Karkavitsas Andreas
La svelte
 
Roman qui démontre les talents de composition de l’auteur et sa sensibilité aux questions sociales. À un premier niveau, la situation de la femme dans la société rurale dominée par l’homme est décrite à travers l’histoire d’amour d’un couple, et, à un second niveau, l’auteur aborde la vie communautaire traditionnelle qui étouffe à cause de la cruauté de ses propres termes et des nouvelles conditions économiques. Langue démotique.
 
La svelte, Maison d'édition Fondation de Costas et Eleni Ourani, Athènes 1994, Pg.43-183, Première Publication:1896
 
 
Η ΚΥΡΑ ΠΑΓΩΝΑ
- Φεύγα, ρουσούμπελη· σε κυνηγά η φωτιά, το στουρνάρι και ο πρυόβολος - σύρε στ' άγρια όρη, στ’ άγρια βουνά!...
Η Κυρά Παγώνα ορθή πλησίον ενός παραθύρου του χαμηλού σπιτιού της, σκυμμένη επάνω εις την μελανιασμένην χείρα μεσοκόπου ανδρός, εσούφρωνε τα μαραμμένα χείλη της κι εψυθύριζε με σιγαλήν, ως ανεμοφύσημα, φωνήν:
- Φεύγα, ρουσούμπελη· σε κυνηγά η φωτιά, το στουρνάρι και ο πρυοβολος˙ - σύρε στ' άγρια όρη, στ’ άγρια βουνά!...
Και συγχρόνως με τας ξηράς και ολοτρέμους χείρας της ετσακμάκιζε τινάζουσα πλήθος σπινθήρων, προσπαθούσα δι’ αυτών και των εξορκισμών της να διώξη το πάθημα.
Η Κυρά Παγώνα ήτο γνωστή εις όλον τον δήμον Μυρτουντιων και μακρύτερον ακόμη ως γόησσα διαφόρων ασθενειών. Ο γόης και η γόησσα είνε ανάγκη εις τα χωρία, όπως και ο πάρεδρος δια τούτο δεν λείπουν από καθένα δύο και περισσότεροι τοιούτοι, αρσενικοί ή θηλυκοί· αλλ’ η Κυρά Παγώνα ήτο ανωτέρα όλων δια την επιτυχίαν των γοήτρων και την ποικιλίαν των γνώσεών της. Αν η Γριά Ζωγάκενα, λόγου χάριν, ήξευρε να δένη και να λύνη τ’ αμποδέματα κι έφερε, τρανόν σημάδι της ικανότητός της, ορμαθόν κλειδιών εις την ζώνην της και η θεία Κωσταντινιά να ιατρεύη δια βοτανών τους γεράδες· αν ο Πέτρος Νυχάκης, ο επιλεγόμενος Ζούδιαρης, κατώρθωνε να βγάνη από τους ανθρώπους και να καρφώνη εις τους κορμούς των δένδρων τα ζούδια και ο Μαστροθειοχάρης, ο κτιστης, να κτιζη τους ίσκιους εις τους τοίχους των νέων σπιτιών· αν η Ασήμω η Μπραζερόνυφη, η Ρίχτισα, ήξευρε να ρίχνη εις τ’ άστρα και να μαντεύη τα μέλλοντα και η Ρουχιτσοπούλα η Κεβή να βλέπη, ως αλαφροΐσκιωτη και να συνομιλή με τα στοιχειά, η Κυρά Παγώνα, ως μυθική δύναμις, εσυμμάζωνεν όλα ταύτα και άλλα πολλά ακόμη εις τας γεροντικάς χείρας της. Καμμιά αρρώστια δεν ήτο μυστική εις αυτήν κανέν αερικόν πάθημα δεν διέφευγε την δικαιοδοσίαν της. Εκτός της ρουσούμπελης εγήτευε την σπλήνα, τις παραμαγούλες, τον στυλίτην, τον πονοκέφαλον, τον στρόφον, το λίθωμα των βυζών. Εξώρκιζε το μάτιασμα, «είτε στον ύπνο είτε στον ξύπνο» επήρχετο, διώκουσα αυτό «σε μέρη ακατοίκητα, σε ριζιμιά λιθάρια»· το ανεμοπύρωμα, προστάζουσα τους λόγους της να το σηκώσουν, «όπως ο ήλιος τα παιγνίδια της νυχτος»· τον πονόμματον, τον οποίον δια συνδρομής της ασημένιας Παναγιάς έρριπτεν εις τα βάθη της θάλασσας, δια να καθαρίση και λάμψη το φως του πάσχοντος, «όπως ο ήλιος καλοκαιρινής ημέρας»· - την λιμόκαψαν, επίβουλην αρρώστιαν, η οποία ρέβει τον άνθρωπον και τον αφανίζει ολίγον κατ’ ολίγον, όπως το σκουλήκι που φωλιάζει εις τον κορμόν του δένδρου, δένουσα αυτήν δι’ αλύτων δεσμών πέραν εις τα δάση και καταρωμένη «να φύγη από τις εβδομηκονταδύο φλέβες του αρρώστου και αρμούς του όλους και να πάρη τα βάθη της θάλασσας, και να μετρήση τον άμμο της θάλασσας και των δένδρων τα φύλλα και να γυρίση πίσω!... Να φύγη από τις εβδομηκονταδύο φλέβες του, να πάη στα όρη, στα βουνά, πίσω του ήλιου, που σκύλος δε βαβίζεί· να φάη από το κρέας του, να πιή από το αίμα του και να γυρίση στις εξηνταεννιά τ’ Αυγούστου!»
Και δεν διέφερε μόνον εις τούτο από τους άλλους συντεχνίτας της η Κυρά Παγώνα, αλλά και εις τα μέσα, τα οποία μετεχειρίζετο δια την επιτυχίαν του σκοπού της. Οι άλλοι εγνώριζον ένα ή δύο μόνον εξορκισμούς, τους οποίους έμαθον από άλλους παλαιοτέρους και μετεχειρίζοντο ασυνειδήτως. Η γραία όμως δια κάθε πάθημα είχεν ιδιαίτερον εξορκισμόν και εις διάφορον είδος λόγου, πεζόν ή έμμετρον εις ιάμβους ή αναπαίστους ειτ [ε εις] ερωταποκρίσεις, καλούσα βοηθούς πότε «τον αφέντη το Χριστό» και «την Παναγιά τη Δέσποινα» τον «Aϊ Λευτέρη και τον Αϊ Χαράλαμπο και την αγία Βαρβάρα»· πότε κάμνουσα συμβούλια από κορίτσα μονοσάνδαλα, «που γελούν και χαρχατουρίζουν», και καλογήρους «που σέρνονται τ’ αχαμνά τους στη γη»· και άλλοτ’ επικαλούμενη την αντιληψιν των δαιμόνων, των αριθμών και των εβραϊκών ρητών, αδελφώνουσα επί των πασχόντων μελών τον σταυρόν με την πεντάλφαν και λέξεις του «Πιστεύω» με βαρυτάτας βλασφημίας.
Και όχι μόνον ανθρώπους ή κτήνη, ζώντα τέλος πράγματα, ήξευρε να ιατρεύη η ογδοηκοντούτις γραία, αλλά και χωρία ολόκληρα να σώζη από επιδημίας. Προ καιρού, όταν η Ευλογιά εθέριζεν όλα τα χωρία του Κάμπου, αυτή κατώρθωσε να κρατήση αμόλυντα τα Λεχαινά. Έκραξε σαράντα μονοστέφανες και τις έβαλεν εις την αυλήν του σπιτιού της να κλώσουν βαμπάκι. Τρία ημερόνυκτα έκλωθαν το βαμπάκι κάτω από την άγρυπνον επιτήρησιν και τον χείμαρρον των εξορκισμών της. Έπειτα εζήτησε κερί κίτρινο, παρμένο από σαράντα αγνά μελισσοκούβελα, εκέρωσε με αυτό τις κλωστές και μιαν σκοτεινήν νύκτα μόνη της έζωσεν απ' έξω την κωμόπολιν κι έδεσε τον κόμπον εις την εκκλησίαν του αγίου Δημητρίου, του πολιούχου. Η ζώνη εκείνη εμπόδισε την αρρώστια να εισέλθη εις την κωμόπολιν. Εις ένα μόνον σπιτάκι κατά την Σουλεϊμανόστρατα, το οποίον δεν έκλεισεν εις την προστατευτικήν της ζώνην η γραία είτε από αμέλειαν είτε επίτηδες, ευθύς την επομένην η αρρώστια το εθέρισε.
Από τότε εκέρδισε την εμπιστοσύνην και τον σεβασμόν όλων, ανδρών και γυναικών, κι έτρεχον καθ’ ημέραν εις το σπιτάκι της υγιείς μετά πασχόντων, όπως εις την αγίαν Παρασκευή οι «κουτσοί-στραβοί» του ρητού. Και δεν ήρχοντο μόνον εντόπιοι, αλλά και ξένοι πολλοί από τα γύρω χωρία, απηλπισμένοι από τους ιδικούς των γόητας. Από τούτους δε άλλοι επέστρεφον εις τα χωρία των, δια να εκτελέσουν τας παραγγελίας της. Άλλοι όμως, όσοι είχον ανάγκην της επιβλέψεώς της, έμενον εκεί νοσηλευόμενοι και τροφοδοτούμενοι παρ’ αυτής. Τούτο προ πάντων επέσυρε την συμπάθειαν και τον σεβασμόν των χωρικών και η ομολογουμένη αφιλοκέρδειά της. Η αμοιβή της ήτο ελαχίστη, περιοριζομένη συνήθως εις μερικά χάλκινα νομίσματα, εις ολίγ’ αυγά, εις απλοχεριές αραβοσίτου δια τις κότες της και εις διαφόρους καρπούς κατά τας εποχάς. Κι εκ τούτων πάλιν τα περισσεύματα εμοίραζεν εις τους πτωχούς ελεούσα και δι’ αυτού του τρόπου. Οικογένειαν δεν είχεν ήτο καταμόναχη, δεν υπανδρεύθη εξ ιδιοτροπίας και διεδέχθη εις την τέχνην την μητέρα της, διάσημον του καιρού της και αυτήν. Δυο τρεις μακρινούς συγγενείς είχεν εις την Αχαΐαν, αλλά δεν εφρόντιζε δι’ αυτούς. Ελησμόνει, όπως την ελησμόνουν... Αι γυναίκες της γειτονιάς την επεριποιούντο διαδοχικώς· αι δε παρθένοι επεμελούντο το σπιτάκι και τον ρουχισμόν της. Δια τούτο δεν είχε λόγον η Κυρά Παγώνα να φροντιζη περί της παρούσης ζωής κι εφρόντιζε μόνον περί της μελλούσης. Κοπιάζουσα δια το καλόν των άλλων ήτο βεβαία ότι προηγόραζε μιαν γωνίαν εις τον Παράδεισον, όπου θ’ ανάπαυε μετά θάνατον την αμαρτωλήν ψυχήν της. Και δεν ήτο βεβαίως αμαρτωλή η ψυχή της· κάθε άλλο. Ήθελεν όμως με αυτόν τον λόγον να δεικνύη ταπεινοσύνη η Κυρά Παγώνα.
- Κάνω καλό για την ψυχή μου· έλεγε συχνά εις τους πελάτας της. Σαν πεθάνω, να ερχώστε να μου ανάβετε κάνα κερί!...
Η Κυρά Παγώνα δεν είχεν ωρισμένην ώραν δια τους ασθενείς της. Οποίαν δήποτε ώραν της ημέρας είτε της νυκτός έσπευδεν εις εξάσκησιν του επαγγέλματός της. Εύρισκεν ευχαρίστησιν εις την εργασίαν της άρεσε να βλέπη γύρω της ασθενείς γογγύζοντας και ζητούντας την βοήθειάν της. Και τούτο, όχι διότι ήτο χαιρέκακος· αλλά διότι ηναγκάζετο να κάμνη περισσότερον καλόν και να κουράζη περισσότερον το σώμα της το φθαρτόν, το αηδές, το οποίον έδωκεν η φύσις εις τον άνθρωπον, δια να δεσμεύη την ψυχήν του. Η γόησσα, τακτικός φοιτητής της εκκλησίας, ελεύθερος ερμηνευτής των εκκλησιαστικών κανόνων, εφρόντιζε πάντοτε να εφαρμόζη τούτους επί του ατόμου της. Μπα κι ο αφέντης ο Χριστός έτσι αγωνιζότουν κι εκοπίαζε για τον κόσμο!...
Αίφνης παρατηρήσασα έξω είδε νέαν χωρικήν προσερχομένην με μικρόν παιδί εις τας αγκάλας. Η πελατεία ηύξανε.
- Καλό ‘ς την Ανθή μου! εφώναξε προθύμως.
- Καλό νάχης, θειά· απήντησεν η λυγερή με χαμόγελον εις τα χείλη - το αιώνιον εκείνο χαμόγελο της χωρικής, που εκφράζει δειλίαν και αφέλειαν συγχρόνως.
Και δια να μη ταράξη την γραίαν εις το έργον της, η Ανθή εκάθισεν έξω επί του κατωφλίου λαβούσα επί των γονάτων το παιδίον και φροντιζουσα να καθησύχαση το κλάψιμόν του.
Η Ανθή ήτο τέλειος τύπος μιας λυγερής του χωρίου. Είχεν υψηλόν και ανδρικόν κάπως το ανάστημα· το στήθος εύρωστον· την μέσην περισφιγμένην και λυγηράν. Η κεφαλή της ωραία, (εστηρίζετο επί λείου τραχήλου χυνομένου επί πλαστικωτάτου κορμού. Είχε) ηνωμένα μαύρα φρύδια, κάτω των οποίων μάτια κατάμαυρα, γεμάτα από λάμψιν και μυστήριον, εκρύπτοντο οπίσω από μακράς βλεφαρίδας. Είχε την μύτην εύγραμμον εις πτερύγια ομαλώς καμμπυλωτά, ανακινούμενα εις ανησυχίας στιγμήν. Το στόμα της μικρόν, δακτυλιδένιον στόμα, μ’ ένα χαμογελο επάνω του, το οποίον ηύξανε την καλλονήν, όπως σταγών δρόσου αυξάνει την καλλονήν του ρόδου. Κι έφερε με χάριν επάνω της η λυγερή φουστάνι από κλαδωτήν διάναν ολιγόπτυχον και σάκκον ομοιόχρωμον, σφιγμένον εις το στήθος και τους καρπούς των χειρών. Είχε την κεφαλήν άσκεπη, με τα κατάμαυρα μαλλιά χωρισμένα εις την μέσην και οπίσω πίπτοντα εις δυο πλεξίδας μακράς, ζευγαρωμένας εις τ’ άκρα δια κυανής ταινίας. Απ’ όλου αυτής του σώματος, όπως εκάθητο, και της απλής ενδυμασίας της, πτυχουμένης εδώ κι εκεί, και με τας χείρας συνηνωμένας περί το παιδίον, με την ρεμβώδη έκφρασιν της αναμονής επί του προσώπου, εφαίνετο αρχαίας ελληνίδος άγαλμα, ζητούσης φιλοξενίαν. Ο νους της ηκολούθει την φοράν του βλέμματος, το οποίον διέτρεχε την χαλικώδη αυλήν, το πηγάδι με τα κρημνισμένα χείλη του δεξιά, την πυκνόφυλλον συκήν αριστερά, υψηλά την μουχλιασμένην σκεπήν γειτονικού σπιτιού, χρυσουμένην υπό του δύοντος ηλίου, και ανεπαύετο απέναντι επί του κονιορτώδους δρομου. Τα παιδία της γειτονιάς, διαφόρου ηλικίας και φύλου, ποικίλων μορφών κι ενδυμασίας, έπαιζον εις τα Θεμέλια του Μανώλη κι ηλάλαζον εν χαρά κροτούντα τας χείρας, λιχνίζοντα το χώμα. Άλλα έτρεχον εν τριποδισμώ επί καλαμίνων αλόγων ακούραστα, ως να μην εφέροντο επί των ιδικών των ποδών· άλλα έπαιζον τ’ ασίκια και άλλα περιεφέροντο εν βομβούση και πολυταράχω συναγωγή.
- Ιδές τα παιδάκια που παίζουν· ω, τα παιδάκια!... έλεγεν η Ανθή από καιρού εις καιρόν δεικνύουσ’ αυτά εις το μικρόν δια ν’ αποσπαση τον νουν του από το κλάψιμο· - το σιγαλόν εκείνο και αδιάκοπον κλάψιμο των μικρών, που καταθλίβει την ψυχήν και φέρει νάρκην, όπως η ψιλή ψιλή και ακατάπαυστη βροχή.
Αίφνης ανεπήδησεν η καρδία της και το πρόσωπον έγινε κατακόκκινον. Ο Γιώργης Βρανάς διήρχετο τον δρόμον. Την είδεν εκεί καθημένην κι έρριψεν επάνω της δυο - τρία λοξά βλέμματα χαμηλώσας την κεφαλήν πλήρης ταραχής εντρεπόμενος και αυτός δια τούτο. Δεν ηδύνατο όμως να κρατήση την χαράν του. Ήθελε κάτι να είπη, αδιαφόρως δήθεν, αλλά πάντοτε προς αυτήν ν’ αποτείνεται· να δείξη ότι την παρετήρησεν, ότι ήτο ευτυχής, ω πολύ ευτυχής δι’ αυτό το συναπάντημα και θα ήτο ευτυχέστερος, αν εχάνετο όλος ο κοσμος γύρω, όλη η πλάσις, όπως δυνηθή και την πλησιάση δια μιαν στιγμήν. Αίφνης εφάνη άλλος συνομήλικός του νέος, ερχόμενος αντιθέτως και με την φωνήν του βιάζοντος εαυτόν να λαλήση, δήθεν χαριτολογών, δήθεν ειρωνευόμενος εφώναξε προς αυτόν:
- Ε, βλαμάκι! τι μου γλυκοπικρογίνεσαι;...
Αλλ’ ευθύς, ως ν’ απεκαλύφθη ο σκοπός του, ως να επροδόθη δια της αναφωνήσεως εκείνης, εσκοτισθη, εχαμήλωσεν ακόμη περισσότερον την κεφαλήν κι ετάχυνε το βήμα στέλλων τους χαιρετισμούς εις την καλή του δι’ αλλεπαλλήλου κροταλισμού του μαστιγίου του.
Και ούτος όμως ο χαιρετισμός δεν ήτο δυσάρεστος εις την Ανθήν. Έκαστος κτύπος έθιγε την καρδίαν της ευαρέστως, μακαρίως, διότι ήτο εξομολόγησις των αισθημάτων του Γιώργη· διηρμήνευε την ψυχήν του αυτήν, απαλήν, τρυφεράν ψυχήν νέου χωρικού, ηγλαϊσμένην υπό του έρωτός της. Κι ενώ τώρα η Ανθή ανέμενεν εις τόσον άχαριν εργασίαν την γραίαν, αναθεμάτιζε τον άγνωστον εκείνον, που εκράτει αυτήν τόσην ώραν! Αν δεν ήτο αυτός, εκείνη θα είχε τελειώσει τορα τον έξορκισμόν της και η Ανθή θα ήτο ελευθέρα ν’ ακολουθήση απ’ οπίσω τον Γιώργη επιστρέφουσα εις το σπίτι. Ενας ήτο ο δρομος των, και ήτο έρημος αυτήν την στιγμήν, είς την σκιάν της εσπέρας. Ηδύνατο λοιπόν χωρίς να παρατηρηθή από κανένα να καμάρωση με άνεσιν το λυγερόν κορμί του νέου χωρικού. Αλλ’ η τύχη, που είνε ο κυριώτερος βοηθός του έρωτος, δεν τα φέρει δεξιά εις αυτήν... Αχ, και να τον ήξευρε ποιος κακομοίρης ήτο μέσα!...
- Πώς πάει το παιδί, θυγατέρα; ηκούσθη αίφνης η φωνή της γοήσσης.
- Πως να πάη, θειά μου, απήντησεν η λυγερή αναστρέψασα την κεφαλήν· το έφερα κι’ απόψε να ιδούμε τι θ’ απογένη.
Αλλ’ αίφνης διεκοπη ιδούσα εξερχόμενον τον Νικολόν, τον υπηρέτην και μισοσύντροφον του πατρός της εις το μπακάλικο. Ήτο κοντόχονδρος, φορών άσχημα ευρωπαϊκά φορέματα εκ ριγωτού διπλαρίου από εκείνα, που υφαίνουν εις την Ζάκυνθο, κι έφερε την αριστεράν χείρα εντός κοκκίνου μανδηλίου, κρεμασμένου από του λαιμού του. Εξερχόμενος ο χωρικος εγύρισε και απέτεινεν αστείον δήθεν χαιρετισμόν εις την λυγερήν.
- Τι έχουμε, κυράτσ’ Ανθή· δεν φοβάσαι να μην κρυώση ο κώλος σου;...
- Ω, σιορ Νικολέτο!... είπεν αυτή μορφάζουσα εμπαικτικώς.
Αλλ’ εθύμωσεν, αληθινά εθύμωσεν η νέα, μόλις είδεν ότι αυτός ήτο, που εκράτει τόσην ώραν την Κυρά Παγώνα.



Εκτενέστερο απόσπασμα του παραπάνω έργου θα είναι διαθέσιμο στις ιστοσελίδες του ΠΟΘΕΓ αμέσως μετά την ολοκλήρωση της νομικής διαδικασίας εκχώρησης στο ΙΕΛ των σχετικών δικαιωμάτων χρήσης από τους κατόχους των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί του συγκεκριμένου έργου.

Textes Critiques