Karagatsis M.
La bourrasque
 
La nouvelle est écrite d'après le mode d'écriture naturaliste. L’intrigue de l’œuvre a trait aux conditions misérables de vie des métayers de la Thessalie et, du point de vue temporel, se situe à la fin du 19e siècle.
 
 
 
Το μπουρίνι
(α΄ εκδοχή)

Όταν ο κόκκινος ήλιος βασίλεψε, κάτω, στην άκρη του ατέλειωτου κάμπου, οι θεριστάδες μ’ ένα λαχάνιασμα ισώσαν το κορμί τους, ύστερα από το σκύψιμο μιας ολόκληρης μέρας. Το βραδινό αεράκι που φύσηξε, εθρόισε απαλά μέσα στο πλήθος των σταχυών. Πάνω στα λιγοστά δέντρα, τα ξεραμένα από την κάψα και το λίβα, εκούρνιασαν οι στερνές κάργες μέσα σ’ ένα όργιο φωνών.
Πιο κάτω, έξω από τα τσαντίρια των γύφτων, τα τσουκάλια βράζαν πάνω σε μεγάλες φωτιές. Ένα μελαχρινό πλήθος, ντυμένο σε κουρέλια πολύχρωμα, καθισμένο ανακούρκουδα, περίμενε, σιωπηλό και αποχαυνωμένο από τη δουλειά της ημέρας, το κατέβασμα του τσουκαλιού από το τσεγκέλι του τριπόδου. Μεσ’ από τους ιδρωμένους κόρφους βγήκαν μαντίλια λερά, γεμάτα μ’ ένα κομμάτι ψωμί κρίθινο, ένα κρομμύδι, δύο σκλήθρες σκόρδο. Τα τσιμπουκάκια γεμίσαν λαθραίο καπνό, κλεμμένο από τους αβλαγάδες των χωριατών. Κάποιο βιολί αντήχησε παράξενα, και μια σπασμένη φωνή αντρίκια το συνόδεψε. Η νύχτα ακολουθούσε αργά το ατέλειωτο θερινό δείλι.
Οι καραγκούνηδες χώρισαν από τους γύφτους και τράβηξαν για το χωριό τους, που μόλις υψωνόταν πάνω απ’ το χώμα. Ούτε ένας καπνός δεν στεφάνωνε τις χαμηλές στέγες, ούτε μια φωνή δε ζωντάνευε τους μίζερους αβλαγάδες. Όλοι, άντρες, γυναίκες, παιδιά, είχαν πάει στο θέρο.
Μες στο φως του λύκου, η ανάρια παρέα τους σερνόταν αμίλητη και άχαρη. Κανένα χρώμα πρόσχαρο απάνω στα ξεραμένα κορμιά τους. Όλοι τους φορούσαν βαριά σιγκούνια από μαλλί μαύρο, ξεβαμμένο από τον ήλιο, και ποτισμένο από τις βροχές και τους ιδρώτες.
Καθώς περνούσαν από το κονάκι, που ήταν λίγο πιο έξω από το χωριό, χαιρέτησαν τον αφέντη τους τον τσιφλικά, καμπουριάζοντας το κορμί τους. Από το λαρύγγι τους δεν βγήκε άχνα. Μόνο τ’ άγνωρα παιδιά, που σέρναν τα γυμνά τους πόδια στην παχιά σκόνη του χωραφόδρομου, σταμάτησαν μια στιγμή με ανοιχτό στόμα μπρος στις ψηλές μπότες, τα μακριά μουστάκια και το μονόκλ του Πήτερ Χατζηθωμά.
Και κατόπι, σκορπίστηκαν στα σπίτια τους. Οι γυναίκες ανάψαν ένα μικρό λαδολύχναρο, για να στρώσουν τα σκουτιά του ύπνου και να δώσουν ένα κομμάτι ψωμί στα μισοκοιμισμένα παιδιά. Μερικοί άντρες -οι νεώτεροι- ξεκίνησαν αργά για τον καφενέ, να περάσουν μια ώρα κουτσοπίνοντας τσίπουρο πριν αποκατιάσουν.
Εκείνο το βράδυ, ο γέρο Γκουντής ο Ποτούλης, σαν γεύτηκε, το ψωμί και το κρεμμύδι του, αντίς να πέσει στο γιατάκι, φόρεσε το τρίχινο σκουφί του και τράβηξε κατά την πόρτα. Η γριά του, η Γκουντίνα ξαφνιάστηκε.
«Που πααίν’ς, Γκουντή;» τον ρώτησε.
«Δουλειά σ’!» της απάντησε ο άντρας της.
Και η σκλάβα του κάμπου βουβάθηκε μπρος στη διαταγή του αφέντη της.
Ο Γκουντής πήρε το δρόμο του κονακιού, με το αργό και μετρημένο βήμα των ύπουλων
καμπίσων της Θεσσαλίας. Μες στο μυαλό του γύριζε τα λόγια που θα ’λεγε στον τσιφλικά. Η αταβιστική διπλωματία της χιλιόχρονης σκλάβας γενιάς του πάλευε μέσα του με την απελπισία της στιγμής.



Εκτενέστερο απόσπασμα του παραπάνω έργου θα είναι διαθέσιμο στις ιστοσελίδες του ΠΟΘΕΓ αμέσως μετά την ολοκλήρωση της νομικής διαδικασίας εκχώρησης στο ΙΕΛ των σχετικών δικαιωμάτων χρήσης από τους κατόχους των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί του συγκεκριμένου έργου.