως μετά την ολοκλήρωση της νομικής διαδικασίας εκχώρησης στο ΙΕΛ των σχετικών δικαιωμάτων χρήσης από τους κατόχους των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί του συγκεκριμένου έργου.

Textes Critiques