Korais Adamantios
«Prolegomena», Omirou Iliados Rapsodia A΄
 
 
Prolegomena stous archaious Ellines syngrafeis (tomos 2os), Maison d'édition Fondation Culturelle de la Banque Nationale 1988, Pg.104-137, Première Publication:1811
 
 

ΟΜΗΡΟΥ

 

ΙΛΙΑΔΟΣ ΡΑΨΩΔΙΑ Α,

 

ΜΕΤ’ ΕΞΗΓΗΣΕΩΝ ΠΑΛΑΙΩΝ ΚΑΙ ΝΕΩΝ.

 

 

ΕΚΔΟΣΙΣ ΒΟΛΙΣΣΙΑ.

 

                                                                                              «Και έστιν αληθώς βασιλικόν πράγμα η Ομήρου

                                                                                                                            ποίησις και μάλιστα η Ιλιάς»

                                                                                                                        Ευσταθ. Προοιμ, εις την Ιλιάδ.

 

ΕΝ ΠΑΡΙΣΙΟΙΣ,

 

ΕΚ ΤΗΣ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑΣ Ι. Μ. ΕΒΕΡΑΡΤΟΥ.

 

ΑΩΙΑ.

  

ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ

 

«Παράξενον ίσως, φίλε, θέλει σε φανήν, ότι σε γράφω, όχι από την ένδοξον της  ενδόξου νήσου Χίου πόλιν, αλλ’ από ταπεινόν αυτής χωρίον, την Βολισσόν».

            «Εις την μελετωμένην (ως και άλλοτε σ’ έγραψα) έκδοσιν του Ομήρου, παρά την πτωχήν μου βιβλιοθήκην, ουδεμία άλλην βοήθειαν έχων, ακόλουθον ήτο βέβαια να προτιμήσω την πόλιν, ως συνειθίζουν αυτού όσοι καταγίνονται εις συγγράμματος τινός σύνθεσιν, η έκδοσιν, να μεταφέρωνται εις τας πόλεις, όπου και βιβλιοθήκαι πλουσιώτεραι, ικαναί να τους βοηθήσωσι, και άνδρες ευρίσκονται σοφώτεροι, καλοί να τους συμβουλεύσωσιν, εάν η χρειά το καλέση».

            «Αλλ’ η κατάστασις, φίλε, των Ελληνικών πόλεων δεν ομοιάζει ακόμη, μηδ’ εξεύρω πότε μέλλει να ομοιάση, την κατάστασιν των πόλεων της σοφής Ευρώπης. Δεν μας λείπουσι πλούσιαι πόλεις, στολισμέναι με λαμπρούς οίκους, με ναούς μεγαλοπρεπεστάτους, με νοσοκομεία πρόσφορα εις τας σωματικάς αρρωστίας, και όμως δεν έχομεν ακόμη σχολεία ικανά να θεραπεύσωσι του νου τας ασθενείας. Πώς είναι άξιον να ονομάζωνται σχολεία της Ελληνικής γλώσσης, ή των επιστημών, εις τα οποία δεν ευρίσκεις σχεδόν καμμίαν από τας σοφάς εκδόσεις των Ελληνικών συγγραφέων, καμμίαν από τας ακαδημαϊκάς συναγωγάς μαθηματικών και φυσικών διατριβών, κανέν’ από τα περιοδικά συγγράμματα της σοφής Ευρώπης; Είναι φανερός περιπαιγμός να επαγγέλωνται διδάσκαλοι της προγονικής γλώσσης, όταν ακόμη κατά την δεκάτην εννάτην εκατονταετηρίδα παραδίδουσι γραμματικών και ρητόρων στοιχειώδη βιβλία, των οποίων τ’ όνομα ή δεν ηκούσθη ποτέ, ή προ πολλού έπαυσε ν’ ακούεται, εις την φωτισμένην Ευρώπην, όταν και αυτόν τον Όμηρον, το μέγα καύχημα της Ελλάδος, τον αναγινώσκουσιν ακόμη εις παλαιωμένας εκδόσεις. Τις ήθελεν, ω φίλε μου, πιστεύσειν, ότι μόνος εγώ σχεδόν εις την πλούσιαν ταύτην νήσον έχω τας Ομηρικάς εκδόσεις των σοφών ανδρών, Εϋνίου και Ουολφίου; Άμποτε όσων έχω βιβλίων να μην ήσαν μυριάκις περισσότερα όσα με λείπουσι»!

«Εις τοσαύτην εμπεριδεμένος αμηχανίαν, και αποφασίσας να ζητήσω τόπον ήσυχον και επιτήδειον εις την έκδοσιν του Ομήρου, εδιάλεξα την Βολισσόν τόσον προθυμότερον, όσον μήτε πτωχοτέρα των ενδόξων πόλεων είναι εις βιβλία, και μεταξύ των πτωχών Βολισσινών, ως λέγουσιν, έγραψεν ο Όμηρος τα παίγνιά του, μαρτύριον και τούτο, ότι εγεννήθη εις την από τας Ελληνικάς όλας νήσους φιλαστειοτέραν Χίον».

            «Αλλά πριν σε φανερώσω τον τρόπο της εκδόσεως, καλόν είναι να σε δώσω μικράν ιδέαν της ενταύθα διαγωγής μου, πολύ πλέον επιτηδειοτέρας εις των παιγνίων παρά εις της Ιλιάδος του Ομήρου την έκδοσιν».

            «Η συναναστροφή μου είναι με τον Εφημέριον του χωρίου, άνδρα, όστις παρά τάλλα του πολλά προτερήματα καυχάται, και ότι εις όλην την νήσον δεν ευρίσκεται Παπάς να αναγινώσκη παρ’ αυτόν εγρηγορώτερα τα καθίσματα του ψαλτηρίου. Εις της εορτής των Χριστουγέννων τον όρθρον, τον συνέβη να πτερνισθή εις την ανάγνωσιν τόσον σφοδρά, ώστε  να σβέση την λαμπάδα. Όταν την άναψαν, συλλογιζόμενος πόσον έχασε καιρόν εις την μεταξύ σκοτίαν, επροτίμησε να πηδήση ψαλμόν ολόκληρον, τον μακρότερον, παρά το όνειδος να μακρύνη τον καιρόν της αναγνώσεως υπέρ το σύνηθες ».

«Δεν εξεύρω, αν δια την ταχυτάτην ταύτην ανάγνωσιν, ή δια την φυσικήν ημών των Χίων κλίσιν εις τα σκωπτικά παρωνύμια, ο Βολισσινός Εφημέριος ονομάζεται από τους πολίτας της Χίου Παπά Τρέχας· και το παρωνύμιο ήρεσε τόσον εις τον παρονομαζόμενον, ώστε δε σ’ ακούει πλέον αν τον καλέσης με το κύριόν του όνομα».

«Καυχάται προς τούτοις και εις εξηκοντατέσσαρα ταξείδια και φαντάζεται εαυτόν ως άλλον Οδυσσέα, από τον οποίον τούτο μόνον διαφέρει ότι τα έκαμεν εις αυτά της νήσου τα εξηκοντατέσσαρα χωρία, χωρίς κίνδυνον κανένα της θαλάσσης».

«Δια να σε δώσω, φίλε, μικρόν παράδειγμα της οποίας απέκτησεν από τα ταξείδια πολυπειρίας, επέρασεν εδώ προ μηνών Άγγλος τις περιηγητής, με σκοπόν να ανακαλύψη κανέν υπόμνημα της εις Βολισσόν διατριβής του Ομήρου· είχε σιμά του και δύο του μικρά παιδάρια. Μόλις τ’ άκουσεν ο Παπά Τρέχας να συλλαλώσι με τον πατέρα των, και μ’ ερώτησεν εκστατικός, Ποίαν γλώσσαν λαλούσι; - Την Αγγλικήν, τον απεκρίθην· και η έκστασίς του έγινεν απολίθωσις. Δεν εμπόρει να χωρήση του Βολισσινού Οδυσσέως η κεφαλή, πώς τόσον νεαρά παιδάρια ήτο δυνατόν να λαλώσι γλώσσαν εις αυτόν άγνωστον. Δεν εξεύρω πλέον, ποίαν γλώσσαν, και εις ποίαν ηλικίαν, κατ’ αυτόν, έπρεπε να λαλώσι των Άγγλων τα τέκνα. Είμαι βέβαιος, ότι γελάς την ώραν ταύτην διά την απορίαν του Παπά Τρέχα· αλλά τι ήθελες κάμει, εάν παρών παρόντος ήκουες αυτολεξεί από το στόμα του τους λόγους τούτους, Τα διαβολόπουλα, τόσον μικρά να μιλούν εγγλέζικα »!

«Γέλα, φίλε, όσον θέλης, αλλά πρόσεχε μη καταφρονήσης διά τούτο τον σεβάσμιον Παπά Τρέχαν. Ναι! σεβάσμιος αληθώς είναι , ως σε το λέγω. Μ’ όλην ταύτην την απλότητα, δεν εμπορείς να στοχασθής πόσον είναι φιλάνθρωπος ο καλός ούτος ιερεύς, πόσον φροντίζει διά την χρηστοήθειαν του μικρού του ποιμνίου, με ποίαν ψυχής διάθεσιν παρηγορεί τους ενορίτας εις τας δυστυχίας αυτών, και τους συμβουλεύει, όταν ευτυχώσι, να έχωσι πρόνοιαν των δυστυχούντων».

«Η αρετή δεν είναι εις αυτόν γέννημα παιδείας, επειδή παιδείαν δεν έλαβε· δεν είναι καρπός της ασκήσεως, επειδή κανέναν κόπον δεν δοκιμάζει εις την γύμνασιν αυτής· αλλ’ εφυτεύθη ουρανοκαταίβατος εις την ψυχήν του. Λυπείται πολλάκις δια την στέρησιν της παιδείας· και δια να αναπληρώση ό,τι δεν έκαμαν οι γονείς του εις αυτόν, έπεμψε τον υιόν του εις την πόλιν να μάθη την Ελληνικήν γλώσσαν, και ν’ ακούση τα μαθήματα του διδασκάλου Σελεπή. Είναι ανεκδιήγητος την οποίαν εδοκίμασε χαράν, όταν έμαθεν ότι ο Όμηρος εδιάτριψεν εις την Βολισσον, και ότι ασχολούμαι εις την έκδοσιν αυτού. Τούτο μόνον με ερώτησεν, αν ο Όμηρος ήτο χριστιανός. Αδύνατον ήτο, τον είπα, επειδή έζη χρόνους εννεακοσίους σχεδόν προ Χριστού. Τι με απεκρίθη εις τούτο; Ο θεός είναι καλός πατέρας· ποίησιν δε χειρών αυτού αναγγέλλει το στερέωμα. Με το πρώτον ενοεί φανερά ο φιλάνθρωπος Παπάς, ότι ο θεός δεν θέλει καταδικάσειν τον Όμηρον, διότι εγεννήθη τόσον αρχήτερα του Χριστού· του δευτέρου προσμένω από την αγχίνοιάν σου την εξήγησιν. Ποίαν, είπε με, συγγένειαν έχει του Ομήρου η ποίησις με την θαυμαζομένην από τον Δαυίδ ποίησιν του κόσμου; Εις πολλάς τοιαύτας απορίας με βάλλει καθημέραν, προσαρμόζων του ψαλτηρίου ρητά εις πραγμάτων περιστάσεις, όπου ο ιδικός μου νους δεν βλέπει καμμίαν προσαρμογήν».

«Με ερώτησε προχθές, αν τυπόνεται γρήγορα ο Όμηρος. Αφού ήκουσε τας δυσκολίας πρώτον της συντάξεως των σχολίων, έπειτα και της δαπάνης του τύπου, Δια την σύνταξιν, με είπε, δεν είμαι καλός να κρίνω· της δαπάνης όμως το πράγμα με φαίνεται ευκολώτατον. – Πώς Δέσποτά μου; – Έχομεν, απεκρίθη, τόσους αρχιερείς, τους οποίους δεν λείπει μήτε πλούτος, μήτε ζήλος υπέρ της παιδείας του έθνους. Αν ο αείμνηστος της Θεσσαλονίκης αρχιερεύς Ευστάθιος εδαπάνησεν, ως με λέγεις χρήματα πολλά, να συνάξη τα αναγκαία βιβλία, και όλην αυτού την ζωήν, να απανθίσω απ’ αυτά τας χρειαζομένας εις τον Όμηρον εξηγήσεις, είναι αναμφίβολον, ότι, αν γράψης περί του σκοπού σου προς τον άγιον ***, τον άγιον ***, τον άγιον *** (απαρίθμησας οκτώ ή δέκα από τους εγκρίτους ημών αρχιερείς), θέλουν σε γνωρίσειν χάριν, επειδή τους δίδεις αφορμήν να δείξωσι πόσον η παιδεία του γένους είναι πράγμα ιερόν εις την ανιερότητά των. – Πολλούς (απεκρίθην) απ’ όσους ωνόμασες εγνώρισα προσωπικώς, αληθώς άνδρας ιερούς και σεβασμίους, μηδ’ αμφιβάλλω περί της εις τα καλά προθυμίας των· άλλ’ όμως αποστρέφομαι να κάμω τώρα ό,τι δεν έκαμα την περασμένην όλην μου ζωήν· ή θέλεις, δέσποτά μου, δια δεκαπέντε μηνών εις την Βολισσόν διατριβήν να κατασταθώ ψωμοζήτης; - Αλλ’ εάν εις τούτο, με λέγει, αντιπαθής, δεν θέλεις, ελπίζω, αποστραφήν την ιδικήν μου βοήθειαν. Εις τα απροσδόκητα ταύτα λόγια, φίλε, ολίγον έλειψε να πάθω την οποίαν αυτός έπαθεν έκπληξιν, όταν ήκουσε του Άγγλου τα τέκνα λαλούντα την Αγγλικήν γλώσσαν· διότι εις την πολυδάπανον έκδοσιν του Ομήρου ποίαν από της Βολισσού τον Εφημέριον έπρεπε τις να ελπίζη βοήθειαν; Χωρίς να δώση προσοχήν εις την έκπληξίν μου, με προβάλλει ο καλός ούτος Παπάς δύο γρόσια. Ταύτα, λέγει, έλαβα σήμερον από στεφάνωμα, ταύτα μόνα έχω, ταύτα σε δίδω· πλειότερα αν είχα, πλειότερα μετά χαράς ήθελα σε δώσειν, δια να τυπωθή του συμπατριώτου ημών Ομήρου η ποίησις, τον οποίον επεθύμουν να εξεύρω εις ποίαν κατάστασιν ευρίσκεται εις τον άλλον κόσμον. Πλην ο θεός είναι καλός πατέρας· ποίησιν δεν χειρών αυτού αναγγέλλει το στερέωμα».

«Μαντεύω τώρα, φίλε, την περιεργίαν σου να μάθης πώς εφέρθην εις την απροσδόκητον ταύτην συνεισφοράν του καλού Παπά· την έλαβα, ασπαζόμενος με δακρυμένους τους οφθαλμούς την πλουσίαν του πένητος ιερέως χείρα, όχι μόνον δια να μην λυπήσω, με την άκαιρον παραίτησιν, την αγαθήν αυτού ψυχήν, αλλά ότι και μ’ εφάνη νόστιμον να ονομάσω την έκδοσιν ταύτην του Ομήρου, Βολισσινήν έκδοσιν, επειδή και εις την Βολισσόν υπέμεινα τους κόπους της, και από την πτωχήν ταύτην Βολισσόν έλαβα την πρώτην βοήθειαν της εκδόσεως».

«Άκουσε άλλο θαυμαστότερον. Οι κάτοικοι του χωρίου είναι τόσον ολίγοι τον αριθμόν, ώστε η πολλά μικρά των εκκλησία εμπορεί να χωρέση τριπλάσιους αυτών· Μ’ όλον τούτο τινές από τους προεστώτας, οι πλουσιώτεροι, επεθύμησαν να πλατύνωσι την ακοδομήν. Εκοινώνησαν την γνώμην αυτών εις τον Εφημέριον, και ούτος τους εσυμβούλευσε να συναθροίσωσι πρώτον την χρειαζομένην δαπάνην, δια να τελέσωσι κατ’ αυτήν και το έργον. Αφού έμαθε συναγμένα τα αργύρια ο σεβάσμιος ούτος Παπάς, μίαν των κυριακών, μετά την απόλυσιν της λειτουργίας, τους είπε· Τέκνα μου, ο θεός δεν κατοικεί εις πέτρας και ξύλα, αλλ’ εις τας ψυχάς των καλών χριστιανών. Της εκκλησίας το μέγεθος βλέπετε ότι δεν είμεθ’ αρκετοί να το γεμίσωμεν. Από σας οι περισσότεροι δεν εξεύρουν μήτε να αναγινώσκωσι, μήτε να γράφωσι· πράγμα ασυγκρίτως αρεστότερον εις τον θεόν ήθελαμεν πράξειν, βάλλοντες εις τόκον τα συναγμένα αργύρια, δια να πληρόνεται απ’ αυτόν ετησίως διδάσκαλος γραφής και αναγνώσεως, και το περισσεύον να μοιράζεται εις τους πτωχούς αδελφούς μας, όσων η πτωχεία δεν είναι αποτέλεσμα αργίας, και με τούτον τον τρόπον να ελευθερωθώμεν και από το όνειδος ότι μόνοι ημείς εις όλην την νήσον αγαπώμεν την ψωμοζητίαν. Τι λέγεις εις τούτο, φίλε; Δεν σε φαίνεται ο ταπεινός ιερεύς της Βολισσού φρονιμώτερος και θεοσεβέστερος του αυτοκράτορος Ιουστινιανού, όστις έκοψε τα σιτηρέσια των διδασκάλων, δια να οικοδομή λαμπράς εκκλησίας»;

«Αφίνω άλλα πολλά και θαυμαστά της αρετής του ιερέως τούτου δείγματα, φοβούμενος το υπέρμετρον μάκρος της επιστολής, και αρκούμαι εις εν ακόμη, το οποίον με φαίνεται ασυγχώρητον να σιωπήσω. Ήκουσεν ότι ο ιερεύς τις, ειδήμων της Ελληνικής γλώσσης, επεριήρχετο την νήσον, ζητών να εμβή εις καμμίαν εκκλησίαν Εφημέριος. Τι κάμνει ο καλός σου Παπά Τρέχας; Τρέχει προς αυτόν να τον προβάλη να δεχθή αντ’ αυτού την εφημερίαν της Βολισσού. Μόλις έμαθαν οι ταλαίπωροι Βολισσινοί το απροσδόκητον εις αυτούς μέγα δυστύχημα τούτο, κ’ έτρεξαν άνδρες και γυναίκες με δάκρυα παρακαλούντες με να το εμποδίσω. Αφήνω σε, φίλε, να στοχασθής πόσην απορίαν επροξένησεν εις εμέ τον μεσίτην το κίνημα τούτο του ιερέως, και μάλιστα όταν, ερωτήσας αυτόν δια τι απεφάσισε να παραιτηθή την εφημερίαν, έλαβα ταύτην απόκρισην· Εγώ, τέκνον, είμαι αγράμματος· τον οποίον επιθυμώ να βάλω εις τόπον μου εφημέριον, είμαι βέβαιος, ότι είναι επιτηδειότερος παρ’ εμέ να διδάσκη και να κυβερνά τας ψυχάς των καλών μου τούτων χωρικών. Εις τοιαύτην γενναίαν απόκρισιν τι είχα ν’ ανταποκριθώ; Συνέκλαυσα κ’ εγώ με τους Βολισσινούς, και επρόσμενα με λύπην της ψυχής μου την στέρησιν του καλού τούτου ιερέως, την οποίαν και ηθέλαμεν πάθειν, εάν οι κάτοικοι των Θυμιανών, δεν επρόφθαναν να λάβωσι τον λόγιον ιερέα εις εφημέριον, και ν’ αφήσωσι πάλιν εις ημάς τον ιδικόν μας. Του θαυμαστού ημών Παπά το έργον τούτο, δεν το κρίνεις, φίλε, ως εγώ, αληθώς Σωκρατικόν»;

«Τοιούτος είναι, φίλε, ως σε τον περιγράφω, ο απλούστατος και φιλάνθρωπος Εφημέριος της Βολισσού. Είναι σχεδόν μήνες δεκαπέντε απού κατοικώ το χωρίον, και κανέν ακόμη πάθος κυριεύον εις την καλήν του ψυχήν άλλο δεν εγνώρισα παρά την άμετρον χρήσιν του ταβάκου. Αλλά ελαττώθη και τούτο πολύ, αφού έμαθεν ότι μήτ’ ο Όμηρος, μήτ’ ο Ευστάθιος, δεν εγνώρισαν την σκόνιν ταύτην, και ολίγον έλειψε να την αφήση και ολότελα, αφού τον εσυνέβη το οποίον μέλλω να σε διηγηθώ αστείον, ή μάλλον άτοπον και άκαιρον, εις αυτήν την εκκλησίαν. Γνωρίζεις το κατάστημα του σώματός μου ότι δεν είναι από τα υπερβολή μακρά· όμως ο καλός ούτος ιερεύς, αν τον παραβάλης προς εμέ, είναι πυγμαίος, ώστε και με δίδει πολλάκις αφορμήν να παρωδώ εις αυτόν τον κωμικόν,

Μικρός γε μήκος ούτος, αλλ’ άπαν καλόν.

Μίαν των κυριακών, εις την απόλυσιν της λειτουργίας, επλησίασα εις αυτόν να λάβω, ως οι άλλοι, το αντίδωρον∙ και, επειδή δια την ανισότητα των σωμάτων ήτον ανάγκη να σκύψω, έπεσεν από τον κόλπον μου η κατάρατος ταβακοθήκη, και εφέρετο ως άλλος δίσκος εις αυτόν του αντιδώρου τον δίσκον. Μόλις την ενόησε κυλιομένην ο ευλογημένος Παπά Τρέχας, και κινούμενος αυτομάτως προς αυτήν, την αρπάζει με μεγάλην προθυμίαν, και αφού εταβακίσθη, μου την βάλλει εις την χείρα, και ταύτης εξοπίσω το αντίδωρον, μηδ’ αυτό παντάπασι καθαρόν από ταβάκον.»

            «Άτοπον ήτο χωρίς αμφιβολίαν τούτο∙ αλλ’ εις τον Παπάν της Βολισσού η τοιαύτη ατοπία παραβλέπεται και δια τα πολλά του προτερήματα, και δια την απλότητα της ψυχής, η οποία τον εμπόδισε να καταλάβη, ότι την ώραν εκείνην παρά τον μοιρασμό του αντιδώρου εις τίποτ’ άλλο να προσέχη δεν έπρεπε. Πόσον είναι ατοπώτεροι, όσοι και παιδείαν επαγγελόμενοι και θεοσέβειαν υποκρινόμενοι, δεν παύουν να σκανδαλίζωσι καθ’ ημέραν τους ακούοντες με τας αναίσχυντους συκοφαντίας κατά των όσοι επαινούν και εις την Ελλάδα να εμβάσωσι προθυμούνται την παιδείαν».

            «Μαθημένοι εις τα θυμιάματα και τας προσκυνήσεις της απαιδευσίας, ολίγοι τινές, κακώς γραμματισμένοι αλαζόνες, σπουδάζουν να διώξωσι την φιλοσοφίαν, μόνην ικανήν να δείξει την ορθήν μέθοδον της παιδείας, ποτέ μεν αυτήν κατηγορούντες ως εναντίαν της θρησκείας, ποτέ δε τους επαινέτας αυτής κηρρύτοντες ως άθρησκους. Δεν ήθελαν είσθαι ευτυχέστεροι και τιμιώτεροι άνδρες, εάν ομού με την απαιδευσίαν είχαν και τα ήθη του Βολισσινού ιερέως, όστις έδειξεν, ότι ολιγώτερον κακόν είναι η αμαθία παρά την οποίαν αυτοί εδιδάχθησαν κακήν και αμέθοδον παιδείαν;»

            «Είναι, φίλε, βέβαιον, ότι μεταξύ των απαιδεύτων ευκολώτερον ευρίσκει τις ανθρώπων χρηστόν, παρά των όσοι χωρίς μέθοδον ορθήν επαιδεύθησαν. Το αίτιον είναι, ότι ο παντάπασιν απαίδευτος ομοιάζει τον παντάπασι τυφλόν∙ και αν η φύσις δεν τον έκτισεν ολότελα ηλίθιον, φοβούμενος την πτώσιν, ησυχάζει εις το σκότος. Εξεναντίας ο κακής και αμεθόδου παιδείας μέτοχος, φανταζόμενος, ότι βλέπει πλέον των άλλων, τολμά να περιπατή και εις αυτήν την σκοτίαν. Εάν κατά δυστυχίαν κρατή εις τα χείρας και βακτηρίαν, συντρίβει ό,τι τον απαντήση, νομίζων ότι είναι περικυκλωμένος από παντός είδους και πάσης μορφής δαίμονας, χωρίς καν να υποπτεύεται, ότι αρρωστεί η κεφαλή του, και οι δαίμονες δεν είναι περίγυρα, αλλά κατοικούν εις αυτήν του την ψυχήν».

            «Καιρός είναι τώρα, φίλε, να σε διηγηθώ τον τρόπο πώς εσύνταξα την οποίαν πέμπω εις σε πρώτην Ραψωδίαν της Ιλιάδος του Ομήρου, και πώς αγαπώ να την εκδώσης».

            «Θέλω κι εγώ να συνδράμω εις την από τους φρονίμους επιθυμουμένην αναμόρφωσιν της μεθόδου της Ελληνικής παιδείας, και πληροφορημένος, ότι τούτο γίνεται πρώτον μεν με την όσον δυνατόν αναμάρτητον γραφήν του κειμένου των Ελληνικών ποιητών και συγγραφέων, έπειτα με εκλογή σχολίων παλαιών, εις όσους ευρίσκονται σχόλια, και με σημειώσεις νεωτέρων φιλολόγων, έκρινα ν’ αρχίσω από τον Όμηρον. Αλλά μόλις απεφάσισα το έργον, και μ’ ετάραξαν αι πολλαί του δυσκολίαι. Από την μικράν μου βιβλιοθήκην πολλά μικράν επρόσμενα βοήθειαν∙ έπειτα έλεγα εις εμαυτόν και τούτο, Εικοσιτεσσάρων ραψωδιών της Ιλιάδος, συνοδευμένων με σχόλια, όταν ετοιμασθώσι, τις μέλλει ή θέλει να κάμει την πολλήν δαπάνην του τύπου; Εις τους Βολισσινούς, και αν ομοίαζαν όλοι τον Παπά Τρέχαν, είναι τούτο παντάπασιν αδύνατον∙ εις πολλούς πλουσίους των ενδόξων πόλεων εύκολον ίσως ήθελεν είσθαι, εάν ο Όμηρος, αντί της διηγήσεως των Ελληνικών ηρωικών πράξεων, εδίδασκε πώς οι πλούσιοι εμπορούν να γενώσι πλουσιώτεροι».

            «Μ’ όλον τούτο, η επιθυμία να μη φανώ μηδ’ εγώ παντάπασιν ανωφελής εις το γένος, και η αγάπη του Ομήρου, ήτις καταντά πολλάκις εις Ομηρομανίαν, μ’ εκινούσαν και μη θέλοντα εις την επιχείρησιν και απ’ ό,τι έπρεπε τομηρότερον με έκαμναν∙ Εις τοιούτους λογισμούς διατρίβοντα μ’ ευρήκασι τα οποία μ’ έστειλες προπέρυσι φυλλάδια του Γερμανού Μυλλέρου, και κατ’ ευτυχίαν μ’ ελευθέρωσαν από την βάσανον του δισταγμού. Εάν, έλεγα, ο Γερμανός ούτος διδάσκαλος, θέλων να ωφελήση τους μαθητάς του, αλλά μη δυνάμενος να εκδώση εις μικρόν καιρόν διάστημα την Ιλιάδα όλην εξ’ ιδίας του δαπάνης, επρόκρινε τας κατά μέρος μακροχρονίους εκδόσεις των Ραψωδιών, τι εμποδίζει ημάς να μεταχειρισθώμεν τον αυτόν τρόπον;»

            «Επιχείρησα λοιπόν ν’ ακολουθήσω οδηγόν τον Μυλλέρον, με πολλα μικράς προσθήκας εξηγήσεων, ερανισμένων από τας αυτάς όθεν ανέσυρεν εκείνος πηγάς, τον Ευστάθιον λέγω και τον ψευδοδίδυμον. Αλλά μόλις έφθασα εις το τέλος της Α Ραψωδίας, και εσυλλογίσθην μήπως η μέθοδος του Μυλλέρου, καλή δια τα γερμανικά φροντιστήρια, και σύμφωνος με των λοιπών εις εκείνα παραδιδομένων μαθημάτων την μέδοθον, δεν ήτον ικανή δια τα σχολεία της Ελλάδος. Όθεν απεφάσισα όχι μόνον των προσθηκών τον αριθμόν να αυξήσω από άλλων φιλολόγων σημειώσεις, εις τας οποίας πέμπει πολλάκις εκείνος τον αναγνώστην, χωρίς ρητώς να τας γράφη, αλλά και πολλάς εξηγήσεις παλαιάς τυπωμένας από τον Μυλλέρον, ή παντάπασι ν’ αφήσω, ή εις τόπον αυτών άλλας, όσας έκρινα ωφελιμωτέρας, να βάλω. Άλλαξα λοιπόν την έκδοσίν μου από την έκδοσιν του Μυλλέρου, ώστε δεν έμεινεν εις αυτάς άλλο κοινόν, πλην ότι είναι και αι δύο ερανισμέναι από διαφόρων κριτικών εξηγήσεις».

            «Δεν σε λανθάνει, φίλε, πόσην δύναμιν έχουν οι φιλολογικαί προλήψεις, όσας προλαμβάνουσιν οι άνθρωποι απ’ αυτήν αυτών την παιδικήν ηληκίαν, και μάλιστα εις τα σχολεία, και πόσας άλλας ολεθριωτέρας ηθικάς προλήψεις γεννώσιν, αν δεν φθάση τις να των εμποδίση την πρόοδον. Συναυξανόμενοι και τρόπον τινά συγκολλώμεναι μ’ αυτήν την φύσιν, γίνονται αληθινοί τύραννοι, υπό των οποίων τον ζυγόν όλην ημών την λοιπήν ζωήν αναστενάζομεν οι ταλαίπωροι, κατηγορούντες εις τον άλλον, και πολλάκις βλασφημούντες και αυτήν την πρόνοιαν, ως της δυστυχίας ημών αίτιον, όταν έπρεπε καθείς να ζητή τας αληθινάς αιτίας, ως εις άλλον πίθον της Πανδώρας, εις αυτήν την κεφαλήν του. Την τυραννικής ταύτην ισχύν των παιδικών προλήψεων ενοούσε και όστις προς τον ερωτώντα, Τι δύσκολον; απεκρίθη, Το κακά απομαθείν. Εις πολλούς το δύσκολον τούτο γίνεται παντάπασιν αδύνατον».

            «Ευρίσκονται βέβαια εις τους παλαιούς σχολιαστάς και γραμματικαί και ιστορικαί παρατηρήσεις πολλαί, πολλήν έχουσαι την ωφέλειαν εις την κατάληψιν των ποιητών και συγγραφέων. Αλλ’ είναι κατά δυστυχίαν θαμμέναι εις πολλά περισσοτέρας τον αριθμόν κακάς ερμηνείας, κακάς λέξεων ετυμολογίας και παραγωγάς, εις βραχυλογίαν, εις πολλάς ψευδείς εννοίας».

            «Συγχωρημένη ήτο κατ’ εκείνον τον καιρόν τοιαύτη των καλών και των κακών πανσπερμία και σύγχυσις, ως και πολλών φυσικών φαινομένων η σφαλμένη αιτιολογία. Συγχωρημένον ήτο και εις τον Ευστάθιον να τας συναθροίση και να τας εκδώση, ως τας εύρε, ή μάλλον έκαμεν έργον αιωνίου επαίνου άξιον ο αείμνηστος ούτος αρχιερεύς, καταστήσας εις το γένος κοινόν τούτον των Ομηρικών εξηγήσεων τον θησαυρών, αν και όσα περιέχει όλα δεν ήναι χρυσός».

            «Αλλά την σήμερον, ως η φυσική επιστήμη αυξήθη δια πολλών πειραμάτων, τα οποία ήσαν άγνωστα εις τους παλαιούς, παρόμοια και η κριτική των αρχαίων εξήγησις έλαβε μεγάλας αυξήσεις δια της παραβολής πολλών βιβλίων, η παντάπασιν αγνώστων, η δυσκολοκτήτων εις τους παλαιούς στερημένους από το θείον δώρον της τυπογραφίας».

            «Από τας πολλάς του λεγομένου αποδείξεις μία είναι και τα περί των οποίων μετ’ ολίγον θέλω λαλήσει πλατύτερον, εκδοθέντα από τον περίφημο Βιλλοισώνα εις Βενετίαν σχόλια του Ομήρου. Είναι και αυτά, ως και τα του Ευσταθίου, συνάθροισις διαφόρων σχολιαστών, από τους οποίους, ότι ήσαν και τινές άγνωστοι εις τον Ευστάθιον, εύκολα θέλει το μάθειν όστις παραβάλη τα δύο βιβλία».

            «Εσυλλογίσθην λοιπόν, ότι θέλω κατορθώσειν έργον εις τους σπουδαστάς της Ελληνικής γλώσσης ωφελιμώτατον συναθροίζων από τους παλαιούς τας ορθάς, ή τουλάχιστον τας πιθανώς τοιαύτας, εξηγήσεις, προσθέτων εις αυτάς και όσα άξια λόγου παρετήρησαν οι νεώτεροι φιλόλογοι, και εκδίδων την συνάθροισιν ταύτην ενωμένην με αυτό το κείμενον του βασιλέως των ποιητών Ομήρου. Τοιουτοτρόπως εμποδίζονται κατ’ αυτάς τας αρχάς οι σπουδαίοι από των κακών την μάθησιν, όσα συνειθίζουν να στοιβάζωσιν εις τα νεαράς αυτών κεφαλάς οι αμαθείς διδάσκαλοι».

            «Αλλά και τούτο, εύκολον εις το φαινόμενον, μ’ έδίδαξεν η πείρα ότι έχει μεγάλας δυσκολίας, δια την μακράν έρευναν, και πολλήν κρίσιν, αναγκαίαν εις τον όστις επιχειρεί να διαλέξη από πολλά σφαλμένα ολίγα ορθά, και από ταύτα πάλιν τα ορθώτερα».

            «Δεν είμαι παντάπασι κρίσεως άμοιρος∙ μήτε καιρόν όμως να κάμω μακράν έρευναν έχω, μήτε της πολλά μικράς μου βιβλιοθήκης η βοήθεια είναι ικανή να μου συντέμη και τον καιρόν και τους κόπους της ερεύνης. Αλλ’ έπρεπε τάχα δια ταύτας τας ελλείψεις να παραιτηθώ το έργον, και δια την βεβαιότητα, ότι δύναται να γενή καλήτερον, να μην σπουδάσω να ελευθερώσω τους νέους από τα χειρότερα; Τοιαύτη αμέλεια ήθελε δικαίως με ομοιώσειν με άνθρωπον αμελούντα να σκεπάση όπως εμπορή την γύμνωσιν του αδελφού του, με πρόφασιν ότι δεν έχει να τον στολίση με λαμπρά φορέματα. Έκαμα λοιπόν, φίλε μου, ό,τι εδυνήθην∙ όστις κάμη εις το εξής καλήτερα, ως αληθινόν της κοινής ημών πατρίδος φίλον, θέλω τον επαινέσειν».

            «Και το μεν κείμενον του Ομήρου κανένα κόπον δεν μ’ επροξένησεν, επειδή η γραφή του δεν είναι έκδοσις, αλλ’ απαράλλακτος μετατύπωσις της από τον ένδοξον κριτικόν Ουόλφιον εκδοθείσης κατά το 1804 έτος εις Λειψίαν Ιλιάδος του Ομήρου∙ τούτο μ’ εφάνη, φίλε, εις τας παρούσας περιστάσεις το συντομώτερον. Την Ουολφιανήν έκδοσιν καταλαμβάνεις ότι δεν την νομίζω κατά πάντα αναμάρτητον, επειδή μηδ’ αυτός ο σοφώτατος εκδότης (είμαι βέβαιος) τοιαύτην δεν την στοχάζεται. Αλλά μίαν μόνην γραφήν ν’ αλλάξω απ’ όσας με πολυχρόνιον έρευναν εκείνος και μελέτην του Ομηρικού κειμένου έκρινε καλάς, ήτον ανάγκη να κάμω και εγώ μακράν έρευναν, δια να εκθέσω τας αιτίας της αλλαγής, πράγμα τόσον δυσκολώτερον, όσον μηδ’ εξέδωκεν ακόμη τας σημειώσεις του, δια να μάθωμεν απ’ αυτάς και την δύναμιν και την αδυναμίαν των παρακινησάντων αυτόν αιτίων εις την εκλογήν των διαφόρων γραφών. Οποία και αν ήναι του Ουολφίου η Ομηρική έκδοσις, είναι χωρίς αμφιβολίαν των όσαι έως σήμερον εξεδόθησαν η ορθωτέρα∙ και όστις από τους διδάσκοντας την Ελληνικήν γλώσσαν δεν την έχη εις το σχολείον του, εκείνον, εάν δεν ραπίση τις, μιμούμενος τον Αλκιβιάδην, έχει δίκαιον να στηλιτεύση ως επαγγελόμενον αλαζονικώς επιτήδευμα άγνωστον εις αυτόν, ως αναίσχυντον τερατολόγον, απατώντα και τους νέους τους εμπιστευθέντας εις αυτόν, και την Ελλάδα κοινώς όλην, ήτις προσμένει την ανάστασιν αυτής από την ορθήν παιδείαν των νέων».

            «Ας έλθωμεν τώρα, φίλε, εις τους σχολιαστάς. Τον πρώτον τόπον μεταξύ τούτων πρέπει δικαίως να έχει ο Ευστάθιος, όχι μόνος ότι ο περισσότερος έρανος έγινεν απ’ αυτόν, αλλ’ ότι έχει και θαυμαστάς παρατηρήσεις περί της γλώσσης, οσάκις παραβάλλει τους διαφόρους σχηματισμούς των ρημάτων, και τας συνδέει εις εν αρχικόν θέμα. Είτ’ αφ’ εαυτού τας έκαμεν, είτ’ από παλαιότερους κριτικούς τας έλαβεν, ο αείμνηστος ούτος αρχιερεύς, δείχνει γνώσιν της Ελληνικής γλώσσης μεγάλην, όσην ήτο δυνατόν να έχει τις εις εκείνην του χρόνου την περίοδον, οπότε η κριτική δεν ήτον ακόμη εις την οποίαν έφθασε την σήμερον τελειότητα».

            «Παρά την γνώσιν ταύτην δείχνει και πολλήν κρίσιν του καλού εις πολλά μέρη των σχολίων, σημειόνων με μεγάλην ευχαρίστησιν τους λαμπρούς τόπους του Ομηρικού ποιήματος∙ αν δεν ήτον ικανή να την δείξη και μόνη η επιχείρησις να σχολιάση τον Όμηρον, αφήσας εις τον Τσέτσην την σκοτεινήν δόξαν να εξηγή και να υβρίζη εν ταυτώ τον σκοτεινόν Λυκόφρονα με κλεμμένας απ’ άλλους ερμηνείας».

            «Του Ευσταθίου το όνομα σημειούται εις την συνάθροισιν μου δια του Ε στοιχείου, ως το εσημείωσε και ο Γερμανός εκδότης. Όπου μεταξύ της εξηγήσεως του Αρχιερέως βλέπεις τας τρεις στιγμάς…, τούτο σημαίνει την διακοπήν της συνεχείας της εξηγήσεως. Όσα λείπουν μεταξύ, αφέθησαν, όχι ως σφαλμένα, αλλά διότι ήσαν ή πολλά μακρά, ή είχαν ολίγην, και πολλάκις ουδεμίαν, εις το προκείμενον αναφοράν. Ο καλός Ευστάθιος αγαπά, ως εξεύρεις, τας μακράς παρεκβάσεις. Εις αυτάς ευρίσκονται πολλά χρήσιμα μαθήματα∙ αλλ’ ο σκοπός μου δεν ήτο να εκδώσω τον μεγαλοδάπανον Ευστάθιον, όστις θέλει μείνει πολλούς ακόμη χρόνους ίσως ανέκδοτος, αλλά μικρόν εξηγήσεων της Ιλιάδος εράνισμα, το οποίον και αυτό, εάν άλλην παρά του Βολισσινού ιερέως τα δύο γρόσια βοήθειαν δεν λάβω, πιθανόν ότι θέλει περιορισθήν εις μόνην την Α Ραψωδίαν».

            «Το εράνισμα τούτο είναι αληθώς έκδοσις ιδική μου, όχι μόνον δια τον κόπο της τάξεως και συρράψεως των διαφόρων σχολιαστών, αλλ’ ότι και σφαλμένων γραφών διορθώσεις πολλοτάτας έκαμα εις αυτούς, ως εύκολα πας τις δύναται να το πληροφορηθή, εάν παραβάλη ολίγας μόνας σελίδας της εκδόσεώς μου με τας προ πολλού εκδοθείσας παρεκβολάς του Ευσταθίου, με τα σχόλια του ψευδοδιδύμου, και τα προ ολίγων χρόνων εκδοθέντα από τον Βιλλοισώνα εις Βενετίαν, και μ’ αυτήν ακόμη την απ’ όλα ταύτα ερανισθείσαν έκδοσιν του Μυλλέρου. Παρά τας διορθώσεις ταύτας επρόσθεσα και τινάς επικρίσεις περί των οποίων θέλω σε λαλήσειν μετ’ ολίγον».

            «Δεύτερος των σχολιαστών είναι ο Δίδυμος, ήγουν τα μικρά σχόλια τα αναφερόμενα εις τον Δίδυμον. Ότι δεν εγράφησαν, ως είναι, από τον περίφημον γραμματικόν τούτον, είναι σήμερον γνωστόν εις τους κριτικούς. Περιέχουσι πολλά και του Διδύμου, και άλλων εξηγητών, απαράλλακτα σχεδόν από τα ευρισκόμενα εις τον Ευστάθιον, και εις τα εκδομένα από τον Βολλοισώνα∙ και τα περισσότερα δεν είναι πλην εξηγήσεις σύντομοι λέξεων, κατά τας γνωστάς εις τα σχολεία ψυχαγωγίας, ή τας ονομαζομένας πολλάς και παντοδαπάς του Ομήρου παραφράσεις. Μ’ όλον τούτο ερανίσθην και απ’ αυτά κατά το παράδειγμα του Μυλλέρου όσα μ’ εφάνησαν επιτήδεια να βοηθήσωσι την αδυναμίαν και να συντέμωσι του κόπους των νέων, και τα εσημείωσα με το Δ στοιχείον».

            «Ο Ευστάθιος και ο ψευδοδίδυμος έγιναν γνωστοί με αυτήν σχεδόν συγχρόνως της τυπογραφίας την εύρεσιν , και παρ’ αυτούς άλλα πλέον βοηθήματα εις την κρίσιν και εξήγησιν του Ομήρου σχεδόν δεν ελπίζοντο. Τούτο μόνο έξευραν οι φολόλογοι, ότι εσώζοντο ακόμη εις την δημόσιον της Βενετίας Βιβλιοθήκην παρά τους γνωστούς άλλοι σχολιασταί του Ομήρου, των οποίων την έκδοσιν πολλοί επεθυμούν ως χρήσιμον, και τινές σχεδόν ενόμιζαν περιττήν, υποπτευόμενοι μη δεν έχουσι τι περισσότερον αφ’ όσα εσυνάθροισεν ο Ευστάθιος, ή ο ψευδώς ονομασθείς Δίδυμος».

            «Κατά το 1788 έτος ευρισκόμενος ο μακαρίτης Βιλλοισών εις Βενετίαν, επαρακινήθη από τον σφοδρόν έρωτα της ελληνικής σοφίας, να ερευνήση τα ανέκδοτα ταύτα σχόλια, και κρίνας αυτά χρήσιμα εις τους φιλομήρους, τα εσυνάθροισε και τα εξέδωκε δια των τύπων. Κατά δυστυχίαν, επειδή αναγκασθείς να αποδημήση, αφήκεν εις άλλους την φροντίδα της τυπώσεως, η έκδοσις γέμει από παντός είδους σφάλματα, από τα οποία ήθελεν αναμφιβόλως την καθαρίσειν η παρουσία του. Και εις ταύτην όμως την  κατάστασιν αυτή είναι αληθινόν ευεργέτημα της φιλοπονίας του Βιλλισώνος, επειδή κάμνει σημειώδη χρόνου εποχήν εις την Ελληνικήν φιλολογίαν, και χωρίς αυτήν πιθανόν ότι δεν ηθέλαμεν ακόμη απολαύσειν την καλήν έκδοσιν του Ουολφίου».

            «Της Βενετικής εκδόσεως το χρήσιμον δεν στέκει τόσον εις την κατά μέρος ερμηνείαν των Ομηρικών λέξεων, όσον εις τας διαφόρους γραφάς αυτών, εις την περί αυτών κρίσιν των αρχαίων κριτικών, εις των κριτικών τούτων την πληρεστέραν αρίθμησιν, μεταξύ των οποίων ευρίσκονται και γυναίκες, εις την ιστορίαν των διαφόρων Ομηρικών εκδόσεων, των, όχι μόνον όσαι φέρουσι το όνομα ενός τινός απ’ αυτούς, καθώς είναι η Αντιμάχου, αι δύο του Αριστάρχου, η Αριστοτέλους, η Αριστοφάνους, η Ζηνοδότου, η Ριανού, η Σωσιγένους αλλά και όσαι ονομάζονται με πόλεων ονόματα, ή διότι εκ δημοσίου προστάγματος αυτών εξεδόθησαν, ή διότι όταν επέρασαν εις βασιλικάς βιβλιοθήκας, οι νέοι κτήτορες αυτών μην εξεύροντες το όνομα του εκδότου, τας ωνόμασαν από τας πόλεις, όθεν τας αγόρασαν, ή με βίαν τας επήραν, ως είναι η Αργολική, η Κρητική, η Κυπρία, η Μασσαλιωτική, η Σινωπική, και η Χία. Και εκ τούτου πάλιν φαίνεται το αξιόλογον της Βενετικής εκδόσεως, ότι ο πολυμαθέστατος, και πλεόν παρ’ άλλον τινά ερευνήσας τα περί Ομήρου Ευστάθιος, από τας φημισμένας ταύτας πολιτικάς εκδόσεις δεν αναφέρει εις τας διεξοδικωτάτας αυτού παρεκβολάς, πλην δύο μόνας, την Μασσαλιωτικήν και την Σινωπικήν∙ σημείον ότι μήτ’ εγνώρισε τας άλλας, μήτ’ από τους γνωρίζοντας ανέγνωσε κανένα. Το αυτό νοείται και δια τους κατά μέρος εκδότας, και τους πολυαρίθμους άλλους εξηγητάς, εκ των οποίων μόνους ολίγους τινάς ονομάζει ο Ευστάθιος».

            «Όταν τις βλέπη εις τους Βενετικούς τούτους σχολιαστάς το πλήθος των εκδόσεων και των εξηγητών του Ομήρου, την τόσην σπουδήν και προθυμίαν όλης της Ελλάδος, εις την αντιγραφήν των ποιημάτων αυτού, αδύνατον είναι να μη συλλάβη έννοιαν μεγάλην του Ποιητού, αδύνατον να μην εκφωνήση με έκπληξιν τον από την αισθητικώτατην του σοφού και κομψού αρχιερέως της Θεσσαλονίκης ψυχήν εκφωνηθέντα τούτον όχι έπαινον, αλλ’ ύμνον ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ ΠΡΑΓΜΑ Η ΟΜΗΡΟΥ ΠΟΙΗΣΙΣ. Αν δεν ήτον αληθώς τοιούτον, ήθελεν όλη η Ελλάς εις τόσου χρόνου μακρόν διάστημα σώσειν τοιαύτην περί Ομήρου πρόληψιν, χωρίς να γεννηθώσι περισσότεροι παρά μόνον ένα Ζωΐλον; ήθελε τον καταστήσειν κοινόν παιδευτήν του Ελληνικού γένους, και μεταβάλειν σχεδόν όλας του τας φράσεις εις παροιμίας; Τούτο μήτε καθ’ εαυτό είναι πιθανόν, και η κρίσις όλων των νέων φωτισμένων εθνών της Ευρώπης απέδειξεν ότι μήδ’ οι Έλληνες δεν επλανήθησαν κρίναντες τοιαύτην του Ομήρου την ποίησιν. Άλλη παρά ταύτην απόδειξις είναι, ότι με την αμέλειαν των Ομηρικών ποιημάτων άρχισε και η εις το κακόν μεταβολή της Ελλάδος, και αυξήθη, καθ’ όσον εκείνη αυξάνετο, έως εκατήντησεν εις την από την οποίαν σήμερον ζητούμεν να ελευθερωθώμεν βαρβαρότητα. Και είναι αληθώς πράγμα παράδοξον, πώς εις αυτό το βαθύτατον της βαρβαρότητος σκότος ευρέθη κατά την δωδεκάτην εκατονταετηρίδα άνθρωπος, όστις εδαπάνησεν όλην αυτού την ζωήν εις το να σχολιάση τον Όμηρον, ο αοίδιμος Ευστάθιος. Όσα έλαβα από την Βενετικήν έκδοσιν του Βιλλοισώνος έχουσι σημείον το Β στοιχείον».

            «Δε σε λανθάνει, φίλε, ότι εις όλα ταύτα τα σχόλια, ευρίσκονται , ως είπα, και πολλά σφάλματα της κριτικής· τα οποία, ως ήτον αδύνατον τότε ν’ αποφύγωσιν οι γράψαντες, ούτως είναι σήμερον εντροπή να μεταγραφή τις. Παραγωγαί, ετυμολογίαι, ερμηνίαια λέξεων κακαί, λεπτολογίαι εις απλούστατα, απορίαι εις ευπόριστα, πληροφορίαι εις άπορα πράγματα, και άλλα τοιαύτα μωρολογήματα ευρίσκονται εις πάσαν σχεδόν σελίδα των παλαιών εξηγητών. Πόσον είναι βλαβερά τοιαύτα μαθήματα εις τους νέους, το δείχνει η καθημερινή πείρα. Διδασκόμενοι με τοιαύτην μέθοδον την Ελληνικήν γλώσσαν, όχι μόνον τρίβουσι ματαίως ότινα εις μόνα τα ορθά έπρεπε να δαπανώσι καιρόν, αλλά και φθείρουσι τα ήθη των με τον γεννώμενον από τοιαύτα μαθήματα τύφον. Υπόθες ένα από τούτους τους ονομαζόμενους λογιωτάτους, των οποίων ο αριθμός κατ’ ευτυχίαν ελαττούται καθ’ ημέραν, εξεύροντα καμμίαν στίχων Ομηρικών κακώς εξηγημένων εκατοντάδα, διακοσίας ή τριακοσίας ετυμολογίας ψευδείς λέξεων, τα διαβατικά και τα συγκείμενα του Θεοδώρου, του Λιβανίου τας μελέτας, και του Πτωχοπροδρόμου τα ποιήματα, δος εις αυτόν και ολίγην είδησιν της Ρητορικής του Ερμογένους, του οποίου τ’ όνομα μόλις ακούεται εις την φωτισμένην Ευρώπην· παρά τούτον πλέον αλαζονικόν θηρίον εις την με τους ομοίους του συναναστροφήν, είναι των αδυνάτων να εύρης. Εσυλλογίσθην πολλάκις την αιτίαν, δια τι τόσον πτωχαί κεφαλαί είναι φουσκωμέναι από τόσον άνεμον; και παρά την εξής άλλην δεν εύρηκα. Μόνου του αληθούς η μεθοδική μάθησις είναι εύκολος, επειδή παραδίδεται εις ψυχήν φυσικά λογικήν, η οποία εντάμα με το αληθές μανθάνει και τα όρια έως πού φθάνει η κατάληψις αυτής, έως πού πρέπει να στήση την έρευναν, εις ολίγα λόγια, διακρίνει το μαθητόν από το αμάθητον. Εκ τούτου γεννάται η μετριοφροσύνη, την οποίαν αυξάνει ακόμη και η δια την ευκολίαν της μαθήσεως αύξησις του πλήθους των μανθανόντων. Όταν ήναι πολλοί οι βλέποντες, τις τολμά να αλαζονευθή εις την όρασίν του; Εξεναντίας η αμέθοδος παράδοσις, δι’ αυτήν της την δυσκολίαν, έχει και ολίγους τους διδασκομένους. Οι ολίγοι ούτοι πώς θέλεις να μην υπερηφανεύωνται μεταξύ πολλών απαιδεύτων, νομίζοντες ότι εξεύρουν τι περισσότερον εκείνων; από τους οποίους όμως τούτο μόνον διαφέρουσιν, ότι εκείνοι δεν εξεύρουν μήτε καλά μήτε κακά, και τούτων η σοφία άλλο δεν είναι πλην συνάθροισις πολλών και παντοδαπών αλλοκότων εννοιών, δια τας οποίας αντί να εντρέπωνται, θέλουν να δοξολογούνται από τους τυφλοτέρους των.

            «Ταύτας λοιπόν τας ευρικοσμένας ψευδείς δόξας εις τους παλαιούς εξηγητάς και κριτικούς ανάγκη ήτο, ή να μη τας βάλω παντάπασιν εις το εράνισμα, ή να τας διορθώσω με επίκρισιν. Το πρώτον ήτο βέβαια το συντομώτερον· αλλά προξενεί το δεύτερον, αν δεν λανθάνωμαι, πολλήν ωφέλειαν εις τους νέους της Ελληνικής γλώσσης σπουδαστάς. Βλέποντες τι εσυλλογίζοντο οι προ αυτών, και τι ρπέπει να συλλογίζωνται αυτοί, οξύνουσι της κεφαλής αυτών την κρίσιν. Βλέποντες ποία μαθήματα εδιδάσκοντο από τους παλαιούς, και ποία πρέπει να διδάσκωνται, μανθάνουν να διακρίνωσι τους διδασκάλους, και να αποδίδωσιν εις έκαστον ό,τι τον πρέπει· τιμήν εις τους αληθινούς παιδευτάς του γένους, συμπάθειαν εις τους μη δυνηθέντας δια την εις την οποίαν εγεννήθησαν εποχήν χρόνου να απολαύσωσι της τελειοποιηθείσης κριτικής τα καλά· και καταφρόνησιν των όσοι εμποδίζουν της μόνης τούτων των καλών προξένου φιλοσοφίας την είσοδον εις την Ελλάδα, δια τον αντίθεον φόβον, μη των άλλων ο στολισμός καταστήση φανερωτέραν αυτών την γυμνότητα».

            «Εξεύρεις, φίλε, ότι οι Λακεδαιμόνιοι εδίδασκαν τα τέκνα των την αποφυγήν της μέθης, δείχνοντες εις αυτά τους δούλους των μεθυσμένους. Το αφιλάνθρωπον τούτο της Σπάρτης έργον μιμείται φιλανθρώπως, όστις διδάσκων τους νέους, τους ενθυμίζει εν ταυτώ την ασχημοσύνην της παλαιάς διδαχής και παραδόσεως των μαθημάτων· και τούτο είναι πιθανόν ότι ηθέλησε να μιμηθή και ο μακαρίτης Ευστάθιος, αναφέρων όλας των αφιλοσόφων γραμματικών τας φλυαρίας. Εάν οι ολίγοι έτι μείναντες εις την Ελλάδα μεθυσμένοι ησύχαζαν, το καλήτερον ήτο να τους αφήση τις ησύχους, ενθυμούμενος την τουρκικήν παροιμίαν, Μην ωθής τον μεθυσμένον· μόνος πίπτει. Αλλ’ αυτοί παρά τας θερσιτικάς παροινίας κρατούσι και όπλα, βαμμένα με

Τόσον πλέον κινδυνώδη και φαρμακεράν χολήν,

Όσον πλέον εις τα όπλα χρεωστούμεν συστολήν,

D’ autant plus dangereux dans leur âpre colère.

Qu’ ils prennent contre nous  des armes qu’ on revère

και πληγώνουν ασπλάχνως ότιν’ απαντήσωσιν εμπόδιον της κενοδοξίας των ».

            «Η επίκρισις του ερανίσματος έγινε μέρος από παρατηρήσεις άλλων, και μάλιστα του Κοιππήνου, μέρος από ιδικάς μου. Αι πρώται είναι σημειωμέναι με το Κ στοιχείον, αι δεύτεραι με το Χ, το οποίον σημαίνει Χίος εκδότης. Τούτο σε λέγω, φίλε, δια να μην από την προς εμέ σου φιλίαν κινηθής να με ονομάσης. Τόσον ολιγώτερον προσμένω να τιμηθώ δια τούτον μου τον κόπον, όσον πρέπει να κρίνωμαι πληρωτής του προς την πατρίδα χρέους πλέον παρά ευεργέτης αυτής. Η μόνη την οποίαν επιθυμώ αμοιβή του κόπου μου είναι η κοινοποίησης εις τα σχολεία της νέας ταύτης εκδόσεως, από την οποίαν ελπίζω μεγάλα καλά, εάν οι διδάσκαλοι αναγκάζωσι τους μαθητάς να εκστηθίζωσι την πρώτην Ραψωδίαν της Ιλιάδος, και παραδίδωσιν εις αυτούς με προσοχήν και κρίσιν τα εις αυτήν σημειώματα, τόσον αναγκαιοτέραν, όσον είναι αδύνατον να μην έσφαλα κ’ εγώ, και εις αυτήν την εράνισην, ή αφήσας όσα έπρεπε να απανθίσω, ή απανθίσας όσα ήτο καλά να απορρίψω, και εις αυτάς μου τας επικρίσεις. Απ’ ανθρώπου χείρας παντέλειον έργον δεν εγνώρισα ακόμη κανέν· ευτυχέστερος είναι όστις σφάλλει ολιγώτερα. Μήδ’ αυτός ο θείος Όμηρος δεν είναι παντάπασιν ελεύθερος από σφάλματα».

            «Αλλά και αφ’ όσα τινές ενόμισαν, εάν ήσαν περισσότερα του Ομήρου τα σφάλματα, από την οποίαν επιθυμώ, και εις τους νέους παραγγέλλω, μέρους της Ιλιάδος, αποστήθισιν άλλο και εις την μάθησιν της Ελληνικής γλώσσης, και εις την απόκτησιν της αισθήσεως και κρίσεως του καλού, δεν γνωρίζω χρησιμώτερον».

            «Εις τας επικρίσεις, σημειωμένας, ως είπα, με το Χ στοιχείον, βλέπεις ότι εμιμήθην πολλάκις την μέθοδος του Κοραή, ερευνών, ως εκείνος, τας λέξεις, και παραβάλλων αυτάς με άλλων γλωσσών λέξεις. Εις τας παρούσας περιστάσεις η μέθοδος αυτή με φαίνεται χρήσιμος και των νέων την κρίσιν να ακονήση, και τους διδασκάλους των να καταπείση την ανάγκην να εμβάσωσιν εις τα σχολεία την αδελφήν της Ελληνικής Λατινικήν γλώσσαν, ως έπραξαν οι νέοι της Σμύρνης διδάσκαλοι. Κ’ εγώ, φίλε, με την γνώμην σου είμαι, και ως γεωμετρικόν αξίωμα πιστεύω, ότι περιπαίζεται και περιπαίζει όστις η την Ελληνικήν χωρίς της Λατινικής, η ταύτην χωρίς εκείνης εντελώς να διδάξη επαγγέλλεται».

            «Εδώ τελειόνω την επιστολήν μου. Ίσως εγράφθη μακροτέρα του πρέποντος· αλλ’ επειδή με είπες, ότι, αν σ’ αρέση, εμπορείς να την μεταχειρισθής εις τόπον Προλεγομένων της εκδόσεως της Α ραψωδίας, έγραψα εις αυτήν και όσα καλήτερα μου γνωρίζεις, δια να σου ελαφρύνω τον κόπον της εκδόσεως. Και τωόντι δύνασαι να την τυπώσης ως Προλεγόμενα, εάν αφήσης μόνον το συναξάριον του βίου του Παπά Τρέχα. Κάμε περί τούτου ως θέλεις. Τούτο μόνον σε παρακαλώ να μη κάμης εις την έκδοσιν του Ομήρου ό,τι έκαμες εις τα Αστεία του Ιεροκλέους· είναι δεκαοκτώ μήνες απού σε τα έστειλα δια να τα τυπώσης και δεν με γράφεις καν αν τα έλαβες. Δια τι τόση αμέλεια, φίλε; ή τα έκρινες ανάξια της σεμνότητος του Ιεροκλέους; Τι άλλο σεμνότερον από τον Σωκράτην; και όμως βλέπεις και εις τον Πλάτωνα, και εις τον Ξενοφώντα, πόσον αγαπά και αυτός να αστειεύεται. Υγίαινε».

 

Από Βολισσού, 13 Ιανουαρίου, 1811

 

Textes Critiques