Terzakis Aggelos
Theofano
 
 
Theatro. (erga: Theofano. Thomas o Dipsychos), Maison d'édition Estia, Pg.85-163, 165-239, Première Publication:1953
 
 
ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ

Η βασίλισσα Θεοφανώ
Ο βασιλέας Νικηφόρος Φωκάς
Ιωάννης Τσιμισκής
Ο κουροπαλάτης Λέων Φωκάς
Ο πρωτοσπαθάριος
Η σκλάβα
Ο καλόγερος
Η κοιτώνισσα

Μιχαήλ Βούρτσης,
Λέων Βαλάντης,
Λέων Πεδιάσιμος,
Ιωάννης Ατζυποθεόδωρος,
Ισαάκ του Βαχράμ Οι συνωμότες

Ζωή,
Θεοδώρα,
Θεοφανώ,
Άννα,
Αγάθη, Οι 5 κόρες του Κωνστ/νου του Ζ'


Βάραγγοι, δαδούχοι.

Ι' αιώνας.

ΠΑΡΟΔΟΣ

(Μπροστά στην αυλαία. Φως από τη ράμπα γαλάζιο και χαμηλό. Μπαίνουν στη σειρά, από δεξιά προσκήνιο, οι πέντε κόρες του Κωνσταντίνου του Ζ'. Φοράνε ράσα καλογερικά και είναι ξεσκούφωτες. Τα μαλλιά τους κοντοκομμένα, από τη μοναχική κουρά. Πρώτη έρχεται η Ζωή, κατόπι η Θεοδώρα, ακολουθούν η Θεοφανώ, η Άννα και η Αγαθή, η μικρότερη).

ΖΩΗ Μην αργήτε, αδερφάδες μου, ελάτε.
ΑΓΑΘΗ Ω, Παναγιά μου, απόστασα• τα πόδια μου
ριζοβολούν θαρώ στο χώμα.
ΘΕΟΔΩΡΑ Ελάτε.
ΘΕΟΦΑΝΩ Μακρύς ο δρόμος.
ΑΝΝΑ Βαρύς ο κλήρος μας.
ΘΕΟΔΩΡΑ,
ΑΓΑΘΗ Μακρύς ο δρόμος και βαρύς ο κλήρος.
ΖΩΗ Ελάτε, ελάτε, ελάτε. Μένει αγδίκιωτος
ο ίσκιος του πατέρα.
ΘΕΟΔΩΡΑ Ακόμα.
ΑΓΑΘΗ Ακόμα.
(Ένας λυγμός)
ΟΙ ΠΕΝΤΕ Είμαστε εμείς του Κωνσταντίνου οι άμοιρες
ΜΑΖΙ ορφανεμένες κόρες.
Ψυχές ακοίμητες,
λαμπάδες άγρυπνες,
που ο χειμωνιάτης άνεμος ξεσέρνει
ερημικές, ερημικές, να ταξιδεύουμε
στη νύχτα και στις μπόρες.
ΖΩΗ Ορθές ! μη σφαλίσετε βλέφαρο
αν ο ίσκιος του πατέρα δε μερώσει.
ΘΕΟΔΩΡΑ,
ΘΕΟΦΑΝΩ,
ΑΝΝΑ Ορθές!
ΖΩΗ Μόνο κοιτάτε, καλές μου, σας θέλω:
Τα βήματα να σέρνετε κλεφτά
ξοπίσω από τη φόνισσα τη Λάκαινα,
τη λύκαινα.
ΘΕΟΔΩΡΑ,
ΘΕΟΦΑΝΩ,
ΑΝΝΑ Τη Λάκαινα, τη λύκαινα.
ΖΩΗ Ώσπου να κλείσει κύκλο το γραφτό της.
ΑΓΑΘΗ (Καθίζει χάμου)
Ώ να μπορούσα κάπου να κλαρώσω,
καθώς ο πελαργός στου σπιτιού τη σκεπή,
και ν’ ανασαίνω την άχνα του ζεστού ξύλου
που λιβανίζει απ’ τ’ αναμμένο τζάκι
όταν θα κατεβαίνει αργά η βροχή,
ή βροχή.
ΖΩΗ Εκεί-κάτω, εκεί-κάτω είν’ ή Λάκαινα,
στη φλογισμένη Ανατολή, κοιτάχτε!
Βάζω το χέρι αντήλιο, την ξεκρίνω
πέρα μακριά, καλές μου, στ ανεφόκαμα,
στην καταχνιά του κουρνιαχτού, εκεί κάτω.
ΘΕΟΦΑΝΩ Γρικώ το σάλαγο, θαμπό,
φωνές βαρβαρικές που κλώθουν.
ΘΕΟΔΩΡΑ Μπακίρια αντιλαμπίζουν.
ΑΝΝΑ Πήζει ο αγέρας.
ΘΕΟΦΑΝΩ Ώ δρόμοι, δρόμοι διψασμένοι, ανατολίτικοι!
ΖΩΗ Την ηλιόδαρτη βλέπω την Καισάρεια
κι ολόρθο, ολόγυμνο σπαθί ν’ αστράφτει.
ΘΕΟΔΩΡΑ Εκεί πήρε τη Λάκαινα μαζί του
συντρόφισσα στον πόλεμο, στις νύχτες του,
ο βασιλέας κυρ - Νικηφόρος.
ΘΕΟΦΑΝΩ Πάμε!
Ξοπίσω τους! ξοπίσω τους !
ΑΝΝΑ Ελάτε.
(Η Αγάθη σηκώθηκε)
ΖΩΗ Μην αργήτε, αδερφάδες μου, ελάτε,
δίχως αναπαμό και δίχως έλεος.
Εδώ ‘ναι κι ο Παράδεισος κ’ ή Κόλαση.
Οι Πέντε (Ξεκινώντας προς τ αριστερά)
ΜΑΖΙ Είμαστε εμείς του Κωνσταντίνου οι άμοιρες
ορφανεμένες κόρες.
Ψυχές ακοίμητες,
λαμπάδες άγρυπνες,
που ο χειμωνιάτης άνεμος ξεσέρνει
ερημικές, ερημικές, να ταξιδεύουμε
στη νύχτα και στις μπόρες.
(Έφυγαν)

ΑΝΟΙΓΕΙ Η ΑΥΛΑΙΑ

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ

(Καισάρεια. Πλάτωμα στο κάστρο. Πέφτοντας από ψηλά και με κατεύθυνση προς το βάθος, μια τέντα πελώρια σκεπάζει τα τρία τέταρτα της σκηνής. Έχει ρίγες φαρδειές, κεραμιδιές και άσπρες. Δεξιά κι' αριστερά, στα πλάγια, κάθετο το τείχος, με εισόδους θολωτές εμπρός. Πάνωθέ τους κρεμασμένες ασπίδες. Στο βάθος, πέρα για πέρα στη σκηνή, χαμηλό παραπέτο («ρίρα»). Ανάμεσά του και στην τέντα, μια λουρίδα ουρανός ζωηρά γαλάζιος, λίγες κορφές από δέντρα. Προς τ' αριστερά, ανάκλιντρο. Στη μέση ακριρώς του παραπέτου και κοντά στα πόδια του ανάκλιντρου, χτισμένος κρέμεται ένας μεγάλος σιδερένιος χαλκάς απ όπου ξεκινάει βαρειά αλυσίδα. Η Σαρακηνή σκλάβα, με το πόδι της δεμένο στην άκρη της αλυσίδας, βρίσκεται σωριασμένη χάμου, μισόγυμνη. Ολες οι επιφάνειες είναι μεγάλες, γυμνές και μονόχρωμες, σε τόνους σκληρούς. Τα σχήματα απλά. Ζωηρό φως από λιακάδα παχειά, βαρειά, στη λουρίδα τ' ουρανού. Τη σκηνή την ισκιώνει η μεγάλη τέντα. Από μέσα, αργό, νωθρό, ένα τραγούδι ανατολίτικο).

Η ΣΚΛΑΒΑ (κουλουριάζοντας με αγωνία το μπρούντζινο γυαλιστερό της κορμί). Για τ' όνομα του Αλλάχ... κάνετε έλεος!..διψάω... διψάω... (Στέκεται, σα να προσμένει. Δεν ακούγεταί τίποτα, παρά μονάχα, απ' έξω, το ανατολίτικο τραγούδι. Ξαναρχίζει το θρήνο της). Αμάν... μια σταλαματιά... μονάχα μια σταλαματιά νερό... για τ' όνομα του προφήτη σας, του Χριστού.. Διψάω...

(Από αριστερά μπαίνει ένας καλόγερος. Φαίνεται να έρχεται από πολύ μακριά κ' είναι τρισάθλιος, βουτηγμένος στον ίδρώτα και στη σκόνη. Τα μαλλιά του, τα γένεια του, μπερδεμένα, το ράσο ζωσμένο στη μέση μ' ένα σκοινί κι' ανασηκωμένο ως τα καλάμια, για την πορεία. Τα πόδια του τα έχει τυλιγμένα σε κουρέλια δεμένα ολόγυρα με σπάγγους. Είναι νέος, όμως κουβαλάει με κόπο στη ράχη του ένα σακκούλι και κρατάει ραβδί.



Εκτενέστερο απόσπασμα του παραπάνω έργου θα είναι διαθέσιμο στις ιστοσελίδες του ΠΟΘΕΓ αμέσως μετά την ολοκλήρωση της νομικής διαδικασίας εκχώρησης στο ΙΕΛ των σχετικών δικαιωμάτων χρήσης από τους κατόχους των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί του συγκεκριμένου έργου.