Kondylakis Ioannis
Quand j'étais instituteur
 
Nouvelle aux éléments autobiographiques et marquée par l’amour que porte l’instituteur protagoniste pour son élève Foteini. Langue démotique.
 
Quand j'étais instituteur, Maison d'édition Nefeli, Athènes 1988
 
 
Α'

Μίαν ημέραν, εις την προκυμαίαν των Χανιων μ’ επλησίασεν ένας κύριος, φίλος οικογενειακός, και με ηρώτησεν, ως συνεχίζων προηγουμένην ομιλίαν, την οποίαν δεν είχαμεν κάμει:
— Λοιπόν, Γιώργη, τι απεφάσισες;
— Για τα ορτύκια;
— Ποια ορτύκια;
— Α!... ενόμιζα ότι ξέρετε το σχέδιον που έχομε μερικοί να πάμε στην Παλιόχωρα να κυνηγήσωμε ορτύκια.
— Ουφ! καϋμένε, λύσσα σ’ έχει πιάσει μ’ αυτό το κυνήγι! Και νάκανες τίποτε τουλάχιστον, αλλά ξοδεύεις άδικα σκάγια και μπαρούτη!
— Αυτό ‘νε δική μου δουλειά, απήντησα με δυσαρέσκειαν ανθρώπου υποτιμωμένου και ήμουν έτοιμος ν’ απομακρυνθώ.
— Ας είνε τέλος πάντων, δεν πρόκειται περί τούτου, είπεν ο σοβαρός κύριος, ολίγον προσεχών εις τον θυμόν μου. Θα πας στας Αθήνας;
— Μα φαίνεται, θα πάω.
— Και σε ποια επιστήμη θα εγγραφής;
— Ξέρω κ’ εγώ; Δεν απεφάσισα ακόμη.
Ο άνθρωπος με παρετήρησεν έκπληκτος.
— Δεν απεφάσισες ακόμη; Εσύ, παιδί μου, είσαι άλλου είδους άνθρωπος.
Δεν έχεις καμμίαν ωρισμένην κλίσιν;... Εγώ λοιπόν, να σου ‘πω, από το δημοτικό σχολείο ενόησα ότι είχα κλίσιν εις τα νομικά και έκτοτε δεν άλλαξα γνώμην. Κάθε άνθρωπος έχει μίαν κλίσιν και οφείλει ν’ ακολουθή την φυσικήν του κλίσιν, άλλως θ’ αποτύχη ασφαλώς εις τον βίον του.
— Λοιπόν να σου ’πω την αλήθεια; Έχω κ’ εγώ μίαν κλίσιν.
— Τι κλίσιν;
— Εις το κυνήγι. Έχει κυνηγετική σχολή το Πανεπιστήμιον;
«Ουφ! κουταμάρες!» ήθελε να είπη ο οικογενειακός φίλος, αλλά περιωρίσθη να το έκφραση με μορφασμόν ανίας, ξυνίσας απλώς τα μούτρα του.
— Βρε αδελφέ, είπε, για να τελειώνωμε, μία πρότασι έχω να σου κάμω. Ξέρεις ότι είμαι ένας εκ των εφόρων των σχολείων. Λοιπόν θα ιδρύσωμεν ένα ελληνικό σχολείο έξω στην επαρχία∙ έρχεσαι να σε διορίσωμε δάσκαλο;
Εγέλασα, διότι μου επρότεινεν εκείνο το επάγγελμα ακριβώς προς το οποίον δεν είχα αισθανθή ποτέ κλίσιν. Η αλήθεια είνε ότι, ως μαθητής, εθαύμαζα ενίοτε την εξουσίαν εκείνων οίτινες ηδύναντο ανεξελέγκτως να ξυλοκοπούν και να προβιβάζουν, να δίδουν μηδενικά και να τραβούν αυτιά, αλλά δεν επόθησα ποτέ να γίνω τόσον μισητός τύραννος.
— Δάσκαλος! δάσκαλος! τους παραχόρτασα τους δασκάλους.
— Ναι, αλλά το κυνήγι δεν το παραχόρτασες, μου φαίνεται, κ’ εκεί που θα σε διορίσωμεν έχει κυνήγι, που δεν το είδες ποτέ εδώ στον κάμπο, που πας και ηλιοψήνεσαι άδικα.
—Έχει πέρδικες; ηρώτησα με ζωηρότατον ενδιαφέρον.
— Πέρδικες, λαγούς, τσίχλες, ό,τι θέλεις. Κ’ εγώ είχα άλλοτε μανία με το κυνήγι και ξέρω. Ο Κάστελλος εκεί κοντά είνε γεμάτος πέρδικες.
— Τότε δέχομαι, είπα χωρίς άλλον δισταγμόν. Με θέλετε τίποτε άλλο; γιατί με περιμένει κάποιος φίλος να συνεννοηθούμε για το κυνήγι, θα πάμε στ’ Ακρωτήρι αύριο πρωί.
Ο έφορος με προσέβλεψε, κινών την κεφαλήν με οικτιρμόν.
— Καλά μου τώλεγε ο πατέρας σου, ότι δεν σάφηκε νου το κυνήγι! Μα ευλογημένε, δεν έχεις την περιέργεια να μάθης σε ποιο χωριό θα ιδρυθή το σχολείο και προ πάντων τι μισθό θα σου δίδωμε;
— Α! ναι, αλήθεια, έχετε δίκιο. Είμαι αφηρημένος. Λοιπόν έχει... (η γλωσσά μου επήγε να ερωτήσω πάλιν αν έχη μπεκάτσες το μέρος, αλλ’ εγκαίρως της έδωκα άλλην διεύθυνσιν) ... όμορφα κορίτσια το χωριό;
—Αν θέλης να παντρευτης, έχει∙ αλλ’ αν θέλης απλώς να πέρασης τον καιρό σου, θα κακοπέρασης. Και καλά έκαμες και μου το θύμισες αυτό το ζήτημα, για να καταστήσω προσεκτικόν. Τους ξέρεις άλλως τε τους χωρικούς μας πόσον αυστηροί είνε σ’ αυτό το κεφάλαιον. Λοιπόν αν έχης σκοπόν να παιζογελάς και να πειράζης κορίτσια, καλύτερα να μην πας, γιατί θα γυρίσης άσχημα, αν γυρίσης.
Δεν μου ήρεσε πολύ αυτός ο όρος του συμβολαίου, αλλ’ έκρινα πρέπον να μη φανερώσω τας σκέψεις μου, και είπα:
— Καλά, αυτά τα ξέρουμε. Αλλά το χωριό που θα εδρεύη ο κύριος σχολάρχης ποιο είνε;
Μου έδωκε πληροφορίας περί του χωριού, περί του μισθού, περί των μαθητών και του άλλου προσωπικού. Ελλείψει μαθητών το νέον σχολείον θα είχε μόνον δύο τάξεις, πρώτην και δευτέραν. Εις την δευτέραν θα εδίδασκα εγώ, εις δε την πρώτην ένας πρώην δημοδιδάσκαλος. Οπωσδήποτε θα ήμουν σχολάρχης, κάτι παραπάνω από απλούς δάσκαλος.
Όταν εχωριζόμεθα είπα προς τον έφορον:
— Και το ΙΙανεπιστήμιον;
— Δεν βαριέσαι! Δίδεις σε κανένα άλλον φοιτητήν και σε εγγράφει. Έτσι το κάνουν όλοι. Και δεν χάνεις το έτος, κερδίζεις δε και καμμιά τριανταριά λίρες διά να πας το επόμενον έτος να καλοπέρασης. Λοιπόν σύμφωνοι;
— Σύμφωνοι.
— Μεθαύριον θα λαβής τον διορισμόν, εις τον οποίον όμως (προσέθηκε γελών) ορθότερον θα ήτο να γραφή ότι σε διορίζομεν κυνηγόν. Εν τούτοις, χαίρε, κύριε σχο-λάρχα!

Β΄

ΜΟΝΟΝ την ημέραν καθ’ ην ανέλαβα τα καθήκοντά μου, ενόησα ότι το έργον το οποίον τόσον ελαφρώς ανεδέχθην είχε και τας δυσχέρειάς του. Και η πρώτη εκ των δυσχερειών τούτων ήτο ότι εγώ ο διδάσκαλος είχον ανάγκην διδασκαλίας, διότι είχα σχεδόν εντελώς λησμονήσει τα μαθήματα, τα οποία επρόκειτο να διδάξω και εις τα οποία άλλως δεν διέπρεψα ποτέ, ως μαθητής.
Έπειτα οι «προεστοί» του χωρίου και της επαρχίας, οίτινες ήλθαν διά να με γνωρίσουν, δεν έμειναν ευχαριστημένοι. Την δυσπιστίαν, που εκίνησεν η νεαρωτάτη ηλικία μου, ενίσχυσεν η ελαφρότης ην έδειξα ζητήσας περισσοτέρας πληροφορίας περί κυνηγιού ή περί των μαθητών και του σχολείου. Ήρχισαν δε μερικοί εξ αυτών να κρυφομιλούν και δεν ήτο δύσκολον να μαντεύσω ότι έλεγαν προς αλλήλους:
— Είντα διαόλου δάσκαλος είνε τουτοσές;
Διά την δυσμενή δε ταύτην εντύπωσιν μου εφάνη ότι διέκρινα λάμψιν χαιρεκακίας εις τους οφθαλμούς του συναδέλφου μου, όστις, ως διά να επιβαρύνη την θέσιν μου, ανέπτυσσε προς τους προεστούς, με πομπώδη φρασιολογίαν, τας Εδέας του περί διδασκαλίας, ωμίλησε προς τον δήμαρχον διά τα πολιτικά της ημέρας και προς τον ιερέα έδωκεν αφορμήν να μ’ ερώτηση:
— Ψάλλεις, κύριε διδάσκαλε;
— Όχι.
Το όχι εκείνο συνεπλήρωσε την ελεεινήν εντύπωσιν την οποίαν είχα κάμει. Ο παπάς δεν ηδύνατο να εννοήση τι είδους παιδεία ήτο αύτη η νεωτέρα, να μη διδάσκουν τους νέους εκκλησιαστικήν μουσικήν.
Αλλ’ ο συνάδελφος ανέλαβε την υπεράσπισίν μου διά να επίδειξη συγχρόνως τα προσόντα του:
— Δεν έχουν όλοι το χάρισμα της φωνής. Έπειτα εγώ θ’ άναπληρώ τον κύριον σχολάρχην εις αυτό το καθήκον. Δόξα τω Θεώ εγώ και μουσικήν ξέρω και φωνήν έχω.
Ο συνάδελφος μου ήτο ισχνός και μελαψός, ως ξυλοκέρατον∙ άλλα την στιγμήν εκείνην μου εφάνη τόσον μαύρος, τόσον απαισίως μαύρος, ώστε μου ήρχετο όρεξις να τον ερωτήσω πώς έμαθε βυζαντινήν μουσικήν εις το Σουδάν. Και όμως εις τα χείλη είχε μειδίαμα τόσον υποχρεωτικόν και τόσην ταπείνωσιν εξέφραζεν όλον του το ταλαιπωρημένον υποκείμενον και η κάμψις των ώμων του η δουλική και ο πενιχρός του ιματισμός, εις τον οποίον συνηντώντο δύο πολιτισμοί, ο ευρωπαϊκός και ο κρητικός, μετά διαφόρων εποχών, τόσην δυστυχίαν εμαρτύρει το προώρως ρυτιδωθέν μέτωπόν του (διότι δεν θα ήτο ακόμη τριακοντούτης) , ώστε δυσκόλως διεκρίνετο η μικροπονηριά ήτις εσπινθήριζεν εις τους μικρούς οφθαλμούς του.
Όταν εμείναμεν μόνοι, μου εξέφρασε την χαράν του, διότι θα με είχε συνάδελφον και... «προϊστάμενον» και με διεβεβαίωσεν ότι δεν ησθάνετο εναντίον μου την παραμικράν μνησικακίαν.
— Γιατί μνησικακίαν; τον ηρώτησα ανατιναχθείς.
— Διότι... πώς να σας ‘πω; για τη θέσι που πήρατε έχω εργασθή κ’ ήλπιζα κ’ εγώ.



Εκτενέστερο απόσπασμα του παραπάνω έργου θα είναι διαθέσιμο στις ιστοσελίδες του ΠΟΘΕΓ αμέσως μετά την ολοκλήρωση της νομικής διαδικασίας εκχώρησης στο ΙΕΛ των σχετικών δικαιωμάτων χρήσης από τους κατόχους των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί του συγκεκριμένου έργου.

Textes Critiques