Xenopoulos Grigorios
Riches et pauvres
 
Le plus important des romans de la « trilogie sociale » (Les deux autres sont Timioi kai atimoi et Tycheroi kai atychoi). Contient de nombreux éléments autobiographiques et de nombreux évènements de l’histoire réelle des dernières quinze années du dernier siècle. Dans l’œuvre, l’histoire de deux jeunes est développée en parallèle en même temps que sont présentées et opposées les unes aux autres les valeurs du succès et de la prospérité sociale et économique, d’une part, et des idéaux sociaux, d’autre part. Langue démotique.
 
Riches et pauvres, Maison d'édition Vlassis Coopération, Athènes 1984, Pg.9-119, Première Publication:1926
 
 
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Α

Αυτό δεν μπορεί να γίνει...

Η Κλεμεντίνα το πήρε αποβραδίς από τα χέρια της Αννέτας, της γριάς γειτόνισσας που για μια δεκάρα έκανε κάθε λογής μεσιτεία· το διάβασε βιαστικά στο φως του λύχνου της κουζίνας· το ξαναδιάβασε ησυχότερα και κάτω απ'τη λάμπα της τραπεζαρίας. Έπειτα, αψήφιστα κατά τη συνήθεια της, - δεν ήταν δα το πρώτο· από ραβασάκια 'που δεν της έκαναν ούτε κρύο ούτε ζέστη, άλλο τίποτα! - το πέταξε στο συρτάρι της, το κλείδωσε μηχανικά κι άφησε το κλειδί απάνω.
Το πρωί, ο αδερφός της ο Αντώνης, εκεί που ετοιμαζόταν για το σχολειό, - η υπναρού στο κρεβάτι ακόμα, - κάτι χρειάστηκε κι άνοιξε το συρτάρι εκείνο αρώτητα. Είδε το γράμμα, γνώρισε το γράψιμο του Πώπου του Δαγάτορα, βεβαιώθηκε κι απ' το Π που είχε για υπογραφή. Άρχισε τότε να το διαβάζει με ζωηρή περιέργεια· και πριν καλά - καλά το τελειώσει, έβγαλε τις φωνές με ψεύτικο θυμό:
— Ορίστε! ορίστε κατάσταση! Κι ο Πώπος ακόμα!... Α, μα το παρακάνει αυτή η Κλεμεντίνα!...
Πρέπει να της μαζέψουμε τα λουριά!... Θα ζουρλάνει όλο τον κόσμο!
Το 'πε της μάνας του, το 'πε της θειας του, τ'άκουσε κι ο πατέρας του· και το σπίτι, πρωί - πρωί, αναστατώθηκε. Στις απέραντες παλιοκάμαρες, τις γυμνές σχεδόν από έπιπλα, με μεγάλα παράθυρα χωρίς μπερντέδες και κάπου - κάπου χωρίς γυαλιά, αντηχούσαν ανήσυχες ομιλίες, πνιγμένες, κουφές· μα πότε-πότε ξέφευγε και καμιά δυνατή, θυμωμένη φωνή. Τα 'χαν περισσότερο με τον Πώπο, το παλιόπαιδο, που άπλωνε τα πόδια του πέρ' από το πάπλωμα του, παρά με την Κλεμεντίνα, που 'δίνε θάρρος στον τυχόντα. Κι αυτή, που ξύπνησε με τη φασαρία κι άκουγε άκρες - μέσες απ' το κρεβάτι της, τους αποκρινόταν απαθέστατα:
— Ε, καλά!... Ζήτημα το κάνατε τώρα;... Μου 'στειλ' ένα γράμμα με την κυρ' Αννέτα... Ούτε το διάβασα... Να, εδεκεί το 'χω... Θα του το στείλω πίσω και τελειώνει!
— Έγνοια σου και θα του το δώσω εγώ! της φώναξε ο Αντώνης που το 'χε βάλει κιόλα στην τσέπη του.
— Μου κάνεις χάρη... Κοίταξε μόνο μην του πεις κανέν' άσχημο λόγο... Δε θέλω μαλώματα εξαιτίας μου... Εσείς είσαστε τόσο φίλοι...
— Ξέρω εγώ τι θα του πω... Μη σε γνοιάζει.
Κι ο Αντώνης, χωρίς να μπει καθόλου στην κάμαρα της αδερφής του, ροβόλησε τη σκάλα και το 'βαλε στα πόδια, όχι βέβαια γιατί βιαζόταν να βρει τον Πώπο, - κάθε άλλο! - παρά για να προφτάσει το μάθημα.
Σε λίγο, στην κάμαρα της Κλεμεντίνας μπήκε η μάνα της, η Ρουκάλαινα, και σοβαρή - σοβαρή ζύγωσε στο κρεβάτι.
— Εσύ τον αγαπάς αυτόνε; τη ρώτησε.
— Όχι, καθόλου, της αποκρίθηκε ξερά το κορίτσι.
— Κοίταξε καλά, γιατί ο Πώπος δεν είναι για σένα.
— Το ξέρω.
Ύστερα μπήκε κι η θεια, μια ηλικιωμένη αδερφή του Ρουκάλη, η Ευγενία, που την έλεγαν στη γειτονιά Φαραΐνα, για να την ξεχωρίζουν από τη Ρουκάλαινα -γιατί η οικογένεια είχε δυο ονόματα: Ρουκάλης -Φαραός.
— Κλεμεντίνα μου, της είπε, πες μου την αλήθεια. Εσύ ενδιαφέρεσαι για τον Πώπο;
— Μα όχι, όχι! φώναξε με θυμό το κορίτσι.
— Έλα, μπράβο! χαμογέλασε η Ευγενία. Ησυχάζω, παιδί μου, γιατί, ξέρεις, οι Δαγατοραίοι δεν είναι να συγγενέψουνε με μας.
— Τ' άκουσα, τ' άκουσα, καλά! Σε λίγο, να κι ο πατέρας.
Η Κλεμεντίνα είχε σηκωθεί πια και, μόλις είδε το γέρο, βιάστηκε να περάσει μια καμιζόλα, να σκεπάσει τουλάχιστο το ντεκολτέ.
— Ο Αντώνης, της είπε πολύ μαλακά, πήγε να του δώσει πίσω το γράμμα και θα του πει να σ' αφήσει ήσυχη. Εσένα... σε γνοιάζει γι' αυτό;
— Ούτε για ιδέα! αποκρίθηκε το κορίτσι.
— Γιατί, ξέρεις, εξακολούθησε ο Ρουκάλης, χαϊδεύοντας το βαθιά ψαλιδισμένο μουστάκι του· όποιον άλλο θέλεις, παιδί μου, μα όχι από τέτοια σόγια... Σήμερα μπορεί να 'μαστέ φτωχοί, μα ψες ήμαστε πλούσιοι και σίγουρα θα ματαγίνουμε αύριο. Άλλοι εμείς και άλλοι οι Δαγατοραίοι.
— Το ξέρω...
— Μην κοιτάς που αυτοί σήμερα μπορεί να βρίσκουνται καλύτερ' από μας. Αυτό δεν έχει σημασία...
— Μα το ξέρω! Άδικ' ανησυχήσατε... Δεν είναι τίποτα. Αν ήταν θα σας το 'λεγα.
Ο γέρος βγήκε ησυχασμένος. Κι η Κλεμεντίνα, αφού τελείωσε το ντύσιμο της, έτρεξε σ' ένα παμπάλαιο ξεχαρβαλωμένο πιάνο με ουρά, που στραβοστεκόταν στη μέση της σάλας, κάθησε μπροστά, σ' ένα σκαμνάκι τρύπιο, τ' άνοιξε με φούρια και, περιμένοντας να της φέρει η θεια της τον καφέ με το γάλα, άρχισε να παίζει το Κάστα - ντίβα της «Νόρμας».
Τι να συλλογιζόταν άραγε η μονάκριβη του Ρουκάλη - Φαραού;
Το πρόσωπο της, εκείνη τη στιγμή, ήταν πολύ αινιγματικό. Δε φανέρωνε ίσως παρά κάτι σαν πείσμα. Ή και σαν απορία: Γιατί όλοι, όλοι, μ' ένα στόμα, να της λένε πως ο Πώπος του Δαγάτορα δεν ήτανε γι' αυτήν; Μπορεί να μην τον αγαπούσε· μα δεν το 'βλέπε και τόσο φανερά. Γιατί;...
Ο Αντώνης, με το γράμμα στην τσέπη, βρήκε στο Γυμνάσιο το μάθημα αρχισμένο. Το επεισόδιο τον είχε κάνει να αργήσει και, φουρκισμένος για την απουσία, - ο Γυμνασιάρχης δεν έσβηνε ό,τι έγραφε, - κάθησε στη θέση του, στο μπροστινό θρανίο, χωρίς να κοιτάξει κανέναν. Ούτε τον Πώπο που είχε θέση στο πισινό. Γιατί η Τετάρτη τάξη είχε μόνο δεκαπέντε μαθητές, τοποθετημένους σε δυο μακριά θρανία.
— Τι έπαθες εσύ; τον ρώτησε ο Γυμνασιάρχης βιαστικά.
— Αρρώστησε η αδερφή μου, αποκρίθηκε ξερά ο Αντώνης.
Ο Γυμνασιάρχης σήκωσε τους ώμους του κι εξακολούθησε την εξήγηση του πρώτου χορικού της «Αντιγόνης».
Ο Πώπος είχε γίνει χλωμός. Τότε γύρισε μια στιγμή ο φίλος του, τον είδε και κρυφογέλασε.
Εκείνος του 'γνέψε με αγωνία: «Αλήθεια;». Ο Αντώνης έκανε πως δεν καταλαβαίνει. Επιτέλους σα να τον λυπήθηκε, σήκωσε το κεφάλι του και τα μάτια του προς τ' απάνω: Όχι, ψέματα το 'πε, για να δικαιολογηθεί.
Το μάθημα τέλειωσε στις δέκα. Τα παιδιά ξεχύθηκαν στην αυλή και στο δρόμο, να λιαστούν ως να ξαναχτυπήσει το κουδούνι. Ήταν μια γλυκιά φλεβαριάτικη μέρα. Φύλλο δεν κουνιόταν, συννεφάκι δε φαίνουνταν. Ο Αντώνης ζύγωσε τον Πώπο:
— Ένας περίπατος ίσιαμε τη Γαϊδουροταβέρνα, θ' άξιζε σήμερα ό,τι πεις!
— Το σκάμε; πρότεινε στ' αστεία ο Πώπος.
— Έλα, αποκρίθηκε ο Αντώνης, που σ' αυτά ήταν πάντα πρόθυμος!
— Όχι, καημένε, είπε σοβαρά ο Πώπος. Να πάρεις κι άλλη απουσία;...
Άφησαν το σχέδιο, η τύχη τους όμως εδούλευε: Σε λίγο έφτασε μήνυμα, πως ο καθηγητής που θα τους έκανε Κοσμογραφία ως τις έντεκα, δεν μπορούσε.
— Πάμε! φώναξε ο Αντώνης. Ύστερα έχουμε με τον παπά. Το σκάμε ορισμένως!
— Ε, τα Ιερά πια μπορούμε να τ' αφήσουμε σήμερα... γι' αγάπη του ήλιου, αποκρίθηκε ο Πώπος.
Και ξεκίνησαν.
Εκείνο τον καιρό το Γυμνάσιο ήταν στην Καινούργια Ρούγα, το θαυμάσιο εκείνο δρόμο, που λίγο πιο πάνω γινόταν εξοχικός κι εξακολουθούσε ν' ανηφορίζει ως τα Ψηλώματα της Γαϊδουροταβέρνας. Ήταν ο συνηθισμένος χειμωνιάτικος περίπατος του τόπου, και πρωινός κι απογευματινός. Και τα παιδιά του Γυμνασίου δεν άφηναν ευκαιρία χωρίς να πεταχτούν τουλάχιστο ως τα Οβρέικα Μνήματα και να θαυμάσουν τους λόφους, τα λιοστάσια, τον κάμπο, τη θάλασσα και το πανόραμα της χώρας με τα ψηλά καμπαναριά.
Κι άλλοι μαθητές της Τετάρτης, το πρωί εκείνο, πήραν τον ίδιο δρόμο. Ο Αντώνης όμως κι ο Πώπος πήγαιναν οι δυο τους, όπως σχεδόν πάντα.. Ήταν οι καλύτεροι φίλοι. Ο γιος του Φαραού μάλιστα, αυτόν τον καιρό, είχε μεγάλη αφοσίωση στο γείτονα συμμαθητή του.
Βήμα δεν έκανε από κοντά του. Τον πείραζε κάπου -κάπου, τον έσκαζε· του έδειχνε όμως και μια εκτίμηση που έφτανε στο θαυμασμό. Οι άλλοι παραξενεύονταν: πώς ταίριαζαν έτσι ο πιο «αμελής» με τον πρώτο στην τάξη; Μα ο Πώπος έλεγε για το φίλο του: «Έχει μυαλό!» Κι ο Αντώνης πάλι τους αποστόμωνε: «Μα δε μιλούμε για μαθήματα».
Και σήμερα για τι πράγμα τάχα να μιλούσαν οι δυο φίλοι, καθώς πήγαιναν στη Γαϊδουροταβέρνα με βήμα γοργό, πιασμένοι μπράτσο;
Για όλα και για τίποτα. Άρχιζε μια ομιλία, κι ο Αντώνης την έκοβε μ' ένα «ιδές!» ή την άλλαζε μ' ένα «για να σου πω...» Θα 'λεγες πως δεν είχε άλλο στο νου του, παρά να φτάσουν το γρηγορότερο.
Κι έφτασαν σε δέκα λεπτά.
— Καθόμαστε; πρότεινε ο Πώπος, δείχνοντας το καφενεδάκι, δίπλα στην εκκλησούλα του 'Αι - Νικόλα.
Ο Αντώνης φάνηκε δισταχτικός:
— Κουράστηκες;...
— Όχι, μα...
— Τότε πάμε ίσιαμε το Όμικρο... Εδώ τώρα θα 'ρθουν όλοι... Εκεί θα 'μαστέ πιο μονάχοι...
— Εμπρός!
Έτσι προχώρησαν ως το γεφύρι, που εξαιτίας του κανονικού κύκλου που σχηματιζόταν από κάτω του, το 'λεγαν Όμικρο. Κάθησαν σ' έναν όχτο, με τη ράχη στο βουνό, αντικρύ στον καταπράσινο κάμπο. Ο Αντώνης έβγαλε το καπέλο του, σκούπισε το ιδρωμένο μέτωπο του, αναστέναξε από κούραση κι ευχαρίστηση· κι άξαφνα, απότομα είπε:
— Ώστε... την αγαπάς πολύ την Κλεμεντίνα;
Ο Πώπος τινάχτηκε ορθός.



Εκτενέστερο απόσπασμα του παραπάνω έργου θα είναι διαθέσιμο στις ιστοσελίδες του ΠΟΘΕΓ αμέσως μετά την ολοκλήρωση της νομικής διαδικασίας εκχώρησης στο ΙΕΛ των σχετικών δικαιωμάτων χρήσης από τους κατόχους των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί του συγκεκριμένου έργου.

Textes Critiques