Gouzelis Dimitrios
O Chasis (To tzakoma kai to ftiasimon)
 
 
O Chasis (To tzakoma kai to ftiasimon), Maison d'édition Okeanida 1997, Pg.93-223, Première Publication:1851
 
 

 

Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΗΣ ΚΩΜΩΔΙΑΣ γραμμένη από τον Δημήτριο Γουζέλη

 

Εις ταύτην την Κωμωδίαν θέλω να υμνήσω τας αρετάς ενός φρονίμου και γενναίου, το πρόσωπον του Θεοδώρου Καταπόδη. Παρασταίνω τον τοιούτον, και αγκαλά γνωστός εις τους πάντας, ως και δια μακράν ενθύμησιν και παράδειγμα αξιομίμητον των μεταγενεστέρων. Τα έτερα πρόσωπα είναι δια να ζωγραφίσω το σκάνδαλον, την κολακείαν και τα Λοιπά του ανθρώπου.

Παρακαλώ την προσοχήν σας να συγχώρηση τα σφάλματα γενάμενα ή διά την κοινήν κατανόησιν ή δια την ιδίαν αμάθειαν.

Ήτο χρεία να παραστήσω τα πράγματα με νόθον και βάρβαρον γλώσσαν δια να πλησιάσω περισσότερον εις την μίμησιν. Ο σκοπός του πονήματος είναι ειλικρινέστατος· ο σκοπός δεν είναι δια άλλο πάρεξ δια ξεφάντωσιν των φίλων. Υποφέρετε Λοιπόν όλην την ανάγνωσιν ταύτην, και μείνετε εν ειρήνη.

 

Περίεργε, αν 'πιθυμής τον ποιητή και θέλης,

Δημήτρης είναι 'ς τόνομα και 'ς τη γενηά Γουζέλης.

1795, Γεναρίου πρώτη ε.π. εν Ζακύνθω.

 

 

 

ΚΡΙΤΙΚΑ ΣΗΜΕΙΑ

Χ             Χειρόγραφο Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος (ΕΒΕ αρ. 2343)

Α             Ο Χάσης…, έκδοση Κωνσταντίνου Ρωσολύμου, Ζάκυνθος 1860

Β             Ο Χάσης…, έκδοση Σεργίου Χ. Ραφτάνη, Ζάκυνθος 1861

Γ             Ο Χάσης…, έκδοση εφημ. «Ελπίς» Ζακύνθου, Αθήνα 1927

Γ1           Άλλες γραφές που παραδίδονται στις υποσημειώσεις της έκδοσης του 19

Δ             Ο Χάσης…, έκδοση Νικ. Σ. Καψοκεφάλου, Ζάκυνθος 1900

Δραγ     Νικόλαος Δραγούμης, Ιστορικαί Αναμνήσεις, Αθήνα (α' έκδοση 1874),

                Ερμής, ΝΕΒ, 1973 (επιμέλ. Αλκής Αγγέλου), τομ. Α', σσ. 69-70

Μα          Lidia Martini, «Appunti sul Chasis», περιοδ. Miscellanea, Universita di Ρ

                - Istituto di Studi Bizantini e Neocjreci, τεύχ. 3, Padova 1982, σσ. 43-53

Πρωτ.    Γλυκερία Πρωτοπαπά-Μπουμπουλίδου, Ανέκδοτος Ζακυνθινή κωμωδία

                Διον. Λουκίσα, Αθήνα 1965

(διορθ.)  Διορθωτική παρέμβαση του επιμελητή

 

 

 

 

ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΚΩΜΩΔΙΑΣ

 

ΚΑΤΕΡΙΝΑ, γυνή του Θεοδώρου Καταπόδη, λεγομένου χαση

ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΑΤΑΠΟΔΗΣ, Ο άνδρας της

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ, υιός του άνωθεν Καταπόδη

ΓΙΑΝΝΗΣ, εγγονός του άνωθεν Θοδωρή, τρυφεράς ηλικίας

ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΜΠΑΡΖΟΣ (ΒΑΡΖΟΣ), ευπατρίδης κάτοικων εις την ιδίαν συνοικίαν του μαγαζιού

ΜΑΡΗΣ ΝΤΡΑΒΟΣ, πουλητής

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ ΘΟΔΩΡΗΣ ΓΙΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ (ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ), σύντροφος του μαγαζιού

ΣΤΑΘΗΣ ΠΟΝΤΗΛΙΟΣ, γείτων

ΠΟΝΤΗΛΟΠΟΥΛΟ, τρυφεράς ηλικίας

ΜΑΡΙΝΟΣ ΚΑΤΕΒΑΤΗΣ, από χωρίον Πηγαδάκια

ΑΓΓΕΛΩ ΤΗΣ ΛΑΣΚΑΡΟΥΣ, αγαπημένη του Γερόλυμου και αγαπητικιά του πατρός του

ΒΑΓΓΕΛΗΣ, ΜΩΡΟΣ και ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ, βαστάζοι

ΠΗΜΦΕΡΗΣ και ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΗΣ, σολντάδοι

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΚΟΥΡΔΟΥΛΗΣ (ΣΚΟΡΔΥΛΗΣ), λεγόμενος ΠΟΧΕΡΟΜΠΑΤΟΣ

 

Η Σκηνή, παρίσταται εν Ζακύνθω

 

 

 

 

ΠΡΑΞΙΣ   ΠΡΩΤΗ

ΣΚΗΝΗ  ΠΡΩΤΗ

Εις την οικίαν του Θεοδώρου Καταπόδη

ΚΑΤΕΡΙΝΑ και ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ κοιμώμενος

 

ΚΑΤΕΡΙΝΑ

Ξύπνησε, μαντρογάιδαρε, στο μαγαζί να φτάσεις,

είναι καιρός, Γερόλυμε, την τέχνη σου να πιάσεις.

Ασήκω από τα στρώματα, ως πότε θα κοιμάσαι;

Έπρεπ', αν είχες προκοπή, εις τη δουλειά σου να 'σαι.

Ο ήλιος ειν' τρεις κονταριές! Ξύπνησε, σιορ Κουμούτο!

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Γιαμά σαν είναι, έλα δα, σύρε χαιρέτα μου τον.

 

ΚΑΤΕΡΙΝΑ

Τα μάτια του εκαρφώσανε!Ω βίτσιο ο ντεμπέλης!

Καλά 'καμε και σου ‘βγάλε σονέτα ο Γουζέλης.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Καλέ κυράτσα, άσε με, κόπιασε γνέσ' τη ρόκα.

Μας ήρθε αμπονόρα εδώ μία παλιοκωλόκα.

 

ΚΑΤΕΡΙΝΑ

Τη γνέθω για τη χάρη σου, δουλεύω για χαρά μου,

αν μπάσω νύφη, να μου πει «να μες στην πεθερά μου».

Μα πάλι αποκοιμήθηκε, μπα και τι πράμα τούτο; Μωρ' σήκω, λέω, διάολε!

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Κάθου και λέε μου το

 

ΚΑΤΕΡΙΝΑ

Τον ξέρεις τον πατέρα σου, σήκω. Ακούς η όχι;

Αλιά σ' εκείνο το κορμί ύπνους πολλούς οπόχει!

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Αμή αλαφρά νυστάζω 'γώ κ’ εκειό που ξέρω κάνω,

στα ιντερέσα μου εγώ ντετόρα δε σε βάνω.

Σύρε στο διάολο από δω, γύρευε τη δουλειά σου,

κι αν θέλεις ξεφορτώσου με, έγνοια σου τσ' αφεντιάς σου.

 

ΚΑΤΕΡΙΝΑ

Μωρέ, μωρ’ τεμεράριε, πως αποκρένεσ' έτσι;

Τση δούλας σου αποκρένεσαι, μωρέ ποντικοπέτσι;

Μα την Αναφωνήτρα μου, πιάνω εκειό το ξύλο,

κάνω και κωλοσέρνεσαι ωσάν εκειόν το σκύλο.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Σε χέζω, αλογόστριγκλα, που θέλεις να με δείρεις.

θέλει, μωρή, εστοχάστηκες πως είμαι κακομοίρης;

 

ΚΑΤΕΡΙΝΑ

Ο γεωργός οπού στην πέτρα

σπέρνει δίχως να θερίζει,

το τι κάνει δε γνωρίζει,

δε θα ιδεί ποτέ καρπόν.

Να μιλώ κουφών ανθρώπων,

στους τυφλούς να δείχνω πράμα,

και τα τρία αυτά αντάμα είναι έργα δια τρελόν.

 

 

 

ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΑ

ΘΟΔΩΡΗΣ (από τον ύπνο), και έπειτα η γυνή του

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Έ, όλα! Μπρε, ε, δεν ακούς; Για ιδές, και θέ ν’ αλλάξω

 ένα πουκάμισο, ακούς;... Τσ' έπρεπε νά τη σφάξω!

Όλα, όλα! Εκουφάθηκες;

 

ΚΑΤΕΡΙΝΑ

Τώρα, τώρα δελέγκου.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Ω και καλώς την πέρδικα, μου τρέχεις του ρεμέγκου. Μα λέω γιαμά θα ιδώ ως που...

 

ΚΑΤΕΡΙΝΑ

Κάτου ήμουνα στην πλύστρα.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Σου λέω νά με ξεφορτωθείς, να πας, μπρούτα μεθύστρα.

 

ΚΑΤΕΡΙΝΑ

Δώσε μου τα κοντάδα μου να 'μαι και παωμένη.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Σ’ έκαμα Καταπόδαινα κι ακόμα άλλο σου βγαίνει;

 

ΚΑΤΕΡΙΝΑ

Εγώ, μωρέ βρυκόλακα, σ' ετίμησα.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Εμένα;

Τον Καταπόδη ετίμησες, κ' εγώ, μωρή, εσένα.

Δώσ' μου, μωρή, τα ρούχα μου.

 

ΚΑΤΕΡΙΝΑ

Ένταγε στην καθίγκλα.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Όχι ετούτα, μάισσα∙ τα άλλα, μωρή στρίγκλα.

 

ΚΑΤΕΡΙΝΑ

Να θε βουλιάξει ετούτ' η γη, ετότες που σ' επήρα.

Παρθένα, που 'σαι στσ' ουρανούς, να μη γενώ και χήρα;

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Επήγε τ' αρχοντόπουλο στο μαγαζί, αν ξέρεις;

 

ΚΑΤΕΡΙΝΑ

Εμέ τη στρίγκλα μη ρωτάς, κόπιασε να τον ευρείς.

Είναι κακομοίρα όποια στον άνδρα ζει με ζυγόν.

Εκεία τα δεσμά οπού τη σφίγγει είναι τυραννία,

τη φύση σφίγγει όθεν θλιμμένη ζει στη σκλαβία.

Α! τόσους χρόνους ένα βρυκόλακα για άνδρα βαστώ.

Ω εσείς οι ανύπανδρες, ευρισκόμεναι στη λευτεριά σας,

των νέων το ριζικό με άλυσες τραβάτε

κι ο κούπητος όθε τα ρίξει, αγαπάτε

και η ομορφία σας είναι ελεύθερη, ζει με καλό.

 

 

 

ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ

ΓΙΑΝΝΗΣ ο μαθητής και ΘΟΔΩΡΗΣ εις το σπίτι

 

ΓΙΑΝΝΗΣ

Κλεισμένο είν' το μαγαζί, ήμουνα κει αμπονόρα.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Έλα, ένας σκυλόθεος, κλεισμένο το 'χει ως τώρα!

Μα επήγες, το είδες βέβαια;

 

ΓΙΑΝΝΗΣ

Ήμουνα εκεί, παππούλη.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Ε! κι αν τον πιάσω! Θα γενεί ο γάμος τον Κουτρούλη!

Μα ο καδινάτσος ήτανε κλειστός με το μπουρτσούνι;

 

ΓΙΑΝΝΗΣ

Ναίσκε, λογιάζω...

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Να... κ' εσύ, βουβάλι και γουρούνι...

Καλά, μάστρο-Γερόλυμε... θέλ' είσαι με τσι ντάμες,

κι άφησες το κοπέλι σου... έλα, ένας ινφάμες!

 

Αν είναι... που γυρίζει;

Που τρέχει όλη μέρα;

Εις κάποια ρεντζεπέρα

ετούτος ο αγάς.

Μ' αφήνει, μου φεύγει,

μου λείπει, σπασάρει.

Α! ο κατρεγάρης!

Α! ο φαγάς!

 

 

 

ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ και ΘΟΔΩΡΗΣ εις το μαγαζί

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Εδώ είναι κι ο Γερόλυμος! Μπράβο σου, κι αμπονόρα!

Καλώς μας κομπαρίρισες, όρσε, μωρέ, δύο φιόρα!

Να είχ' έρθεις στα κουρνιάσματα, ο κόσμος έτσι κάνει...

Γιαμά βασταίνει μπιομπό και μια φλογέρα πιάνει.

Τήραξε πλάτες για ραβδί, στάσου να σου κενώσω!

Πρησμένε, με τα μούτρα σου, μα μ' έρεψες ωστόσο.

Καρφί μωρ' δε σου καίεται κ' είσαι και κορδωμένος,

μα είσαι, μωρέ, στα σπλάχνα μου πίρονας αναμμένος.

Εσύ μωρ' έχεις μέσα σου τέλειο ρεγκιμέντο,

από ταμπούρο ως γκενεράλ περσότερο από τσέντο.

Μωρ' στα φεστίνια ήσουνα κον βίολα άλα σόνα!

Είσαι, γιε μου, ντ' Αούστρια ο καζα ντε Μπορμπόνα;

Ε, αρνιγάδο, που 'σουνα κι άφησες τη δουλειά σου,

τα πλούτια σ' εβουρλίσανε, να... ξαφνικό στα τζια σου.

Για πες μου τα νεγότσια σου, πες μου τα νταραβέρ σου,

πες μου που’ν’ τα καρτέγγια σου, πες μου τσι πραμάτειες σου.

Καν σέντσα φέδε, δε μιλείς, να ιδώ τσι ντιφερέντσες;

Να ιδώ τούτους τσι κόντους σου, να ιδώ τσι φλοριντέντσες;

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Τι φλοριτέντσες και σκατά, μ’ έμενα θα σπασάρεις;

Αδά σου γράφτηκα εγώ για να με σεκουεστράρεις;

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Μωρ' γεια σου, σκυλοσίφουνα, τι ‘ν’ τούτα τα σεκουέστρα;

Μωρέ, μωρέ, με το μουστά, έτσι μου έρχονται τα έστρα!

Μα το Θεό, καημένε μου, που σε κατσιβελίζω.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Αμή εγώ θε να σταθώ; Φεύγω και δε γυρίζω.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Λαγός τη φτέρη έτριβε, κακό τση κεφαλής του.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Φοβέριζε τα μούτρα σου.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Γαμώ τη τη φυλή του!

Ο βρόμιος και στα μούτρα μου! Κ' έχεις, μωρέ, κι αρντίρι;

Κι ομπρός μου, και στο σπίτι μου, και σ' ένα νοικοκύρη;

Και τίνος; Του πατέρα του, οπόπρεπε να τρέμει,

όντας μιλεί μ' εμένανε και να τον πιάνει θέρμη.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Μα ως ήρθα, ευθύς αρχίνισες, και μπήξε τη σκουριά.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Συμπάθησέ με, αφέντη μου!

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Μα δεν έχεις αιτία!

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Μπράβο, μωρέ Γερόλυμε, μου δίνεις τσι ξηντάρες,

που των δασκάλων έδινα να μάθεις τόσες χάρες;

Τον ταμπουρά σ' τον έμαθα και το βιολί να παίζεις,

κιτάρα και το μαντολί, και τσι δασκάλους χέζεις;

Για σε, μωρέ σκυλόμουτρε, έκανα τόσα ρίσκια,

Κοντομανόλη και Κακλιού να στέρνω τα κανίσκια.

Μπράβο, μωρέ Γερόλυμε! Μπράβο, καλά μου κάνεις!

Δε φταις εσύ, μπράβο, μωρέ, μπράβο, γνώση μου βάνεις!

 Τούτα είναι τα πασχάτικα π' έστερνα των δασκάλω,

για ψάρτη και στρουμεντατζή τέλειον να σε βγάλω!

Α, τραντιτόρο, φέδε ντε μέρδα,

τούτ' είν' οι ιδρώτοι!

Τούτ' είν' οι κόποι!

Μαύροι γονέοι! Μαύροι αθρώποι!

Να των παιδιών σας οι ανταμοιβές!

Ακούτε λόγο ένας κανάγιας!

Ιδέτε ατζάρντο ένας ταρτάγιας...

Όρσε τι θέρος σε τέτοιες σπορές!

 

 

 

ΣΚΗΝΗ  ΠΕΜΠΤΗ

ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ  ο σύντροφος και ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Καλημερούδια, αδρεφέ, σήμερα κάνει κρύο,

κι άφηκα το παλιόβελο και μ' έπιασε το ρίο.

Μου εγίνη κρεμμυδόφλουντζα κι ολούθε μπάζει αέρα,

πουνέντε, όστρια και γαρμπή, κόρφο και λεβαντιέρα.

Κουμπάρε, έχεις κάτι ντις, έτσι να ζεσταθούμε;

Να φάμε τέσσερες μπουκιές, δύο φορές να πιούμε;

Πως δε μιλείς; Βλέπω κρεμάς μουτράρες μία παδέλα·

σήκω το κεφαλάκι σου, ξύπνησε, μίλειε, γέλα!

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Ξέρεις τι έστρα μόρχουνται, είμαι κορμί τση πίσσας.

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Βέβαια αφ' το βρυκόλακα εβρίστης, α... ντροπή σας.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Εκειός δεν είναι άθρωπος, δαίμονας είναι ούλος.

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Εσύ λοιπόν που 'σ' άθρωπος, πρέπει να είσαι μούλος.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

 τη θάλασσα νερό γλυκό εγίνηκε κ’ εστάθη

κ' ευωδικό τραντάφυλλο απ’ άγριου βάτου αγκάθι.

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Εσύ μιλείς ντα δάσκαλο! Με σάστισες ντεμπότο,

σου βγάνω την περούκα μου και σερβιτορντεβότο

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Ξέρεις σε τι ντεσπερατσιό βρίσκουμαι, μα μεγάλη!

Να δώσω μία πιστολιά τσάκα μες στο κεφάλι.

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Μπρε, έγνοια σου, τώρα πιστολιές.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Α! δεν είναι χαρτία.

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Μα α θα την κάμεις, κάμε τη σ' ακριβοκριατία.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Άμε στο διάολο, άσε με, ολόσυχνη παστόκια.

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Μωρέ καημένε, α, κογιόν, αλεγραμέντε φώκια.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Τούτα δεν είναι μία φορά, είν' ούλη μου τη ζήση.

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Η τύχη μας είναι τροχός και πρέπει να γυρίσει.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Οι Φράγκοι ένα προβέρμπιο έχουνε γράντο γράντο,

όσοι σπεράντο βίβονο, μόρονο και καγάντο

 

 

 

ΣΚΗΝΗ  ΕΚΤΗ

Πατέρας και Υιός

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

'Κουίστα σόχω, Γερόλυμε, πολλά που δεν τα ξέρεις,

όποτε θέλεις να σ' τα πω, το Χαλικιά να φέρεις.

Μα σ' ούλα τούτα, μάθε το, δε θα 'σαι κληρονόμος,

γιατί δεν έχεις αρετές να σε φοβάται ο κόσμος.

Είδες εμέ πως μ' έχουνε, είδες πως με διαλέουν;

Σιορ Θοδωράκη μου μιλούν, και ούλοι έτσι λέουν.

Μα εσύ α μιλήσεις κανενού, κλάνεις με ξένο κώλο,

τα μούτρα μου κοιτάζουνε, ρώτα τον κόσμον όλο.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

(Μα τα μυστήρια του Θεού, χαρά χαρά σε τόση...)

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Τι μουρμουρίζεις, κερατά;

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Τίποτσι.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Βάλε γνώση.

Βουβαίνου όντας σου μιλώ, τήρα με, κατρεγάρη,

την έρα έμαθα, μωρέ, να βγάνω από το στάρι.

Μ' έχεις για ματαβάφτισμα και για την κολυμπήθρα,

μ' έχεις καντήλι χωρίς φως και χώρις καντηλήθρα.

Γερόλυμε, Γερόλυμε, Γερόλυμε, βαφτίσου,

έβγαλε τα δαιμόνια μέσα απ' το κορμί σου.

Μου έφερες, Γερόλυμε, το αίμα μου άνου κάτου,

μόχεις πληγές του Φαραού, πρετσέσα τον θανάτου.

Και που στο διάολο... δεν μπορώ, ετούτα είναι ιμπάτσα,

ταμπάκους, τα σουλάτσα σου, μπανκέτα... μα κρεάντσα...

Μα φτάνει σου κειό το ντεπιού, χαρτία, παλλακίδες.

Μα ως που; Μα τι; Μα μίλειε μου, μα σ' άλλονε τα είδες;

Μα μ' έχουν τα ρεγκίστρα σου, Γερόλυμε, ως το σκάφο.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Γιαμά σα σ' έχουνε; Καλά, εκεί κ' εγώ τα γράφω.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Ακούς το τεμεράριο; α, κοσπετόν ντε Μπάκο!

Τα κόκαλα σου, τι θαρρείς; σ' τα κάνω ευτύς ταμπάκο.

Σ' έμαθε η αλογόστριγκλα η μάνα σου από πρώτα,

μα έτσι μόρχουνται καπνοί, έτσι φουρτούνα ρότα.

Μωρέ, μωρέ, με στράβωσες, μα μέτρησ' τα στερνά σου,

και το σταυρό του χαντζαριού σου βάνω στην καρδιά σου.

Μωρ' με γνωρίζεις ποιος είμ' εγώ; Μην έχασες το νου σου;     

Έτσι μιλείς, Γερόλυμε, του δεύτερου Θεού σου;

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Για να 'μαι ξαρμάτωτος,

πάντα με βρίζει.

Ε... μου μυρίζει

και τον πανιάζω.

Καμίαν ημέρα

με τη μαχαίρα

τον τεταρτιάζω.

 

 

 

ΣΚΗΝΗ ΕΒΔΟΜΗ

ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΜΠΑΡΖΟΣ και οι ρηθέντες

 

ΜΠΑΡΖΟΣ

Ακόμα δεν επάψατε; Είναι κανένα νέο;

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Καλαναρχάω τ' αφεντός Φτοήχι και Μηναίο.

 

ΜΠΑΡΖΟΣ

Πολλά καλά, μαστόροι μου, κ' εγώ σας θέλω έτσι.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Τέτοιους μαστόρους σαν αυτόν, σιορ Αντωνάκη, χέσ' τσι.

Εμέ το φαλιδούδικο, μία νεροχελώνα,

που 'πρεπε να με προσκυνά σα μίαν αγία εικόνα.

Το 'καμα το ταρκάσικο να 'ναι και ιντραδόρος,

να μπαίνει στην κουβερσατσιό να τον τιμάει ο φόρος.

 

ΜΠΑΡΖΟΣ

Γερόλυμε, ο πατέρας σου σόχει ακουίστα ίντιέρα.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Και πες του, από τσι σπάλες μου κι από τα δυο μου χέρια

είχανε ριγανόξυλο, αφάνα, ας μιλήσει,

το δόντι του ένα χάτσαλο έτσι να ξεφτιλίσει;

Και ούλα με τσ' αγώνες μου για να τσι αναστήσω,

με σπέζες μου βασιλικές να τσ' ομορφοστολίσω.

Τέσσερους γιους! Μα έτσ' ήτανε!... Δυο λέοντες μ' εχαθήκα!

Δύο φωστήρες ζωντανοί, που όνομα αφήκα! Και μόμεινε η μόμολα.

 

ΜΠΑΡΖΟΣ

Μα ο Σπύρος ο καημένος;

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Εκείνος είναι τσελεπής και ανθομυρισμένος,

μα η τύχη του στα σίδερα, στη φυλακή του' βγαίνει.

 

ΜΠΑΡΖΟΣ

Μα έτσι και τη γλώσσα δα τη φράγκικη μαθαίνει

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Μα ας ήθελε τον Κουτσολιά μην τον σκοτώσει ο Σπύρος

ακούω... μα ιντάντο έπεσε ετουτουνού ο κλήρος

Μ' άλιμα οι καβελιέρηδες! Τα λόγια μου δα πάρ' τα…

 

ΜΠΑΡΖΟΣ

Έλα, του Σπύρου λέγε μου, του Λια βόρτα λα κάρτα:

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Είναι άντρας φοβερότατος, έχει πολλές σπακάδες,

εις ούλα του τα έργατα έχει άλλες νοστιμάδες.

Να τος και τούτος! έκαμε ποτέ του μίαν αντάρα;

Ποίες κορασίδες άρπαξε να παίξει δέκα σμπάρα;

Μπαρζέ, μωρέ δεν έφτανε... μα σουπεράρει γέρους,

άγουρους, γούρμους, όσους πεις, έσπασε καλόγερους.

Είχε πανόκιες εκατό και σκουλαμέντα χίλια,

μα ούλες τον ετρέχανε από χιλιάδες μίλια.

Ως τα βυζιά εφράντζιασε, μα ήτανε βαρέλι,

μα του ' στέκε, μα ήβλεπες αληθινό κοπέλι.

Ήξερε και την έβανε τη νύφη στο κρεβάτι.

 

ΜΠΑΡΖΟΣ

Όξω οχ τη σκύλα του Θιακού, κρίμας τον κτηνοβάτη.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Οιμένα, σιορ Αντώνιο, και άφησες ταμπούρο;

 

ΜΠΑΡΖΟΣ

Σε τούτο δεν είναι ντροπής τα γούστα μου, σιγούρο;

Εκειός που εστεφανώθηκε μια σκρόφα, μια ταρκάσα,

μια βρόμα, έναν πούτανο, μία παλιοκαρπάσα;

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Ετούτο, ετούτο έκαμε, του φάνηκε σαν κάτι.

Μα πάλι τι; Τι έκαμε; Έχεσε το κρεβάτι;

Να 'θελε θέλει, βέβαια, σ' το δίνω σ' είδησίν σου,

τον πάντρευα, που θέλανε να μου τον ξεπορτίσου,

Τα προξενιά στην πόρτα μου ανεβοκατέβαινα,

κι από σειριές τση ράτσας μου, σπίτια οχ τα κορδωμένα.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Αδά για κειόνε ερχόντανε; Ερχόντανε για μένα.

 

ΜΠΑΡΖΟΣ

Μωρ' μπράβο σου, Γερόλυμε, ινφάτι για εσένα.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Το Σπύρο εζηλεύανε από την κουαλιτά του;

Και από τα μετόχια του, τ' αμπελοστάφιδά του;

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Ιδέτε τι έχετε από με, εγώ 'μαι η τιμή σας,

έχει ιντράδες από με η μούρη η δική σας.

Σπίτι εις την Πισκοπιανή σε μίαν αλέγρα φάτσα,

κάστρο για σπίτι απάτητο με τρομερή αυλάτσα,

με κάμερα, με πόρτεγο, με ούλα τα σωστά του...

 

ΜΠΑΡΖΟΣ

(Που όγοιος πατήσει δυνατά, σωρός γένεται κάτου.)

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Αμπέλι έχω στον Κορνό, και κήπο μ' αγκινάρες...

 

ΜΠΑΡΖΟΣ

(Που αν τα πουλήσεις, κάνουνε ούλα δύο ξηντάρες.)

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Χωράφια πάλι κουαντιτά στην αλλαξία του Πέτα...

 

ΜΠΑΡΖΟΣ

(Που αν τα σπείρεις, κάνουνε ψωμί ως μία κιοπέτα.)

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Στο Καλαμάκι πάλε εκεί άλλο χοντρό μπουκούνι...

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Που φτάνει για να κυλιστεί ένα χοντρό γουρούνι.

 

ΜΠΑΡΖΟΣ

Ρισπέτο του πατέρα σου

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Αφησ' το το γαϊδούρι.

Δείχνουνε τα γουμέντα μου πόχω γι' αύτη τη μούρη

Τσι κάνω αθρώπους,

τσου δίνω ιντράδες,

λογούνται αγάδες με μόχθους,

με κόπους κι αχαριστία!

Τι στέκεις με άντα;

Είμαι ο γονέος,

και ούλος γενναίος,

σκιάζω τριάντα!...

Τ' ακούς, κερατά;

 

 

 

ΣΚΗΝΗ  ΟΓΔΟΗ

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ μοναχός

 

Σαν τον κακό παλιόβοϊδα και άγριο θα κουκίσω,

και τα σκυλιά που με τραβού, θα τα κατατουμπήσω.

Έξι αρκουμπούζα έχουμε κι οχτώ δέκα πιστόλες,

έτσι, για το δεσπέτο του, θα τσι τσακίσω όλες.

Να φύγω από το σπίτι μας, να παντρευτώ ιμπότα,

κι α θα την κάμω, ξέρω εγώ, όχι με παλιοκότα.

Θα πάω χώρια μου, να ιδεί ετότες το τι αξίζει

ο γιος του ο Γερόλυμος, που σα σκυλί με βρίζει.

Πάντα ψοφάω στη δουλειά και δε θε να μ' αφήκει,

πάντα του θέλει να βαστά στρούμπο και βασιλίκι.

Μα έτσι με ματατσακωθεί, λόγια πιλιό δε θέλω,

ευτύς τα τζατζαλάκια μου, μία και στην Αγγέλω.

 

 

ΣΚΗΝΗ ΕΝΑΤΗ

ΘΟΔΩΡΗΣ, ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ, μαθητής και ΜΠΑΡΖΟΣ

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Μα λέω τι τον ήφερες τούτον τον Τσιριγώτη,

με ξάφνισες ναν τον ιδώ, τον κλέφτη, τον προδότη.

Σήμερα με φαρμάκισες, μου 'ρθε, μου 'ρθε κομάρα.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

(Ο διάολος εξετρούπωσε καινούρια φαωμάρα.)

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Να πάει καλλιά του, διάολε, κε μπέλα κόσα μπούρλα!

 

ΓΙΑΝΝΗΣ

Πάω, παππούλη, μ' έστειλε, μου το 'πε κ' η κυρούλα.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Έχασες τα πασχάλεα, Γερόλυμε, και όθε

καλλιά του ο σκυλοσίφουνας βέβαια από δώθε.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Καλέ, αδά το 'χεις στσί άλυσες δεμένο και πιασμένο;

‘Γγόνι σου είναι, διώξε το, εκειό 'ναι ασηκωμένο.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

‘Γγόνια εγώ, Γερόλυμε, δεν έχω Τσιριγώτες,

τέτοιους αγίους χωρίς αργιά τσι διώχνω από τσι πόρτες.

 

ΜΠΑΡΖΟΣ

Μωρ' για ν' ακούσω και εγώ· ποιος είν' ο Τσιριγώτης;

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Εδώ ο γκενεραλίσιμος, ετουτουνού η 'κλαμπρότης.

 

ΜΠΑΡΖΟΣ

Απ' το Τσιρίγο σ' το 'στειλαν η έτσι το λες για μπούρλα;

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Μα γένου και πνεματικός, για να τα ξέρεις ούλα!

 

ΜΠΑΡΖΟΣ

Καλά, σιορ Θοδωράκη μου, ναίσκε σου, αφερούμου.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Να ξέρεις, σιορ Αντώνιο, ετούτο είν' τον γαμπρού μου·

όπου τον προίκισα χοντρά, όπου το ξέρει η πιάτσα,

μα στο Τσιρίγο τα 'παιξε και δεν του 'μεινε στράτσα.

Και τώρα μου το έστειλε και για τα λειψοπροίκια.

 

ΜΠΑΡΖΟΣ

Άκουσα· δε ματαμιλώ, σε πνίξανε τα δίκια.

Μα πάλε, ωσάν 'γγόνι σου, έχε και κονβιενιέντσα.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Μα νον, σινιόρ, νο νο, νο νο, άβερ ασάι πασιέντσα.

Δεν το πονεί ο σιορπάρες του, μα τ' άφηκε ταρκάση,

και θαν το λυπηθώ εγώ; φωτιά και ας το κάψει!

Μπέλα, περ Ντίο, ναι, σιορ, σι, τήρα σε τι τσιμέντα,

να του πασάρω ντούνκουε 'γώ του βρόμιου κι αλιμέντα;

Ούφου ντουλούφου να χαθεί εκειός κ' η φαμελιά του,

όποιονε ιδώ τέτοιας σειριάς, του χύνω τα μυαλά του.

Κάλλιο να τρώει το ψωμί ένα άλλο δόντι ξένο,

παρά ποτέ τέτοια σειριά για κείνο το χαημένο.

Σε λίγα λόγια γροίκα μου, που σου καλαναρχάω,

να μην πατήσει ο Γιάννης πλια, γιατί τον ξεντεράω.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Πιάσε το, στύφ' το, σφάξε το, δείρε το, πνίχ' το, βράσ'το·

τηγάνισ' το, μπουρμπούλισ' το, ψήσε το, φτιάσ' το, φα'το.

(Α δε μου ντέσεις!)

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Μωρ' τι μουρμουρίζεις, μωρ' τι γκαρίζεις;

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Όσκε μαλλιώς

τη φαωμάρα να μην αλλάξει!

Μπα να βουλιάξει

κι ο Γιάννης κι ο Λιος!

 

 

 

ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ

ΜΑΡΗΣ ΝΤΡΑΒΟΣ ο πουλητής τουν ορτυκιώνε,

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ  και ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

 

ΜΑΡΗΣ

Έχω εν' ασκί για πούλημα με κάτι ορτύκια μέσα,

μα πράμα! όσοι τα είδανε, κατά πολλά τσ' άρεσα.

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Μα τόμου τσου αρέσανε, γιατί δεν τα ψωνίσα;

 

ΜΑΡΗΣ

Τούτα που βλέπεις μοναχά, ετούτα μου αφήσα.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Απίθωσέ τα ναν τα ιδώ.

 

ΜΑΡΗΣ

Να τα, παιδί μου, ιδές τα.

Ομπρός σ' αυτά, κοτόπουλα, πιτσούνια, γάλους, χέσ' τα.

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Μανιάτικα είναι, αδελφέ;

 

ΜΑΡΗΣ

Φαμόζα, ναι, αφ' τη Μάνη.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Λέγε μου το παζάρι τους, ν' ακούσω το τι κάνει;

 

ΜΑΡΗΣ

Εγώ για την αγάπη σου, χωρίς κουβέντα άλλη,

όσα κι αν είναι, έπαρ' τα εννιά γρόσια, χαλάλι.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Στο Θέο μου, ομπλιγάδος σου, ευθύς να σου τα δώσω.

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Μωρ' καερίνια ζωντανά είναι και θέλεις τόσο;

 

ΜΑΡΗΣ

Συμπάθησε με, μάστορα, γύρευε τη δουλειά σου.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Αλήθεια, δεν καλονογάς, έγνοια σου τσ' αφεντιάς σου.

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Καλά, σινιόρ μαρκάντε μου, ιδές πως έχεις φάλο.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Σώπα, νεγότσιο αληθινό, να ιδείς πόσο θα βγάλω.

 

ΜΑΡΗΣ

Ξέρεις γιατί του τα 'δωκα σε τούτο το παζάρι;

Γιατί ο προσπάππους του ευτουνού κ' εμέ ήτανε κουμπάροι.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Μαλλιώς πράμα που να μπορώ, βαντάγιο έχω μεγάλο,

πάντα θα βγάλω το διπλό.

 

ΜΑΡΗΣ

Βέβαια, το ένα άλλο.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Όρσε λοιπόν τσι γάτσοι σου, γρόσια εννιά στο μπρόγκο.

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Όρσε και πέντε φάσκελα! Βόιδι, κογιόνο, σιόκο!

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Και πως;

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Γιατί σε γέλασε· έπαρε τον παρά σου.

 

ΜΑΡΗΣ

Κ' εγώ δε θέλω να μιλείς στα ξένα, γεια χαρά σου.

 

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Τούτα είναι για το γατούλα, η βρόμα τους φινάρει.

 

ΜΑΡΗΣ

Για δαύτο έτσι τα 'δωσα κι ας μη 'θελε τα πάρει.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Για να τα μυριστώ κ' έγώ· α... α... πάρ' τα! Να με γνωρίζεις.

 

ΜΑΡΗΣ

Επούλησες, εχάρισες, πιλιό σου δεν ορίζεις.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Όρσε τα, σιορ κομπάρε μου, και δώσ' μου, πλέρωσε με.

 

ΜΑΡΗΣ

Αντίο· α... σιορ κομπάρε μου, α... κομπατίρισέ με.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Μα τήρα δω· απ' τσι γάτσοι μου κράτησε ό,τι ορίζεις.

 

ΜΑΡΗΣ

Φεύγω, βλέπε στο ντάνο σου, όρνιο, να μην ψωνίζεις.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

 Όλα, όλα· στάσου, αδρεφέ, ψι... ψι...

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Ναι, τώρα γύρευέ τον.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Εχάθηκε, χαρά χαρά... μα θα την πάρω απέτο.

Μα τση πουτάνας το σκυλί, (να κάμω τέτοιο ψώνι;)

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Μωρ' ο τσαγκάρης δεν είναι παρά για το βελόνι,

μα σ' το 'πα, τα γαμόπιστα, ό,τι τα κάφυρά μου.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Μωρ' ο πατέρας μου έρχεται!

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Δελόγκου και καλλιά μου.

Ευτύς ας φύγω

και με το βέλο,

μα τι το θέλω,

πάλι τορνάρω.

Ώστε να πάψει

η φαωμάρα,

εις την κουμπάρα

την καλγκεντζάρω.

 

 

 

ΣΚΗΝΗ ΕΝΔΕΚΑΤΗ

ΘΟΔΩΡΗΣ και ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Ω άμπρες! ω τραντάφυλλα! α... α... δεν μπαίνω, όχι.

Μωρ' τι κακό στο μαγαζί;

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Ο τόπος έτσι το 'χει.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Ο τόπος το 'χει; Αϊμέ!

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Μα δεν ακούω βρόμα.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Ούλον τον κόσμο εβρόμεψε και δεν ακούς ακόμα;

Κάτι θρασίμι έμπασες, κάτ' είναι μέσα πούρι,

κάτι είναι· πως με χτύπησε η βρόμα μες στη μούρη;

Μωρ' τι είναι κει σε κειό τ' άσκί;

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Τίποτσι, κάτι ορτύκια.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Για να τα ιδώ... να, να, μωρέ, ετούτα είναι ποντίκια!

Αμή γιατί ακούω κ' εγώ τσι άμπρες και τσι μόσκους;

Ω, ο γαλαντόμος τι έμπασε! Τέτοιους σπορδάκους ζόρκους!

Ευτύς ευτύς, εις τη στιγμή, ευτύς να τα πετάξεις,

αν τα 'βρω εδώ στο γύρισμα, βλέπεις α δε στενάξεις.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Πιλια δε δύνεται σ' όλους τους τόπους

να ευρείς τίμιους δύο αθρώπους,

να πραματέψεις χριστιανικά!

Μα τι ορτύκια! Μα ο κουμπάρος!

Με κειό το θάρρος!

Τι τραντιμέντο!

Και τι τσιμέντο

με τον πατέρα εις τα σφαγιά!

 

 

ΣΚΗΝΗ ΔΩΔΕΚΑΤΗ

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ και ΜΑΡΙΝΟΣ ΚΑΤΕΒΑΤΗΣ    από Πηγαδάκια

 

 

ΚΑΤΕΒΑΤΗΣ  

Μποντί, σινιόρη μάστορα.

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Καλώς τον Κατεβάτη.

Τι μάντα; Θέλεις τίποτσι;

 

ΚΑΤΕΒΑΤΗΣ 

Ήθελα κ' εγώ κάτι.

Που 'ναι ο σιορ Γερόλυμος;

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Για κάτι ορτύκια, εκείνα...

 

ΚΑΤΕΒΑΤΗΣ 

Για κεια που ο πατέρας του τόψαλε την ντοτρίνα.

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Μα όπου κι αν είναι επλάκωσε.

 

ΚΑΤΕΒΑΤΗΣ

Άκουσα, σιορ κομπάρο,

μα πάω κι ατός μου ως εκεί, κάτι να κουσεγιάρω.

Μου έχει ο κουμέσος μου ντεστέζα και κουμπάρσα,

μα α δεν την ντερμινάρισε, θε να τον κάμω φάσα.

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Και ποιόν έχεις κουμέσο σου;

 

ΚΑΤΕΒΑΤΗΣ

Το σιόρη Τσεταδίνο.

Μα τόσο κάνει, δεν είναι φαρτσούνι σαν εκείνον.

Κορμί είναι Ντακουραίικο, δελέγκου στο μουμέντο

έτσι σε ιδεί, eτέλειωσε, σόπλεξε γαμπινέτο.

Για μια κοντέζα ιν τρουφαριά…

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Εσέ, μωρέ Μαρίνο;

 

ΚΑΤΕΒΑΤΗΣ

Για μια κοντέζα που 'χαμε με τον Αναλατίνο

χωρίς κουσέντσα μ' έγδαρε σαν τα ποντίκια οι γάτες,

μα ναν τα πάρει ο διάολος τα φίτσια και τσ' αβγάτες.

Μου βγάλανε το σάγκο μου, ούλοι με τρακουγκέρου,

μα τα οβρυοσφάραγγα, κάτι καλά κουρέρου.

Μα θε να πιάσω τον Μπουιντού...

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Άλλο γαλιότο πάλι.

 

ΚΑΤΕΒΑΤΗΣ

Μωρ' όθε κι αν πας, σε πιάνουνε σαν ψείρα στο κεφάλι.

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Θε να σου πω κουμέσο σου, να πας εις το Μαράκη.

 

ΚΑΤΕΒΑΤΗΣ

Μπράβο, ντασένο μ' έφτιασες, φαμόζο τροφαράκι.

Ο Θεός σχωρέσ' τον Κοντονή, όπου τον τρώει το χώμα!

Μα ο Μπούιτσος, μα ο Μπάιτσαμος και ο Φραγκιός ακόμα,

ούλοι μου τον ελέγανε φαμόζο ντερβενιέντε,

πως τα βιβλία τα 'μαθε και δεν του λείπει νιέντε.

Α δεν ηξέρουν φράγκικα, στο χύστο τους οι μούλοι.

Αν πεις και ποιο κουμέσο μου, θα πιάσω το Σκουρδούλη.

Πάω να ιδώ τον κόιτο μου σ' τούτον τον Τσεταδίνο,

κ' έτσι γενεί το ντίστριγο, με το Σκουρδούλη ας μείνω.

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Άμε και κάμε, μην αργείς.

 

ΚΑΤΕΒΑΤΗΣ

Ιμπότα θα γυρίσω,

ντάντε για την πατρόνα μου μια ψίχα θα ψωνίσω.

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Έχω παπούτσια, ασκιά, λουριά, σαρδίνια, πισιλίνες,

μία καμιζιόλα ντάντινη, μα είναι από κείνες!

Τασκέτα, όμορφα φλασκιά, ό,τι αγαπάς να πάρεις.

 

ΚΑΤΕΒΑΤΗΣ

Είμαι κουρέντες άθρωπος, α δε με κογιονάρεις.

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Εδώ να κογιονάρουμε! Σ το λέω; δεν είν ούζο,

και α σου λέω ψέματα, να λάβω αρκουμπούζο.

 

ΚΑΤΕΒΑΤΗΣ

Μα το ψωμί, όσο μου πεις, πόστο ντε πόστο, βάρδα,

μα μπιτζαρία θέλω πολύ και ρόμπα ντε ντουράδα.

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Λογιάζω να σε ψώνισα τόσες φορές και άλλες.

 

ΚΑΤΕΒΑΤΗΣ

Κ εγώ εκομπαρίρισα πάντα μου ποντουάλες.

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Έλα να πιάσω τίβοτσι, πόχω ο μαύρος χρεία.

 

ΚΑΤΕΒΑΤΗΣ

Α δεν έχω, κουμπάρε μου, σου βάνω πιεντζαρία.

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Δικό σου είν το μαγαζί, σαν το ’πα και του Ρέτση.

 

ΚΑΤΕΒΑΤΗΣ

Του Διονυσίου;

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Εκείνου.

 

ΚΑΤΕΒΑΤΗΣ

Το λες κ' εμέ εδεδέτσι;

Εγώ είμαι ομπλιγάδος σου μα δε μορογαρίζω,

εις το μουμέιντο έφτασα, σαν κουρεντιά γυρίζω.

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Εις το καλό, Μαρίνο μου, σ' ακαρτερώ εγώ όμως.

 

ΚΑΤΕΒΑΤΗΣ

Κοπιάζω ντε προπόζιτο, γιατ' είμαι γαλαϊντόμος.

Κι αν έρθει κι ο Γερόλυμος, νά ζεις, κολέα, πες το.

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Το λέω, (εις το διάολο).

 

ΚΑΤΕΒΑΤΗΣ

Σκλάβος σου αντερέστο.

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Ήθελα νά 'ξερα τι γιουντικάρει

ο χωριάτης να με τρουφάρει.

Είμαι ντε τζίρο πολύ· δεν παίρνει,

όποιος στοχάζεται τζίρο ντε βόλτα,

από το γάμο δεν τρώει τόρτα,

μα το ψωμάκι τήνε παθαίνει.

 

 

 

ΠΡΑΞΙΣ   ΔΕΥΤΕΡΑ

ΣΚΗΝΗ  ΠΡΩΤΗ

Πλατεία των Αγίων Σαράντων

ΒΑΓΓΕΛΗΣ, ΜΩΡΟΣ, και παρακάτου ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ, βαστάζοι ξαπλωμένοι, και ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ με τα ορτύκια αποκάτου του

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Ποιος από σας είναι καλός μια χάρη να μου κάμει;

 

ΜΩΡΟΣ

Εγώ.

 

ΒΑΓΓΕΛΗΣ

Εγώ.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Ως εδεπά.

 

ΜΩΡΟΣ

Να πηαίνομε αντάμι.

 

ΒΑΓΓΕΛΗΣ

Προικιά θα κουβαλήσουμε;

 

ΜΩΡΟΣ

Μίλειε μας δα, τι έναι;

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Κάτι ορτύκια, ένταγε...

 

ΟΥΛΟΙ ΤΟΥΣ

Ου... να χαθείς, παρμένε!

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Σωπάτε, μην τα πάρετε.

 

ΜΩΡΟΣ

Να μην ντραπεί ο διάολος!

 

ΒΑΓΓΕΛΗΣ

Μα το ψωμί, την πάθαινε από εμάς σαν άλλος...

 

ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

Είμαι φτωχός και μεθυστής, μα να 'θελε μου δώσει

μια ντόπια, δεν τα έπιανα, όχι να μας πλερώσει.

Αμ να θε μου το ειπεί εμέ! Μπα, η βρομογανάσα!

Τον τσάκωνα τον κερατά, τον έκανα και φάσα!

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Τι έχεις, μωρέ, με μένανε; Ποιόνε θα κάμεις φάσα;

Μίλειε πιλιό καλύτερα, σου μπάζω εγώ τα ράσα.

Ακούς, βρομομεθύστακα, διαουρτοβαφτισμένε;

Σου κόβω το μουστάκι σου...

 

ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

Γκίντι, σαπρακιασμένε!

Αν είχες ψυχή, δεν έφευγες· στάσου να μου το κόψεις.

Στο χύστο σου, ανάσινι σιχτίρ, π' απάνου μου θ' απλώσεις!

Στάκα, στάκα, τι ετσάκισες;

 

ΒΑΓΓΕΛΗΣ

Βρε Διαμαντή, άσ' τον κάτου.

 

ΜΩΡΟΣ

Θέλει να μπαίνει στον μπελά ετούτος, γεια χαρά του.

Έννοια μου, δεν τον μπεγεντώ για μήνια, πως το λένε;

 

ΒΑΓΓΕΛΗΣ

Βρε, μίλειε του του Διαμαντή.

 

ΜΩΡΟΣ

Βρε, έτσι δα δεν έναι;

 

ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

Πιλάλα τον κυνήγησα, μ' αν ήθελε τον πιάσω,

μα το ψωμί, τον κερατά, βρε ναν τον τεταρτιάσω.

 

ΜΩΡΟΣ

Αμή για κειόν το μασκαρά, βρ' έννοια σου ν' αναφαίνεις.

 

ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

Ένας μπερμπάντης μιας κλοτσιάς, πούστης ο μπεζεβένης.

 

ΒΑΓΓΕΛΗΣ

Αμ δεν τον τσάκωνες.

 

ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

Ήτανε σπίθα,

γαμώ τη μάνα του την παλιορνίθα.

Εκειός που φεύγει είναι πλια σβέλτος,

αμ τι εκατάλαβε, θ' ακούστε χαμπέρια.

Το να με ρίξει η βρόμα στα χέρια,

δεν τόνε γιαίνει μάνκα ο Τζορτζέτος.

 

 

 

ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΑ

ΘΟΔΩΡΗΣ και ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

 

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Τα πέταξε, μα παραργεί, ντεμπέλης είναι βέρος,

πηγαίνει νιος στο θέλημα κι οπίσω έρχεται γέρος.

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Λέω να πάω για να ιδώ. Πως έτσι άργητα κάνει;

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Άμε, μα τήραξε με δω... στάσου, και να που φτάνει.

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Σαν πανιασμένος,

σα γάτα μπανιάδα,

σαν όκα πενσάδα,

σα συγχυσμένος.

Σαν τέτοια αχνάδα,

σα δε φαλάρω...

 

 

 

 

ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ

Οι ρηθέντες και ο ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

 

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Γερόλυμε, τι έπαθες; Τι έχεις; Τι λαχνιάζεις;

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Σαν το λουλούδι εγίνηκες, τση ζαφουράνας μοιάζεις

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Μα ετούτ' η αχνάδα; Μίλειε μας.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Ξέρει ο Ποντήλιος τι 'ναι.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Μα; γιε μου; ελιγοθύμησες;

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Νερό; νεράκι πίνε.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Άμε δελόγκου, Παπουτσή, πες του Ποντήλιου, ω σπάσο!

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Έντονε με τα γέλια του.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Τον κόσμο θα χαλάσω.

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Αφού τα σύγνεφα νερά τραβίζουν,

βροντούν, αστράφτουσι, τον ήλιον σκεπάζουν,

με σμπάρα, με χτύπους την σφαίραν ταράζουν,

μα ξεθυμαίνουσι σαν αποπαίξουν.

Τούτα μίαν θάλασσαν, τον Τίγριν, τον Νείλον,

καπνούς, ανέμους, πυκνίλα, σκοτούρα,

άστρο δε φαίνεται οχ τη θολούρα,

μα πάντα μνέσκουσι χωρίς να βρέξουν.

 

 

 

 

ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

ΠΟΝΤΗΛΙΟΣ και οι ρηθέντες

 

 

ΠΟΝΤΗΛΙΟΣ

Ο Διαμαντής εμέθαε κ' έτρεξε ναν τον πιάσει.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Ο κλέφτης, αν εμέθαε, ας πάει να ξεράσει.

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Κάτι άλλο, μπρε, κάτι κρυφό· πες μου το εμέ στην μπάντα,

αν ξέρεις ούλα τα σωστά κ' είδησες φέρνεις πάντα.

 

ΠΟΝΤΗΛΙΟΣ

Ετούτο είναι, τι άλλο;

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Μα πες μας τη με τάξη.

 

ΠΟΝΤΗΛΙΟΣ

Πως του 'πε τα ορτύκια σας να πα ναν τα πετάξει!

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Μα ετούτο; Άλλο τίποτσι; Στο Θέο σου, Ποντήλιε!

 

ΠΟΝΤΗΛΙΟΣ

Όχι για τούτο βέβαια.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Μα τέλειωσ' τη· έλα, μίλειε.

 

ΠΟΝΤΗΛΙΟΣ

Ήτανε ορνέλα, κάνεβα, μουσκίδι, ούλος κούρνια,

ο μεθυστής γνωρίζεται χωρίς να 'χει κουδούνια.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Α! τρόπο τάρντι μου το λες, να έβγω μ' ένα ξύλο,

να με γνωρίσει αληθινόν και καρδιακόν του φίλο.

Είχε του λιώσω τα πλευρά, του κάμω ανατομία.

 

ΠΟΝΤΗΛΙΟΣ

Κάλλιο που δε σ' το 'πα, αδρεφέ, να 'χω την αμαρτία.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Μα τι λογαριασμό είχ' αυτός; Γιατί τόσα στραπάτσα;

Ετούτος δεν εθόλωσε νερό ποτέ στην πιάτσα!

Ας κάμει την εικόνα σου, πως δε μου το 'πες πρώτα,

είχε τον πάω δέρνοντας ως του Χριστού την πόρτα.

Χίλια ματσούκια απάνου του ήθελε του τσακίσω.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Σώπ', αφεντάκη, κ' έγνοια σου.

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Βάρ' του, κ' εγώ από πίσω!

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Ένας βαστάζος βρομερός, ένα παλιοψοφίμι,

ένας ντενιέντες ντε κλοτσιάς, περιγιαλιού θρασίμι,

να βρίσει το Γερόλυμο! Μα, σιορ, δε θα μας ξέρει!

 

ΠΟΝΤΗΛΙΟΣ

Γιατ' ήρθε από το Άμστερνταμ κι απ' του Περού τα μέρη!

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Να αυθαδιάσει ο τίποτσης, έναν υγιό να βρίσει,

τίνος; Ενού!... Α, μπάστα μου, τον ξέρει, όποιον ρωτήσει.

Ενού! Που ναν το παινεθώ, άνθος σ' ούλες τσι φέτσες,

με το δικό μου ξέχωρα, εξήντα αντερέντσες.

Μα τι λογιάζει ο κερατάς, ντε μέρδα ούν καρονιάτσο;

Μωρέ, πως δεν του έδινες αμάνκα ένα μπάτσο;

Να πεις, καθώς σε χτύπησε, «ινφάμε, στάσου οπίσω»;

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Σώπ', αφεντάκη, κ' έγνοια σου.

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Βάρ' του, κ' εγώ από πίσω!

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Πενήντα με χτυπήσανε, θυμούμαι, μίαν ήμερα,

μα σοταβέντο τσ’ έβαλα, τσου πήρα τον αέρα.

Εις του Μακρή τα βάσανα, που  ’κανα μπάσο κι άλτο,

χίλια μου εσουτσεντέρανε, μα τα 'βγαλα σε σάρτο.

Εσκότωνα, εξαρμάτωνα, έδερνα τσι αθρώπους,

στην μπούρσα μ’ είχα το Μακρή με ούλους του τσι γρόπους.

Όσοι μου κορδωνόντανε κ’ έκαναν τσι σμαριάτσους,

τι ντεσκαπριτσιαρίσματα και τι κλοτσιές και μπάτσους!

Μα πως; Ποτέ δε μόλειπε, πάντα μου το στολίδι.

Ποτέ, ποτέ, ποτέ, ποτέ, ποτέ το καρτσικλείδι.

Μα συ τρέχεις ξαρμάτωτος ωσάν πραματευτάτσος·

αν ήθελ' έχεις άρματα, σ’ έδερνε ο κλεφτάτσος;

Μα θα σε ιδώ, αν δεν έχεις κορμί παλληκαρίσιο.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Σώπ’, αφεντάκη, κ’ έγνοια σου.

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Βάρ’ του, κ’ εγώ από πίσω!

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Είσαι καρόνιας!

Α! Δε μου μοιάζεις.

Α! Με ντροπιάζεις·

δεν έχεις αίμα,

αίμα οχ τες φλέβες μου

δεν έχεις πάρει.

Είσαι δειλιάρης,

είσαι όλος φλέμα!

 

 

 

ΣΚΗΝΗ  ΠΕΜΠΤΗ

ΣΚΟΥΡΔΟΥΛΗΣ και ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

 

 

ΣΚΟΥΡΔΟΥΛΗΣ

Τα πέταξες; Μα είν’ ντροπής, κρεάντσα, σα βουνίσιος!

Για τα ορτύκια αχ τα προκτές κακά είν' ο Διονύσιος.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Κε μπέλα κόζα! Μα το Θεό, στο σπίτι φόντο μίο

θα με ξετάξεις! Όμορφη, μπέλα, μπέλα, περ Ντίο!

 

ΣΚΟΥΡΔΟΥΛΗΣ

Συμπάθησε με! Nov, σινιόρ, με τούτα τι ασπετάρεις;

Να κογιονάρεις, να γελάς, να γδένεις, να ινφετάρεις;

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Και πως; Σε κογιονάρισα εγώ την αφεντιά σου;

 

ΣΚΟΥΡΔΟΥΛΗΣ

Είναι οπού τα πέταξες, μα έβλεπες τα στερνά σου.

Στου πρεβεδούρου επήγαινα, ιστάντσα να μιλήσω,

και να τον πω χίλια κακά, να τόνε περιορίσω.

«Τσελέντσα, έλα σάπια, γκιούντιτσε, λάμε ασκόλτα

ντε γκραν ριμάρκο κόζα ζε κε τούτο Τζάντε εζόρτα.

Nov τραταρό ντε στάμπιλι, βόλιο σοκόρσο, αγιούτα,

περ ούνα μόρτε γκενεράλ περντέμο μάι λα βίτα.

Ουν τσέρτο ταλ Γκερόλαμο σι φέτσε όρα μαρκάντε,

μα ιν τσέρτε κουάγιε κε ντα οντόρ, νισούν ριμάνε άλ Τζάντε.

Πιετά, πιετά, γκιουστίσιμο, ιλ πόπολο κοντέμο,

ε τούτι οι γράντοι αλ φαβόρ κον γκραν ντοβέρ ρεστέμο».

Κι αν ήταν και λατινικά, τα μίλεια κι άρα μάρα,

«Γερόλαμους κουαγιόριμπους, πόπολους ινφετάρα!»

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Σιορ, σι, σιορ, σι, βένι άνκα μι, κ' έλεγα άλλα τόσα,

‘μένα παρλάρει στο 'ταλιάν, κοσπέτο μπελα κόσα!

«Προβεντιτορ ντε γκιούντιτσε, ντε μπέλο, ντε ιντεντέμο,

κουέστο τζιγάρ νελ μαγαζίν, ο σέμο ο νον σέμο...»

 

ΣΚΟΥΡΔΟΥΛΗΣ

Α, σιορ κογιόν, λασέμε σταρ.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Λασέμε σταρ κ' έμενα.

Κογιόν νον σέμο, κλέφταρε.

 

ΣΚΟΥΡΔΟΥΛΗΣ

Δεν είσαι στην ταβέρνα.

Μίλειε με γνώση, γάιδαρε, άζινο κογιονάτσο.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Ήρθα και σε φορτώθηκα, μπράβο, σινιόρ τροφατσο!

Αζίνο μι, σιορ, νο, σιορ, νο, κακά κόβεις τα πρέτσα,

αζίνο βου, σιορ, σι, σιορ, σι, άντσι σέντσα καβετσα.

 

ΣΚΟΥΡΔΟΥΛΗΣ

Μεθάς, μα σου ιμπενιάρουμε, εκεί μου δίνεις κόντο,

στραπάτσο, ινφετάρισμα και βίργκολα και πόντο.

 

 

 

ΣΚΗΝΗ ΕΚΤΗ

ΘΟΔΩΡΗΣ και ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

 

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Ω! Τι μου ξανακαίεται! με τα ορτύκια πάλι.

Α! Τι κεφάλι άγνωστο!

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

 (Να φαωμάρα κι άλλη.)

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Μα λέω, μωρέ Γερόλυμε, πραματευτή τση Μάνης,

πραματευτάτσε φοβερέ, ντεστίντε για να χάνεις,

πες μου, τι τους εξάνοιξες; Από τη μυρωδιά τους

εγνώρισες το διάφορο, είδες την καλιτά τους;

Δεν τα 'βλεπες που εβρόμευαν του κόσμου τον αέρα;

Πουτάνας τον πραματευτή, τι έπιασαν και του φέρα!

Μωρέ, δεν πας στο διάολο; Ας κάμω το σταυρό μου,

και να τ' αφήσεις ήθελες, για ναν τα βλέπω ομπρός μου;

Ούλοι, μωρέ, επεθαίνανε να μη 'χε τα πετάξεις,

ένας, μωρέ, δεν έμνεσκε άθρωπος να τον κράξεις.

Σου το 'πα ντα πριντσίπιο να μην πολιοξαμώνεις,

μα δε λυπάσαι τον παρά και τον παρασκοτώνεις.

Εις τον καιρό μου μυλωνά να μην ποτάζει είδα

αλεύρι τέσσερα σπυριά, νιάνκα για μια μαρίδα.

Ο θέος το ξέρει εις αυτά το πως εγίνη ο κόντος!

Πως εκαταγελάστηκες, ο άξιος κι ο πρόντος!

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Εκειό ήτανε κι ο Παπουτσής, τα πήρα με το μάτι.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Ω, ξαφνικό στη γνώση σου, φτου σου, φτου σου, μπερμπάτη!

Μωρ' δεν ακούτε κονιτσιόν σε τούτον το μαρκάντε;

Μα ως πόσο, μωρέ, σου ήρθανε; Μίλειε, σιορ γαζετάντε.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Ως έξι γάτσοι κάθε δυο, οχ το Μαρή τον Ντράβο.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Τσόκο σου, γεια σου, επιτυχές, Γερόλυμέ μου, μπράβο!

Έξι γαζέτες κάθε δυο! Και ούλα στην κροπία!

Ω, πραμάτεια αληθινή, ωσάν αύτη καμία!

Έξι γαζέτες κάθε δυο, και για ναν τα πετάξει,

βρίζεται αφ' το Διαμαντή, φεύγει μην τόνε σφάξει.

Πραματευτάδες ούλοι σας, χέρι ναν τον φιλήστε,

δεν είστε σεις για πραμάτειες, τα μαγαζιά σας κλείστε.

Τούτος με τα νεγότσια του έπιασε ούλη τη Μάνη.

Μα δε μιλείς;

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Και τι να πω;

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Πως το βαγγέλιο βγάνει.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Είσαι λοιπόν βαγγελιστής που το βαγγέλιο βγάνεις.

Μα ποιος; Ο Μάρκος; Ο Λουκάς; Ματθαίος; Ιωάννης;

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Είμαι, μωρέ, ο κακός καιρός κι ο ανασβολεμένος.

Μωρ' μου πονεί στην πραμάτεια να μνέσκεις γελασμένος.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Όρπιζα πάντα κάτι ντις να 'ρθει στο καλαμίδι.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Ντούνκουε, μωρέ, για κάτι ντις ρισκιάρεις το βλησίδι!

Είναι που είναι το νησί γη τση επαγγελίας,

και βρίσκεις μάννα τ' ουρανού και μπεγεντί αληθείας.

Η θάλασσα κ' οι άνεμοι είναι ταπεινωμένοι

και κάθε πράμα απ' το Μοριά κι απ' άλλους τόπους μπαίνει.

Μα αν κ' εθυμώναν τα στοιχειά, τα νέφη αν εφουσκώναν,

κ' οι θάλασσες ως τσ' ουρανούς τα κύματα αν υψώναν,

κατακλυσμός αν έπιανε σ' ούλη την οικουμένη,

να μην μπορεί από πουθενά πράμα ποτέ να μπαίνει,

κι από την πείναν οι λαοί στες στράτες ετελειώναν,

εθάρρουνες στα ορτύκια σου;... Σου τάζω, δεν απλώναν...

Τα βρομισμένα φαγητά στομάχι δε χορταίνουν,

αρρώστιες, πάθη, ξερατά, κακούς θανάτους φέρνουν.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Γιατί, ω Θεέ μου, τέτοια αδικία;

Ζουν οι γαλιότοι ευτυχισμένοι,

και οι καλόγνωμοι στη δυστυχία.

Ούλοι οι σκιάδες είν' δοξασμένοι,

τούτους ο κόσμος καθέναν τιμά.

Με το σκατούλι το ζουρμπαλίκι

δεν ξανασαίνω με τέτοιον πατέρα

σα γάτα μαλώνουμε με το ποντίκι.

Ζουρμπάς θε να βγω, θα βάλω μαχαίρα,

λιοντάρι ήμερο δεν ωφελά.

 

 

ΣΚΗΝΗ ΕΒΔΟΜΗ

ΘΟΔΩΡΗΣ, ΜΠΑΡΖΟΣ και ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Τον έφερες το μαθητή; Μα θε να πάρει στάρι.

 

ΜΠΑΡΖΟΣ

Αδά δεν παίρνει, α κακή κοντάνα τον μερτάρει.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Μία χερία λάχανα ποτέ σπίτι δε φέρνει,

πάντα ξερός κι αδράπανος θέλει τάβλα στρωμένη.

Μία χερία ράπανα είναι πράμα μεγάλο,

α χρειαστεί για γιατρικό στον κώλο μου να βάλω.

 

ΜΠΑΡΖΟΣ

Μα διάολε, δε βλέπεις δα; (Καρκάλα, έχει δίκιο,

να κουβαλείς και λάχανα και βλίτα και ραδίκιο.)

Πάντρευ' τον! πάντρευ' τον! Ακούς; Τήρα, χαμογελάει!

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Αμή... μεγάλη όρεξη.

 

ΜΠΑΡΖΟΣ

Μπρε έγνοια σου, το ζητάει, καημένε, η καρδούλα σου μα... μα... εγώ το ξέρω.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Ναΐσκε, το ξέρεις· τι ξέρεις;

 

ΜΠΑΡΖΟΣ

Πάει στοίχημα ναν το εύρω;

Εκείνο που γυρεύετε δε σάσε μπεγεντούνε.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Απόψε, απόψε αν ήθελα... μα σφάλεις... μας τιμούνε.

 

ΜΠΑΡΖΟΣ

Σου 'πα, το ξέρω.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Άκουσα, μα αν ήθελα, στα χίλια...

 

ΜΠΑΡΖΟΣ

Ετούτος άλλα λάχανα δεν ξέρει αφ’ τα σταφύλια.

Ο γάμος τούτος από εμέ στέκεται δίχως φάλο,

να ζει το ανιψίδι μου, που ας κάτσει κάθε άλλο.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Τώρα, τώρα εκατάλαβα, εκείνη... φτου να κάμω,

μ' ό,τι μανιέρα βουληθώ, ευτύς κάνω το γάμο.

Μα δεν κινάω μοναχός, ας είν’ και δύο νομάτοι,

γιαμά κράζω τη μούρη του, βάρ' τη μωρ' στο κρεβάτι.

 

ΜΠΑΡΖΟΣ

Α! Από τούτο έχασες, μυρίζει εκεί μπαρούτι,

παίζει και ξύλο, μα το Θεό, σας κάνουνε κουρκούτι.

Δεν είναι δω... τι ξέρω 'γω... του Βουτσανέση η μπάτσα...

αγκαλά σ' έκαμε ζευτόν.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Είναι γνωστό στην πιάτσα.

Ήτανε τρεις και ζωντανοί με τ' άρματα καθάρια,

και ούλους τσι ξεβάφτισα με χώρις κεφαλάρια.

Ετούτος δα που μελετάς, μου κάνει: «Στάσ' οπίσω».

Κ' εγώ τι εστοχάστηκα; Τον ήλιο ναν του χύσω.

Ξεπιστολίζω στη στιγμή, στο πέτο του τη δίνω.

Μα τι σπετάκολο ήτανε, όριντο κόλπο εκείνο!

Έπεσε με την πιστολιά ωσάν βολύμι κάτου

κ' έκαμε μια ξαπλωταριά του μάκρου και του πλάτου.

Μα η πέτρα τον ξαγλίστρησε ή ατσιδέντε πούρο

ή απ' το φόβο τση σμπαριάς, κάτ' ήτανε... σιγούρο.

Εγώ θαρρώ την έκαμα, έπεσε αφ' τη σμπαρία,

μα το Θεό· έτσι του 'καμα, του 'δωκα ευλογία.

 

ΜΠΑΡΖΟΣ

Τι είπες το πως του 'καμες, γιατ' είχα άλλου το νου μου;

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Είπα πως τον ευλόγησα.

 

ΜΠΑΡΖΟΣ

Μπράβο σου κι αφερούμου.

Αμάνκα αν τον εσκότωσες και γίνηκες φονέας,

μα πάλι τον ευλόγησες ωσάν αρχιερέας.

Καρόνια, να ντρεπόσουνα... δεν είσαι παλληκάρι.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Γελάς, κ' εμέ η παλληκαριά ετούτη μ' αβαντσάρει.

 

ΜΠΑΡΖΟΣ

Ορίζεις να σου πω εγώ;

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Σιορ Αντωνάκη, απάνου,

ο σιορ Τασάκης σου μιλεί, φουγιάζουν, κάτι κάνουν.

 

ΜΠΑΡΖΟΣ

Πάω να ιδώ και έφτασα.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Και γύρισε, είναι χρεία.

Α λείψεις, εχαθήκαμε, δεν είναι σωτηρία.

 

ΜΠΑΡΖΟΣ

Έχεις καρκάλα για κακαράντζες.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Στα σμπάρα χέζεσαι ίσια με τσ' άντζες.

 

ΜΠΑΡΖΟΣ

Αν είσαι Ράλλης και ούλος ποχέριος...

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Μα με βασταίνει και άντρας ιντιέρος.

 

ΜΠΑΡΖΟΣ

Δε σ' αμπαντάρω γιατί μεθάς.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Το 'χω απ' το σπίτι, το ξέρει η πιάτσα.

 

ΜΠΑΡΖΟΣ

Δεν είμαι Χάσης.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Δέν είμαι ράτσα.

 

ΜΠΑΡΖΟΣ

Ω! Ράλλης που 'σαι, μία Κονταρίνα!

Πάω καλλιά μου, μα εκείνη η τσίνα!

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Μωρ' έχεις πρόβες, μωρ' δε φελάς.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Εις την μπερλίγκα να σε ιδούμε,

με ζαχαρόκουκα και κουφετούρες,

με μπισκοτίνια και με κουλούρες,

μικροί μεγάλοι να σε βαρούμε,

κ' η αφεντιά μου να μπαλοτάρω.

 

ΜΠΑΡΖΟΣ

Μπράβο, ντα σένο Γερολυμάκη.

Α... κάρα έλα! Α... κάρα έλα!

Δε σε φαλάρει τέτοια μασέλα,

είσαι λιγόφαος ωσάν παιδάκι.

Μπράβο, περ Ντιάνα, μωρ' σε στιμάρω.

 

 

 

ΣΚΗΝΗ ΟΓΔΟΗ

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ, ΠΟΝΤΗΛΙΟΣ και ΜΠΑΡΖΟΣ

 

ΠΟΝΤΗΛΙΟΣ

Ο Χάσης που 'ναι, Θοδωρή; Που πήγε; Εις τι μερίες;

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Ας πάει στο διάολο, μ' έφαε με τσι παλληκαρίες.

 

ΠΟΝΤΗΛΙΟΣ

Όχι, θα ιδείς μια μπαρονιά, θα πάω εδώ...

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Ασπάσο

κάπου θέλ' είναι, μα έφτασε, να τον κρατούμ' αμπάσο.

Κάτσε, μωρέ, στο Θέο σου. Αιμέ! Καημένοι χρόνοι!

Πόσα θυμούμαι κ' ευτουνού, μα λιώσαν σαν το χιόνι!

 

ΜΠΑΡΖΟΣ

Μωρ' τι 'ναι; Ποίος επέθανε και λες καημένοι χρόνοι;

 

ΠΟΝΤΗΛΙΟΣ

Μου λέει για το Θοδωρή, πόκοβε το πεπόνι.

 

ΜΠΑΡΖΟΣ

Κι αδά πεπόνια μοναχά; Και πλεζονιές στη φούρια

και κολοκύθια τρυφερά και δροσερά αγγούρια.

 

ΠΟΝΤΗΛΙΟΣ

Μπράβο, σινιόρ Αντώνιο, τα λόγια σου τον φτιάσα.

Τόμου αγγούρια έκοβε, τον έκαμες μπαγάσα!

 

ΜΠΑΡΖΟΣ

Σε τούτο, γιε μου, ξέρω 'γω, μη μάθεις δύο κ' ένα.

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Θέλει να μπαίνει στ' άτρυγα και εις τα τρυγημένα.

 

ΜΠΑΡΖΟΣ

Μπρε, μα το Θέο, κ' οι δύο σας, του χρυσαφιού η πάστα...

 

ΠΟΝΤΗΛΙΟΣ

Μα...

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Δεν αφήνεις να το ειπεί;

 

ΜΠΑΡΖΟΣ

Έγνοια σας, μπάστα, μπάστα.

 

ΠΟΝΤΗΛΙΟΣ

Ράτσα τυράννα.

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Φέτσα πουτάνα.

Ράτσα ντα τσάφο

και γαλαντόμο,

και γκιντιλόμο

κορμί για τράφο.

 

 

 

 

ΣΚΗΝΗ ΕΝΑΤΗ

ΠΗΜΦΕΡΗΣ και ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΗΣ σολτάδοι,

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ κ' έπειτα ΘΟΔΩΡΗΣ

 

 

ΠΗΜΦΕΡΗΣ

Πατρόν, σιορ μίστρο καλιγγέρ, γαβέ ντε σκάρπε μπόνε;

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Νο... (Θέλουν τον καλόγερο)... Ντα κουέλο πιου καντόνε

 

ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΗΣ

Κόσα ντίζε; Καλόγερο;

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Καλός καιρός, δε βρέχει.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Μωρ' τι 'ναι; Η κεφάλη σου φράγκικα δεν κατέχει;

Όχι μωρ' τον καλόγερο, νιοράντε, βισντεκάτσο!

Σιορ, μι λα λίνγκουα σο παρλάρ, κουέλο ζε κογιονάτσο.

Άσε μ' έμενα να μιλώ.

 

ΠΗΜΦΕΡΗΣ

Σκάρπε;

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Νιάνκα σκαρπέλα.

 

ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΗΣ

Νο, νον ριντέτε, Πήμφερο.

 

ΠΗΜΦΕΡΗΣ

Παπούτσια, καπίσ' έλα;

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Ντα γυναικών, ντα ρεγκατσών; Παρλέμε λα στατούρα.

Ντε τάγιο λόγκο ο ντε χοστό;

 

ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΗΣ

Ω, τσούκα μάσα ντούρα!

 

ΠΗΜΦΕΡΗΣ

 Περ νου, περ νου, σιορ πολεντόν.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Νο, νο εμέ Πολέτο.

Λα μία νόμε μπέλο, σι.. σέρβο σας, Τοντορέτο.

 

ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΗΣ

Ε ντόβε μο άβε ιμπαρά λα λίνγκουα φρανκαμεντε;

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Ω, μίλε, μίλε γράτσιε!

 

ΠΗΜΦΕΡΗΣ

(Κογιόν ιντιεραμέντε!)

Nov γε ρισπόντε;

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Δεν ακούω, ουν ποκετίν κουφίζω.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Μίλειε του τώρα, αμή τι;

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

(Σκασμός! Σε χαστουκίζω.)

 

ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΗΣ

Μα στε παπούτσια ντόβε ζε;

 

ΠΗΜΦΕΡΗΣ

Σε νε πουρστέμο... σπέρο

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Σούμπιτο και λα τροβερό, ντε μπόνα και λα φέρω.

 

ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΗΣ

Μα, Τοντορετο, κάρο μπεν, κε ε σία ντε ντουράτα

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Ντε ντούρο κόμε σίδερο βεντέμο, καμαράτα.

Βεντέμο και λα κουαλιτά, κοστάντε μετζασόλα,

και για εσέ μισίτσια ούνα πιαστρίνα σόλα.

Λε μία ψίδια, μα περκέ λ’ αχνάρια μία το λένε;

 

ΠΗΜΦΕΡΗΣ

Λε βέντε κάρε, Φραντζεσκίν.

 

ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΗΣ

Ε νον νε βα άνκα μπένε.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Ω, σκάρπες... και... μα... τσάμπα σας.

 

ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΗΣ

Νο, νο νε φα ιν στο πάτο

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Σε πάτους ντε μπονίσιμους και για φατσιόν ντε φάτο.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

(Εκείνοι δεν τα θέλουνε και λέγε τους για πάτους!)

 

ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΗΣ

Α, Τοντορέτο, σερβιτόρ...

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Όρσε που παν καλλιά τους.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Λα ντίγα... δεν είν' κεφαλιά, το κόστο από καρδία... ιντρίο... τα μπιτίζουμε.

 

ΠΗΜΦΕΡΗΣ

Αντίο, αντέμο βία.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Να θε μ' αφήσεις μοναχόν να τσου τα παζαριάσω,

ήβλεπες αν δεν ήθελε πουλίτα τσι γελάσω.

Δε μ' άφηκες, κ' εθάρρουνα τη γλώσσα· μα περ Ντίο,

τα φράγκικα τα ξέρουμε, βλέπω, ίσια κ' οι δύο.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Καλύτερα σου τα μιλώ και κάνω και το μότο.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Ντασένο, οιμένανε! Μπράβο, μπράβο, Τζαντιότο!

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Στο πέλαγο επνιγόμουνα και μ' ούλα μου τα ρούχα,

αν ήξερα ωσάν εσέ... με τα μισά οπού 'χα...

Κομμάτι τα ξαστόχησα μα πάλι, να 'χω έστρο,

Γερόλυμε, ήσου βέβαιος· βλέπεις ένα μαέστρο.

Εμίλησα και μία φορά και μ' έναν πρεβεδούρο·

στο ντα ιντέντερ έφριξε, τον έκαμα γαϊδούρο...

Άντσι με λαουδάρισε.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Και πως σου είπε; Έλα;

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

«Ω, κε γραντίσιμο άζινο! Πεκά νον άβερ σέλα!»

Και πάλι κι άλλη μια φορά, με έναν γκενεράλη,

κ' εχάιδεψέ με κ’ είπε μου: «Καρκάλα έχεις μεγάλη!»

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Αδά ήξερε ρωμέικα;

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Μου το 'πε στο 'ταλιάνο.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Και πως;

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

«Ω, κε φιγούρα κόμικα! Ουν στουκο παεζάνο!»

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Μα τουτα είναι φράγκικα. Έτσι θα πα να πούνε;

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Το ριγκρατσιάρισμα, μωρέ, μα ούλοι δεν τ' ακούνε,

πάντα μου το 'χω εδεκεί, κ' εσύ μωρ' να το μάθεις,

να κάνεις τσι ντιφέζες σου εις ό,τι και αν πάθεις.

Τι να σου κάμω, μάτια μου, πόχεις το νου χαημένο;

Μα έναν πατέρα έχεις εσύ απ' ούλα στολισμένο.

Και προβατείς μπερλέμπεης, με γέλιο και με μπούρλα,

ίσιαμε τα σουρπώματα, αφού φωτίσει η Τούρλα.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

(Είν' αφ' τσι κοντετσιόνες μου.)

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Μα εξόδιασες κατρίνια.

Μα 'μαθα τα ελληνικά, φράγκικα και λατίνια...

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Μα, τόμου ξέρεις γράμματα στο 'λληνικό βαθία,

ένα τροπάρι ξήγησε.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Μπρε, μία πενηντάρια...

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Τι θε να πει την αγριωπόν και τι το γαυρουμένην,

το ακρατώς βακχεύσασαν, τ' άσεμνα εξοιστρουμένην;

Κόσμου καθείλες πανσθενώς την αμαρτίαν που έχει,

και το αρκύων, το ους είλκυσε, π' ο νους μου δεν κατέχει;

Το εκών, το πριν, το σαρκωθείς, το σώζεις, το ευεργέτα;

Τώρα ετούτα να σε ιδώ, αν ξέρεις, ξήγησε τα.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Την αγριωπόν, τούτο τ' ακούς, κ' εκειό το γαυρουμένην,

πως ο Δαβίδ απάντησε πουτάνα γαυριασμένην·

το ακρατώς βακχέσασα, το άσεμνα εξοιστρουμένη,

πως την εκράτειε μια παχιά γαϊδάρα ξεστρωμένη.

Την αμαρτίαν πανστενώς, του κόσμου το καθείλες,

πως τον εστένευε ο θεός να κάτσει στσί καθίκλες

και το αρκύων, το ους είλκυσε, στο λέω τώρα τώρα,

το πριν, του έκαναν πρίντιζε οι δούλοι του κάθε ώρα·

το εκών, το δε, το σαρκωθείς, το σώζεις, το ευεργέτα,

ούλα αυτά, πως εις τ' αυτί είχε χρυσή βεργέτα.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Και τάχα έτσι είναι ως λες;

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Αμή δε σε γελάω.

Κι α δεν πιστεύεις εις εμέ, ρώτα το Μαρτελάο.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Ε λα γκουέρα ντελ Μαμπρό,

μιροντό, ντο ντο, ντο ντο.

Μαμπρό, Μαμπρό αλα γκουέρα,

μιριντόντο μιροντέρα.

Μαμπρό, Μαμπρό αλα γκουέρα,

μιριντόντο μιροντέρα.

Ταράι, λαράι... λαράι λαρά.

 

 

 

 

 

ΣΚΗΝΗ  ΔΕΚΑΤΗ

ΠΟΝΤΗΛΙΟΣ και ΘΟΛΩΡΗΣ

 

ΠΟΝΤΗΛΙΟΣ

Ε, όλα! Μαστρο-Θοδωρή! Ε, όλα! Και που είσαι;

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Εδώ 'μαι. Τι 'ναι;

 

ΠΟΝΤΗΛΙΟΣ

Έγίνηκε. Κουράγιο, μη φοβείσαι!

Φέρε άρματα, δώσ' μου κ' εμέ, ογλήγορα στη ζώση!

Ο Διαμαντής επέρασε εδώ να σας σκοτώσει!

Ένα τρουμπόνι εκράτουνε, τ' ατσάλι ασηκωμένο,

και ωσά σκυλί αφ' το θυμό άφριζε λυσσιασμένο.

Ας πάμε, ας πάμε... Τι τρέμεις; Πούνταγε; Έχει φτιάση...

Δεν άκουες που εφούγιαζε: «Όξω, κερατο-Χάση»;

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Ω, συφορά μας!... Να κρυφτώ!

 

ΠΟΝΤΗΛΙΟΣ

Μωρ' δώσ' μου τ' άρματά σου.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Μα να σου πω...

 

ΠΟΝΤΗΛΙΟΣ

Α... δε φελάς, εκόντησε η μιλιά σου.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Εχάθηκε ο Γερόλυμος!

 

ΠΟΝΤΗΛΙΟΣ

Α, πάω εγώ κοντά του.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Εις το κριτήριο του Θεού, οιμέ! Να πάει κάλλια του.

Που να κρυφτώ!... Να μείνω εδώ... Εκεί, για να γλιτώσω...

Οιμέ... σαν ίσκιος... Οιμέ... εδώ, εδώ ωστόσο.

 

ΠΟΝΤΗΛΙΟΣ

(Καθώς η φάντρα η έμπειρη εργάζεται το γνέμα,

έτσι κ' εγώ να φοβηθεί του εξύφανα το ψέμα.)

Εις τες φουρτούνες και εις τους άνεμους,

εις τες πεδιάδες και εις τους πολέμους,

ο ναύτης δείχνει και ο πολεμάρχης.

Εις τη φωτία, εκεί καθάρια,

τα κάστρα φαίνουνται χρυσά τιμάρια,

στη γη ξανοίγεται ένας μονάρχης.

 

 

 

ΠΡΑΞΙΣ   ΤΡΙΤΗ

ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ

Η Σκηνή εις την οικίαν της Αγγέλως, ερωμένης του Γερόλυμου

ΑΓΓΕΛΩ μοναχή

 

ΑΓΓΕΛΩ

Μ' όλον γυναίκα που 'μουνα, έκαμα να σαστίσει

η βρόμα, ο παλιότραγος, που 'ρθε να παιγνιδίσει.

Κι ανάθεμα που έλαχε κοντά μου η Θοδωρίτσα,

γιατί, να ξέρει, του 'δειχνα τση γυναικός τη στίτσα!

Ο σκυλομούτρης, ο δειλός, πόχει καρδιά απ' αλάφι,

και πόληψη του γουρουνιού, ωσάν εκειό του Μπάφη.

Ένας αυθάδης, άτακτος, γρούδιος, για το λαγκάδι,

να θέλει ναν τον αγαπούν κορμιά δίχως ψεγάδι;

Εγώ, όμορφου τζαντσαμινιού, του 'πα: «Α, δε σε θέλω».

Και τώρα μέσα στσι κροπιές να κυλιστεί η Αγγέλω;

Αφήσετε με, δεν μπορώ. Η φούσκα η ζαρωμένη,

ο γαϊδαράτσος ο ορθός, η γίδα η ψημένη.

Να μην ντραπεί το κάψαλο, τ' άνοστο στοκοφίσι,

να σκύψει με τη μούρη του τα στήθια να φιλήσει!

Ας είν' καλά που τα φιλεί κι οπού τα κανακεύει

αιτός που σφάζει τες καρδιές, το μάτι οθε κοκεύει.

Να 'ρθει με τέτοια πρόφαση; Πως έχω τον υγιό του

και πως αρμέγω να μου πει το κανακάρικό του;

Κρίμας το άλλο ρόγκολο, τ' άνθη τσ' αγραγκινάρας,

ο νέος τση λιγοψυχιάς, ο άνδρας τση τρομάρας!

Ε, όποτ' έρθει, θαν του πω στην άκρη να μ' αφήσει,

κι αν πει πως μ' έχει στην καρδιά, του λέω να με σβήσει.

Για πείσμα του πατέρα του ναν τον ιδώ στο κάημα,

δεν έβγανα αναστεναγμό, δεν έχυνα ένα κλάημα.

Πόχερας ο βρομάθρωπος κ' η σαπισμένη γίδα,

έτσι σαρδελοξέπλυμα χειρότερο δεν είδα.

Τούτο δεν είναι μια φορά, τόσον καιρό και τόσο,

μα στα στερνά θε να δαρθεί από καπέλο τόσο.

Λογιάζω πως κ' εγώ μπορώ, και ανίσως δεν εμπορεία,

από τσι τόσους π' αγαπώ κανένα δεν εθώρεια.

Όσες νικώμαστε από τον άντρα,

ή για τον έρωτα ή για τα δώρα

ή με ταξίματα γλυκά σα σύκα,

τούτος σα λύκος από τη μάντρα,

ένας ξυλόγερος γιομάτος ψώρα,

ωσά να ήμουνα μία κατσίκα.

 

 

 

ΣΚΗΝΗ  ΔΕΥΤΕΡΑ

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ μόνος του, και έπειτα η ΑΓΓΕΛΩ

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Ω ρόκα μυριονόστιμη, σφοντύλι ζαχαρένιο,

να φίλούνα τσ' αφέντρας σου χέρι το μαρμαρένιο.

Και συ χρυσό αγκυρίδι μου κι ογλήγορο μου αδράχτι,

εις άγρια αγκάθια μ' έχετε, σε πυκνού βάτου φράχτη.

Ευτυχισμένα σύνεργα που διαμαντένια χέρια

σάσε κρατούν κι αστράφτετε λαμπρότερα απ' τ' αστέρια.

Αιμέ... κι ας είχα μια φορά τση τύχης σου τη χάρη,

να πέσω οχ τ' αδράχτι αυτό, να σκύψει να με πάρει

εκειό το χέρι, μα θωρώ, τώρα έρχεται σ' έμενα.

Ιδέτε νάζια... αιμέ... εδώ 'ναι ριζωμένα.

 

ΑΓΓΕΛΩ

Και τι σου κάνω, κι από δω, σύντας περνάς, τηράζεις;

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Και τι σου κάνω, κι από δω, σύντας περνώ, με σφάζεις;

 

ΑΓΓΕΛΩ

Εγώ;

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Τα φρύδια, τα μαλλιά, η μία χάρη κ' η άλλη,

το κοίταμα, το μίλημα, το πρόσωπο, τα κάλλη.

 

ΑΓΓΕΛΩ

Εγώ δεν είμαι όμορφη.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Άμποτες να μην ήσου.

Χίλιους θανάτους κάθε νιου χαρίζει η ζωή σου.

Τόση σου είναι η ομορφιά οπ' απερνά την τάξη,

κι όποιος θελήσει να σε ιδεί, καλά ας σε κοιτάξει.

Εσύ που είσαι...

 

ΑΓΓΕΛΩ

Φτάνει σου πως μ' αγαπάς το ξέρω.

Μα σ' το ζητώ, μη μ' αγαπάς, στα πάθη μη σε φέρω...

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Κ' είναι στον κόσμο βάσανα, πάθη που τυραννίζουν

και ούλα την αγάπη σου, κι άλλα, να μην αξίζουν;

Εσύ δε θες να σ' αγαπώ, που α θέλω δεν ημπόρεια,

μα αν μπορώ, δεν ήθελα μ' εσέ να ζήσω χώρια.

Χαριτωμένο μου πουλί, στάσου, μη με πληγώνεις!

 

ΑΓΓΕΛΩ

Άσε με... όχι, μας θωρούν... σ' έμενα μην απλώνεις.

Σαν τι σκοπόν κρατείς για με και θες ν' απλώσεις χέρι;

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Γυναίκα μου, ερπίδα μου, ζωή, χαρά μου, ταίρι!

 

ΑΓΓΕΛΩ

Και τόσοι πού για μένανε;

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Ούλους ναν τους αφήσεις.

Κ' εμέ που χάνουμαι για σε, έμενα ν ακλουθήσεις.

 

ΑΓΓΕΛΩ

Μα που θα πάμε;

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Σπίτι μας.

 

ΑΓΓΕΛΩ

Και ίσως δεν το ξέρεις!

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Όχι! Και τι;

 

ΑΓΓΕΛΩ

Ο πατέρας σου, μα μην του τ' αναφέρεις,

δύο τρεις φορές με χτύπησε.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Α! Σώπασ' τα, να ζήσεις!

Είναι και γέρος και ζουρλός. Σε παίρνω όθε θελήσεις.

 

ΑΓΓΕΛΩ

Μα ετούτην την απόφαση το σπίτι σου την ξέρει;

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Τους στοχασμούς του νέωνε δεν αγαπούν οι γέροι.

 

ΑΓΓΕΛΩ

Εγώ λοιπόν τι να σου πω; Να 'ρθω στην αγκαλιά σου·

μα η μάνα κι ο πατέρας σου εχθροί στη φαμελιά σου.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Εγώ έχω τόπους άμετρους όσα εδώ έχω γένια.

 

ΑΓΓΕΛΩ

Μην έχουν λίγδα τα μαλλιά και τσακιστούν τα κτένια;

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Μη σε δειλιάζει στοχασμός, κυρά σε κατασταίνω,

να βλέπεις το αλάκερο να θέλεις το κομμένο.

Εγώ σε παίρνω στον Κορνό, σ' οξωμεριά σε παίρνω.

 

ΑΓΓΕΛΩ

Για πρασινάδες χάνουμαι, για τσι δροσιές πεθαίνω.

Τι μου αρέσει την αυγή, ο ήλιος πριν προβάλει,

να κόβω τα μυριστικά να βάνω στο κεφάλι.

Τα χιλιδόνια να πετούν κι όλο να κελαδίζουν,

η σκασομύτα, η τόντολα, γλυκά να παιγνιδίζουν.

Σε καλαμάκια τρυφερά σάρτους το κανκαρέλι,

εις το κλαδί ο τζίτζικας, στη φράχτη το γαρδέλι.

Να βλέπω βρύσες και νερά πολλά μου νοστιμίζει,

κ' εις τα ποτάμια ο σπορδακάς γλυκά να καρκαρίζει.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Θα ιδείς παιγνίδια όμορφα...

 

ΑΓΓΕΛΩ

Α... κατρεγάρη, μπόγια!

Χωρίς στεφάνι δε μ' αγγιάς.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

(Την μπάζω με τα λόγια.)

Χίλια στεφάνια στα χρυσά θα σόχω εγώ στολίδια,

τη δίψα, πείνα, θάνατο, για σε τα 'χω παιγνίδια.

Α μου πιστεύεις, μάτια μου, για ταίρι μου σε παίρνω.

 

ΑΓΓΕΛΩ

Κ' εγώ 'χω τα στολίδια μου, ούλα, ούλα τα φέρνω.

Μα μου μυρίζει, σ' εύρηκα, φαμόζο νοικοκύρη.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Ορπίζω ναν τον ηύρηκες κι ορπίζω να σορτίρει.

Έλα, προβάτει.

 

ΑΓΓΕΛΩ

Άσε με πρώτα να βαντακώσω.

Το ένα, τ' άλλο, ό,τι μπορώ.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

(Ευτύς θα τση ξαμώσω.)

Κάμε ό,τι θες· ακαρτερώ.

 

ΑΓΓΕΛΩ

Όχι, όχι για τώρα

ότι θολώνουν τα νερά, εκείνη είναι καληώρα.

Έλα κ' εγώ σ' ακαρτερώ, και τώρα άμε καλλιά σου,

εις την αυλή σ' ακαρτερώ και γένεται η δουλειά σου.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Σ' αφήνω γεια, αγάπη μου, μα θε να σε φιλήσω.

 

ΑΓΓΕΛΩ

Α, κατρεγάρη, μ' έμπασες, μα θα σ' ευχαριστήσω.

Ανάθεμα τονε που πρωτανάδειξε

στον κόσμο τον έρωτα, τση φύσης παιγνίδια.

Τρουπώνει στα στήθη μας και μας κεντίζει πολλά πιτήδεια,

εμάς τσι μαύρες τα θηλυκά.

Χωριέται και στσ' άντρες,

μα φεύγει κι α μείνει, δεν κάνει ζημία,

τ' ανδρός το στήθος δε φθείρει η ερωτία.

Α... δε σου λέω, μάσε γελούσι με τα γλυκά!

 

 

 

ΣΚΗΝΗ  ΤΡΙΤΗ

ΘΟΔΩΡΗΣ αρματωμένος μοναχός

 

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Μανάδες δεν εκλάψανε, πατέρηδες τσι γιους τους,

τσι άντρες οι γυναίκες τους, τ' αδρέφια τσ' αδρεφούς τους;

Ο μπάρμπας τ' ανιψίδι του κι ο φιότσος το νουνό του,

κουνιάδος τον κουνιάδο του, γαμπρός τον πεθερό του;

Ο σέμπρος, ο συμπέθερος, ο φίλος χωρίς μέτρο,

ο γνώριμος κι ο γείτονας πικρότερ' απ' τον Πέτρο;

Σαν απ' τον Άδη δαίμονα δε μ' είχε ούλος ο κόσμος,

γέροι, παιδιά, κάθε λαός; Δεν ήμουν φόβος τρόμος;

Σαν απ' τον Άδη δαίμονας, που δράκους τεταρτιάζει,

που κάνει πράματα φρικτά κ' η φύσις τα τρομάζει;

Κάστρα ακαταπάτητα με το μηδέν γκρεμίζει,

πύργους ψηλούς ως τσι θεούς, που ρίχνει, που σκορπίζει.

Όθε σταθεί κι όθε βρεθεί, σπέρνει σπαβέντα ιντιέρα,

που σκιάζει γη και ουρανούς και θάλασσα κι αέρα

που εις το θυμό του μια φορά, εις τ' άγριο του βλέμμα

ακούς βροντές, σεισμούς, καημούς, βλέπεις ποτάμια αίμα,

σύγνεφα μαύρα από καπνούς που βλέπεις στον αέρα,

το φως σκοτάδι σκοτεινό, κόλαση την ήμερα

π' ακούς δαρμούς και μουγκρισμούς, βοές, κλαημούς και θρήνους

που δεν ηξέρεις ποιους να κλαις, ετούτους ή εκείνους.

Την οικουμένη μια στιγμή που βλέπεις στην οργή του,

ν' αφανιστεί ωσάν καπνός, να μη φανεί που ήτου·

που οι αιώνες, ώστε ζουν, τα μάτια α δε σφαλίσουν,

από τα έργατ' άκλαυστα μπορούν πολλά ν' αφήσουν.

Σαν απ' τον Άδη δαίμονας δεν έκαμα τα ίδια;

Τα σμπάρα και τσι σκοτωμούς δεν τα 'χα για παιγνίδια;

Δεν εντεσκαπριτσιάρισα με αχρειασία, με φάρδο,

Φουρτούνη, Βάρδα και Λαδά, Κολύρη και Καργάδο;

Παλέρμου και Κουρούμαλου το κρίας δεν τσου πήρα;

Από τη μέση χίλιωνε δεν τσου 'πα «Αλάργα τήρα»;

Δεν εγελάσαν τα τραγιά και δε μου το πίστεψα,

και παίρνω απέτο τη δουλειά κι ούλοι στα πόδια έπεσα;

Δέν είπα του Τριζάμπελου «Μωρ' κόψε μου τσι ούλες,

μπριζόλες, λόντζα και γκοφό, γιατί δε θέλω μπούρλες;

Την πρώτη και τη δεύτερη, σκήνα, καλό κοψίδι,

κι από κει πάνου, κερατά, απ' τ' αρφανό παΐδι»;

Σαν λέοντας δεν επέταξα ετούτο το χαντζάρι,

κ' είπα «Πεθαίνει ο κερατάς εκειός που τα πατσάρει»;

Ευτύς ευτύς δεν άρπαξα απ' το σκοινί το κρίας

και δεν τους αβελίρισα καλούς κακούς με μίας;

Τάχα και δεν τους έκαμα καθέναν γατσουλάκι

κι ούλοι δε μου 'παν στη στιγμή «Πάρ' τα, σιορ Θοδωράκη»;

Που είν' εκείνος ο καιρός που 'ζωνα τ' άρματα μου

κ' η πιάτσα εκουνιότανε απ' τα πατήματά μου!

Που είν' εκείνος ο καιρός που ούλα τα παρτίδα,

ούλα ετρομάζανε για με, κ' εκείνοι που δε μ' είδα;

Θυμούμαι κείνο πόκαμα μέσα στο Μαχαιράδο,

που έδειρα τον Κυβετό, Φουρτούνη το νοδάρο!

Κι ο Παπαδάτος έτρεξε μ' ούλο του το καπίκι,

για να με πιάσει ήθελε σαν το μικρό κατσίκι.

Ευτύς τον εποστάρισα, του λέω «Στάσου πίσω,

όποιος κουνιστεί από σας, μυαλά του θαν του χύσω».

Ευτύς μου 'κάμαν τα τραγιά άδεια για να περάσω

και κίνησα τη στράτα μου με τιμημένο πάσο.

Και δε μου λες αν άφηνα ποτέ μου πανηγύρι

δίχως αντάρα και καβγά οπού να μην πατίρει'.

Δεν είμ' εγώ που έκαμα εκειό τσ' Οβρίας το κάζο;

Π’ όνομα αφήνω, όθε το πω, και πάντα ανατριχιάζω;

Ω, πως θυμούμαι! Που ' γνέθε με κάτι Οβρίες άλλες.

Αρματωμένος εδεκεί κοντά τση κι ο Κανάλες.

Κ' εκεί περνώντας αλά βια, δίχως να χαιρετήσω,

έκαμα ένα βήξιμο, κ' εκειό παλληκαρίσιο.

Ήμουνα με το φέσι μου, σίδερα φορτωμένος,

κολόρ ντε πατρόνα ήμουνα επιταυτού ζωσμένος.

Ντριτσέτες δύο φοβερές, στα φιάνκα και στη μέση,

άλλη μικρή για τα κοντά, φουσέκια εις το φέσι

σπατζακουβέρτα τρομερή, χαντζάρα τόση κι άλλη,

μωρ' τι λεβέντης! Τι κορμί! Μα είχα και κεφάλι.

Και ρίχνω ένα προβέρμπιο, λογιάζω έτσι το πήρα:

«Μουνιά μουνιά έχουν ριζικό, μουνιά μουνιά έχουν μοίρα».

Ω, πως θυμούμαι! Στη στιγμή η σκύλα είπε «Φερμέλο»

εκείνων τω σορτάδωνε, «Φερμέλο και κιαπέλο»

Και οπού τσακίζουν κατ' έμέ: -«Φερμε, φερμε, σολέντε».

-«Νον με σκαμπέ, νον με σκαμπέ, τιρέ, τιρέ, σαργέντε»

Ω! Εδεκεί πως άρπαξα τη μεσινή κολόνα

του Μιχαλίτση! Κ' έκαμα ετότες κόζα μπόνα!

Τη μία ντριτσέτα επέταξα, -«Ιντρίο, καν σαργέντε,

περκέ βι μάνιο λ' άντερα, τώρα, πρεζεντεμέντε».

Την άλλη ντριτσέτα επέταξα, -«Ιντρίο, νον σπασάρω»,

κι οπού αβαντσάροντας σ' εμέ ο πρώτος, τσι σμπαράρω.

Ω, σε τι σμπάρα επέσαμε! Μπου εγώ, μπου μπου εκείνοι,

μπου μπου, μπου μπου, μπου μπου, μπου μπου, καπνός και μαυροσύνη!

Εξήντα σμπάρα έκαμα και μες στο εξήντα ένα

ντεστακαμέντα να, να να, και ούλα κόντρα για μένα.

Ω, τι σορτάδοι, σα συρμή! Σκλαβούνοι τόσοι κι άλλοι,

μεγάλα ιμπένια, του κριτή να πάνε το κεφάλι.

Και πλια απ' τα πρώτα μπου και μπου οι μπάλες με φιλούσα,

στα χέρια και στα πόδια μου και στο κορμί εχτυπούσα.

Δεν είμαι εγώ που ύστερα, σαν τα φουσέκια αδειάζω,

με το μαχαίρι έτρεξα; Και ο ίδιος το τρομάζω.

Πως τσι χτυπάω ούλους τους! Και τότες -δε φαλάρω-

εκειόν το λόγο αγροίκησα: «Ω, παλληκάρι ράρο!»

Και τώρα τέτοιο απόκλεισμα; - «Όξω, κερατο-Χάση»;

μ' ένα τρουμπόνι ο Διαμαντής και να με τεταρτιάσει;

Δεν φθάνει του λύκου

αρνί και μιλιόρα,

τ' αρπάζει καθ' ώρα

που τα κτυπήσει.

Τούτο θα βγάλω,

βάρ' το, βαστάζο,

μέσα το μπάζω

αίμα να χύσω.

 

 

ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ και ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Μα λέω ακόμα το φαΐ να μην έρθει εδώ κάτω!

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Με τη φωνή κι ο γάιδαρος! Ω, ατσιδέντε νάτο!

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Εκεί είναι οι σμπαρίες,

να παίζει η μουσούδα

ψωμίες, κουπιές,

τ' αυγά με τη φλούδα,

-ν' αρπάζω εκεί κάτου

φαΐ με μποδάντσα-

και λέγει στο γύρο

«Ε... μαύρη κανάτα,

μπρε, να φινίρω

τα φιόρα του πιάτου».

 

 

 

ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ

ΓΙΑΝΝΗΣ με ΤΟ φαΐ, ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ, ΘΟΔΩΡΗΣ και ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

 

 

ΓΙΑΝΝΗΣ

Να τε τ' αυγά που μου 'δωκε η μάνα, και πορπέτες.

Και έχει, λέει, μες στ' αυγά το κρίας με τσι φέτες.

 

 

 

 

 

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Καλώς, καλώς το Γιάνναρο! Γερόλυμε... τ' αρμάρι

άνοιξε, δώσε του μικρού, κρασί να πα να πάρει.

 

ΓΙΑΝΝΗΣ

Ω! Μα το Θέο, δεν πάω 'γω, γιατί εγώ πεινάω.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Άμε, μωρέ, και ύστερα απ' ούλα σου φυλάω.

Μα τήρα δω, ωσάν πουλί, ώστε οπού να φτύσω.

 

ΓΙΑΝΝΗΣ

Αμή για να ξεσφαϊστώ, την μπότσα να τσακίσω;

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Και που τάχα καλύτερο από ετούτα τ' άλλα;

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Έβαλε ένα ο Κορωνιός, οπού 'ναι ένα γάλα.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Να, μωρέ, μα ογλήγορα, την τσίτσα κ' ένα γρόσι.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Μωρ' σαν πολύ του έδωσες.

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Μαγάρι να μας σώσει.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Βλέπω το 'χεις το κέφι σου.

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Δουλεύω, μου μερτάρει.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Του την πλερώνω τη δουλειά χρυσή του κερατιάρη.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Μην του μιλείς, κάνει πανιά όθε φυσήξει αέρας.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Μα εμέ μου πρέπει, εγώ είμαι ο μάρκος τση στατέρας.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Κόπιασε γιαμά κ’ έστρωσα.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Σαν έστρωσες, βουρλίζου.

Κάθου και τρώε μοναχός, κάθου και λιβανίζου.

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Εγώ πεινάω, αδρεφέ, και πάω να τα πατσάρω.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Καλέ, α δεν έρθει το κρασί, α... έχασες, κομπάρο.

Πλύνε την κούπα εδεκεί, Γερόλυμε, ωστόσο.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Δελέγκου.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Μα έτσι, Παπουτσή; Και πόληψη καμπόσο!

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Μωρ' αφερούμου, Θοδωρή, τα 'χει καλά φτιασμένα,

και τσι πορπέτες και τ' αυγά και ούλα γεναμένα.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Μα λέω ανερόξιασες, δεν έχεις μπουκιά πείνα,

δίκιο έχεις, κουμπάρε μου, σ' έκοψε η αξίνα.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Εκείνος τρώει και δε μιλεί.

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Έφαγα ένα μπουκούνι.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Βγάρ' τη από μπρος του, αδρεφέ, κάνει ώσά γουρούνι.

Σ' το λέω μια, σ' το λέω δυό. Πόληψη ευτά τα χείλη!

Ποιος με κρατεί, μα, μα το Θεό, ετσάκιζα καντήλι.

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Μωρ' σαν ο Γιάννης έρχεται τρέχοντας με την τσίτσα.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Πρώτη βολά που γλήγορα.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Του το 'πα με τη στίτσα.

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Εκειός μου φαίνεται

να είναι ο Γιάννης.

Αν πέσει, την κάνει

την τσίτσα κομμάτια.

Τι φέρνει η χρεία!

Για τέλος δικό σου

φυλάς τον εχτρό σου

με χίλια μάτια.

 

 

 

ΣΚΗΝΗ  ΕΚΤΗ

Ο Μαθητής με το κρασί, οι ρηθέντες, ο ΠΟΝΤΗΛΙΟΣ, κι έπειτα το ΠΟΝΤΗΛΟΠΟΥΛΟ

 

 

ΓΙΑΝΝΗΣ

Ντρίμωξη! Εσκοτωνόντανε!

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Ωσάν πουλί αμπονόρα!

Κάμε γιαμά και κόμπιασα.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Σώπ', άδρεφέ, και τώρα!

Μωρέ, καλό μπαρτσάμικο, αλήθεια, ένα γάλα,

σαν από κείνα του Κόρνου, σαν τα δικά μου τ' άλλα.

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Παιδιά, καλώς εσμίξαμε, και πάντα, σιορ κομπάρο...

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Να μάσε σώσει το ψωμί; Θέρτε κι άλλο να πάρω;

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Είναι στ’ άρμάρι κουαντιτά, τόσο και άλλο τόσο.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Να, μωρέ Γιάννη, να κ’ εκειό και πάλι σε καμπόσο,

σαν αποφάς τα πιάτα αυτά, όσα κι αν είναι όσα.

 

ΓΙΑΝΝΗΣ

Να ιδείς πως τα παστρεύουνε, τσου δίνω με τη γλώσσα.

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Ω, τση πουτάνας το κρασί! Μ’ εύφρανε την καρδιά μου,

το μπάλτσαμό του έμεινε μέσα εις τα γλυκά μου!

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Ω, ένας θεοκερατάς! Επήρε μυρωδία.

Τώρα να ιδείς να θρονιαστεί.

 

ΠΟΝΤΗΛΙΟΣ

Βίβα λα κομπανία.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Κόπιασε.

 

ΠΟΝΤΗΛΙΟΣ

Ότι έφαγα.

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Τσετάρισε, αν ορίζεις.

 

ΠΟΝΤΗΛΙΟΣ

Όρσε, για την αγάπη σας.

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Κάτσε, μη μας χωρίζεις.

 

ΠΟΝΤΗΛΙΟΣ

Ας πάρω άλλη μια μπουκιά, ψημένο εις τον ηλιο.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Μα πόληψη, Σταθάκη μου, κουστίζει, σιορ Ποντήλιο.

Κε μπέλα κόσα, μα το Θεό, τι διάολο, σαστίζω

να 'ρχουνται δω οι θεόστραβοι να τσι ταβλοκαθίζω.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Βάλε γιαμά κ' εμένανε, γιόμισε μου την κούπα.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Λίγο, Γερολυμάκη μου, σκοτίζει την κουρούπα.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Ντασένο, κράσος θαυμαστός! Μοσκιάδα έχει μεγάλη,

μα σαν κομμάτι ρετσινιάς βαρεί εις το κεφάλι.

 

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Σε σκότισε, μωρέ τραγί. Γιόμισ' τη, κέρασε με.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Θα σ' τη γιομίσω στοιβαχτά.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Μπράβο σου, πότισέ με.

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Ήθελε παραγιόμισμα ακόμη το κοτόπουλο.

Εκεί, καλώς τα δέχτηκες! Να και το Ποντηλόπουλο!

 

ΠΟΝΤΗΛΟΠΟΥΛΟ

Θέρτε κανένα θέλημα;

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Όσκε, σ' ευχαριστούμε.

Σπολλάιτης για την πείραξη, καλλιά σου, να γευτούμε.

Καλλιά σου, ινφαμούδικο!

 

ΠΟΝΤΗΛΟΠΟΥΛΟ

Σκασμός, ο Χασομούνης!

Που σκιάχτηκες... μη...

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Σώπαινε.

 

ΠΟΝΤΗΛΟΠΟΥΛΟ

Αμή ένας τσιγκούνης!

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Ακόμη ευτού στέκεις, μωρέ;

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Μπρε, άσ' το κ' έλα να φάμε.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Ράτσα ντε καν, μπέκο φόυτου, άζινο, πόρκο, ινφάμε.

Έλα, το τεμεράριο!

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Εκειό δε θέλει θάρρο.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Το τεταρτιάζω, το μαδώ, το σφάζω, το στροπιάρω.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Δώσ' μου ένα πιάτο, Παπουτσή. Όχι το λιγδωμένο.

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Να... Ω, γαμώ τα, μόπεσε. Ήτανε ραϊσμένο.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Το τσάκισες; Μου το 'καμες; Το διάφορο αμπονόρα

ναν το πλερώσεις, αδρεφέ, γιατί σε βρίσκει μπόρα.

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Μα... μα το Θέο, δεν το 'θελα.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Μα... μα θαν το πλερώσεις.

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Καλέ, στ' αλήθεια μου το λες;

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Αμή θα με ζημιώσεις;

Εγώ σ' το λέω ξάστερα, το πιάτο δε θα χάσω!

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Κι από τα φίνα.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Πλέρωσ' το, δεν κάνεις ένα πάσο.

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Καλά είπε κι ο Γερόλυμος πως το κρασί χτυπάει,

λίγο νογάει να μιλεί εκειός όπου μεθάει.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Μου τσάκισες το πιάτο μου, με λες και μεθυσμένο;

Μωρ' γεια σου, το σπολλάιτης! Ακούς, τον ξεχασμένο!

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Πως; Δε σου δίνω τίποτσι. Κ' εσύ 'σαι ξεχασμένος.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Σφάχτης!

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Σκασμός!

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Περίδρομος!

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Είσαι μουτζουρωμένος!

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Μίλειε πιλιό καλύτερα, μπιρμπάντε και φαρτσούνι,

γιατί σε κάνω όθε με ιδείς και μου φιλείς μπαστούνι.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Σου λέει αλήθεια, κερατά. Σου σπάμε το κεφάλι.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Και πετραχήλι και παπά να ιδείς ναν τόνε ψάλλει.

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Δε σας θυμούμαι ζωντανούς, σας γράφω εδώ κάτω!

Αν ήθελ' έχετε ντροπή, γυρεύατε το πιάτο;

Και τίνος; Ενού συντρόφου σας, που σας δουλεύω πάντα.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Μα σε σπεζάρω, κερατά, και τρως και για σαράντα.

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Καλά και σώνει ξέρτε το πως δε σάσε θυμούμαι

κι άλλη ώρα κουβεντιάζουμε, οπού να μη μεθούμε.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Και τότες κι όποτ' αγαπάς και τώρα κι όθε λάχει.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Με μίαν ορά του γαϊδαριού σου σιάζουμε τη ράχη.

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Όρσε, μωρέ μπαγάσικο!

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Όρσε κ' εγώ άλλον ένα!

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Σώπα, σωπάτε κι ούλους σας...

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Τίνος, μωρέ;

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Εσένα.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Μου τα φουσκώνεις, Παπουτσή!

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Κ' εσύ ξεφούσκωνέ τα.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Μου τα φουσκώνεις, κερατά!

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Όρσε, μωρέ φρασκέτα!

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Στο χύστο σου την έφαες!

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Την τρως και με το πιάτο;

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Άσ' το δελόγκου, κερατά, ιμπότα βάρ' το κάτω.

Οπίσω, την απλάδενα, στο χύστο σας, γουρούνια,

ψίχες την κάνω απάνου σας, ψίχες, χίλια μπουκούνια.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Βάρ' του, μωρέ Γερόλυμε.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Βάρ' του του ξεχασμένου!

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Μην κουνιστείτε, σας έφαα.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Βάρ' του του πομπιωμένου!

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Μην κουνιστείτε, βρόμηδες, σταθείτε, μπαμπουίνες,

μπαρμπούτες, βρόμες, μόμολες, σκατά, κωλοπετίνες!

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Βοήθα, μωρέ Γερόλυμε.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Στάσου, στάσου, χαημένε!

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Σ' έριξα, να... ω, πούστικο.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Α... κωλοφασκιωμένε

Φα’ τσι, να... κλέφτη!

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Να... μωρέ.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Οιμέ, οιμέ σμπερλότο!

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Στάσου. Τσακίζεις, κερατά;

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Τσάκωσ' τον το γαλιότο!

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Ένας στασίνος...

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Θέλει δει...

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Μα που 'σαι βαρεμένος;

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Κ' εδώ, κ' εδώ, κ' εδώ, κ' εδώ, κακά σακατεμένος.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Εσύ, μωρέ, εσύ, μωρέ, εβάρεσες βαρία.

 

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Στο πέτο κι ούλο το κορμί, με σκότωσε με μία.

Οιμέ ο γαμόπιστος, ο κερατιάρης,

οιμέ με σκότωσε, οιμέ τα νεφρά μου,

οιμέ οι πλάτες μου, οιμέ η κοιλιά μου,

οιμέ το κεφάλι μου, οιμέ πεθαίνω.

Αφήσετε με! Γαμώ τον τοίχο του!

Θαν τόνε φάω δοντίες τον κλέφτη,

μπουκούνι το κρίας του, μπουκούνι να πέφτει.

Α... μπου... μπου... μπου. Α... δε βασταίνω.

 

 

 

 

ΣΚΗΝΗ  ΕΒΔΟΜΗ

ΜΠΑΡΖΟΣ, ΠΟΝΤΗΛΙΟΣ και οι ρηθέντες

 

 

ΜΠΑΡΖΟΣ

Μωρ' τσι φωνές σας άκουσα, γαλιότοι μεθυστάδες,

πάντα, πάντα τσακώματα, πάντα, πάντα καβγάδες!

 

ΠΟΝΤΗΛΙΟΣ

Καλ' δε μας λέτε τι έχετε;

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Έτσι μας εφορτώθη.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Μα για γιατρό τον έκαμα, σου τάζω εζημιώθη.

 

ΜΠΑΡΖΟΣ

Άκουσα πως σας έδειρε, άλλο και παρά τ' άλλο.

 

ΠΟΝΤΗΛΙΟΣ

Έτσι το λέγανε παντού.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Παντού έχουνε φάλο.

 

ΜΠΑΡΖΟΣ

Ό,τι κι αν είναι, εγίνηκε.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Μας πήρε για κογιόνους.

 

ΠΟΝΤΗΛΙΟΣ

Τούτα είναι πράματα μικρά σε φίλους και γειτόνους.

 

ΜΠΑΡΖΟΣ

Α... τώρα ναν τα φτιάσουμε.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Μπάστα, ας έχει χάρη.

 

ΜΠΑΡΖΟΣ

Πάλι πως εχολιάσα,ε τέτοιοι μαντρογαϊδάροι;

 

ΠΟΝΤΗΛΙΟΣ

Ευτοϋ απόξω στέκεται.

 

ΜΠΑΡΖΟΣ

Πάω, ναι ιδείς τι κάνω.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Να ζει ο Αντωνάκης... ξέρεις δα...

 

ΜΠΑΡΖΟΣ

Μπρε, σώπα και τα φτιάνω.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Ποτέ, ποτέ δεν έπρεπε εμείς ν' αγαπηθούμε.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Σώπα και του τη φτιάνουμε οπότε αγαπούμε.

Ωστόσο ας τα φτιάσουμε, διώχνεις κάθε τσιμέντο,

μα γροίκα... να είσαι ο άνθος, μην κάμουμε λεμέντο.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Αν αρχινίσει και μας πει πως έχει γκεβολέτσες...

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Θέλει σβερτέτσα, δείξε του ούλες τσι ντιφερέντσες.

Μα μη σταθείς σαν κούτσουρο...

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Ω, τη βρομοκατσίδα!

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Μωρ' άκουε με, διάολε, που τα 'χω ούλα πατίδα

με βάσανα χοντρά χοντρά, άλλα μεγάλα κι άλλα,

που 'σουν στην κούνια, στσί φασκιές και βύζαινες το γάλα.

Δεν είναι από τα έργα μου ετούτο τ' άλφα βήτα,

μα εσάστιζες αν ήξερες τούτα λα μία βίτα.

Άκου, για τήραξε με δω... Άκου! Αλλιώς σε χέζω.

Να δείξεις γενναιότητα πως τον κρατείς οφέζο,

και πιάσε φίλησέ τονε.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Να ιδώ κι α με φιλήσει.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Μου δίνει παρασείσματα, δε θέλει να γροικήσει!

Θέλει, μωρέ, πολιτικά, μπάστα να ρεγκιστράρεις,

και ριτσεβούτα μην κάνεις, σώπα και θα πασάρεις.

Τα βάσανα θέλουν μυαλό, τζογέτο, στραταγκέμα,

κι όχι φρου φρου, γιατί ο εχτρός σου ρούφηξε το αίμα.

Είναι ξινό το ριζικό τση μάχης, τούτο σώνει,

πας να σκοτώσεις τον εχτρό κ' εκείνος σε σκοτώνει.

Μωρ' ο καιρός είναι γιατρός και γιατρικό η ώρα.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Σώπα κ' εδώ τον έχουνε, έρχουνται μύριοι τώρα.

Ε... πρετσεσιόνες, τα χέζω τούτα,

τη γης να φτύσω, τη φαρμακίζω

από το ντέρτι μου μία μπαρμπούτα.

Μα μας εντρόπιασε, γαμώ την άρμα του!

Μα αν είναι άντρας, να 'μ' αβιζάδος,

να ιδεί το Γερόλυμο, τόνε σαστίζω.

Κ' εκειός αβιζάδος κ' εγώ πρεπαράδος.

 

 

 

ΣΚΗΝΗ  ΟΓΔΟΗ

ΜΠΑΡΖΟΣ, ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ, ΠΟΝΤΗΛΙΟΣ, ΣΚΟΥΡΔΟΥΔΗΣ ΘΟΔΩΡΗΣ και ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

 

 

ΜΠΑΡΖΟΣ

Εδώ τον έχω το γαμπρό, όρσε και το Σκουρδούλη.

 

ΣΚΟΥΡΔΟΥΛΗΣ

Έλα γιαμά ωσά Λαμπρή να φιληθούμε ούλοι.

 

ΠΟΝΤΗΛΙΟΣ

Μα τι ήτανε η αιτία σας;

 

ΣΚΟΥΡΔΟΥΛΗΣ

Μωρ’ δεν ακούς!

 

ΜΠΑΡΖΟΣ

Ποντήλιε,

τον έχεις ολόρθον μέσα σου, πάντα, πάντα σου μίλειε.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Σιορ Αντωνάκη, εδώ 'μαστε, ό,τι ορίζεις κάμε.

 

ΜΠΑΡΖΟΣ

Έλα, φιλιόσαστε γιαμά και ξεστερνά θα φάμε.

 

ΣΚΟΥΡΔΟΥΛΗΣ

Όλα με λάσα φάρε μι, λα λάσια, κάρα έλα.

 

ΜΠΑΡΖΟΣ

Άμε στο διάολο να πουλείς βελόνια και κορδέλα.

 

ΣΚΟΥΡΔΟΥΛΗΣ

Μωρ' έτσι θέλει κι άκουε.

 

ΜΠΑΡΖΟΣ

Ας είναι σαβιαμέντε

πάντα ο Ποντήλιος στο παρόν.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Ξέρει ντα πρεσιδέντε

 

ΣΚΟΥΡΔΟΥΛΗΣ

Τώρα δεν πρέπει εδώ κανείς να κάμει τραντιμέντο.

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Είμαι φτωχός, μα θάνατο...

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Κ' εγώ ονόρ λα σέντο

 

ΠΟΝΤΗΛΙΟΣ

Το ίδιο κι ο Γερόλυμος.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Κ' εγώ το ίδιο πάλι.

 

ΜΠΑΡΖΟΣ

Μα... μα το Θέο, άλλη μία φορά σας σπάω το κεφάλι.

Μα την Αγία Άννα μου, εγώ τα λέω ούλα,

μάνα τση Παναγίας μου και του Χριστού κυρούλα

και θεία και ξαδρέφισσα στραβού του Κονταράτου,

θα πεις και που την εύρηκε; Μα ναίσκε, είναι δικιά του.

Και μα τον Άι-Κρεσέντιο, άγιον του Μπαντουβέρη,

που μουσκετάρισ' ο Ορλώφ.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Μπράβο, σιορ περγαντιέρη.

 

ΜΠΑΡΖΟΣ

Αμή εκείνο μου 'λειπε, έλα, αλιά 'πό μένα,

ούλοι, όσοι κι αν είμαστε, ούλοι εις την ταβέρνα.

 

ΣΚΟΥΡΔΟΥΛΗΣ

Κ' εγώ.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Κ' εγώ.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Κ' εγώ.

 

ΠΟΝΤΗΛΙΟΣ

Κ' εγώ.

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Κ' εγώ, μα τη ζωή μου.

 

ΜΠΑΡΖΟΣ

Πως δεν το πίνεις; Οιμέ, έγνοια σου, Παπουτσή μου.

Μπρε, μα το Θέο, εσμίξαμε κ' οι έξι χωρίς φύρα.

 

ΣΚΟΥΡΔΟΥΛΗΣ

Εβίβα!

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Εβίβα!

 

ΠΟΝΤΗΛΙΟΣ

Εβίβα μας!

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Ταρί ραρί ραρίρα.

 

 

(Χορός εις την ταβέρνα)

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Το κρασί που πίνει ο κόσμος

πλια απ' τη θάλασσα ας περσεύει,

με αυτό ας βασιλεύει

η ειρήνη εις τους πολλούς.

Πάντα ας έχει τέτοια χάρη

να ευφραίνει τες καρδίες,

να σκροπά ούλες τσ' οχτρίες

με τα γέλια εις τσι λαούς.

 

ΠΟΝΤΗΛΙΟΣ

Ας φινίρουμε με τούτο

το χορό εις τα κρασιά.

Πάντα αγάπη, μπρε παιδιά,

κ' η ειρήνη και σε σας.

 

ΣΚΟΥΡΔΟΥΛΗΣ

Εχορεύετε, εμεθύστε,

έλα τώρα, εσείς παιδιά,

μία φωνή για συντροφιά,

ταλαρί, ταλαρί, ταλαρά.

 

 

ΣΚΗΝΗ  ΕΝΑΤΗ

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ μοναχός

 

Εγώ το αποφάσισα να πάρω την Αγγέλω,

να 'χω την ησυχία μου σ' εκείνο όπου θέλω.

Έχω κοπέλα όμορφη πάντα στην αγκαλιά μου,

περνάω τον καλό καιρό, κάνω και τη δουλειά μου.

Μα η μάνα κι ο πατέρας μου θέλουνε να φουγιάζου,

εγώ λίγο με μέλουνε τα λόγια που δε μοιάζου.

Ευτύς θα πάω να τη βρω κ' έχω να της μιλήσω

και να τση πω ταξίματα οπού να τη σαστίσω.

Το πως τη στεφανώνουμαι και θε ναν τήνε κάμω

πως κάθεται μ' εμένανε ώστε που να πεθάνω,

θαν τη φορτώσω ψέματα ώστε να την πλανέσω,

να κάμω εγώ το κέφι μου κ' έπειτα... θαν τη χέσω.

Γιατί τση μερτάρει,

με κογιονάρει

τόσον καιρό.

Είναι γαλίφα

και κατρεγάρα,

μα είμαι κ' εγώ!...

 

 

ΣΚΗΝΗ  ΔΕΚΑΤΗ

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ και ΘΟΔΩΡΗΣ

 

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Έπιασαν το Γερόλυμο, στη φυλακή τον πάνε

σα νάτουνα πρωτόκλεφτος, έτσι τόνε βαστάνε.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Και πως; Και πως; Τι έκαμε; Εφίλησε καμία;

θα μάθω το τι έκαμε, μα δεν είναι χαρτία.

Πάω ευτύς, πάω να ιδώ τι είναι η αιτία

γιατί θα κάμω πράματα με δίχως συμπάθεια.

Καλά, σιορ καβελιέρηδες, μπέλα, μπέλα, περ Ντίο.

Θα πάω να ιδώ και υστέρα σ' ούλους θα πω αντίο.

 

 

 

ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ ΠΡΩΤΗ

Εις τη φυλακή, ΘΟΔΩΡΗΣ και ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

 

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Μωρ' τι έκαμες, Γερόλυμε, κ' εδώ μέσα σ' έχωσα;

Μωρ' τι βλέπω σ' εσένανε; Μπράβο, κε μπέλα κόσα!

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Δεν ξέρω άλλο τίποτα παρά το πως μ' επιάσα

και μ' έκλεισαν στη φυλακή, με δέσα με τη φάσα.

Τσάκωμα εγώ δεν έκαμα, μηδ' άρματα βαστούσα.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Μα πως; Μα πως; Μα τι άλλο; Τούτα δεν είναι γούστα.

Θα πάω ευτύς εις του Μακρή να ιδώ το τι μου λέει

και ύστερα κοιτάζουμε ποιοι ή ποιος θα κλαίει.

Μπέλα, περ Ντίο, νον, σινιόρ, κουέστα σόνο ίμπάτσα

και ο γιος μου δεν εθόλωσε ποτέ νερό στην πιάτσα.

Μα οι σιόροι καβελιέρηδες θέλουνε να γουστάρουν,

ας εύρουν άλλονε από με, α θέλουν να σπασάρουν.

Ευρήκανε εμένανε έτσι να με σταυρώνουν,

ας κάμουνε ό,τ ι θέλουνε, μα θα μου την πλερώνουν.

Ετούτα είναι σταυρώματα όπου συχνά μου κάνουν,

και βασιλιάδες να ήτουνα, δεν ήθελε τα κάνουν.

Α, χρόνοι, και που 'σαστε,

αν είμαι γέρος και δε βαστάει το πόδι!

Αλλιως ηγλέπανε το τι αξίζει,

το τι πεζάρει ο Θοδωρής.

Ε... κι αν κουκίσω και ζώσω μαχαίρα,

ούλους τσι σφάζω, τσι τεταρτιάζω,

τσι τρώω βραστούς!

 

 

 

 

ΣΚΗΝΗ  ΔΕΚΑΤΗ  ΔΕΥΤΕΡΑ

ΘΟΔΩΡΗΣ και ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

 

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Γερόλυμε, αποφάσισα, να ιδώ να σε παντρέψω

και να σε κάμω άθρωπο, να σε νοικοκυρέψω.

Μου φέραν ένα προξενιό οπού μάσε ταιριάζει,

οπού 'ναι κι ομορφούτσικη, οπού εσένα μοιάζει.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Αν είναι έτσι όμορφη ωσάν και την Αγγέλω,

το κάνω μ' ευχαρίστηση κ' εις τέτοιον τρόπο θέλω.

Μ' αν είν' καμία άσκημη, όπου να μην αξίζει,

δεν τήνε θέλω βέβαια κι ας πάει να γυρίζει.

Κ' εγώ με την Αγγέλω μου περνάω, γιατί έχει

όμορφα γούστα και καλά και τέχνες που κατέχει.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Μπράβο, μωρέ Γερόλυμε! Με μία παλιοταρκάσα!

Έχεις και μούτρα να μιλείς για μία βρομοκαρπάσα;

Να θες να ζεις με δαύτηνε που ο κόσμος τη γνωρίζει

πως είναι πρωτοπούτανος, το στόμα τση μυρίζει!

Γερόλυμε, Γερόλυμε, πολλά άσκημα πενσάρεις

και άσκημα στοχάζεσαι κι άσκημα βιγκιλάρεις.

Εγώ το αποφάσισα το γάμο να τελειώσω

και τούτο το συμπεθεριό δε θέλω να ξηλώσω.

Γιατ' είναι φαμελιά καλή, είναι και τιμημένη,

έχει και το δικούλι τση, είναι και φημισμένη.

Έτσι, μωρέ, παντρεύουνται του κόσμου οι γαλαντόμοι

και ζούνε με τιμή καλή και δεν έχουν εγκώμι.

Μα τι θέλεις εσύ, μωρέ, να πάρεις την πουτάνα;

Να 'χω εγώ στο σπίτι μου τέτοια παλιοφακλάνα;

Θέλω, μωρέ, να παντρευτείς, να πάρεις κορασίδα,

να τιμηθείς, να δοξαστείς, να σ' έχω πάντα έρπίδα.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Κάμε ο,τι θέλεις, μη ρωτάς, δε θέλω εγώ να ξέρω,

γιατ' είσαι ο πατέρας μου.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Το τι θα κάμω ξέρω.

Καημένε μου, είχα απόφαση κακή σ' εσέ να κάμω,

α δεν ευχαριστιόσουνα σε τούτονε το γάμο.

Δε σ' άφηνα εγώ τίποτα, ούλα για την ψυχή μου!

Δε σ' άφηνα, μα το Θεό, μήτε και την ευκή μου.

Να ξέρεις πως την Κυριακή η αρέσκεια θα γένει

και θέλω να 'σαι εκεί παρών, που 'ναι κ' οι καλεσμένοι.

Ξέρε, μωρέ Γερόλυμε, πως παίρνεις κοπελάτσα,

από γονέους φρόνιμους που 'ναι γνωστοί στην πιάτσα.

Είμαι πατέρας χαρές γιομάτος

για τέτοιο πράμα οπού θωρώ.

Εγώ λογιάζω και λογαριάζω,

πως έχω μία νύφη

που ταίρι δεν έχει στσί προκοπές,

κ' εσύ καμαρώνεις απ' τη χαρά.

 

 

 

 

ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ ΤΡΙΤΗ

ΠΟΝΤΗΛΙΟΣ, ΜΠΑΡΖΟΣ και ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

 

 

ΠΟΝΤΗΛΙΟΣ

Μποντί, μαστρο-Γερόλυμε, ήρθα να συχαριάσω,

να παίξει το μασέλι μου, κάτι να δικιμάσω.

Θέλω κ' εγώ στο γάμο σου να κάνω άλτο μπάσο.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Σ' ευχαριστώ, Σταθάκη μου, κε μπελα κόσα σπάσο!

 

ΠΟΝΤΗΛΙΟΣ

Τι χρεία σ' έχω εγώ εσέ, άζινο, βισντεκάτσο;

Ήρθα κ’ εγώ σα γείτονας...

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Ίο νον σόνο πάτσο.

 

ΜΠΑΡΖΟΣ

Μωρ’ τι ‘ναι; Τι επάθετε;

 

ΠΟΝΤΗΛΙΟΣ

Ήρθα να χαιρετήσω,

οπόκαμε την αρέσκεια σε τέτοιο σπίτι πλούσιο.

 

ΜΠΑΡΖΟΣ

Και που, και που γάμο έκαμε; Πως εγώ δεν το ξέρω;

Θε να ‘ναι βέβαια από κειές...

 

ΠΟΝΤΗΛΙΟΣ

Εγώ, εγώ το ξέρω.

Να ξέρεις, σιορ Αντώνιο, πως είν’ εδώ κοντά μας,

είναι γειτονοπούλα μας, εδώ εις τα δεξιά μας.

 

ΜΠΑΡΖΟΣ

Πες μου, μωρέ, στο Θέο σου, ποιά ‘ναι τούτ' η ωραία;

 

ΠΟΝΤΗΛΙΟΣ

Είναι του Πέρα.

 

ΜΠΑΡΖΟΣ

Εκατάλαβα, δε θέλω άλλο πλέα.

Να ζήσετε, Γερόλυμε.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Σ’ ευχαριστώ, ωστόσο.

 

ΜΠΑΡΖΟΣ

Μα ‘γώ στοχάζομαι προικιό να μην επήρες τόσο.

Την έπαθες και ξέγνοιασ’ το, δεν είσαι ο κλερονόμος,

γιατί έχει σερνικό παιδί, είναι και γαλαντόμος.

Την έπαθες, γαλαντόμο μου, το σπίτι δεν το παίρνεις,

ξέρε το από μένανε και τούτο μην προσμένεις.

Την έπαθε ο σιορπάρες σου με τέτοια κορδωμάρα,

κρίμας το μποφαρδίο του και κρίμας την αντάρα,

π’ εκείνος πάντα έλεγε πως θέλει αρχοντοπούλα,

εχέστηκε ως τα νεφρά με δίχως άλλη μπούρλα.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Μωρ' τι αθρώποι, μωρ' τι γαλαντόμοι!

Μα τι σε γνοιάζει το τι βράζει

η παδέλα του καθενός;

Αν είναι αρχοντόπουλο, λα ράτσα νον φάλα,

γιατ' είναι κλέφταρος, γιατ' είναι κατήγορος,

μπάστα πως είναι Μπαρζός.

 

 

 

 

ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

ΘΟΔΩΡΗΣ και ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

 

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Μπογκιόρνο, μαστρο-Θοδωρή, έμαθες το τι τρέχει;

Που ο Γουζέλης σάτιρα κόντρο για σένα έχει;

Κ' εκεί μας έχει ούλους μας, μ' έναν και μ' άλλον τρόπο

μας βρίζει αποσκεπαστικά.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Α!... δεν έχει τον τόπο.

Γιατ' είναι φρόνιμο παιδί, απ' ούλα στολισμένο,
έχει και την ιντράδα του, είναι και φωτισμένο

με γράμματα ελληνικά, φράγκικα και λατίνια,

ξέρει και τα φραντσέζικα...

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Μας κρέμασε κουδούνια.

Πίστευε, όντας σου μιλώ, για δε σου λέω ψέμα

και ξέρω ό,τι γένεται γιατ' είμαι όλο βλέμμα.

Και πάω με τη φιάκα μου, με τζίρο και με τρόπο,

και ξετρουπώνω απόκρυφα, καρδίες των αθρώπω.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Αν είναι ως καθώς μου λες, ξέρε το από μένα,

πως θε να ιδείς καμώματα κακά και πικραμένα.

Γιατί, τι εστοχάστηκε; Εμένα να ινφαμάρει;

Εγώ δεν είμαι από κείνους που κλεφτεί, που ινφετάρει.

Είμαι κ' εγώ από κείνους τσι πρώτους γαλαντόμος

και πάω στην πιάτσα κάθ’ αυγή και με στιμάρει ο κόσμος.

Δεν το πιστεύω εγώ ποτέ ετούτο ναν το κάμει,

μ’ αν το  ‘καμε, εγίνηκε, βλέπεις πως θα με κάμει!

Να κάμω πράματα φριχτά, καμώματα μεγάλα.

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Έγνοια σου, Θοδωράκη μου, γένεσαι μέλι-γάλα.

Έτσι σε κράξει ο Μπαρζός να πιείτε μία κανάτα,

ούλα περάσανε ευτύς.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Μάστορα, ευτούν’ άσ’ τα.

Δεν ξέρεις τούτο τι θα πει, ο κόσμος το τι είναι,

είσαι νιοράντες κι άμαθος και δε γνωρίζεις τι ‘ναι.

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Ξέρω καλύτερ’ από σε, κι όποτε θες σ’ το δείχνω,

και όποιος θέλει από σας, εδώ ‘μαι και τον δείχνω.

Και μάθε πρώτα να μιλείς, γιατί λίγο κατέχεις,

κ’ εγώ νιοράντες δεν είμαι.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Ω ξαφνικό, να χέσεις!

Εγώ δεν είπα για εσέ, μιλώ για το Γουζέλη.

Και έγνοια σου, μωρ' Παπουτσή, γιατί πουλώ έν' αμπέλι

κ' ευτύς κάνω το κέφι μου, βάνω και τον σκοτώνουν,

βάνω και τόνε σφάζουνε, κάνω και τον ξαπλώνουν.

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Μπρ' άμε στο διάολο, μούρλιακα, κι άσε με μένα κάτου,

που αν το μάθει σόκαμε το σπίτι σου άνου κάτου.

Μιλείς, καημένε, σαν παιδί, να θέλεις τώρα να έμπεις

με τέτοια φαμελιά χοντρή.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Εσύ δεν μπορείς να έμπεις!

Είσαι φτωχός και δεν έχεις έτσι κομμάτι ιντράδα,

που να 'χεις λίγη πόληψη, να σόχουν και ριβάρδα.

Εγώ είμαι άλλος άθρωπος, είμαι και ακουσμένος.

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Είσαι γνωστός εις ουλουνούς πως είσαι βουρλισμένος!

Πάντα παλληκάρια,

πάντα με άρια,

πάντα με φάρδο

και χέζεται ως τα νεφρά.

Πάντα σμπάρα,

πάντα καβγάδες,

πάντα αντάρες

και τόνε δέρνουνε ως κ' οι Οβραίοι.

 

 

 

 

ΠΡΑΞΙΣ   ΤΕΤΑΡΤΗ

ΣΚΗΝΗ  ΠΡΩΤΗ

Οικία του Χάση

ΚΑΤΕΡΙΝΑ και ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

 

 

ΚΑΤΕΡΙΝΑ

Τον ξέρεις τον πατέρα σου το πως συχνά φουγιάζει

και για το μαγαζί, μωρέ, λίγο εσέ σε γνοιάζει.

Μόνο, μωρέ, απ' την αυγή στα ζεύκια εσύ γυρίζεις

και δε σε γνοιάζει τίποτα, μόνε ναν τη γιομίζεις.

Να τρως για δεκατέσσερους, να πίνεις για σαράντα

και να κοιμάσαι πάντα σου για εκατόν τριάντα.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Σύρε, αν ορίζεις, στο καλό, κοίταξε τη δουλειά σου,

και δεν ακούω το τι λες, έγνοια σου τσ' αφεντιάς σου.

Έλα, που με τα μούτρα τση μας ήρθε ν' αρμηνέψει,

που δεν ηξέρει να μιλεί κ' ήρθε να δασκαλέψει.

Εγώ κάνω το κέφι μου, όπως κι α θέλεις κάμε,

μηδέ που σε στοχάζουμαι, μηδέ που σε θυμάμαι.

 

ΚΑΤΕΡΙΝΑ

Όρσε, μωρέ, ένα φάσκελο.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Στο μάτι σου και βάρ' το.

 

ΚΑΤΕΡΙΝΑ

Έλα, το ινφαμούδικο!

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Κ' εγώ κάνω ένα σάρτο.

 

ΚΑΤΕΡΙΝΑ

Μωρέ, μα την Πισκοπιανή, οπού 'ναι δω κοντά σου,

μ' αυτό το ξύλο που βαστώ σου χύνω τα μυαλά σου.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Μα, μα τον Άι Παύλο μου, οπού 'ναι κει κοντά μου,

αρπάζω το χαντζάρι μου και βλέπεις την καρδιά μου.

 

ΚΑΤΕΡΙΝΑ

Όρσε, μωρέ, σ' την έδωσα, να τηνε και την άλλη,

να και την τρίτα, μα το Θεό, σου 'σπασα το κεφάλι!

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Με σκότωσες, βρομόσκυλα, οιμέ τον κακομοίρη,

η ύστερη με σκότωσε, με πήρε μες στη μούρη.

Στάσου, ω αλογόστριγκλα, στάσου να ιδείς τι αξίζω,

να σ' έπιανα στα χέρια μου...

 

ΚΑΤΕΡΙΝΑ

Πάω μωρ' και γυρίζω.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Βοηθάτε μου, γειτόνισσες, δέστε μου το κεφάλι.

Γλέπετε το τι μόκαμε δίχως αιτία άλλη;

Οιμένα, το κεφάλι μου, τώρα γροικάω τον πόνο,

μωρέ, σκοτούρα μόρχεται, οιμένανε, λιγώνω.

Πιάστε με τώρα, για το Θεό, γιατί θα πέσω χάμου,

τρέμουνε, οιμέ, τα πόδια μου, τρέμουν και τα μηριά μου.

Ω τραντιμέντο!

Ω τι τσιμέντο

η μάνα με το παιδί!

Μα κι αν την πιάσω,

θα τήνε σφάξω

δίχως να λυπηθώ.

 

 

 

ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΑ

ΘΟΔΩΡΗΣ, ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ και ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

 

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Μωρ' τι έπαθες, Γερόλυμε; Πες μου κ' έμενα τι 'ναι;

Μωρ' μίλειε μου, τι τα 'χασες; Η μάνα σου που είναι;

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Η μάνα μου με έδειρε δίχως να τση μιλήσω.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Το κάνει απόστα η Σάρρα μου, θέλει ναν τη χωρίσω.

Μα τώρα τι εγίνηκε; Πες μου το αν ηξέρεις.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Τη σκάλα εκατέβηκε, κόπιασε ναν την ευρείς.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Αν είναι ως καθώς μου λες, εγώ τση βάνω γνώση.

Στάσου βέβαιος, Γερόλυμε, θέλει το μετανώσει.

Αμέτε ναν την εύρετε, ευτύς εδώ τη θέλω

να 'ρθει το γληγορότερο.

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Μαστρο-Θοδωρή, μπογκιόρνο έλα.

Μωρ' τι 'ναι, τι επάθετε; Για πες μου τε κ' εμένα.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Εδώ η σοραμάρε του μου έκαμε τη σένα.

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Δεν είναι ως λες, Γερόλυμε, μα πες μας την αλήθεια.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Μ' έβριζε το πως έλειπα.

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Τώρα είπες την αλήθεια.

Και κάτι άλλο βέβαια.

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Τσ' είπα πως θαν τη σφάξω.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Καλά σου έκαμε, μωρέ, όρσε κ' εγώ ένα μπάτσο!

Ρισπέτο στσί γονέους σου, σ' το είπα από πρώτα,

κι α δε σ’ αρέσει, μάτια μου, έβγα όξω απ' την πόρτα.

Καλά, καλά, μα το Θεό! Μπέλα, μπέλα, περ Ντίο!

Σε κάνω, κακομοίρη μου, και πιάνει σε το ρίο!

Εγώ, μωρέ, ώστε που ζω, θέλω να μας δοξάζεις

τη μάνα σου κ' εμένανε και να μας υποτάζεις.

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Έλα ναν τα φινίρουμε, Γερόλυμε, (τυχαίνει)...

Φίλειε χέρι τση μάνας σου, γιατί έτσι τση βγαίνει...

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Ως πότε θα με δέρνουνε ούλοι σαν τον Οβραίο;

Θα 'ρθει καιρός και για εμέ.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Εγώ ρισπέτο λέω.

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

(Θε να γεράσουνε οι γαμόπιστοι, να μην μπορούνε...

Ετότες κ' εγώ με την αμπάρα τσου σιάζω τη ράχη...

καθώς κ' εμένανε τώρα αυτοί...)

 

 

ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ

ΘΟΔΩΡΗΣ και ΚΑΤΕΡΙΝΑ

 

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Γιατί έτσι του Γερόλυμου τόσιασες το κεφάλι;

Τον έκαμες για θάνατο δίχως σου σκούζα άλλη.

Τον δέρνουνε ωσάν παιδί, με γνώση και με τάξη.

 

ΚΑΤΕΡΙΝΑ

Να ήξερες τι μόκαμε! Ήθελε να με σφάξει!

Του 'λεγα για το μαγαζί, να 'ρχεται αμπονόρα,

κ' εκειός με κογιονάριζε.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Όρσε κ' εγώ δύο φιόρα!

Ναίσκε, ας είναι ό,τι λες, εγώ σ' ευχαριστάω

πως έχεις έγνοια για εμέ, εγώ σου το χρωστάω

σε χάρη και ομπλιγατσιόν, ας είναι ό,τι ορίζεις,

με τέτοιον τρόπο, νον, σινιόρ, με κόβεις, με χωρίζεις.

Μωρή, σκοτώνεις το παιδί που εμένα μου κουστίζει

με σπέζες μου βασιλικές που εσύ δεν τσι γνωρίζεις;

Το ξέρω εγώ που ξόδιαζα για ναν τον αναστήσω

με ίδρωτες, με κόπους μου, για ναν τόνε στολίσω!

(Έτσι, με δίχως αφορμή, να θε ναν τον σκοτώσει!

Δε δίνει χέρι βέβαια). Κοίταξε, βάλε γνώση.

Να μην το ματακάμεις πλιο, γιατί το μετανώνεις!

Την πρώτη σ' τη συχώρεσα.

 

ΚΑΤΕΡΙΝΑ

Πρέπει να καμαρώνεις

πως έχω έγνοια για τα σε κ' έτσι τον αρμηνεύω

να μη χαλιέται εδώ κ' εκεί.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Έτσι κ' εγώ γυρεύω.

Πάρε μία βέργα, δείρε το, ωσάν παιδί οπού 'ναι.

Κοίταξε, οι γειτόνοι μας κι ο κόσμος τι θα πούνε;

Έτσι, αδρεφούλα μου, να ζεις, και κοίταξε να ζούμε

με γνώση και με φρόνεψη, κι άλλοι να μην ακούνε

τι κάνουμε στο σπίτι μας, γιατί αφορμή γυρεύει

ο κόσμος, κι όλο γνοιάζεται ο άλλος τι μαγερεύει.

Τώρα το ό,τι εγίνηκε ας είν' συχωρεμένα,

κοίταξε σα νοικοκυρά να μη σ' ακούει κανένας.

Ορίστε ατσιδέντε! Ορίστε φάτο!

Το τι κάνει η μάνα! Δίχως να θέλει, σκοτώνει τον υγιό!

Μα τι να κάμω που είμαι πατέρας,

είμαι και άντρας, και τα δύο στενά!

 

 

ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

ΚΑΤΕΡΙΝΑ μοναχή

 

Μπα κακομοίρα που 'μουνα! Δεν μπορώ να 'πομάνω

ξυλιές, βρισιές από τσι δυο, κοντεύω να πεθάνω.

Τούτο δεν υποφέρνεται, γιατ' είναι κάθε μέρα,

βρισιές από τον υγιό, ξυλιές απ' τον πατέρα.

Καμίαν ώρα βέβαια θα πάω στο μοναστήρι

να ησυχάσω εδεκεί ώστε που να γιαγείρει

η μοίρα ή το ριζικό ή θάνατος σ' εμένα,

σ' εκείνονε κ' εις τα παιδιά, που να μη μείνει ένα.

Κολάζουμαι η κακορίζικη που έτσι καταριούμαι,

μα τι να κάμω; Δεν μπορώ πολλά στενοχωριούμαι.

Ανάθεμα τον προξενητή που ήρθε να με κάμει

να πάρω το βρυκόλακα κ' έτσι να με ξεδράμει

πως είν' καλός και φρόνιμος, πλούσιος και παλληκάρι.

Εγώ είδα το κοντράριο οπού καμία χάρη

δεν έχει απ' όσες μου 'πανε' μόνον το εναντίο

εγώ 'βρήκα σε δαύτονε, που ναν τον πιάσει ρίο.

Είναι και μεθυστής μουρλός, περήφανος και βρόμιος

οπού στη στράτα προβατεί και δεν τον παίρνει ο δρόμος.

Μου ήτανε μελλάμενο ναν τα πλερώσω ούλα

εμέ τση κακορίζικης και όχι η Χρυσούλα,

οπού 'κανε τα προξενιά με δαύτηνε από πρώτα.

Την εύρεσκε κ' εκείνηνε έτσι φουρτούνα ρότα!

Είμαστε κακομοίρες

εμείς οι γυναίκες,

γενόμαστε σκλάβες

σ' ούλους τσι άντρες

και ζούμε με το ζυγό.

Εγώ η κακομοίρα

ζω δίχως ερπίδα

σε τέτοια σκλαβιά.

 

 

ΣΚΗΝΗ  ΠΕΜΠΤΗ

ΘΟΔΩΡΗΣ και ΚΑΤΕΡΙΝΑ

 

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Μα λέω τόνε ξετρούπωσες τέτοιο γαμπρό φαμόζο,

μα ναίσκε, μου τον ήφερες τέτοιονε γαλαντόμο

που δεν του λείπει τίποτα κακό που να μην έχει,

ούλα τα βίτσια τα κακά, ούλα ευτούνος έχει.

Είναι καλός μεθύστακας, είναι και τζογαδόρος,

είναι φαρτσούνι τέλειο που το γνωρίζει ο φόρος.

Είν' ακαμάτης και φαγάς που τον γνωρίζει η πόλη,

είναι ινφάμες τέλειος, μου τόνε λένε όλοι.

Δεν το 'ξερα ο δυστυχής πως είναι τέτοια τζόγια,

τον ήβλεπα π' ερχότουνα πάντα του με τα λόγια.

Ας είναι, εγελάστηκα, την έπαθα, περ Ντίο,

μ' εκάμανε και του 'δωκα έως χιλιάδες δύο.

Τον προίκισα χοντρά χοντρά, ξέχωρα εκείνα τ' άλλα

χαρίσματα εδώ κ' εκεί, οπού 'τανε μεγάλα.

Τα πήρε και εμίσεψε και πήγε στο Τσιρίγο

και τα 'φαγε και τα 'παιξε όλα σε κάτι τζίρο.

Και τώρα μόστειλε εδώ έμενα τα παιδιά του

ναν τα ταίζω νον, σινιόρ, ας φάνε τα μυαλά του!

Εγώ το αποφάσισα, πρώτη οκαζιόν που εύρω...

 

ΚΑΤΕΡΙΝΑ

Πιλιό δεν τα βαρέθηκες; Δεν ημπορώ να σ' εύρω.

Τι πράμα είναι με λόγου σου! Πάντα τη φαωμάρα

όντας τη βάλεις χερικό...

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Δώσ' μου με την αμπάρα.

Καλά, Κατερινούλα μου, η αλήθεια είναι μαλώτρα,

όντας μιλώ το δίκιο μου, πάντα μου βγαίνεις κόντρα.

Εσέ λίγο σε μέλουνε γιατί δεν τα ξοδιάζεις

και δε σε γνοιάζει τίποτα παρά να λουτρακιάζεις

τον κώλο σου, τα μούτρα σου και όλο το κορμί σου.

Μα εμένανε πως μόρχουνται...

 

ΚΑΤΕΡΙΝΑ

Σώπα κ' είναι ντροπή σου.

Πάντα με τα βρομόλογα είσαι συνηθισμένος

και άνοστα να φέρνεσαι ωσάν ξεκουτιασμένος.

Έτσ' άνοιξες τα μάτια σου, ευτύς τη φαωμάρα!

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Βουβαίνου, όντας εγώ μιλώ σε πιάνει κατσηφάρα.

Μωρ' μπράβο! Αφερούμου σου! Λεν είμαι νοικοκύρης;

Στο σπίτι μου ό,τι θα πω ορίζεις να με δείρεις;

Έτσι μιλήσω τίποτα, ευτύς ευτύς πετάται

σα ράπανο απ' την κροπιά κ' έτσι απιλογάται.

 

ΚΑΤΕΡΙΝΑ

Ας είναι, δε ματαμιλώ κι ό,τι κι α θέλεις ψάλλε.

 

ΘΟΔΩΡΗΣ

Μωρή, άνοιξε τα μάτια σου, σου λέω γνώση βάλε.

Σου λέω μου τα σκότισες, μωρή βρομομεθύστρα,

γιατί σε κάνω και θωρείς, μπέλα πανηγυρίστρα.

Ε... κι αν κουκίσω καμίαν ήμερα!

Καημένη ράβδα που θέλει πέσει

σ' ευτούνη τη ράχη!

Σου σιάζω τη σγόμπα

αφόρτσα ξυλιές!

 

 

 

ΣΚΗΝΗ ΕΚΤΗ

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ, που εγίνηκε σορτάδος, και ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

 

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Να ξέρεις, λέω, Παπουτσή, το πως εγώ θ' αλλάξω,

την τέχνη μου ώστε που ζω να μην τήνε κοιτάξω.

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Μα τι θα κάμεις; Πως θα ζεις όξω μώρ' το ρουφιάνο;

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Όχι, σορτάδος θα γραφτώ, κ' εκεί θε να πεθάνω.

Κι όχι ποτέ στην τέχνη αυτή να έχω 'γώ να ζήσω,

γιατί την εβαρέθηκα και θε να την αφήσω.

Γιατί, γαμώ την πίστη τση, κάθεσαι και δουλεύεις

και έρχουνται οι τάγκαροι...

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Κ' εσύ τσι ξαγορεύεις.

Μα είσαι καλός για τ' άρματα; Σου φαίνουνται παιγνίδια;

Πες μου, μωρέ, στο Θέο σου, θα πας να μπάσεις γίδια;

Θύμου τα λόγια μου καλά, ετούτο θε να πάθεις,

καμία μέρα βέβαια τ' άρματα θε να χάσεις.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Πες μου, πως με στοχάστηκες; Πως δεν έχω καρδία;

Α!... έχασες, κουμπάρε μου, είμαι ούλος αντρεία.

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Είσαι κοντός κι ανάποδος, ακόμα και σπασμένος,

γέρνεις και το κεφάλι σου σα να 'σουν φορτωμένος.

Μωρ' αδρεφέ, γεννήθηκες για να 'σαι για τσαγκάρης

και άσ' τα τα κουράφαλα.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Και πως! Με κογιονάρεις;

Έχε τη γλώσσα σου κοντή κ' είμαι καλά σφιμένος,

από τα νύχια ως την κορφή σίδερα φορτωμένος.

Μα τα μυστήρια του Θεού, μη με πολυστιτσάρεις

γιατί σου δίνω πιστολιά, τήρα και μη σπασάρεις.

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Συμπάθιο, Γερολυμάκη μου, γιατί δε σε γνωρίζω

πως είσαι το Χασόπουλο.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Κι ο ίδιος το γνωρίζω.

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Σ’ αρμήνεψα, σε διάταξα ωσάν καλός πατέρας,

τώρα σου λέω βέβαια πως είσαι ένα τέρας.

Είσαι και δεύτερος Λαδάς και του 'μοιασες σε ούλα,

σε βλέπω πως αγρίεψες, δε δέχεσαι ούδε μπούρλα.

Γιατί εγώ γεννήθηκα να ζω με το βελόνι,

ποτέ μωρ' δε γιατρεύουνται του μυαλού σου οι πόνοι.

Καημένε, να ντρεπόσουνα, ν' άφηνες τσ' αναγούλες,

να κοίταζες την τέχνη σου κι όχι ευτές τσι μπούρλες.

Με είκοσι δύο βρομόγροσα σου σώνει εσέ να ζήσεις,

πόχεις γυναίκα και παιδιά; Νιάνκα ναν τα ποτίσεις

νερό μωρ' δε σου φτάνουνε, αν θέλουν ν' αγοράσουν,

κι όχι τα χρειαζόμενα που θέλουν να χορτάσουν.

Θυμήσου τον πατέρα σου που σου εμίλειε πάντα

και σου 'λεγε την τέχνη σου ναν τη δουλεύεις πάντα.

Μ' αν είσαι μουρλός,

μ' αν είσαι Ράλλης

και θέλεις να βάλεις

τον κόσμο να μιλεί,

αν είσαι καρόνιας,

είσαι και κακομοίρης,

δεν έχεις μούτρα για παλληκάρι,

είσαι δειλιάρης και μασκαράς.

 

 

ΣΚΗΝΗ ΕΒΔΟΜΗ

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ, ΜΠΑΡΖΟΣ, ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ, ΠΟΝΤΗΛΙΟΣ και ΣΚΟΥΡΔΟΥΛΗΣ

 

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Εδώ 'ναι κι ο Γερόλυμος με τ' άρματα ζωσμένος,

από τσι πλέον καλύτερους σορτάδους ξακουσμένος.

 

ΜΠΑΡΖΟΣ

Μωρ' μπράβο σου, Γερόλυμε, περ Ντίο και σου στέκου,

δεν το 'ρπιζα, στο Θέο μου. Εσύ έμοιασες του Κέκου.

 

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Για ποίον Κέκο του λες, καλέ;

 

ΜΠΑΡΖΟΣ

Εκειόν το σπεντεδόρο.

 

ΠΟΝΤΗΛΙΟΣ

Εγώ 'λεγα τον Κέκο-μπου, εκείνονε 'γώ ξέρω.

 

ΜΠΑΡΖΟΣ

Μπράβο, σιορ Ποντήλιε μου, πάντα σου συνηθίζεις

με φιάκα και με τροφαριά ούλους να μάσε βρίζεις.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Ποντήλιε, κοίταξε με δω, σου λέω βάλε γνώση

γιατί βασταίνω άρματα.

 

ΣΚΟΥΡΔΟΥΛΗΣ

Ε... κόσα ζε; Μετέ ένα γρόσι.

Άβετε τόρτο, σιορ κογιόν, σιέτε ουν νιοραντάτσο

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Άνκα συ και ουν άζινο, ακόμα και βισντεκάτσο.

 

ΜΠΑΡΖΟΣ

Έλα ναν τα φινίρουμε, γιατ' είναι και ντροπή σας

να τσακωνόσαστε συχνά, δεν είναι τση τιμής σας.

 

ΠΟΝΤΗΛΙΟΣ

Μα εγώ ένα λόγο εμίλησα.

 

ΣΚΟΥΡΔΟΥΛΗΣ

Έλα, μπάστα αντέσο.

Αντιάμο τούτι αλά ταβέρνα

 

ΜΠΑΡΖΟΣ

Σι, έρχεται, άνκα έσο.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Εγώ δε θέλω βέβαια με δαύτονε να πίνω,

ας πάει να βρει κλούκου και κιου.

 

ΜΠΑΡΖΟΣ

Μωρέ, τι είναι κείνο;

Τι πα να πει κλούκου και κιου; Ήθελα ναν το ξέρω.

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Το λεν του Λιθακιώτωνε.

 

ΜΠΑΡΖΟΣ

Μπράβο, σιορ καβαλιέρο.

Δεν ντρέπεσαι, μωρ' διάολε, που θε να κογιονάρεις;

Κοιτάξετε βρομόμυτος που θέλει να σπασάρει!

Μωρ' έχετε στο σπίτι σας καμιά μπουκιά καθρέφτη

που να 'γλεπες τα μούτρα σου;

 

ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ

Μα δε με λένε κλέφτη.

 

ΜΠΑΡΖΟΣ

Ξέρεις πως τόμοιασες εσύ ωσάν το παραμύθι,

πως βάνοντας τα άρματα άλλαξες και τα ήθη.

Βάλε γνώση, καημένε μου, γιατί σε πελεκάω

μ' ούλα τα σορταδίκια σου, εγώ δεν αγροικάω.

 

ΣΚΟΥΡΔΟΥΛΗΣ

Έλα τώρα, ας τα φτιάσουμε, μπάστα, μπάστα άντέσο

αντιάμο τούτι φίνα λα, καντέμο άνκα ουν βέρσο

Τούτι, τούτι ιν κομπανία

αντερέμο ιν αλεγρία,

για να πιούμε μία κανάτα,

-φέρετε και μία κομμάτα

να μασούμε κάτι ντις-

σ' τη γιομίζω ναν την πιεις.

Βίβα τούτι λι αμίτσι,

άνκα νόστρι ι νεμίτσι

σαλουντέμο ουλουνούς.

 

 

ΣΚΗΝΗ  ΟΓΔΟΗ

Όλη η Σύνοδος, μιλεί ο Ποιητής

 

Εγώ τώρα εβαρέθηκα και θέλω να φινίρω

σε τούτη την υπόθεση και πάλι να γιαγείρω.

Να κάμω τα παινέσματα ως πρέπει εισέ ούλους,

γιατί έχουμε ανάμεσα οχτρούς πολλούς και φίλους.

Όμως ο μαστρο-Θοδωρής έχει το μεριτό του,

γιατί εκαζάντισε πολλά κι άφησε των παιδιών του.

Η Κατερίνα και αύτη έγνεθε μέρα νύχτα,

να τσ' εύρουν γνέματα πολλά, να μην την πουν μεθύστρα.

Ακόμα κι ο Γερόλυμος έχει το μεριτό του,

σ' όλα του τα καμώματα εστάθη γιατρικό του

οπόπινε πολύ κρασί κ' είχε μεγάλη μύτη

και μεθυσμένος πάντα του επήγαινε στο σπίτι.

Τον έμαθε ο Παπουτσής οπού 'ναι γεννημένος

από το Βάκχο βέβαια αυτός είναι βγαρμένος.

Αυτείνος μόνον μία βολά εστάθη μεθυσμένος

και του 'μεινε για πάντα του, είναι και ξεχασμένος

είναι από τη γυναίκα του, είναι από τα παιδιά του,

είναι από τα καμώματα εκείνα τα δικά του.

Ο Αντωνάκης ο Μπαρζός, το φοβερό κεφάλι,

δε λέω τα καμώματα, τ' αφήνω για την άλλη

πως είναι η μάνα τση τιμής, ετούτο δεν το λέω,

το ξέρει ο κόσμος βέβαια δίχως εγώ να λέω.

Να πω για τον Ποντήλιο μας, είναι από τσι πρώτους

τσι νυχτοκόπους τσι καλούς και πάει εις τσι τόπους

να γλέπει το τι γένεται, να φέρνει τα ραπόρτα,

του καθενού το σπίτι του και πότε ανοίγει η πόρτα.

Να πούμε και τον άλλονε που τόνε λεν Σκουρδούλη,

οπού 'ναι και πραματευτής και πάντα του στα χείλη

πάντα τ' αρέσει να μιλεί φράγκικα και λατίνια

και δεν τ' αρέσει να πουλεί μαχαίρια και πιρούνια.

Είναι και το παιδί αυτό οπού το λένε Γιάννη,

οπόχει αρρώστια φοβερή και δεν μπορεί να γιάνει

που τρώει έναν περίδρομο, όσα και αν του δώσεις

δεν το χορταίνεις, βέβαια, όξω κι αν το σκοτώσεις.

Είναι και η Αγγέλω μας, η όμορφη κοπέλα,

π' όποιος περάσει από κεί, ευτύς του λέει «έλα»·

είναι καλή στα ψυχικά, γιατί όποιος τη ζητήσει,

όχι δε λέει κανενού, γιατ' έτσι το θέλει η φύση.

Έμοιασε, λέω, τση θαυμαστής Ρεσούλας τση φαμόζας,

Μωαμετάνας Γύπτιας, εκείνης τση βιτσιόζας,

οπού 'καμε ένα στράτευμα ούλο ναν την περάσει

κι ο στοχασμός της ήτουνα ούλο ναν το χορτάσει.

Είναι κι ο Μαρινάκης μας οπού πουλεί ορτύκια,

που 'καμε το Γερόλυμο και πήρε τα ποντίκια.

Σορτάδοι οι κακορίζικοι επήγαν ν' αγοράσουν

παπούτσια από δαύτονε κ' έτσι να δοκιμάσουν

αν τα μιλεί τα φράγκικα, να κάμουν το παζάρι,

να δώσουν τσι παράδες τους κ' ένας τους ναν τα πάρει.

Είναι κι ο βρομοβούρδουλας Μαρίνος Κατεβάτης,

οπού τη βάνει μ' ευκολιά τη νύφη στο κρεβάτι.

Έτσι μιλήσει μετά σε, ευτύς τη γιουντικάρει

για να σου κάμει τροφαριά και άλλο δεν πενσάρει.

Κορμί είναι τεμεράριο, όλος είναι κανάγιας,

είναι φαρτσούνι τέλειο, είναι όλο ταρτάγιας.

Όλοι, όλοι μαζωμένοι,

όλοι τούτοι ανταμωμένοι.

Καθενού το όνομα του

είναι και το 'πάγγελμά του,

είναι δω και η ζωή του,

αλλουνού είν' η τιμή του.

Όποιος θέλει ναν τους ξέρει,

ας ρωτήσει ναν τους εύρει·

πως εκειό που 'ναι γραμμένο,

είναι όλο συνθεμένο.

Πρέπει τώρα ναν τ' αφήσω,

πως τελειώνει αυτό το ίσο·

και για τούτο κάνω τέλος

στο γραμμένο τούτο έλος.

ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΚΩΜΩΔΙΑΣ

 

 

Textes Critiques