Roïdis Emmanouil
I papissa Ioanna
 
 
Papissa Ioanna, Maison d'édition Nefeli 1988, Pg.89-367, Première Publication:1866
 
 
Α'
«Il y a bien de la difference entre rire de la religion, et rire de ceux qui la profanent par leurs opinions extravagantes».
(Pascal, lettre XI).
Από του μέσου άρχονται συνήθως οι επικοί ποιηταί• ταυτό ποιούσι και οι μυθιστοριογράφοι, όσοι τας δεκατόμους τύχας των Πόρθων και Αραμίδων παραγγέλουσιν υπομισθίω εφημερίδι να ονομάση, αριστοτελική αδεία, εποποιίας• έπειτα ο ήρως, όταν εύρη ευκαιρίαν, εντός σπηλαίου ή ανακτόρου, επί ευώδους χλόης ή μαλακής κλίνης διηγείται τα προηγούμενα τη ερωμένη, επεί ευνής και φιλότητος εξ έρον έντο.
Ούτω θέλει ο Λατίνος Οράτιος εν τη Ποιητική• τούτο συνιστώσι και οι βιβλιοπώλαι, οσάκις παραγγέλλουσι βιβλίον, ορίζοντες εις τον συγγραφέα το μήκος, το πλάτος και την ύλην αυτού ως του ενδύματος εις τον ράπτην. Τοιαύτη τέλος είναι η κοινή μέθοδος• αλλ' εγώ προτιμώ ν' αρχίσω από την αρχήν• ο δε αγαπών την κλασικήν αταξίαν δύναται ν' αναγνώση πρώτον τας τελευταίας του βιβλίου μου σελίδας και έπειτα τας πρώτας, μετασχηματίζων ούτω εις επικόν μυθιστόρημα την απέριττον και φιλαλήθη διήγησίν μου.
Ο μέγας Βύρων έλαβε την υπομονήν ν' ακούση τας φλυαρίας των γραιών της Σεβίλλης, ίνα μάθη αν η μήτηρ του ήρωός του Δον Ζουάν έλεγε λατινιστί το Πάτερ ημών, αν ήξευρεν Εβραϊκά και εφόρει λινούν υποκάμισον και γαλανάς κνημίδας. Επιθυμών καγώ να είπω τω αναγνώστη τουλάχιστον πώς ωνομάζετο της ηρωίδος μου ο γεννήτωρ, ανεδίφησα τους εις μέγα φύλλον λήρους των μεσαιωνίων Ηροδότων• αλλ' ούτος είναι εκεί πολυώνυμος και ποκιλώνυμος, ως ο Ζευς παρά τοις ποιηταίς και ο Διάβολος παρά τοις Ινδοίς. Δαπανών έτη τινά εις παραβολάς χειρογράφων ηδυνάμην ίσως να μάθω, αν ο γεννήσας την Ιωάνναν ωνομάζετο Βιλλιβάλδος ή Βαλλαφρείδος• αλλ' αμφιβάλλω αν το κοινόν ήθελε με ανταμείψει διά τον τοιούτον κόπον μου. Ακολουθών λοιπόν το παράδειγμα των σημερινών λογίων, οίτινες φοβούνται μήπως, αν έχανον καιρόν αναγινώσκοντες, ήθελον γράψει ολιγώτερα και ούτω ζημιώσει τους τε συγχρόνους και τους μετά ταύτα, εξακολουθώ ή μάλλον άρχομαι της ιστορίας μου.
Ο ανώνυμος λοιπόν πατήρ της ηρωίδος μου ήτο Άγγλος μοναχός• εκ τίνος δε επαρχίας δεν ηδυνήθην να μάθω, μη ούσης ακόμη διηρημένης της Βρεταννίας εις κομιτάτα προς ευκολίαν των εισπρακτόρων. Κατήγετο δε εκ των Ελλήνων εκείνων αποστόλων, οίτινες εφύτευσαν τον πρώτον σταυρόν εις την χλοεράν Ιρλανδίαν, και υπήρξε μαθητής του Εριγενούς Σκώτου, όστις πρώτος εφεύρε τον τρόπον του κατασκευάζειν αρχαία χειρόγραφα, δι' ων ηπάτησε τους τότε λογίους, ως ο Σιμωνίδης τους Βερολινείους. Ταύτα μόνα διέσωσεν ημίν η ιστορία περί του πατρός της Ιωάννας. Η δε μήτηρ αυτής εκαλείτο Γιούθα, ήτο ξανθή και έβοσκε τας χήνας Σάξωνος βαρόνου. Ούτος καταβάς την παραμονήν συμποσίου, ίνα εκλέξη την παχυτέραν, ωρέχθη και της ποιμενίδος, ην από του ορνιθώνος μετέφερεν εις τον κοιτώνα. Βαρυνθείς αυτήν μετ' ολίγον την έδωκεν εις τον οινοχόον, ο οινοχόος εις τον μάγειρον και ούτος εις τον χυτροκόρον, όστις ευλαβής ων αντήλλαξε την νεάνιδα μετά του μοναχού, λαβών αντ' αυτής οδόντα του αγίου Γουτλάκου, του ζήσαντος και οσίως τελευτήσαντος εντός λάκκου τινός της Μερκίας. Ούτω εξέπεσεν η Γιούθα από της κλίνης δεσπότου εις τας αγκάλας καλογήρου, ως και σήμερον εν Αγγλία οι υψηλοί πίλοι από των κροτάφων διπλωμάτου εις την κεφαλήν επαίτου• καθότι εις τον ευνομούμενον εκείνον τόπον πολλοί μεν αποθνήσκουσι της πείνης, πολλοί δε προσβάλλουσι την αιδώ δι' έλλειψιν υποκαμίσου, αλλά πάντες γερουσιασταί και νεκροθάπται, κόμητες και ψωμοζήται φορούσι πίλον υψηλόν, όστις θεωρείται εκεί ως το παλλάδιον της συνταγματικής ισότητος.
To συνοικέσιον υπήρξεν ευτυχές. Την μεν ημέραν περιήρχετο ο μοναχός τους πέριξ πύργους, πωλών ευχάς και κομβολόγια, το δε εσπέρας επέστρεφεν εις το κελλίον έχων τας χείρας υγράς από τα φιλήματα των πιστών και την πήραν πλήρη άρτου, κρεάτων, πλακούντων και καρύων• γεώμηλα δε δεν υπήρχον ακόμη εν Αγγλία, αλλ' εισήχθησαν βραδύτερον μετά του συντάγματος προς χρήσιν του ελευθέρου λαού, ότε επελθούσης της ισότητος, έπαυσαν οι υπηρέται να τρώγωσι καλά κρέατα εις την αυτήν τράπεζαν μετά του αυθέντου.
Η Γιούθα άμα ήκουε μακρόθεν εις την πεδιάδα το άσμα του επιστρέφοντος συζύγου, έστρωνε την τράπεζαν• έθετε δηλ. επί απελεκήτων σανίδων ξύλινον πινάκιον κοινόν αμφοτέροις, σιδηράν περόνην, κέρας βουβάλου ως ποτήριον και ξηρούς κλάδους εις την εστίαν, ίνα φωτίζη το δείπνον• τα δε χειρόμακτρα, αι φιάλαι και τα κηρία ήσαν τότε εις μόνους τους επισκόπους γνωστά. Μετά το δείπνον ήπλωνον οι νεόνυμφοι προβειάς επί σωρού ξηρών φύλλων, επί των προβειών ηπλούντο εκείνοι και επ' αυτών δασύμαλλον δέρμα λύκου. Όσω δριμύτερος εφύσα έξω ο βορράς, όσω πυκνοτέρα κατέπιπτεν η χιών, τόσω σφιγκτότερα ενηγκαλίζετο το όλβιον εκείνο ζεύγος, αποδεικνύον ούτω πόσω ηπατάτο ο Άγ. Αντώνιος, ισχυριζόμενος ότι το κρύος ψυχραίνει τον έρωτα, και οι αρχαίοι Έλληνες, οι παριστώντες τον χειμώνα ως γέροντα μισογύνην.
Τοιαύτας διήγον οι γονείς της Ιωάννας χρυσάς ημέρας χλεροίσιν ιαινόμενοι μελέεσιν, ότε πρωίαν τινά, ενώ ο μοναχός απετίνασσεν εκ των βλεφάρων τον ύπνον και εκ της μαύρης γενειάδος ξανθάς τινας τρίχας της γυναικός του, δύο Αγγλοσάξωνες τοξόται γυμνοί τας κνήμας και τους πόδας, μικράς φέροντες ασπίδας και βελοπληθείς επί των ώμων φαρέτρας, ενεφανίσθησαν προ της εισόδου της καλύβης, προσκαλούντες τον οικοδεσπότην εν ονόματι του Επτάρχου Εκβέρτου ν' ακολουθήση αυτούς, λαμβάνων τα προς μακράν πορείαν αναγκαία εφόδια. Έντρομος ο καλόγηρος αναρτήσας το δισάκκιον εις τους ώμους, λαβών την γυναίκα διά της δεξιάς, την βακτηρίαν διά της αριστεράς και το ευχολόγιον υπό μάλης ηκολούθησε τους σκυθρωπούς οδηγούς.
Τρεις ημέρας και δύο νύκτας οδοιπορήσαντες διά φαλακρών ορέων και ερεικοφύτων κοιλάδων και πολλούς συναντήσαντες καθ' οδόν ιερωμένους, υπό την επιτήρησιν τοξοτών έφθασαν την τετάρτην εις την παραθαλάσσιον πολίχνην Γαριάνορον. Μέγα πλήθος λαού ήτο επί της προκυμαίας συνηθροισμένον, επί θρόνου χλοερού ίστατο ο επίσκοπος Εβοράκου Βόλσιος ευλογών τους πιστούς και ογκώδες σαξωνικόν πλοιάριον εσαλεύετο εν τω λιμένι, ανυπόμονον ν' αναπετάση το τετράγωνον ιστίον εις την απόγαιον αύραν. Ότε επλησίασαν οι πανταχόθεν της Αγγλίας στρατολογηθέντες μοναχοί, εξήκοντα τον αριθμόν, ο ευσεβής Βόλσιος εναγκαλισθείς αυτούς ανά ένα και εγχειρίσας εκάστω δύο δηνάρια, «Πορεύεσθε, είπε, και διδάσκετε πάντα τα έθνη».
Από της αγκάλης του επισκόπου μετέβησαν παραχρήμα οι ιεροκήρυκες εις τας σανίδας της κοίλης νηός και μετ' ου πολύ έσχισαν τα θολά κύματα του γερμανικού πελάγους, αγνοούντες προς ποίας έπλεον όχθας εις αναζήτησιν μαρτυρικού στεφάνου ή λιπαρού μοναστηρίου. Αλλ' ενώ ποντοπορούσιν ούτοι υπό την σκέπην του Σταυρού, θέλομεν ημείς πληροφορήσει τον αναγνώστην τί παθών ο επίσκοπος Βόλσιος παρέδιδεν εις το παλίμβολον των κυμάτων τους φωστήρας της αγγλικής Εκκλησίας. Αλλά προς τούτο αποχαιρετώντες την νήσον των Βρεταννών ας μεταβώμεν εις την χώραν των Φράγκων.
Ο μέγας Κάρολος, αφού περιέδραμε την Ευρώπην θερίζων δάφνας και κεφαλάς διά της μακράς του σπάθης, αφού έπνιξεν, ετύφλωσεν ή εστρέβλωσε τα τρία τέταρτα των Σαξώνων, αποκτήσας ούτω την υποταγήν και το σέβας των επιζώντων, ανεπαύετο τέλος επί των τροπαίων του εις Ακυίσγρανον, πόλιν περίφημον διά τα άγια λείψανα και τας βελόνας. Τα πάντα εβάδιζον κατ' ευχήν εν τη απεράντω αυτοκρατορία• ο σοφός Αλκουίνος έλουεν εις το ύδωρ του βαπτίσματος τους ρυπαρούς του Καρόλου υπηκόους, έκοπτε τα κόκκινά των γένεια και τα μακρά ονύχια και ανοίγων αυτοίς της ανεξαντλήτου σοφίας του τον θησαυρόν έτριβε του ενός τα χείλη διά του μέλιτος του ιερού λόγου, έτρεφεν άλλον με της γραμματικής τας ρίζας και τρίτον εδίδασκεν ότι των χηνών τα πτερά, διά των οποίων καθίστα ταχύτερα τα βέλη, ήσαν και προς γραφήν επιτήδεια.
Ο δ' ευτυχής αυτοκράτωρ διήνυεν αφρόντιδας ημέρας, μετρών τα ωά των ορνίθων του, τακτοποιών τα ωρολόγια και τα κράτη του, παίζων μετά των θυγατέρων του και του ελέφαντος, ον έλαβε δώρον παρά του καλίφου Αρούν, καταδικάζων εις μικρόν πρόστιμον τους φονείς και ληστάς και απαγχονίζων εις τα δένδρα του κήπου του όσοι των υπηκόων έτρωγον κρέας την Παρασκευήν ή έπτυον μετά την μετάληψιν.
Αλλ' ενώ ο ευσεβής Κάρολος, όστις, καίτοι μη εξεύρων να γράφη, εγνώριζεν όμως την κλασικήν αρχαιότητα, επανέλεγε καθ' εκάστην: Haec mihi Deus otia fecit, οι Σάξωνες ανήγειρον πάλιν την θρασείαν και ακτένιστον κεφαλήν των και βυθίζοντες την χείρα εις το αίμα ουχί ταυρείων, αλλ' ανθρωπίνων θυμάτων, ώμνυον εις τον Tουίτονα, τον Ιρμινσούλ και Αρμίνιον ή ν' αποσείσωσι τον καρόλειον ζυγόν ή διά του αίματος αυτών να φυράσωσι του Άλυος και Βισούργιδος τας όχθας. Ήλθεν, είδε και ενίκησε κατά το σύνηθες ο άμαχος αυτοκράτωρ διά της λόγχης εκείνης, ην κατά τους Ευαγγελιστάς εβύθισεν ο Ρωμαίος στρατιώτης εις του Σωτήρος την πλευράν, ο δε αρχάγγελος Μιχαήλ εμφανισθείς καθ' ύπνους τω Καρόλω εναπέθεσεν επί της κλίνης του, ίνα κατά τους χρονογράφους ανταμείψη αυτόν, διότι και από εψημένου και από ωμού κρέατος απέχων την Τεσσαρακοστήν εκοιμάτο μόνος.
Μετά την νίκην, φοβούμενος ο άγιος αυτοκράτωρ μη αναγκασθή και πάλιν υπό των αγριανθρώπων εκείνων να διακόψη τας ευσεβείς αυτού ασχολίας, απεφάσισεν ή πάντας τους νικηθέντας να εξολοθρεύση ή εκόντας άκοντας όλους να βαπτίση. Ουδείς ποτέ ιεροκήρυξ κατώρθωσε πλείονας απίστους εν βραχεί χρόνω να χριστιανίση• αλλ' η ευγλωττία του Φράγκου κατακτητού ήτο ακαταμάχητος. «Πίστευσον ή σε φονεύω», έλεγεν εις τον δεσμώτην Σάξωνα, εις ου τα όμματα ήστραπτεν ως πειστικώτατον επιχείρημα η μάχαιρα του δημίου, και όλος εκείνος ο όχλος επήδα εις την κολυμβήθραν ως αι νήσσαι εις τους λάκκους, αφού βρέξη.
Επειδή όμως, όσω παντοδύναμος και αν υποτεθή η πίστις, απαιτείται ουχ ήττον να γνωρίζη οπωσούν και ο χριστιανός εις τι πιστεύει, συνηθίζετο τότε εν Ευρώπη, ως σήμερον εν Οταΐτη και Μαλαβάρη, να μανθάνωσιν οι νεοβάπτιστοι είδος τι κατηχήσεως, ην οι δεκανείς του Καρόλου εδίδασκον τους Σάξωνας, τάσσοντες αυτούς κατά σειράν ανά δέκα ως νεοσυλλέκτους και ραπίζοντες ανηλεώς, οσάκις προσέκοπτον εις δυσπρόφερτον τινά λέξιν του «Πιστεύω». Ούτω ελάμβανε δίκην ο Ιησούς παρά των ειδώλων δι' όσα έπαθον υπ' εκείνων οι πρώτοι αυτού οπαδοί, ότε εκαίοντο επί Νέρωνος ή ωπτούντο επί Διοκλητιανού, κ' εντεύθεν των Γάλλων η παροιμία «Η εκδίκησις είναι η ηδονή των θεών».
Ενόσω μεν διήρκει ο πόλεμος, οι στρατιώται εξηκολούθουν εκπληρούντες έργα ιερέων• αλλ' αφού ησύχασαν τα πράγματα και εξηντλήθησαν αι θεολογικαί γνώσεις των θωρακοφόρων εκείνων ιεροκηρύκων, πάντες και προ πάντων ο αυτοκράτωρ ησθάνθησαν την ανάγκην σοβαρωτέρων κατηχητών. Αλλά παρά τοις Φράγκοις καλόγηροι μόνον υπήρχον τότε και δεινότεροι περί την ζυθοποιίαν ή την δογματικήν, βαπτίζοντες τα βρέφη εις το όνομα της Πατρίδος, της Θυγατρός και της Αγίας Πνοής, ισχυριζόμενοι ότι η Θεοτόκος συνέλαβεν εκ του ωτός, προγευματίζοντες προ της μεταλήψεως και αναγκάζοντες τον διάκονον να πίη το ύδωρ, δι' ου έπλυνον τας χείρας μετά την λειτουργίαν.
Εις τοιούτων διδασκάλων τας χείρας ουδ' αυτούς τους Σάξωνας ετόλμησεν ο Κάρολος να εμπιστευθή, φοβούμενος μη αναγκασθή μετ' ολίγον να εκστρατεύση και πάλιν, ίνα νέα είδωλα κρημνίση, τα του Βάκχου και του Μορφέως. Απορών περί του πρακτέου εσυμβουλεύθη τον Αλκουίνον, εις ου τους χρησμούς κατέφευγον τότε οι Φράγκοι, ως οι Έλληνες εις την Πυθίαν. Ο Αλκουίνος ήτο Άγγλος, η δε Αγγλία είχε τότε το μονοπώλιον των θεολόγων, ως σήμερον των ατμομηχανών. Εκεί λοιπόν εστάλη πλοίον, ίνα φορτωθή ιεροκήρυκας προς μύησιν των Σαξώνων εις της πίστεως τα μυστήρια.
Η σωτήριος εκείνη κιβωτός της χριστιανοσύνης, εφ' ης είδομεν επιβάντα και της Ιωάννας τον πατέρα μετά της γυναικός, εφέρετο οκτώ ημέρας επί των υδάτων, την δε ενάτην υπερβάσα το στόμιον του Ρήνου προσωρμίσθη ενώπιον της πόλεως Νοβιομάγου, όπου κατά πρώτον επάτησαν το γερμανικόν χώμα οι αγρευτήρες εκείνοι των ψυχών. Εκείθεν άλλοι επί όνων, άλλοι διά λέμβων και άλλοι αποστολικώς ανατρέξαντες εις τας πηγάς της Λίππης, έφθασαν τέλος κεκμηκότες και πειναλέοι εις Παδέβορνον, όπου εσκήνου ο Κάρολος εν μέσω σταυρών και ασπίδων. Η Σαξωνία διενεμήθη παραχρήμα υπό του νικητού εις τους νεήλυδας καλογήρους, ων έκαστος έλαβεν εντολήν να κοσμήση διά του Σταυρού πάσαν καλύβην επαρχίας τινός της κατακτηθείσης χώρας, της δε Ιωάννας ο πατήρ διετάχθη να διευθυνθή προς νότον, ίνα κρημνίση το εν Ερισβούργη είδωλον του Ιρμινσούλ, περί το οποίον συνήρχοντο οι τότε επαναστάται, ως οι ημέτεροι εις τα Χαφτεία, προσφέροντες ανθρωπίνους θυσίας και νέας καθ' εκάστην χαλκεύοντες συνωμοσίας. Ο ταλαίπωρος μοναχός, φορτώσας επί οναρίου την γυναίκα του και τέσσαρας μαύρους σαξωνικούς άρτους, ήρξατο της νέας οδοιπορίας, σύρων το ζώον εκ του χαλινού και μετά δακρύων ενθυμούμενος τας αναπαύσεις της πατρώας καλύβης.
Οκτώ όλα έτη επλανήθη ο πατήρ της Ιωάννας υπό τα δένδρα της Βεσταλίας, βαπτίζων, διδάσκων, εξομολογών και θάπτων. Πολυπαθέστερος δε γενόμενος και αυτού του αποστόλου Παύλου πολλάκις ερραβδίσθη, δεκάκις ελιθάσθη, πεντάκις ερρίφθη εις τον Ρήνον και δις εις τηνΆλυν, τετράκις εκάη, τρις εκρεμάσθη και μεθ' όλα ταύτα επέζησε τη βοηθεία της Θεοτόκου. Τον δε υποπτευόμενον ότι απίθανα λέγω, παραπέμπω εις της εποχής εκείνης τα συναξάρια, ίνα μάθη τίνι τρόπω η ξανθή Παναγία υπεστήριζεν διά των λευκών αυτής χειρών τους πόδας των πιστών της, οσάκις απηγχονίζοντο, έσβηνε τας φλόγας της πυράς διά ριπιδίου εκ πτερών Αγγέλου, οσάκις εκαίοντο, ή λύουσα την κυανήν ζώνην έτεινεν αυτήν εις τους καταποντιζομένους, ως η Ινώ τω Οδυσσεί τον πέπλον.
Τα τόσα παθήματα δεν ίσχυσαν να ψυχράνωσι τον ζήλον ή ν' αλλοιώσωσι το φρόνημα του ακαμάτου αποστόλου • το σώμα όμως αυτού κατήντησε βαθμηδόν αγνώριστον, αφού οι μεν Φρίσονες τω αφήρεσαν τον δεξιόν οφθαλμόν, οι δε Λογγοβάρδοι έκοψαν τα ώτα του, οι Θουρίγγιοι την ρίνα και οι ανήμεροι κάτοικοι του Ερκυνίου δάσους, θέλοντες να εξολοθρεύσωσι των ιεροκηρύκων την γενεάν, εθυσίασαν προ του βωμού του Τουίτονος τα δύο τέκνα του και έπειτα διά της αυτής απανθρώπου μαχαίρας απέκοψαν αυτώ... πάσαν πατρότητος ελπίδα.
Η Γιούθα, ήτις και μετά την τελευταίαν ταύτην συμφοράν έμεινε πιστή τω ηκρωτηριασμένω συζύγω, επειράτο παντοιοτρόπως ν' ανακουφίση τας θλίψεις του. Οσάκις εξυπνών την νύκτα προσήλονεν εις αυτήν μετά ματαίου πόθου τον ένα απομείναντα οφθαλμόν και έκλαιε την στέρησιν των τέκνων του και των πρώην ηδονών, ησπάζετο αυτόν λέγουσα, «Καθ' ημέραν ανάπτω λαμπάδα προ της εικόνος» του Αγ. Πατέρνου. Ίσως ο προστάτης ούτος της ευτεκνίας εφεύρη θαύμα τι, ίνα απολαύσωμεν και πάλιν τέκνα».
Η ευχή αύτη της καλής Γιούθας επληρώθη μετ' ου πολύ• ουχί φευ! διά θαύματος του αγίου Πατέρνου, αλλ' υπό δύο τοξοτών του κόμητος της Ερφούρτης. Οι κακότροποι ούτοι συναντήσαντες αυτήν παρά την όχθην της Φούλδας απλόνουσαν εις τον ήλιον τον χιτώνα του ανδρός της, όστις μη έχων άλλον εκρύπτετο ως ο Οδυσσεύς υπό σωρόν ξηρών φύλλων, περιμένων να ξηρανθή ο πλυθείς, ήπλωσαν κακείνην επί της χλόης και διά της βίας τη υπενθύμισαν τον αληθή επί της γης προορισμόν της γυναικός.
Αφού κορεσθέντες ανεχώρησαν οι στρατιώται, εξήλθε της κρύπτης ο ατυχής καλόγηρος και ενδυθείς υγρόν ακόμη το υποκάμισον απεμακρύνθη εκείθεν μετά της πεπονημένης γυναικός, καταρώμενος τους Σάξωνας, οίτινες πλην του μαρτυρικού επέθεσαν και άλλον στέφανον επί της φαλακράς κεφαλής του.
Εννέα μετά ταύτα μήνας, εν έτει 818, έτεκεν η Γιούθα εν Ιγγελχείμη ή κατ' άλλους εν Μογουντία, την μέλλουσαν ν' αρπάση τας ουρανίους κλείδας Ιωάνναν. Ο δε πατήρ αυτής ή μάλλον ο σύζυγος της μητρός, ίνα συνηθίση άμα γεννηθείσα εις του πλάνητος βίου τας κακουχίας, εβάπτισεν αυτήν εις το ψυχρόν ρεύμα της Μεΐνης, όπου εβύθιζον και οι αυτόχθονες τα ξίφη, ίνα σκληρότερα αυτά καταστήσωσι.
Πάντων των ηρώων την κοιτίδα κοσμούσι κατ' έθος αρχαίον οι βιογράφοι διά τεραστίων σημείων προαγγελλόντων τας μελλούσας αρετάς. Ούτω νήπιος έτι ων έπνιξε τους δράκοντας ο Ηρακλής, ο δε Κριεζώτης την άρκτον, αι μέλισσαι επεκάθισαν εις του Πινδάρου το στόμα, ο Πασχάλης εφεύρε δεκαετής την γεωμετρίαν, ο ήρως του Βύρωνος ακούων την λειτουργίαν εις της τροφού τας αγκάλας απέστρεφε τους οφθαλμούς από των ερρυτιδωμένων αγίων, ίνα προσηλώση αυτούς μετά κατανύξεως επί της Αγίας Μαγδαληνής, η δε ημετέρα ηρωίς η μέλλουσα εις το εκκκλησιαστικόν στάδιον να διαπρέψη, ουδέποτε Tετάρτην ή Παρασκευήν ηθέλησε να βυζάξη, αλλ' οσάκις προσεφέρετο αυτή ο μαστός κατά νηστήσιμον ημέραν, απέστρεφε τους οφθαλμούς μετά φρίκης.
Άγια λείψανα, σταυροί και κομβολόγια υπήρξαν τα πρώτα αυτής αθύρματα. Πριν φυτρώσωσιν οι οδόντες, εγνώριζε το Πάτερ ημών• αγγλιστί, ελληνιστί και λατινιστί, πριν δε αλλάξη αυτούς, εβοήθει ήδη τον πατέρα εις το αποστολικόν έργον, κατηχούσα τας ομήλικας Σαξωνίδας. Μόλις οκταετής ήτο, ότε απέθανεν η μήτηρ αυτής, η καλή Γιούθα, και επί του τάφου της μακαρίτιδος απήγγειλεν επικήδειον λόγον, αναβάσα επί των ώμων του νεκροθάπτου.
Αλλ' ενώ ηύξανεν η Ιωάννα κατά το κάλλος και την σοφίαν, ο πατήρ αυτής, καταβεβλημένος υπό των πόνων και της στερήσεως της συντρόφου, ησθάνετο τας δυνάμεις καθ' εκάστην ελαττουμένας. Μάτην επεκαλείτο τον άγιον Γήνον, ίνα στερεώση το κλονούμενον βήμα του, μάτην ανήπτε κηρία εις την Aγ. Λουκίαν, ίνα αποδώση εις τον οφθαλμόν του την δύναμιν να διακρίνη τα γράμματα του ψαλτηρίου και μάτην παρεκάλει τον άγιον Φόρτιον, ίνα ενισχύση την φωνήν του• αι δε χείρες αυτού τόσον έτρεμον, ώστε ημέραν τινά προσφέρων το σώμα του Σωτήρος εις την ηγουμένην του Μοναστηρίου Bιτερφείλδης, την ωραίαν Γίσλαν, αντί να εισαγάγη αυτό εις το ροδόχρουν στόμα της παρθένου, αφήκε να καταπέση εις τα λευκά στήθη της, άτινα η δούλη αύτη του Θεού είχε πάντοτε γυμνά δι' ιδιαιτέρας αδείας του πάπα Σεργίου. Το σκάνδαλον υπήρξε μέγα• η μεταλαμβάνουσα ηρυθρίασεν, αι μοναχαί εκάλυψαν διά των χειρών το πρόσωπον, οι δε αυτόχθονες ιερείς ανέκραξαν Ιεροσυλία! Ιεροσυλία, επανέλαβον ως πιστή ηχώ αι μονάζουσαι παρθένοι, και ως Βακχίδες ορμήσασαι κατά του δυστυχούς γέροντος απέσπασαν τα ιερά κοσμήματα και κακώς έχοντα έρριψαν αυτόν έξω του μοναστηρίου.
Επί δεκαπέντε ημέρας επλανάτο ο ατυχής απόστολος μετά της Ιωάννας εις τα μεταξύ Φραγκφούρτης και Μογουντίας άξενα δάση, διανυκτερεύων υπό το φύλλωμα των δένδρων και συντρώγων βαλάνους μετά των χοίρων της Βεσταλίας. Αλλ' η τροφή αύτη, ήτις τοσούτω παχείς καθιστά τους συντρόφους τούτους του Αγίου Αντωνίου, κατέστησε μετ' ου πολύ αυτόν τε και την θυγατέρα ισχνοτέρους των επτά σταχύων, ους είδε κατ' όναρ ο Φαραώ.
Μάτην επειράθη ο καλόγηρος ν' ανανεώση το θαύμα του συμπατριώτου αυτού Αγ. Πατρικίου, όστις δι' επικλήσεως τινος μετεμόρφωσε τους τρέχοντας εις τα όρη της Ιρλανδίας αγριοχοίρους εις λιπαρά χοιρομήρια, και μάτην παρεκάλει τους ιπταμένους υπεράνω της κεφαλής του αετούς, ίνα φέρωσιν αυτώ τροφήν ως εις τον Άγ. Στέφανον. Η δε Ιωάννα ανύψονεν ενίοτε υγρά βλέμματα προς τον πατέρα, κράζουσα «Πεινώ!». Εν αρχή μεν ο φιλόστοργος γονεύς ανατείνων τους κατίσχνους βραχίονας εις ουρανόν απεκρίνετο, ως η Μήδεια «τας φλέβας μου θέλω ανοίξει, ίνα διά του αίματός μου σε χορτάσω». Αλλά βαθμηδόν τοσούτον εξήρανεν η πείνα τον λάρυγγα και την καρδίαν του, ώστε εις τους θρήνους της θυγατρός απεκρίνετο λακωνικώς «Πήδα».
Η κίνησις λυχνίας ωδήγησε τον Γαλιλαίον εις την κατασκευήν του ωρολογίου, ο δε πειναλέος μοναχός ωδηγήθη υπό λευκής άρκτου εις ανεύρεσιν νέου πόρου ζωής. Ιδών μίαν των πολυμάλλων τούτων θυγατέρων του πόλου ορχουμένην εν πανηγύρει και τον αυθέντην αυτής αργυρολογούντα τους θεατάς, εσκέφθη να μεταχειρισθή την πρόωρον σοφίαν της Ιωάννας, ως ο θηριοτρόφος την όρχησιν της άρκτου, ίνα πορίζηται δι' αυτής τον επιούσιον άρτιον και ζύθον. Δικαίως άρα ισχυρίσθη ο σοφός Έρασμος, ότι πας φρόνιμος δύναται και παρ' άρκτου πολλά χρήσιμα να μάθη. Ήρξατο λοιπόν να ετοιμάζη την θυγατέραν εις το νέον επάγγελμα, στοιβάζων εις την δεκαετή της κορασίδος κεφαλήν τας φλυαρίας, όσας οι τότε σοφοί ωνόμαζον Δογματικήν, Δαιμονολογίαν, Σχολαστικήν ή άλλως πως και ενέγραφον επί μεμβράνης, αφ' ης απέξεον ομηρικούς στίχους ή επιγράμματα του Ιουβενάλη. Ότε δε ενόμισεν αυτήν ικανώς προηλειμμένην εις τον καλόν τούτον αγώνα, ήρχισε να περιέρχηται τους πύργους και τα μοναστήρια της παχυχλόου Βεσταλίας. Εισερχόμενος προσεκύνει εδαφιαίως τον άρχοντα, ηυλόγει την οικοδέσποιναν, έτεινε τας χείρας ή την ζώνην προς ασπασμόν τοις υπηρέταις, είτα δε ετοποθέτει την Ιωάνναν επί τραπέζης και ήρχιζεν η παράστασις• «Θύγατερ, ηρώτα αυτήν, τι είναι γλώσσα; - Η μάστιξ του αέρος. - Τι είναι αήρ; - Το στοιχείον της ζωής - Τι είναι ζωή; - Ηδονή τοις ευτυχούσι, βάσανον τοις πτωχοίς, θανάτου προσδοκία - Τι είναι θάνατος; - Αποδημία εις αγνώστους όχθας. - Τι είναι όχθη; - Το όριον της θαλάσσης - Τι είναι θάλασσα; - Η κατοικία των ιχθύων. - Τι είναι οι ιχθύες; - Της τραπέζης αρτύματα.



Εκτενέστερο απόσπασμα του παραπάνω έργου θα είναι διαθέσιμο στις ιστοσελίδες του ΠΟΘΕΓ αμέσως μετά την ολοκλήρωση της νομικής διαδικασίας εκχώρησης στο ΙΕΛ των σχετικών δικαιωμάτων χρήσης από τους κατόχους των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί του συγκεκριμένου έργου.

Textes Critiques