Leivaditis Tasos
Kantata
 
 
Poésie, Maison d'édition Kedros 1987, Pg.294-343, Première Publication:1960
 
 
ΣΚΗΝΙΚΟ:
Συνοικιακός δρόμος σύγχρονης πόλης. Αρχίζει να βραδιάζει.

ΠΡΟΣΩΠΑ:
Ποιητής: σκυμένος στο τραπέζι μιας κάμαρας γράφει. Φαίνεται όμως πώς η έμπνευση είναι δύστροπη απόψε. Πετάει το στυλό και βγαίνει στο μπαλκόνι ν’ ανασάνει λίγο.
Ο άνθρωπος με το κασκέτο: ψηλός, βλογιοκομένος άντρας. Περνάει συχνά απ’ αυτό το δρόμο, πάντα κατά το ηλιοβασίλεμα — και κάνεις δεν ξέρει από που έρχεται, ούτε που πάει. Μόνο τα παιδιά που παίζουν, μόλις τον δουν, σταματάνε το παιχνίδι και τον τριγυρίζουν. Εκείνος χαμογελάει. Κάθεται ύστερα σ’ ένα σκαλοπάτι κι αρχίζει κάθε φορά κι απόνα ωραίο παραμύθι. Και τα μάτια των παιδιών, μεγάλα κι ερωτηματικά μέσα στο βράδι, τον κοιτάζουν. Σήμερα θα τους πει μια Ιστορία παλιά όσο κι ο κόσμος. "Α, ναι — συχνά του αρέσει να μιλάει σε ύφος βιβλικό.
Διάφοροι περαστικοί : αυτός που σφύριζε την Παλόμα, ο άλλος που νόμιζε πώς ήτανε σοφός, ένας με μάτια πυρετικά, αυτός που βγήκε απ’ το καπηλιό. Ο πιο τρομερός απ’ όλους, ο γέρος με την κρεατοελιά, ένας αγνωστικιστής, αυτός με την κουρασμένη μνήμη, κάποιος που μας έμοιαζε πολύ — άπειροι τύποι σαν την άμμο της θάλασσας και σαν τ’ άστρα τ’ ουρανού. Και σαν τα σκιρτήματα της ψυχής άπειροι.
Χορός : Γυναίκες, δεξιά, μαζεμένες σε μια ξώπορτα κουβεντιάζουν τα δικά τους.
Αριστερά, άντρες, πλάι στη σκαλωσιά μιας οικοδομής, λένε ένα τραχύ, δυνατό τραγούδι. Αλήθεια, που τόμαθαν;

Ω αρετή της συγγνώμης, αρετή της υπομονής, αρετή
της αυταπάρνησης,
μα πάνω απ' όλα, υπέρτατη αρετή, σαν τους
ανθρώπους,
να δέχεσαι υπάκουα, κατανυχτικά το πέρασμα του χρόνου,
κατανοώντας αόριστα το βαθύ μυστήριο της αιώνιας
κίνησης κι αλλαγής
και σχεδόν συγκατανεύοντας — σα νάσαι λίγο κι εσύ
ο δημιουργός του.
Κι α, ποια άλλη, αλήθεια, πιο απροσμέτρητη λεηλασία
υπάρχει της απρόσιτης αιωνιότητας,
απ' το τραγούδι.
(Κοιτάζει στο βάθος την πολιτεία.)
Το βράδι έπεσε αθόρυβα κι ανέκκλητα
σαν τη σκιά του αιώνιου χωρισμού πάνω από έναν
μεγάλον έρωτα.
Ανάβουν τα φώτα, οι απίθανες ρεκλάμες στους
κινηματογράφους,
οι βιτρίνες με τους απαγορευμένους παραδείσους.
μεταξωτά, μισόγυμνα φορέματα με πόδια και κεφάλι
παριστάνοντας απεγνωσμένα τις γυναίκες, λαχεία,
νοσταλγίες,
τα μπαρ με τα ξένα ονόματα, κι οι τράπεζες που
κλείνουν,
τα σκοτεινά χρηματοκιβώτια σα μεγάλα υδρωπικά
φέρετρα
κι οι υπάλληλοι που πηγαινόρχονται πάνω στις άσπρες
και μαύρες πλάκες, σαν τα θλιβερά πιόνια
σ' ένα πελώριο φανταστικό σκάκι — αόρατα χέρια
παίζουν ένα παιχνίδι τρομερό.



Εκτενέστερο απόσπασμα του παραπάνω έργου θα είναι διαθέσιμο στις ιστοσελίδες του ΠΟΘΕΓ αμέσως μετά την ολοκλήρωση της νομικής διαδικασίας εκχώρησης στο ΙΕΛ των σχετικών δικαιωμάτων χρήσης από τους κατόχους των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί του συγκεκριμένου έργου.