Terzakis Aggelos
Avril
 
Nouvelle qui contient les souvenirs d’enfance et de jeunesse de l’auteur et dont la seconde partie traite de la guerre de 1940.
 
Avril, Maison d'édition Estia, Athènes 2006, Pg.15-90, Première Publication:1946
 
 
Η πατρίδα μου είναι ένα γέρικο πέτρινο λιοντάρι, που βουτάει τα νύχια του στην αφρισμένη θάλασσα του Αργολικού.
Κρατεί τα μάτια σφαλιστά, βάρυπνα, και στο κραταιό της μέτωπο έχει ξεχαστεί ή αυστηρή ζάρα της έγνιας. Ο δικός της ο ύπνος δεν είναι σαν τους άλλους, αδιαφορία κι’ εγκατάλειψη. Στη θωριά της ακόμα δεν απλώθηκε η χαύνη έκσταση της λήθης. Ο ύπνος της είναι συλλογή βαθιά, στοχασμός κλειστός κι’ αυτοσυγκέντρωση, που όσο πάει και βουλιάζει περισσότερο στην προαιώνια ακινησία, Κοιμάται πάνοπλη, όπως έζησε την άγρια τη ζωή της. Αποτραβηγμένη μ' απαυδημό εκεί - κάτω, στον μυχό του Αργολικού, ανασαίνει ηρέμα το γλυκό μπάτη του πελάγου που της τυλίγει ανάερα, με γάζες μυρωμένες, τα σκυθρωπά κάστρα και τους προμαχώνες. Τα μαύρα δόντια τους, που τρίφτηκαν, χάσκουν τώρα μάταια κατά τον ουρανό. Όμως η φοβέρα λες και δε διαλύθηκε ακόμα στον αέρα. Πολλά μυστικά κρύβει η θάλασσα, και το πέλαγο φανέρωσε άλλοτε τόσες πικρές τρομάρες... Κοιμάται η γέρικη πολιτεία και σύγκαιρα αυτιάζεται το σάλπισμα του μακρυνου ανέμου, θες καράβια της Δημοκρατίας του Αγιου Μάρκου, θες χουρσάρικα της Μπαρμπαριας, εδώ ήρθανε, μ’ άντρες αβρούς ή βάρβαρους, να της τρυγήσουνε το μέλι. Ο δόγης έχει αρραβωνιάσει τη θάλασσα, κι’ αυτή, υπάκουη πια, τον δουλεύει. Ο μπαρμπερίνος, ορθός στην πλώρη, τη γερακωτή, ζυγιάζει στο μελαψό χέρι του το γάντζο. Ο άνεμος της Μεσογείου τους φέρνει όλους κατά κει, με φουσκωμένα τα πανιά, ίσια στον παρθενικό κόλπο της Αργολίδας. Της φιλοδοξίας η λάγνη ορμή, της απληστίας η λύσσα, ακόρεστες δυνάμεις έξουσιασμού κι’ εξόντωσης, έδωσαν εδώ το λόγο τους να χτυπηθούν. Για χρόνια, αιώνες, τα κάστρα δεν πάψανε να καπνίζουν. Πυραχτωμένο, τρεμοσάλευτο, το σκληρό τούτο πετράδι, που ο Μωρίας το αγκαλιάζει φιλάργυρα, έγινε αντικείμενο της προαιώνιας αντιδικίας των ανθρώπων.
Σαν ανοίγω τα μάτια μου στη ζωή, θυμάμαι μιαν αίσθηση μυστική κι' ανέκφραστη, τη μυρωδιά από τον καπνό, τη μπόχα της μάχης που πλανιέται αχνή κι’ άσβυστη ακόμα στον αέρα. Κατακαθίζει λες στις παλιές πέτρες, στους βράχους τους υγρούς, όπου η αλμύρα κρουστάλλωσε, στα φιδολύγιστα δρομάκια που τρυπώνουν βιαστικά, ανήσυχα, μέσα στα σπλάχνα των σκουριασμένων κάστρων. Λουφάζει την ήμερα κάτω από το μεγάλο ηλιοφώς. Ζωντανεύει με το σούρουπο κι’ αρχίζει ν' αναδίνεται, λιβανωτή και σύμπυκνη, τυλίγοντας την πολιτεία με τον αχνό της. Είναι βαριά και πικρή, ανάσα καθυστερημένη από μπαρούτι που άναψε, χνώτα κανονιών που χούγιαξαν τον αέρα. Είναι μεθυστική και ύπουλη, μύρο ναρκωτικού που κατακαθίζει αργά και θάβει σε βελουδένια πνιγμονή τις ζωές των ανθρώπων. Οι καμπάνες του εσπερινού που σημαίνουν, οι κραυγές των σκοπών από τα κάστρα, φεύγουνε σαν κοπάδια τρομαγμένα πουλιά στον ουρανό πού πρασίνισε. Η σκιά κατεβαίνει, επίσημη κι' αδυσώπητη, πάνω στη μικρή, γέρικη πολιτεία.
Κάποια άτονα φανάρια. ανάψανε δειλά. Στα δρομάκια που πλευρίζουνε τα κάστρα, το κίτρινο φως δυναμώνει τη συνοφρύωση του μαύρου. Τα μάκρη των δρόμων χάνονται σε τρομαχτικές γωνιές κ’ οι χτισμένες πέτρες των επάλξεων παίρνουνε με τη σκιά μιαν απόκοτη ζωντάνια. Η στενόχωρη ζωή, η μακροχρόνια κλεισούρα, νοτίσανε τους δρόμους με μυρωδιές φαρμακερές. Ο ιδρώτας των ανθρώπων, εκκρίσεις μυστικές κι' ανομολόγητες, μουσκέψανε τους τοίχους και τους στοιχειώσαν. Σύμπυκνη μπόχα από την ανασεμιά του κτήνους εμψυχώνει μ’ απαίσια ζωή την πέτρα. Τη νύχτα, τα φανταστικά τούτα φίδια των οσμών ανοίγουν τα πρασινωπά μάτια τους και τα παίζουν, ορθώνουν τα γλυφτά κορμιά, λιανές φλόγες κίτρινες, και γνέφουν στο σκοτάδι. Τα χνώτα τους βρωμίζουν τον αέρα και τον μολεύουν. Οι ψυχές από τα πτώματα που στράγγισαν το αίμα τους στις τάπιες σταλιά - σταλιά, βγαίνουνε, θαρείς, στη γύρα, ακολουθώντας μουγγά τους ίσκιους των σκοπών πού βηματίζουν.
Και οι άνθρωποι είναι μαζεμένοι. Περνούσες στους δρόμους κι’ έβλεπες στα πλάγια σου τα μαγαζάκια χωμένα στους τοίχους με φώτα λαδιά, πίσω από θαμπά τζάμια. Δουλεύανε βουβά, σκυμμένοι κάπου, με τη ράχη που η λάμπα την καμπουριάζει και την προβάλλει στον τοίχο θεόρατη. Δουλεύανε μηχανικά, σαν και η απόπνοια του ναρκωτικού να τους είχε κοιμίσει τη σκέψη. Η πολιτεία την ώρα τούτη ονειρεύεται, και λοιπόν όλοι πρέπει να σωπαίνουν.
Η ώρα τούτη δεν είναι για να γυρίζουν στους δρόμους τα παιδιά. Εγώ κι ο Κοσμάς χωρίζαμε. Εκείνος πήγαινε στο μαγαζί του πατέρα του, δίπλα, στη γωνιά του δρόμου, κ’ υστέρα τον έστελναν σπίτι. Κρεμούσε την κεφάλα του λυπημένος ο κακομοίρης, και σφάλιζε το στόμα του πεισματερά.
—Εμπρός, τράβα να πας στη μάννα σου, τούλεγε αγριωπά ο πατέρας του καπνίζοντας ολοένα τη δεκάρικη πίπα.
Στεκότανε για λίγο στη γωνιά, προβάλλοντας έτσι τη βουβή αντίσταση του αδύναμου, κι’ έσκυβε επίμονα το κεφάλι του.
— Τράβα, μωρέ !
Έφευγε.
Ο πατέρας του σφάλιζε το μαγαζί κι’ ανέβαινε υστέρα στο δικό μας σπίτι. Έμπαινε μ' ευλάβεια στην τραπεζαρία όπου είτανε καθισμένη από το δειλινό η γιαγιά, και καθότανε κι’ αυτός εκεί, να τη συντροφέψει. Της έλεγε για τον Αγαθάγγελο, πού τον είχε διαβάσει το μεσημέρι, όπως και πάντα άλλωστε. Προφήτευε λιμούς, σεισμούς, καταποντισμούς. Κουνάγανε κ’ οι δυο τους τα κεφάλια, θλιβερά, και θρηνούσανε τη μοίρα των ανθρώπων.
Κάποτε, παίρνοντας εξαιρετική τόλμη, ο πατέρας του Κοσμά έσκυβε στην πολυθρόνα της γιαγιάς και της έλεγε χαμηλόφωνα, με τη φωνή του καπνιστή που βράζει στο στήθος :
— Διάβασα σήμερα μια στάλα και... Σολομωνική.
—· Σώπα, χριστιανέ! έκανε αναπηδώντας η γιαγιά και σήκωνε τα χέρια της στον αέρα.
Ο πατέρας του Κοσμά τραβιότανε πίσω, τάχα μου δειλιασμένος. Μα τόβλεπες πως η ξαφνική τούτη αίσθηση που προξένησε είναι ίσως η μεγαλύτερη απόλαυση της ζωής του.
Είταν ένας ηλικιωμένος άνθρωπος, με κεφάλι ολοστρόγγυλο και μαλλιά άσπρα, κουρεμένα κοντά, που στέκονταν βαθιά στο κρανίο του πάνω, σα βλάστηση από βελόνες. Καμπούριαζε το ψηλό κορμί του, και τα υποταχτικά μάτια του είχανε μια τρεμουλιάρα λάμψη. Στα σκεβρωμένα ροζιάρικα δάχτυλα του, με το χοντρό και με το δείχτη κρατούσε πάντα τη δεκάρικη στραβή πίπα που φουμάριζε. Μύριζε ολάκερος, από μακρυά, καπνό. Τα μάτια του, που σε κοίταζαν δειλά, με υποταγή, ξάφνου, δίχως να το καταλάβεις πως, γίνονταν ατσάλινα και σε κάρφωναν.
Όμως ο Κοσμάς είταν ένα ήσυχο, καλόβολο παιδί. Αν βάλεις κατά μέρος το λίγο πείσμα που είχε, αυτή τη βουβή, παθητική του αντίσταση στη δυναστεία του πατέρα, είτανε κατά τ’ άλλα το πιο αγαθό πλάσμα που γνώρισα.. « — Πάμε εδώ, Κοσμά ; — Πάμε ». « - Πάμε εκεί, Κοσμά ; — Πάμε ». « — Τι λες, κάνουμε τούτο το φιάσκο ; —Το κάνουμε ». Γυρίζαμε όλο τα’ απόγεμα στο δρόμο μας, ανάμεσα σπίτι μου και μαγαζί τους, το διάστημα που μας έταξαν, και το ιδανικό μας είτανε να σκαρώσουμε καμμιά βρωμοδουλειά σε κανένα διαβάτη.



Εκτενέστερο απόσπασμα του παραπάνω έργου θα είναι διαθέσιμο στις ιστοσελίδες του ΠΟΘΕΓ αμέσως μετά την ολοκλήρωση της νομικής διαδικασίας εκχώρησης στο ΙΕΛ των σχετικών δικαιωμάτων χρήσης από τους κατόχους των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί του συγκεκριμένου έργου.

Textes Critiques