Christopoulos Athanasios
«Εrato» [Α, C, XII, XVIII, XXVI, X, XII], Lyriques
 
Langue démotique.
 
Poèmes, Maison d'édition Fondation de Costas et Eleni Ourani, Athènes 2001, Première Publication:1811
 
 

Ψάλτης

Την άνοιξη μια μέρα,
εκεί που τραγουδούσα,
ψηλά ’πό τον αιθέρα
κατέβηκεν η Μούσα,
η ψάλτρα Ερατώ.
Με λέγ’: η Αφροδίτη,
οπού τον κόσμ' ορίζει,
πιστόν της σε κηρύττει
και ψάλτην σε ψηφίζει
στην γην, όπου πατώ.
Και θέλει, όσο ζήσεις,
να ζεις στον ορισμό της,
κι εις το έξης ν' αρχίσεις
αυτήν και το μωρό της
γλυκά να τραγουδείς.
Και δι' αύτη τη χάρη
σε τάζει, λέγει, άλλη˙
να έρθει σαν τον Πάρη
με όλα της τα κάλλη
γυμνή να την ιδείς.
Έτσ' είπε· και κινώντας,
μ' αγκάλιασε το σώμα,
και πρόσχαρα γελώντας
με φίλησε στο στόμα
και πέταξε ψηλά.

Κι ευθύς καθώς εγεύθη
το στόμα μ' το φιλί της
αμέσως εμαγεύθη
από τη μουσική της
στο ψάλσιμο λωλά.
Και όταν τώρ' αρχίσει
τα χείλη του ν' ανοίξει
και τύχει να λαλήσει
ή ελαφρά ν' αγγίξει
τη γλώσσα μοναχή,
ευθύς το μαγεμένο,
χωρίς ποτέ να σφάλει,
ωσάν ορμηνεμένο
την Αφροδίτη ψάλλει,
τον Έρωτ' αντηχεί.

Γ΄
Φίλευμα

Στον κήπον των Χαρίτων
ο Έρωτάς μου ήτον,
κι εγώ μ' αυτόν κι η νέα
η Χάρη η ωραία,
κι η άνοιξη μαζί.
Κι εκεί φιλεύουμάσθουν
και συνευφραίνουμάσθουν
συμπαίζοντας, γελώντας,
τον Έρωτα φιλώντας
φωνάζοντας να ζει.
Τ' αηδόνι κελαηδούσε,
ό Έρωτας κερνούσε
φιλιά με το ποτήρι,
και μ' εν ανεμιστήρι
αέριζε συχνά.
Κι εμείς αγκαλιασμένοι,
μες στ' άνθη κυλισμένοι
φιλιούμασθουν στα χείλη,
σαν σύμψυχοι δυο φίλοι,
φιλήματα πυκνά.
Κι απάνω στα πυκνά μας
γλυκά φιλήματά μας
εγώ κι η Χάρ' η νέα
στα χόρτα τα ωραία
και στ' άνθη τα πολλά
κοιμηθήκαμε τέλος
μες στ' αηδονιού το μέλος,
κι αέριζεν ο Έρως
απ' το 'να στ' άλλο μέρος
φυσώντας απαλά.

IB΄
Νύχτα

Θεοί αστέρες φωτεροί,
της νύχτας έφορ' ιλαροί,
τες ώρες εμποδίστε·
κι αργά αργά κινήστε.
Κι αν ίσως είναι δυνατόν,
κι από τον τόπον σας αυτόν
παρακαλώ - να ζείτε –
ποτέ μη ταραχθείτε.
Κι εσύ το άστρο της αυγής,
κρυβήσου πλέον, μην εβγείς,
κι είπε κι ο ήλιος πέρα
να φύγ’ εις άλλη σφαίρα.
Η νύχτα τούτη ας γενεί
στον ουρανό παντοτινή,
κι η μέρ' ας μη σιμώσει
ποτέ να ξημερώσει,
για να χαρώ παντοτινά
τον ερωτά μου σιγανά
σ' αυτήν την αιωνίαν
της νύχτας ησυχίαν.

ΙΗ΄
Παράπονα

Σειρήν', αγάπη μου εσύ,
ως πότε πλέον στο νησί,
στην θάλασσαν κλεισμένη,
στο κύμα βουτημένη;
Δεν εβαρέθης τες σπηλιές,
και των ανέμων τες φωλιές;
Ως πότε τα πελάγη;
—η φλόγα να τα φάγει!
Πώς έχει τόσ' υπομονή
η αηδονίσια σου φωνή,
να την ακούν μονάχοι
στα κύματα οι βράχοι;
Άμποτε ν' άρχιζε νοτιά
με σιγαλή φυσηματιά
τα ίσια να φυσήξει,
στη γη μας να σε ρίξει.

ΙΘ΄
Αηδόνι

Κίν', αηδονάκι μου, γιαλό,
πέταξε πρίμα στο καλό,
και πήγαινε να μ' έβρεις
εκείνην όπου ξεύρεις.



Εκτενέστερο απόσπασμα του παραπάνω έργου θα είναι διαθέσιμο στις ιστοσελίδες του ΠΟΘΕΓ αμέσως μετά την ολοκλήρωση της νομικής διαδικασίας εκχώρησης στο ΙΕΛ των σχετικών δικαιωμάτων χρήσης από τους κατόχους των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί του συγκεκριμένου έργου.